Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

«Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει…» από τον σπουδαίο μεταφραστή, γραφιά και φίλο στο fb Yannis Haris (facebook, 16.10.2024)

 ............................................................


«Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει…»



από τον σπουδαίο μεταφραστή, γραφιά και φίλο στο fb Yannis Haris (facebook, 16.10.2024)

Δόξα σοι, Δόξα σοι, δεν είμαι βόας, δεν είμαι κροταλίας, άνθρωπος είμαι κι εγώ, με κόβιντ επιτέλους και εγώ, ε μα πια!
Το κυριότερο, μπορώ πια κι εγώ να μιλήσω για την υγεία μου, όπως κι οι άλλοι, νά δύο φίλες πιφουμπού, που αυτό σημαίνει φίλες προ φουμπού, τώρα κοντά ανακοίνωσαν τον κόβιντ τους εδώ, παναπεί κάτι μοιράστηκαν με τους άλλους, κάτι που δεν μπορεί (δεν πρέπει;) να κάνει ένας ανίατα ασθενής, και πόσο μάλλον ένας που ετοιμάζεται πια να φύγει, του το είπαν οι γιατροί --σε λίγους μήνες; πιο κοντά; λιγάκι πιο μακριά, άντε χρόνο; πιο χλομό αυτό...
αλλά δεν μπορεί (δεν πρέπει);
Εμένα πάντως με ξάφνιαζαν παλιά, άγνωστοι, γνωστοί, και φίλοι ακόμα, που έδειχναν και φωτό απ' τον καρκίνο τους λχ: βάρβαρο μου φαινότανε, απάνθρωπο, ξέροντας μάλιστα τον τρόμο των άλλων για την αρρώστια την κακιά, πόσο μάλλον τον θάνατο!
Από την άλλη ωστόσο λέγαμε, μπράβο τους που το λένε, βοηθάνε και τους ομοιοπαθείς, πρέπει ίσα ίσα να το λένε...
να το λένε…, ώσπου ξεπρόβαλε πιεστικά το «λέμε»!
Εδώ σε θέλω κάβουρα… βέβαια, όταν μπαίνεις στο φουμπού κυρίως για να ζητιανέψεις αίμα, κάτι λες. Εδώ τα δύσκολα ονόματα θολώνουν τα νερά, μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο… και αιματολογικό, τον καρκίνο τον έκρυψες.
Όμως τότε ανακαλύπτεις σιγά σιγά το άλλο, το σπουδαίο και μεγάλο, πως η ζωή σου πια, ο κύκλος σου, οι φίλοι σου, η μικροκοινωνία σου, είναι τα νοσοκομεία, οι γιατροί, οι νοσηλεύτριες, κυρίως οι συνασθενείς. Κι αυτήν πια τη ζωή σου δεν γίνεται να τη μοιραστείς, δεν μπερδεύονται, δεν τέμνονται έστω, δύο ασύμβατοι κόσμοι.
Ό,τι σου συμβαίνει λοιπόν, ό,τι σε απασχολεί, και δυστυχώς τίποτα άλλο δεν σε απασχολεί πια, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης εννοείται, τίποτα, τίποτα, τίποτα έξω απ’ τον περίκλειστο, αυτιστικό σχεδόν, μπα, άκυρο το σχεδόν, τον αυτιστικό λοιπόν κόσμο σου…
Αποτέλεσμα; Δεν μπορείς να μοιραστείς τίποτα, παραμένεις έγκλειστος, χωρίς «δικαίωμα» επικοινωνίας. Βασανιστικό!
Και ξαφνικά, τι ξαφνικά δηλαδή, που εξάντλησες το μάξιμουμ που σου δίναν όλοι στην αρχή, δέκα με δεκαπέντε χρόνια, εκεί που είχες το ένα πόδι μέσα, σου λένε, έλα, σιγά σιγά και τ’ άλλο –σε πόσο; σε κάτι μήνες, είπαμε, άντε χρόνο, δύσκολα παραπάνω…
Η αλήθεια τώρα είναι πως ήταν ό,τι πιο λυτρωτικό μπορούσες ν’ ακούσεις, το παρακαλούσες άλλωστε καιρό! Είχαν τόσο δυσκολέψει τα πράγματα, μαζί, αν όχι κυρίως, με τη σαράβαλη (α ρε Θάνο) καρδιά και με τη δύσπνοια, που σου αχρήστεψε σιγά σιγά τα πόδια, κι ούτε μπαστούνι πια δε σε βαστούσε ούτε τίποτα --τίποτα λοιπόν που να μπορείς να κάνεις, πουθενά να πας, τίποτα να συγκεντρωθείς, έτσι που φύραινε και το μυαλό…
Το ήθελες λοιπόν και το παρακαλούσες. Και ήρθε, έρχεται –δουλειά τώρα, τσακίσου, τρέχα, μη μείνουν εκκρεμότητες, τουλάχιστον τα βιβλιαράκια σου και η μετάφραση…
Στο μεταξύ, πες ήρθε, ζεις πια μαζί του, κι αυτήν τη μοναδική εμπειρία, αυτή πια κι αν δεν μπορείς να τη μοιραστείς, παραείναι τρομαχτική, γκρανγκινιολική για πολλούς, άλλοι σ’ το λένε ευθέως, μη!, άλλοι αλλιώς…, αλλά κι εσένα, πλάκα πλάκα, εύκολο δεν σου είναι…
Όμως, όταν σου είπαν οι γιατροί «ενημερώστε τα αδέρφια σας», σκέφτηκες, κι ήθελες, να ενημερώσεις και τους φίλους σου, πρώτα να μη φανεί ότι το κρύβεις, έπειτα να μην το μάθουν μέσες άκρες απ’ αλλού, τέλος να τους εξηγήσεις ο ίδιος πόσο δεν πονάει αυτό, ίσα ίσα…
Μα είναι άχαρο, αν μη τι άλλο, να διαβεβαιώνεις φτου κι απ’ την αρχή κάθε φορά πως, όχι, εξαντλήθηκαν όλα τα μέσα κι όλα τα περιθώρια, και πως, ναι, χαίρεσαι που δε θα βασανίζεσαι άλλο, που δε θα σε προλάβει το χειρότερο, που πάντα υπάρχει, και δεν θα σε προλάβει και η άνοια.
Κι έτσι που τόσα έζησες και έκανες, κι αν έκανες!, και χάρηκες και χόρτασες, α, πόσο χόρτασες!, κι ας πλήρωσες συχνά πολλά, όλα καλά γινώμενα, κι άλλο δεν θέλεις πια από καιρό, κάτι χρόνια, να ησυχάσεις μόνο, μόνο…
Και διάολε, κάπου να το πεις, όχι για να το σηκώσεις καλύτερα, όχι, μα γιατί διάολε πιο αφύσικο δεν έχει, τέτοια εμπειρία, μοναδική βεβαίως στη ζωή του καθενός, να μένει εκεί επτασφράγιστη, αμετάδοτη…
Και νά ο κόβιντ, για καλό, από μιαν άποψη, να βγάλω κοτζάμ θάνατο αποπάνω μου, απομέσα μου, δεν ξέρω, να πω πάντως κι εγώ όπως οι άλλοι, το δικό μου σπάσιμο χεριού, ποδιού, λουμπάγκο, ημικρανία, ρήξη χιαστού, δέκατα, γρίπη, πυρετό, στραμπούληγμα, πονόδοντο κτλ κτλ, να πω…
(και προσοχή, τίποτα δεν υποτιμώ, το καθετί είναι για τον καθένα μείζον, το άπαν, γιαυτό και πάντοτε κορόιδευα το «υπάρχουν και χειρότερα», γιατί αν ίσχυε αυτό κανείς ποτέ δεν θα υπέφερε)
μόνο να πω λοιπόν να πω, τίποτα άλλο --
[δευτεροτριτευόντως να εξηγήσω και γιατί δεν ανταποκρίνομαι στα διάφορα που μου στέλνετε π.χ. στο μέσεντζερ, κείμενα κυρίως –και να παρακαλέσω έτσι τώρα, μη μου πολυστέλνετε, ιδίως τώρα, ευχές ιδίως και την αγάπη σας: το ξέρω πως την έχω και θερμοευχαριστώ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: