Ύστερη από τις τραγωδίες που σώθηκαν, οι Βάκχες του Ευριπίδη αποτελούν το σώμα μιας προσευχής στον άνθρωπο - Διόνυσο, του ποιητή.
Δεινός μελετητής του διονυσιακού μύθου ο ποιητής, κατέρχεται ώς τις ρίζες του για να μας δείξει πώς ο θεός με την τραυματική γέννηση επιστρέφει αγνώριστος στον γενέθλιο τόπο του, διεκδικώντας τη θεϊκή ταυτότητά του. Πώς μεταμορφώνεται αρχικά σε άνθρωπο και πώς εμφανίζεται στο τέλος με πλήρη τη θεϊκή του υπόσταση, για να «κάψει» όσους τον αμφισβήτησαν. Επαναλαμβάνοντας, άλλη μια φορά, την αιματηρή ιστορία της γέννησής του.
Ο Διόνυσος επιστρέφει για να ξαναγεννηθεί από μια, όχι πια απορριπτική, μήτρα γυναίκας. «Κλειδί» είναι η Θήβα, «τόπος» της Αντιγόνης, του Κρέοντα, του Πενθέα. Τα κοινά στοιχεία των δύο τελευταίων είναι εμφανή: αμφότεροι «τύραννοι», αμφότεροι θεομάχοι, αμφότεροι αμφισβητίες του «νέου θεού». Πίσω από το μίσος του Κρέοντα για την Αντιγόνη κρύβεται η εχθρότητά του στον Διόνυσο. Ο Πενθέας στις Βάκχες είναι δεδηλωμένος εχθρός του Διονύσου. Πού είναι, όμως, η Αντιγόνη σε αυτές; Πρόκειται για μια ηθελημένη, προγραμματική απουσία. Ας μη σταθούμε στο γεγονός ότι οι Βάκχες τοποθετούνται ιστορικά σε χρόνο πριν από τη γέννησή της. Ο χρόνος της τραγωδίας δεν είναι γραμμικός αλλά κυκλικός, μυθικός. Και η Θήβα, ενδεχομένως, είναι εδώ μια μετωνυμία της Αθήνας, λίγο πριν από την καταστροφική γι' αυτήν έκβαση του εμφυλίου πολέμου.
Η απουσία της «Αντιγόνης» είναι, με αυτήν την έννοια, οργανική. Στην τραγωδία του Σοφοκλή, τον θεό αποδέχεται στη «μήτρα» της, μόνη η Αντιγόνη, για να τον «ξαναγεννήσει». Μπορούμε να πούμε ότι είναι το ανθρώπινο πρόσωπο που «σηκώνει» ηθελημένα το τρομερό βάρος του «άμικτου» θεού και τον «μετριάζει» για να μην πέσει ολόκληρος επάνω στην ανθρώπινη κοινότητα και την «κάψει». Η διονυσιακή της μέθη είναι νηφάλια, ξέρει τι κάνει και πού πηγαίνει. «Μετέχει» του θείου χωρίς να χάνει την ανοικτή συνείδησή της. Είναι μέλος του τραγικού θιάσου, είναι μια μύστιδα. Σε αντίθεση με ό,τι παρακολουθούμε να συμβαίνει στις Βάκχες: λείπει τραγικά το ανθρώπινο ανάστημα που στηρίζει τα δύο κομμάτια του κόσμου, για να μην «πέσει ο ουρανός επάνω στη γη». Λείπει... η Αντιγόνη. Ο Πενθέας δεν είναι μέτοχος της διονυσιακής λατρείας, όπως περνάει και εξανθρωπίζεται μέσα από το «φίλτρο» της τραγωδίας. Είναι ένας απλός θεατής της...
Γίνεται άθελά του μέτοχός της, το ακούσιο, κυριολεκτικό, θύμα μιας αιματηρής θυσίας, με θύτη την ίδια του τη μάνα που έχει καταληφθεί από την «ιερή μανία», τη «νόσο». Αντικρίζουμε, έτσι, το καμένο, ρημαγμένο τοπίο της Θήβας, όπως θα ήταν χωρίς την Αντιγόνη. Ο χρησμός του τέλους είναι καταλυτικός. Ο Ευριπίδης εδώ προλέγει, εκτός από το τέλος της δημοκρατίας, και το τέλος της τραγωδίας. Από εδώ και πέρα, το είδος θα εξελιχθεί σε ένα αναπαραστατικό θέαμα, ερήμην της σημασίας του. Η τραγική μίμηση πράξης, θα γίνει, στις καλύτερες των περιπτώσεων, μίμηση τραγικής πράξης. Η διαφορά, είναι, βέβαια, κολοσσιαία.
Η παράσταση των Βακχών στην Επίδαυρο είναι άλλη μια από τις περιπτώσεις όπου η σκηνοθεσία (Άντζελα Μπρούσκου) δίνει το έργο ως ένα σκέτο «θέαμα», χωρίς τη σημασία του. Μάλιστα, όχι μια από τις καλύτερες των περιπτώσεων. Η σκηνοθεσία δίνει ένα αιματηρό κινηματογραφικό «σπλάτερ» αμερικανικού τύπου, προσανατολισμένο ιδιαίτερα σε ένα εύκολο, ρηχό, φεμινιστικό κήρυγμα. Είχε στη διάθεσή της τη θαυμάσια μετάφραση του Χειμωνά, ένα αληθινό κατόρθωμα μετακένωσης του λόγου του έργου, και την πέταξε, κυριολεκτικά, στα σκουπίδια, βασισμένη όχι στον λόγο, που δεν ακουγόταν, αλλά σε μια διαρκή, ζαλιστική κίνηση των ηθοποιών (Ερμής Μαλκότσης) πάνω κάτω, χωρίς σκοπό και νόημα. Είχε, ακόμη στη διάθεσή της τέσσερις τουλάχιστον σπουδαίους, δοκιμασμένους ηθοποιούς (Αγλαΐα Παπά, Αριστείδης Σερβετάλης, Μαρία Κίτσου, Γιώργος Μπινιάρης) και τους αχρήστευσε, απαγορεύοντάς τους να παίξουν. Κινούνταν μόνο. Η κυρία Μπρούσκου (Αγαύη) επέτρεψε μόνο στον εαυτό της να «παίξει» και «έπαιξε», όντως, μόνο για τον εαυτό της. Τα κοστούμια (της σκηνοθέτιδας) πατούσαν «σε δύο βάρκες» και τα σκηνικά (Σταύρος Λίτινας) ακατάλληλα για ανοιχτό θέατρο. Ούτε οι σποραδικοί φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος) ούτε η καλή μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού βοηθούσαν ώστε να ξεκολλήσει το πράγμα από το «χαρτί».