Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

ΜΙΚΡΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ: Εμείς οι λίγοι (http://tsalapatis.blogspot.gr, 13/7/2014)

.............................................................

Κυριακή, 13 Ιουλίου 2014


ΜΙΚΡΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ: Εμείς οι λίγοι 

 


Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι
τρελλοί της γης
Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές
και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι
κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο
κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους


Γιώργος Μακρής


Oλοι ε­μείς, οι ε­ξαν­τλη­μέ­νοι ε­μείς, που ήρ­θα­με α­πό το που­θε­νά και κρα­τή­σα­με σαν φυ­λα­χτό το ση­μείο προέ­λευ­σης. Οι με­γά­λοι εν­θου­σια­σμέ­νοι και οι με­γά­λοι αρ­νη­τές, εί­παν, ε­μείς που δεν κα­τοι­κή­σα­με τις με­γά­λες λέ­ξεις και στύ­ψα­με ό­λον τον εν­θου­σια­σμό απ’ τα μα­ντή­λια, γε­μί­ζο­ντας αυ­ρια­νά βα­ρέ­λια. Οι με­γα­λω­μέ­νοι α­νά­με­σα στο έ­ντυ­πο μη­δέν και το τη­λε­ο­πτι­κό τί­πο­τα, μα­θαί­νο­ντας τη γλώσ­σα απ την πιο βου­βή στιγ­μή, ό­ταν α­νοί­γεις την τη­λεό­ρα­ση και κα­νείς ε­κεί μέ­σα δεν μι­λά­ει μό­νο σε κοι­τούν σιω­πη­λοί πί­σω α­πό έ­να συλ­λο­γι­κό ση­κω­μέ­νο φρύ­δι.

Εμείς που κουρ­δί­σα­με ώ­ρες δρε­πα­νη­φό­ρες, ξε­νι­τε­μέ­νοι στα με­τα­πτυ­χια­κά, δια­δι­κτυα­κοί και εν­σύρ­μα­τοι, σε φτη­νές με­τα­κι­νή­σεις, φτη­νές πτή­σεις και α­κρι­βές άρ­σεις. Η γε­νιά του κα­να­πέ, της α­δια­φο­ρίας και του playstation, εί­παν. Εξαν­τλη­μέ­νοι α­πό το φρο­ντι­στη­ρια­κό α­πό­γευ­μα και το πα­νελ­λή­νιο πρωι­νό, ε­μείς που α­πο­στη­θί­σα­με, α­ντι­γρά­ψα­με και δια­γρά­ψα­με. Που ό­λο και συ­χνό­τε­ρα α­ρε­σκό­μα­στε να πα­ρα­φρά­ζου­με: ε­μείς «που πε­τά­ξα­με τα ρο­λό­για μας α­πό την τα­ρά­τσα για να ρί­ξου­με την ψή­φο μας υ­πέρ της αιω­νιό­τη­τας έ­ξω απ τον Χρό­νο και ξυ­πνη­τή­ρια πέ­φταν κά­θε μέ­ρα στα κε­φά­λια μας κα­θ’ ό­λη την ε­πό­με­νη δε­κα­ε­τία». Που περ­πα­τή­σα­με τον Δε­κέμ­βρη, τις πλα­τείες, τις α­τε­λείω­τες πο­ρείες ψά­χνο­ντας α­κό­μη ε­κεί­νο ε­κεί το τρα­γού­δι.

Οι με­γα­λω­μέ­νοι στις χρη­μα­τι­στη­ρια­κές υ­πο­σχέ­σεις και στα ε­πι­χο­ρη­γού­με­να χθες, χα­μέ­νοι σή­με­ρα στην ι­διω­τι­κή μας μα­ταιο­δο­ξία, σε δου­λειές χω­ρίς μι­σθό, ό­ταν η ερ­γα­σία εί­ναι και αυ­τή α­πλά μια ε­μπει­ρία. Εμείς που α­νε­βή­κα­με στο κε­φά­λι μας, για να δού­με τι ύ­ψος έ­χει το αύ­ριο και τι ή­χο κά­νει η πτώ­ση. Που κοι­μη­θή­κα­με με τα πα­ρά­θυ­ρα α­νοι­χτά και ό­λο το σπί­τι με­τα­νά­στευ­σε κά­που έ­ξω. Που στρί­ψα­με τσι­γά­ρα, α­τε­λείω­τα τσι­γά­ρα, μέ­χρι να ξη­με­ρώ­σει. Εμείς που α­πει­λή­σα­με, συ­ντα­χθή­κα­με και φω­νά­ξα­με, πε­ρι­μέ­νο­ντας πια, α­πλά πε­ρι­μέ­νο­ντας, α­κού­γο­ντας υ­πο­σχέ­σεις, α­κού­γο­ντας τον ή­χο της ι­διό­τυ­πης σύγ­χρο­νης νε­ο­λα­γνείας, γε­μά­τη ε­νο­χές για τα κα­κό­μοι­ρα τα παι­διά, τα παι­διά που σε τί­πο­τα δεν φταί­νε, τα παι­διά που –να συ­μπλη­ρώ­σου­με- τα κα­λο­μά­θα­με και τα ή­θε­λαν ό­λα έ­τοι­μα.

Εμείς που γρά­ψα­με κεί­με­να γε­μά­τα Εμείς, μπας και βγού­με για λί­γο α­πό τον ε­νι­κό ε­αυ­τό μας. Που εί­δα­με τε­λι­κά την αυ­τοϋπο­νό­μευ­ση ως ύ­στα­το κα­τα­φύ­γιο.

Έχω την αί­σθη­ση πως το πράγ­μα δεν πά­ει και τό­σο κα­λά. Κά­που στο δρό­μο το τρέ­ξι­μο κου­τσά­θη­κε και κά­που σκορ­πί­σα­με. Άλλοι στο α­γκο­μα­χη­τό της ε­πι­βίω­σης, άλ­λοι στην μο­να­ξιά της μα­ταιο­δο­ξίας, άλ­λοι στη συ­στο­λή της α­δυ­να­μίας και της ε­σω­στρέ­φειας και άλ­λοι α­πλώς κά­που. Μα οι και­ροί προ­σφέ­ρουν τον ε­αυ­τό τους με τρό­πο ε­πι­τα­κτι­κό και το ΤΩ­ΡΑ έ­χει την τά­ση να γρά­φε­ται με κε­φα­λαία. Έρχε­ται πά­ντο­τε μία στιγ­μή ό­που οι κου­βέ­ντες, οι συ­ζη­τή­σεις, τα αρ­θρά­κια σαν αυ­τό εί­ναι κα­λό να στα­μα­τούν. Εί­ναι στιγ­μές που ο και­ρός πλη­σιά­ζει συ­μπυ­κνω­μέ­νος και αν δεν τον α­ντι­λη­φτείς αυ­τός σε προ­σπερ­νά χλευά­ζο­ντας. Δεν μπο­ρείς να υ­πο­λο­γί­σεις, να προ­σχε­διά­σεις ή να εκ­βιά­σεις αυ­τή τη συ­νά­ντη­ση. Μό­νο να την κα­λω­σο­ρί­σεις ή να την α­φή­σεις να πα­ρέλ­θει. Και έ­χω την αί­σθη­ση πως ο και­ρός αυ­τός πλη­σιά­ζει α­πει­λη­τι­κά. Ο και­ρός του νέ­ου δε­σμού, της νέ­ας συ­νά­ντη­σης, του νέ­ου πλή­θους. Ο και­ρός για νέα ο­μα­δι­κό­τη­τα, νέα συλ­λο­γι­κό­τη­τα, νέες μα­ζι­κές χει­ρο­νο­μίες. Για δη­μιουρ­γία ει­λι­κρι­νή, νέα και ε­πι­τα­κτι­κή, ό­μοια με την ε­πι­τα­κτι­κό­τη­τα των και­ρών. Ας ξε­κι­νή­σου­με, λοι­πόν, α­πό αυ­τή την α­νη­συ­χία της έ­λευ­σης. Τα υ­πό­λοι­πα θα τα βρού­με στο δρό­μο.
(Ση­μείω­ση προς εν­δια­φε­ρό­με­νους: Πάρ­τε μα­ζί σας και κα­μία ζα­κέ­τα. Το μέλ­λον έ­χει πολ­λή υ­γρα­σία.)

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: