Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

[Το τέλος ποιας «μετα-πολίτευσης»;] Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά ("Εφημερίδα των Συντακτών" 20/07/14)

..............................................................
 

"Εφημερίδα των Συντακτών" 20/07/14 

Το τέλος ποιας «μετα-πολίτευσης»;

Ως εξομάλυνση, η μεταπολίτευση είχε σηματοδοτήσει την ελπίδα της απαγκίστρωσης της χώρας από την κακόβουλη μοίρα της. Ως αδόκητη επιβεβαίωση της έρπουσας ιστορικής αβεβαιότητας, η κρίση διέψευδε αυτή την ελπίδα.
     
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ  Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Οταν αναφέρονται σε έκτακτες συγκυρίες και εκκολάπτονται εν θερμώ, οι λέξεις είναι συνήθως βραχύβιες. Μόλις καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός και το ιδιαίτερο «γεγονός» που τις γέννησε έχει ήδη γίνει «κατάσταση», το παρελθόν τείνει να επιζεί μόνον ως μνήμη και να αναβιώνει ως τελετουργία.

Αντιμέτωπες με την ισοπεδωτική εξομάλυνση του «τρέχοντος», ακόμα και οι ριζικές ανατροπές, οι επαναστάσεις και οι ιστορικές τομές μετασημασιολογούνται προσαρμοζόμενες στις περιστάσεις. Πράγματι, αναπόφευκτα ο πολιτικός λόγος αποκτά το ειδοποιό του νόημα χρίζοντας πάνω στην εγγενή παντοδυναμία του κινούμενου παρόντος.

Πριν λοιπόν καν τεθεί το ζήτημα αν η «μεταπολίτευση τελείωσε», θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούμε πώς και γιατί είναι δυνατόν, μετά από σαράντα χρόνια, να εξακολουθεί να «επιζεί» ως ιδέα και ως νοηματική κατασκευή. Και κατ’ επέκταση θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τους λόγους για τους οποίους μια λέξη, που από μόνη της δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, μπόρεσε να συνοψίσει και να εκφράσει τη νέα περίοδο που άνοιξε με την κατάρρευση της χούντας, το σωτήριο έτος 1974.

Οι λόγοι αυτοί δεν μπορεί παρά να είναι πολλαπλοί και σύνθετοι. Προφανώς βέβαια αποφασιστική υπήρξε η αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά από επτά χρόνια δικτατορίας. Αυτό όμως δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση. Στην πραγματικότητα, η μεταπολίτευση δεν σηματοδοτεί απλώς μια επιστροφή στην ομαλότητα. Η δημοκρατική ρήξη εμφανίστηκε σαν πρωτογενής διαδικασία ιστορικής αναγέννησης ενός οράματος που για πρώτη ίσως φορά εγκαθίσταται στο επίκεντρο του κοινωνικού φαντασιακού.

Θα πρέπει να θυμηθούμε πως τα επτά χρόνια φαγούρας δεν ήταν μόνον επτά. Ηδη από το 1914, ίσως μάλιστα και πολύ πριν, η χώρα δεν είχε μπορέσει να ανασάνει ούτε για μια στιγμή. Σωρευτικά, οι διαρκείς πόλεμοι, οι καταστροφές, ο εθνικός διχασμός, οι πρόσφυγες, η κατοχή, ο εμφύλιος, η μαζική μετανάστευση, με επιστέγασμα το παρακράτος και την ψευδοδημοκρατία, που τελικώς οδήγησαν στο καθεστώς των συνταγματαρχών, είχαν επιθέσει της ανεξίτηλη σφραγίδα τους στις πολιτικές συνειδήσεις πολλών διαδοχικών γενεών.

Η Ελλάδα φαινόταν καταδικασμένη να επιβιώνει και να φυτοζωεί πολεμώντας ταυτόχρονα εναντία στην εξάρτηση, την εξαθλίωση, την ψευδολογία, την ετερονομία και την πάντα ελλοχεύουσα τραγωδία. Και στα πλαίσια αυτά, όλοι οι πολιτειακοί θεσμοί εκφυλίζονταν και μετουσιώνονταν. Η δημοκρατία δεν ήταν δημοκρατία, η εθνική ανεξαρτησία δεν ήταν ανεξαρτησία, η ελευθερία δεν ήταν ελευθερία, το Σύνταγμα δεν ήταν Σύνταγμα. Είτε υποτάσσονταν, είτε αντιστέκονταν, είτε ελίσσονταν, είτε βολεύονταν, οι Ελληνες δεν είχαν άλλη λύση από το να βιώνουν και να εκλογικεύουν την ιστορία τους τραυματικά.

 


Σε αυτό το συλλογικό τραύμα αποτεινόταν η πολυεπίπεδη τομή του 1974. Για πρώτη φορά, η Ελλάδα φαινόταν να μπορεί να εξελίσσεται σαν μια χώρα «όπως όλες οι άλλες». Με αυτήν την έννοια, ο όρος «μετα-πολίτευση» θα μπορούσε να είναι απλώς «πολίτευση». Η νέα αυτόνομη δημοκρατική «Πολιτεία» δεν ξαναγεννιόταν, αλλά γεννιόταν για πρώτη φορά.

Σε συνδυασμό με το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», η άρση όλων των συνεπειών του εμφυλίου άνοιγε τον δρόμο προς μια ομαλή εναλλαγή στην πολιτική εξουσία. Και ταυτόχρονα, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και στη συνέχεια στην ευρωζώνη, φαινόταν να εξασφαλίζει την προοπτική μιας μακρόπνοης «σύγκλισης» προς τη θεσμική εξυγίανση και την οικονομική ανάπτυξη.

Οπως περίτρανα απέδειξαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, η ευτυχής χώρα ήταν πια «καταδικασμένη» όχι μόνο να προοδεύει, αλλά και να συναινεί σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις, το νοηματικό περιεχόμενο και την κατεύθυνση της προόδου. Με αυτήν την έννοια, η «μετα-πολίτευση» φαινόταν να έχει έρθει «για να μείνει». Εγκλωβισμένη πια στα βιβλία της ιστορίας, η μνήμη των τραυμάτων του παρελθόντος χρησίμευε πρωτίστως στο να εξιδανικεύεται το ευοίωνο παρόν και να προανακρούεται ένα «παν-υποσχόμενο» μέλλον.

Αν λοιπόν μιλάμε για το «τέλος της μεταπολίτευσης», το τέλος αυτό συναρτάται με την αποδυνάμωση ή ακόμα και την εξαέρωση των στιβαρών μέχρι πρόσφατα κοινωνικών και ιδεολογικών θεμελίων αυτής της διάχυτης πολιτειακής αισιοδοξίας. Ολες οι επί μέρους αλλαγές στους όρους διεξαγωγής του πολιτικού παιγνίου είναι αναγώγιμες στον πάνδημο κλονισμό των όρων πρόσληψης της ίδιας της πολιτικής.

Από τη μια μεριά, η οικονομική δυσπραγία, η ανεργία και η μαζική περιθωριοποίηση εκφράζονται με μια διάχυτη κοινωνική απαισιοδοξία όχι μόνο για το άμεσο αλλά και για το απώτερο μέλλον. Από την άλλη, οι εξελίξεις σε μια Ευρωπαϊκή Ενωση, που ορίζεται πλέον μέσα από την προϊούσα απόκλιση ανάμεσα στον Νότο και τον Βορρά, αποσυντονίζουν και υπονομεύουν την κοινή πρόσληψη ενός ευδαίμονος ευρωπαϊκού οίκου που προσφέρει ισότιμα σε όλους την ίδια αφετηριακή και καλοπροαίρετη προστασία ενάντια στην πανουργία της ιστορίας.

Υπό τους όρους αυτούς λοιπόν, η ανάδυση κάθε λογής «αντισυστημικών» παρενεργειών ήταν ίσως αναπόφευκτη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εις πείσμα όλων των ενδιάμεσων πολιτικών αντεγκλήσεων και «περιπετειών», η μεταπολιτευτική Ελλάδα παρέμενε σταθερά συναινετική και απαρασάλευτα πεπεισμένη για τη φερεγγυότητα του αναμφισβήτητα επιτυχούς αναπτυξιακού μονόδρομου.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η αποφασιστική καμπή. Αν σκεφτούμε πως η ιδέα της μεταπολίτευσης εμφανίστηκε και επικράτησε ταυτόχρονα και παράλληλα με τη φαινόμενη οριστική απαλλαγή της Ελλάδας από τα προαιώνια εξωγενή δαιμόνια που από καταβολής ταλάνιζαν τον «περιούσιο» λαό της, η ακάθεκτη επάνοδος των νέων επείσακτων πάντα εχθρικών και απειλητικών δαιμόνων δεν μπορούσε παρά να ανατρέψει το ιδεολογικό σκηνικό.

Ως εξομάλυνση, η μεταπολίτευση είχε σηματοδοτήσει την ελπίδα της απαγκίστρωσης της χώρας από την κακόβουλη μοίρα της. Ως αδόκητη επιβεβαίωση της έρπουσας ιστορικής αβεβαιότητας, η κρίση διέψευδε αυτή την ελπίδα. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ανακουφιστική επαγγελία της μεταπολιτευτικής σταθερότητας μοιάζει ιστορικά ασύμβατη με την επάνοδο του άγχους της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας. Η «μετα-πολίτευση» δεν εξέπνευσε ως ιστορικά ξεπερασμένη και για να δώσει τη θέση της σε κάτι άλλο, καλύτερο ή χειρότερο. Αυτοακυρώθηκε μέσα από μια κρίση που κατέστησε ανενεργές όλες τις κατεστημένες βεβαιότητες και όλες τις συναινετικές διευθετήσεις. Αν η βία είναι η μαμή της ιστορίας, η κρίση είναι η μαμή του θανάτου των λέξεων, των σημασιών και των ιστορικών εκλογικεύσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: