...........................................................
Έτσι όπως έγυρε στην τελική του πτώση
αρπάχτηκε από την οθόνη που έπεσε κι αυτή μαζί από πάνω του
μανδύας διάτρητο σκοτάδι.
Τρέξαμε τον σηκώσαμε και στα κρυφά περάσαμε στην έξοδο κινδύνου
έμπαζε από παντού αναφυλλητό
η νύχτα της Αθήνας ξέβραζε ναυάγια τραγουδιών και σάπια φώτα
κι η σκάλα φρέαρ στο πουθενά.
Ίλιγγοι και στροφές η κάθοδος.
Χυμούσε από ψηλά να μας τον πάρει ο ουρανός
και κάτω μας λυσσομανούσαν υποχθόνια πνεύματα
καθε σκαλί μας σκαμπανέβαζε σαν κύμα
- κι η σκάλα ανέβαινε; κατέβαινε; -
μα εμείς γερά κρατούσαμε
παληοί της συντεχνίας
μανουβραδόροι σε λιμάνια και σταθμούς
σε αναχωρήσεις και σε αφίξεις
για τα μεγάλα βάσανα και τα βαριά τα πένθη
βαστάζοι των αβάσταχτων κι ασήκωτων του κόσμου.
...Αγέρωχος, αγαλματένιος μεσ'στην πίκρα του
άσπρα κοράλλια οι ξεραμένοι αφροί στα
χείλη του
η θάλασσα απ' τα μάτια του φευγάτη
ολόσωμος μέσα στη νύχτα φωσφορίζων
σήματα κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύ-
ματα.
Όχι, θα τον αφήναμε στον έλεο του κοινού
σε ασθενοφόρους κριτικούς και περιπολικούς δημοσιογράφους
για την των παθημάτων κάθαρση...
Ασ' τους να ψάχνονται οι περίοπτοι θεατές
στην αίθουσα
όταν ανάβουνε τα φώτα κι ασβεστώνονται οι ψυχές.
Ίσαμε εδώ η μέθεξη.
Μας παίξατε, κύριοι, στην τέχνη και μας χάσατε.
...Κι έτσι, τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε απρόσκλητοι στο Poetry Bar.
Kονιάκ!...και μη μου λες εμένα ''κλείνουμε" παλιορουφιάνα
Ποτήρι και στο φίλο μας...Και μακρυά τα χέρια απ' τον συναγερμό.
Τώρα θα δεις τι πάει να πει μεθύσι των νεκρών.
Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για αυτοπυρπόληση.
Κάθε πρωί εξαφανίζουνε τις στάχτες μας.
Βύρων Λεοντάρης
(1931 - 2014)
Ο νεκρός της οθόνης
Έτσι όπως έγυρε στην τελική του πτώση
αρπάχτηκε από την οθόνη που έπεσε κι αυτή μαζί από πάνω του
μανδύας διάτρητο σκοτάδι.
Τρέξαμε τον σηκώσαμε και στα κρυφά περάσαμε στην έξοδο κινδύνου
έμπαζε από παντού αναφυλλητό
η νύχτα της Αθήνας ξέβραζε ναυάγια τραγουδιών και σάπια φώτα
κι η σκάλα φρέαρ στο πουθενά.
Ίλιγγοι και στροφές η κάθοδος.
Χυμούσε από ψηλά να μας τον πάρει ο ουρανός
και κάτω μας λυσσομανούσαν υποχθόνια πνεύματα
καθε σκαλί μας σκαμπανέβαζε σαν κύμα
- κι η σκάλα ανέβαινε; κατέβαινε; -
μα εμείς γερά κρατούσαμε
παληοί της συντεχνίας
μανουβραδόροι σε λιμάνια και σταθμούς
σε αναχωρήσεις και σε αφίξεις
για τα μεγάλα βάσανα και τα βαριά τα πένθη
βαστάζοι των αβάσταχτων κι ασήκωτων του κόσμου.
...Αγέρωχος, αγαλματένιος μεσ'στην πίκρα του
άσπρα κοράλλια οι ξεραμένοι αφροί στα
χείλη του
η θάλασσα απ' τα μάτια του φευγάτη
ολόσωμος μέσα στη νύχτα φωσφορίζων
σήματα κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύ-
ματα.
Όχι, θα τον αφήναμε στον έλεο του κοινού
σε ασθενοφόρους κριτικούς και περιπολικούς δημοσιογράφους
για την των παθημάτων κάθαρση...
Ασ' τους να ψάχνονται οι περίοπτοι θεατές
στην αίθουσα
όταν ανάβουνε τα φώτα κι ασβεστώνονται οι ψυχές.
Ίσαμε εδώ η μέθεξη.
Μας παίξατε, κύριοι, στην τέχνη και μας χάσατε.
...Κι έτσι, τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε απρόσκλητοι στο Poetry Bar.
Kονιάκ!...και μη μου λες εμένα ''κλείνουμε" παλιορουφιάνα
Ποτήρι και στο φίλο μας...Και μακρυά τα χέρια απ' τον συναγερμό.
Τώρα θα δεις τι πάει να πει μεθύσι των νεκρών.
Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για αυτοπυρπόληση.
Κάθε πρωί εξαφανίζουνε τις στάχτες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου