..........................................................
"Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις"
νουβέλα των Άγη Πετάλα και Κώστα Θ. Καλφόπουλου (εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2020)
...Το επόμενο πρωί, ο θείος μού την είχε στήσει στην πόρτα, περιμένοντάς με να ξυπνήσω. Είχε ύφος αλλοπαρμένο, ένα ύφος υπερβολικής έξαψης, που ποτέ δεν είχα ξαναδεί να διαγράφεται στο πρόσωπό του. Όπως ήταν φυσικό, ζήτησε εξηγήσεις. Του ανέφερα ακριβώς τι είχε συμβεί, ζητώντας από μεριάς μου τις δικές του εξηγήσεις. Τι έλεγαν αυτές οι επιστολές, θείε; Πρόλαβες να τις κοιτάξεις; Έχουν κάποιο ενδιαφέρον;
Ο θείος μού είπε: "Ανιψιέ, όταν έρθει η μέρα που ξέρεις, θα σου πω. Προς το παρόν, σου ζητώ συγγνώμη που θα σε παραμελήσω κάπως. Πρέπει οπωσδήποτε να μελετήσω αυτά τα γράμματα με τη μέγιστη δυνατή αφοσίωση".
"Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις", είχε πει ο θείος μου, και δεν κατάλαβα καθόλου τι εννοούσε.
"Όταν έρθει η μέρα που ξέρω; Τι θες να πεις;"
"Τίποτε δεν θέλω να πω, απλώς όταν έρθει η μέρα που ξέρεις ότι θα μπορείς να καταλάβεις τι γράφουν".
Επέμεινα: "Όταν φτάσωτα δεκαοκτώ; Όταν πάρω το πτυχίο μου; Όταν έρθει η μέρα που θα παντρευτώ; Όταν κάνω το πρώτο μου παιδί;΄Ποια είναι η μέρα που ξέρω; Ποια είναι η μέρα που ξέρει ότι θα 'ρθει ένας μέσος άνθρωπος;".
"Δεν ξέρω", είπε ο θείος μου μπερδεμένος. Απλώς πάντα έρχεται κάποτε η μέρα που ξέρουμε. Και δεν ξέρουμε ότι έχει έρθει αυτή η μέρα, παρά μόνο όταν έρθει. Ακούμε τις τρομπέτες ενός Αγγέλου, του Αγγέλου της προσωπικής μας Ιστορίας, και τότε αντιλαμβανόμαστε πως ανέκαθεν ξέρουμε πως εκείνη η μέρα θα 'ρθει"...
Κι εδώ μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου από τον Χρήστο Παπαγεωργίου (https://diastixo.gr, 20.11.2020)
Δεν έχω διαβάσει (και κυριολεκτώ) απολαυστικότερο βιβλίο την τελευταία περίοδο, το τελευταίο διάστημα. Πράγματι, η συνεργασία ενός πολλά υποσχόμενου δημιουργού και ενός έμπειρου συγγραφέα έχει ως αποτέλεσμα μια θαυμάσια νουβέλα, η οποία ξεκινά και εξελίσσεται μέχρι το μέσον της ως μια ελαφρά και χαλαρή ιστορία, για να καταλήξει με απρόσμενο τρόπο, γεμάτη από κατάθλιψη. Τόσο ο Καλφόπουλος, όσο και ο Πετάλας, παρότι δύο πεζογράφοι, στην ουσία λειτουργούν ως ένας. Αν δεν υπήρχαν όλα τα στοιχεία τους, θα νόμιζε κανείς πως είναι ένα και το αυτό, ίσως ένας γραφιάς και το alter ego του.
Τι έχουμε όμως εδώ; Ο Καλφόπουλος δέχεται μια κλήση, την οποία και αποδέχεται, προκειμένου να γράψει μια μικρή αστυνομική ιστορία οχτακοσίων λέξεων για κάποιο αφιέρωμα σε αθηναϊκή εφημερίδα. Έτσι, τη γράφει. Στη συνέχεια –και για τις ανάγκες του βιβλίου– την ξαναδουλεύει, τη μεγεθύνει, την κάνει αληθινό διήγημα, διήγημα το οποίο βλέπει ο Πετάλας, του αρέσει και αποφασίζει να τo πάει ακόμη μακρύτερα. Από τη στιγμή που ο Πετάλας μπαίνει στο παιχνίδι, όλα κινούνται και μέχρι περίπου το μέσον του βιβλίου με μια ελαφρότητα (καθώς το διήγημα του Καλφόπουλου μας μιλά για έναν προέφηβο, ο οποίος κάνει στα νότια προάστια της Αθήνας τις διακοπές του με τους δικούς του και βλέπει με τα κιάλια, που του έχει αγοράσει ο πατέρας του, στο απέναντι σπίτι μια γυναίκα μισόγυμνη να μπαινοβγαίνει από την κουζίνα στο μπαλκόνι αλλά και στο εσωτερικό του σπιτιού, μην μπορώντας να εξηγήσει το τι ακριβώς γίνεται), την οποία διατηρεί με το τέχνασμα του «θείου» χρόνια αργότερα. Στη συνέχεια, όμως, όταν οι επιστολές έρθουν στην επιφάνεια, η ατμόσφαιρα αλλάζει άρδην. Γίνεται μελαγχολική, γίνεται πιεστική, γίνεται αφόρητη, σχεδόν ψυχοπλακωτική. Σε αυτές τις επιστολές που εκπορεύονται από μια γυναίκα, η οποία, ως λεσβιακών προθέσεων άτομο, περιγράφει όλα τα δεινά που οι Ναζί του Χίτλερ επέφεραν στον κόσμο ολόκληρο, κάτι που η ίδια ως υψηλότατο στέλεχος και λειτουργώντας ουσιαστικά ως άνδρας (με προστατευόμενη μάλιστα Εβραία) αναλύει (φιλοσοφικά θα έλεγα, αν ο φασισμός είναι ιδεολογία), με τον βίο και την πολιτεία της από τότε μέχρι τώρα, την ώρα δηλαδή που το ερωτικό της σαδομαζοχιστικό σμίξιμο (μεταξύ πολλών άλλων) δίνει απάντηση σε αυτό που ο έφηβος του Καλφόπουλου έβλεπε με τα κιάλια, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει το τι ακριβώς συνέβαινε. Η δύναμη των επιστολών είναι τόσο μεγάλη, που πράγματι καταδεικνύει έναν συγγραφέα ταλαντούχο και γνώστη του αντικειμένου (καθώς δεν μπορεί, παρότι έχουν γραφτεί άπειρα βιβλία για τη ναζιστική Γερμανία, να φτάσει κανείς σε τόσο υψηλά στάνταρντ πεζογραφικού άλγους), άρα η πιστότητα ταυτίζεται με το λογοτεχνικό ψεύδος και παράλληλα με αληθινές παραμέτρους (καθώς όλοι έκαναν σχεδόν τα ίδια, βασάνιζαν, διαπόμπευαν, σκότωναν, το μενού των ενεργειών τους ήταν καταλυτικά πανομοιότυπο), έτσι ώστε τόσο η Χούντα (που όχι μόνο δεν καταδίκασε καμιά γερμανική θηριωδία, το αντίθετο, χρησιμοποίησε τις ίδιες μεθόδους) όσο και η επόμενη εικοσαετία –τα χρόνια της «Αλλαγής»– να μην μπορούν (σύμφωνα με το περιεχόμενο της σπονδυλωτής νουβέλας) να απαντήσουν στο ερώτημα: Γιατί; Γιατί όλα αυτά που πέρασαν οι άνθρωποι και τα οποία μας κυνηγάνε μέχρι και σήμερα, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο; Ο Πετάλας με τις επιστολές θέλει να υπενθυμίσει πως ο φασισμός είναι παντού, σαν το αυγό του φιδιού, είναι μια πρακτική που άνθρωποι του καιρού μας κουβαλούν στο μυαλό τους ως συνισταμένη που προέρχεται τόσο από τις συνθήκες ανάπτυξης όσο και απ’ τη μιντιακή προσλαμβάνουσα, όταν αυτή διακινεί τον φαρισαϊσμό, την υποκρισία και τον λαϊκισμό.
Δεν έχω διαβάσει (και κυριολεκτώ) απολαυστικότερο βιβλίο την τελευταία περίοδο, το τελευταίο διάστημα.
Το γεγονός ότι η Ιστορία ξεφεύγει κατά πολύ απ’ την απλή αστυνομική χροιά της και δρομολογείται με τόσο διαφορετικό τρόπο (η Δικτατορία μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, απ’ την άλλη οι σοβαρότατες διεργασίες ιστορικού προσανατολισμού) είναι μια ακόμη επιβεβαίωση ότι η νουβέλα των Καλφόπουλου-Πετάλα γράφεται σε πραγματικό χρόνο τεράστιας έμπνευσης, σε χρόνο που πολλοί συγγραφείς αναζητούν στη διάρκεια της καριέρας τους χωρίς ποτέ να τον βρίσκουν. Ο πρώτος έφηβος –χωρίς ίσως να το γνωρίζει– ζει γεγονότα που για όσους έλαβαν μέρος σε αυτά παραμένουν ζωντανά στη μνήμη τους, για όσους τα πληροφορήθηκαν κάτω από την απίστευτη λογοκρισία της εποχής ασφαλώς και συγκλονίστηκαν, όπως η δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι, η εισβολή των Σοβιετικών στην Πράγα, η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Αλέξανδρο Παναγούλη κ.λπ. Ο δεύτερος έφηβος αντιλαμβάνεται την έξαρση του διπλανού σπιτιού ανακαλύπτοντας τις επιστολές, τις οποίες και παραδίδει στον «θείο», με τον οποίο και περνά τις διακοπές του, δίνοντας απροσδόκητη πρωτοτυπία σε ένα άψογο, έξοχο, συγκλονιστικό και ιδιοφυές πόνημα, στόχος του οποίου (και εννοώ και των δύο) είναι η συνέχεια μιας ιστορικής ανισορροπίας που δοκίμασε τις αντοχές απλών ανθρώπων, οι οποίοι και συνασπίστηκαν, αγωνίστηκαν, πολέμησαν και τελικά νίκησαν, για να γευόμαστε σήμερα τα αγαθά της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Και αυτό έγινε τόσο σε ολόκληρη την Ευρώπη, όσο και στη χώρα μας, με εξαίρεση φυσικά τον Εμφύλιο, τις εξορίες, τη Δικτατορία και ό,τι άλλο μικρότερο μας δίχασε.
Όταν μια κατά συνθήκη απλή αστυνομική ιστορία γίνεται πολιτικό μανιφέστο, ιστορικό ντοκουμέντο και λογοτεχνικό συμβάν, το οποίο και θα μνημονεύεται για καιρό, τότε, όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, το βάρος που πέφτει στους ώμους των δύο συγγραφέων είναι τεράστιο, είναι θα έλεγα δυσβάσταχτο. Και αν για τον πεπειραμένο Καλφόπουλο είναι κάτι το αναμενόμενο, που έχει ξανασυμβεί, για τον νεότερο Πετάλα αποτελεί μια χαρά θεμέλιο, πάνω στο οποίο και πρέπει να χτίσει τη δημιουργία του από δω και στο εξής. Καθώς το μήνυμα που εισπράττει από τον συνάδελφό του δεν είναι μόνο τα κιάλια με τα οποία παρατηρεί, αλλά ολάκερη η πραγματική ιστορική στιγμή, μια στιγμή γεμάτη αναστατώσεις, πολέμους, δολοφονίες, δολοπλοκίες και, εν τέλει, αγώνα με δίκαια για τους λαούς αιτήματα. Έτσι, αντί να προχωρήσει έναν δρόμο, ο οποίος θα τον πήγαινε πολύ μπροστά αλλά με λιγότερο ενδιαφέρον, με μειωμένο σασπένς, με ατελή έκβαση και με προβληματική κατάληξη, αποφασίζει να γυρίσει πίσω στα χρόνια της ναζιστικής επέκτασης και, μέσω μιας πολύ έξυπνης λογοτεχνικής περσόνας, την οποία κατασκευάζει, μιλά για πράγματα που οι συνομήλικοί του δε γνωρίζουν όχι πώς συνέβησαν, αλλά αν συνέβησαν καν. Πράγμα που από μόνο του –και καθώς τόσο η γλώσσα που χρησιμοποιεί όσο και η ατμόσφαιρα την οποία δομεί, είναι αληθινά καταπληκτικές– κάνει εμφανές πως η λογοτεχνία –και δη η πεζογραφία– είναι η μόνη τέχνη σύμφωνα με την οποία μπορεί να στηριχτεί ένα εξόχως συγκλονιστικό γεγονός, μια συγγραφική σύλληψη ιδιάζουσα, ώρες δουλειάς προκειμένου να υποστηριχτεί το κείμενο όσο το δυνατόν καλύτερα και, εν κατακλείδι, μια ηδονική ανάγνωση, που παρασύρει σε λεπτομέρειες μεγάλης ταχύτητας. Κάτι που ο Πετάλας όχι απλώς πετυχαίνει αλλά, πολύ περισσότερο, δείχνει και τον τρόπο, με άλλα λόγια προτείνει μέσα από την τεράστια αφηγηματική του δυνατότητα.
Διάβασα το βιβλίο των Καλφόπουλου και Πετάλα γιατί η μέρα που ξέρεις ήρθε, γιατί η σύγχρονη ζωή απαιτεί όχι απλουστεύσεις και υπαινιγμούς, όχι ξαναζεσταμένο φαγητό, όχι απλές και ανιαρές θεματολογίες, αλλά έργα που να καλύπτουν υψηλές προσδοκίες, να καλύπτουν αναγνωστικές απαιτήσεις και παράλληλα να δρομολογούν κρίσεις και προβληματισμό, μέσα από κείμενα φωτισμένα και πρωτοποριακά. Κάτι που οι συγκεκριμένοι συγγραφείς εγγυώνται ανεπιφύλακτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου