.............................................................
Γιώργος Μακρής
Εμείς που κουρδίσαμε ώρες δρεπανηφόρες, ξενιτεμένοι στα μεταπτυχιακά, διαδικτυακοί και ενσύρματοι, σε φτηνές μετακινήσεις, φτηνές πτήσεις και ακριβές άρσεις. Η γενιά του καναπέ, της αδιαφορίας και του playstation, είπαν. Εξαντλημένοι από το φροντιστηριακό απόγευμα και το πανελλήνιο πρωινό, εμείς που αποστηθίσαμε, αντιγράψαμε και διαγράψαμε. Που όλο και συχνότερα αρεσκόμαστε να παραφράζουμε: εμείς «που πετάξαμε τα ρολόγια μας από την ταράτσα για να ρίξουμε την ψήφο μας υπέρ της αιωνιότητας έξω απ τον Χρόνο και ξυπνητήρια πέφταν κάθε μέρα στα κεφάλια μας καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία». Που περπατήσαμε τον Δεκέμβρη, τις πλατείες, τις ατελείωτες πορείες ψάχνοντας ακόμη εκείνο εκεί το τραγούδι.
Οι μεγαλωμένοι στις χρηματιστηριακές υποσχέσεις και στα επιχορηγούμενα χθες, χαμένοι σήμερα στην ιδιωτική μας ματαιοδοξία, σε δουλειές χωρίς μισθό, όταν η εργασία είναι και αυτή απλά μια εμπειρία. Εμείς που ανεβήκαμε στο κεφάλι μας, για να δούμε τι ύψος έχει το αύριο και τι ήχο κάνει η πτώση. Που κοιμηθήκαμε με τα παράθυρα ανοιχτά και όλο το σπίτι μετανάστευσε κάπου έξω. Που στρίψαμε τσιγάρα, ατελείωτα τσιγάρα, μέχρι να ξημερώσει. Εμείς που απειλήσαμε, συνταχθήκαμε και φωνάξαμε, περιμένοντας πια, απλά περιμένοντας, ακούγοντας υποσχέσεις, ακούγοντας τον ήχο της ιδιότυπης σύγχρονης νεολαγνείας, γεμάτη ενοχές για τα κακόμοιρα τα παιδιά, τα παιδιά που σε τίποτα δεν φταίνε, τα παιδιά που –να συμπληρώσουμε- τα καλομάθαμε και τα ήθελαν όλα έτοιμα.
Εμείς που γράψαμε κείμενα γεμάτα Εμείς, μπας και βγούμε για λίγο από τον ενικό εαυτό μας. Που είδαμε τελικά την αυτοϋπονόμευση ως ύστατο καταφύγιο.
Έχω την αίσθηση πως το πράγμα δεν πάει και τόσο καλά. Κάπου στο δρόμο το τρέξιμο κουτσάθηκε και κάπου σκορπίσαμε. Άλλοι στο αγκομαχητό της επιβίωσης, άλλοι στην μοναξιά της ματαιοδοξίας, άλλοι στη συστολή της αδυναμίας και της εσωστρέφειας και άλλοι απλώς κάπου. Μα οι καιροί προσφέρουν τον εαυτό τους με τρόπο επιτακτικό και το ΤΩΡΑ έχει την τάση να γράφεται με κεφαλαία. Έρχεται πάντοτε μία στιγμή όπου οι κουβέντες, οι συζητήσεις, τα αρθράκια σαν αυτό είναι καλό να σταματούν. Είναι στιγμές που ο καιρός πλησιάζει συμπυκνωμένος και αν δεν τον αντιληφτείς αυτός σε προσπερνά χλευάζοντας. Δεν μπορείς να υπολογίσεις, να προσχεδιάσεις ή να εκβιάσεις αυτή τη συνάντηση. Μόνο να την καλωσορίσεις ή να την αφήσεις να παρέλθει. Και έχω την αίσθηση πως ο καιρός αυτός πλησιάζει απειλητικά. Ο καιρός του νέου δεσμού, της νέας συνάντησης, του νέου πλήθους. Ο καιρός για νέα ομαδικότητα, νέα συλλογικότητα, νέες μαζικές χειρονομίες. Για δημιουργία ειλικρινή, νέα και επιτακτική, όμοια με την επιτακτικότητα των καιρών. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από αυτή την ανησυχία της έλευσης. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στο δρόμο.
(Σημείωση προς ενδιαφερόμενους: Πάρτε μαζί σας και καμία ζακέτα. Το μέλλον έχει πολλή υγρασία.)
(στην εφημερίδα Εποχή)
Κυριακή, 13 Ιουλίου 2014
ΜΙΚΡΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ: Εμείς οι λίγοι
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι
τρελλοί της γης
Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές
και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι
κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο
κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους
τρελλοί της γης
Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές
και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι
κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο
κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους
Γιώργος Μακρής
Oλοι εμείς, οι εξαντλημένοι εμείς, που ήρθαμε από το
πουθενά και κρατήσαμε σαν φυλαχτό το σημείο προέλευσης. Οι
μεγάλοι ενθουσιασμένοι και οι μεγάλοι αρνητές, είπαν, εμείς
που δεν κατοικήσαμε τις μεγάλες λέξεις και στύψαμε όλον τον
ενθουσιασμό απ’ τα μαντήλια, γεμίζοντας αυριανά βαρέλια. Οι
μεγαλωμένοι ανάμεσα στο έντυπο μηδέν και το τηλεοπτικό
τίποτα, μαθαίνοντας τη γλώσσα απ την πιο βουβή στιγμή, όταν
ανοίγεις την τηλεόραση και κανείς εκεί μέσα δεν μιλάει μόνο
σε κοιτούν σιωπηλοί πίσω από ένα συλλογικό σηκωμένο φρύδι.
Εμείς που κουρδίσαμε ώρες δρεπανηφόρες, ξενιτεμένοι στα μεταπτυχιακά, διαδικτυακοί και ενσύρματοι, σε φτηνές μετακινήσεις, φτηνές πτήσεις και ακριβές άρσεις. Η γενιά του καναπέ, της αδιαφορίας και του playstation, είπαν. Εξαντλημένοι από το φροντιστηριακό απόγευμα και το πανελλήνιο πρωινό, εμείς που αποστηθίσαμε, αντιγράψαμε και διαγράψαμε. Που όλο και συχνότερα αρεσκόμαστε να παραφράζουμε: εμείς «που πετάξαμε τα ρολόγια μας από την ταράτσα για να ρίξουμε την ψήφο μας υπέρ της αιωνιότητας έξω απ τον Χρόνο και ξυπνητήρια πέφταν κάθε μέρα στα κεφάλια μας καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία». Που περπατήσαμε τον Δεκέμβρη, τις πλατείες, τις ατελείωτες πορείες ψάχνοντας ακόμη εκείνο εκεί το τραγούδι.
Οι μεγαλωμένοι στις χρηματιστηριακές υποσχέσεις και στα επιχορηγούμενα χθες, χαμένοι σήμερα στην ιδιωτική μας ματαιοδοξία, σε δουλειές χωρίς μισθό, όταν η εργασία είναι και αυτή απλά μια εμπειρία. Εμείς που ανεβήκαμε στο κεφάλι μας, για να δούμε τι ύψος έχει το αύριο και τι ήχο κάνει η πτώση. Που κοιμηθήκαμε με τα παράθυρα ανοιχτά και όλο το σπίτι μετανάστευσε κάπου έξω. Που στρίψαμε τσιγάρα, ατελείωτα τσιγάρα, μέχρι να ξημερώσει. Εμείς που απειλήσαμε, συνταχθήκαμε και φωνάξαμε, περιμένοντας πια, απλά περιμένοντας, ακούγοντας υποσχέσεις, ακούγοντας τον ήχο της ιδιότυπης σύγχρονης νεολαγνείας, γεμάτη ενοχές για τα κακόμοιρα τα παιδιά, τα παιδιά που σε τίποτα δεν φταίνε, τα παιδιά που –να συμπληρώσουμε- τα καλομάθαμε και τα ήθελαν όλα έτοιμα.
Εμείς που γράψαμε κείμενα γεμάτα Εμείς, μπας και βγούμε για λίγο από τον ενικό εαυτό μας. Που είδαμε τελικά την αυτοϋπονόμευση ως ύστατο καταφύγιο.
Έχω την αίσθηση πως το πράγμα δεν πάει και τόσο καλά. Κάπου στο δρόμο το τρέξιμο κουτσάθηκε και κάπου σκορπίσαμε. Άλλοι στο αγκομαχητό της επιβίωσης, άλλοι στην μοναξιά της ματαιοδοξίας, άλλοι στη συστολή της αδυναμίας και της εσωστρέφειας και άλλοι απλώς κάπου. Μα οι καιροί προσφέρουν τον εαυτό τους με τρόπο επιτακτικό και το ΤΩΡΑ έχει την τάση να γράφεται με κεφαλαία. Έρχεται πάντοτε μία στιγμή όπου οι κουβέντες, οι συζητήσεις, τα αρθράκια σαν αυτό είναι καλό να σταματούν. Είναι στιγμές που ο καιρός πλησιάζει συμπυκνωμένος και αν δεν τον αντιληφτείς αυτός σε προσπερνά χλευάζοντας. Δεν μπορείς να υπολογίσεις, να προσχεδιάσεις ή να εκβιάσεις αυτή τη συνάντηση. Μόνο να την καλωσορίσεις ή να την αφήσεις να παρέλθει. Και έχω την αίσθηση πως ο καιρός αυτός πλησιάζει απειλητικά. Ο καιρός του νέου δεσμού, της νέας συνάντησης, του νέου πλήθους. Ο καιρός για νέα ομαδικότητα, νέα συλλογικότητα, νέες μαζικές χειρονομίες. Για δημιουργία ειλικρινή, νέα και επιτακτική, όμοια με την επιτακτικότητα των καιρών. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από αυτή την ανησυχία της έλευσης. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στο δρόμο.
(Σημείωση προς ενδιαφερόμενους: Πάρτε μαζί σας και καμία ζακέτα. Το μέλλον έχει πολλή υγρασία.)
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου