...............................................................
Ξυπνήσαμε τώρα από μια νάρκη κανονικότητας
γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 8.2.2021)
Από το θέατρο της ατομικότητας στο θέατρο συνόλου και παρά την επιτυχία αυτής της «επανάστασης», η ισχύς του θιασάρχη παρέμεινε πανίσχυρη για δεκαετίες. Έπρεπε για την τελική νίκη να ξεριζωθεί η κουλτούρα του πρωταγωνιστή, να παταχθεί η ατομικότητα, ώστε και μέσα από τις σχολές ο καλλιτέχνης να χυθεί σε ένα νέο καλούπι, υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη. Τώρα μια «αφύπνιση» αναγκάζει όσα θεωρούσαμε μέχρι σήμερα «φυσιολογικά» ή έστω σιωπηρώς «αποδεκτά», να τα εξετάσουμε με «άλλο μάτι».
Οι ραγδαίες εξελίξεις στον κόσμο του θεάτρου, ένα αληθινό τσουνάμι που ακολούθησε τα προηγούμενα Ρίχτερ από την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, αναγκάζουν όποιον ασχολείται ενεργά ή θεσμικά με τον χώρο να πάρει θέση.
Θα ήθελα από τη δική μου μεριά να προσφέρω στη συζήτηση κάποιες παρατηρήσεις που στόχο έχουν να διαφωτίσουν ένα μέρος της κουλτούρας του σύγχρονου θεάτρου, και με τη σειρά τους να ερμηνεύσουν τα σημερινά φαινόμενα αυταρχισμού και ασυδοσίας, τις καταχρηστικές συμπεριφορές στον χώρο εργασίας, τις ηθικές διολισθήσεις αλλά και τα σημάδια εκφυλισμού που εμφανίζονται τελευταία στο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Θα επιμείνω ιδιαίτερα σε δύο σημεία που θα μας πάνε κάπως πίσω στον χρόνο, στις αρχές ας πούμε του περασμένου αιώνα, όταν άρχιζε να δημιουργείται –πρώτα σαν ανάγκη, έπειτα προγραμματικά– η ιδέα του «θεάτρου-συνόλου». Ερχόταν σαν αντίπαλο δέος σε ένα θέατρο που τότε –μα και για πολλούς αιώνες πρωτύτερα– παρέμενε κυρίαρχο στις μεγάλες σκηνές του κόσμου.
Βρισκόταν απέναντι από το «θέατρο της βεντέτας» και του μεγάλου ηθοποιού, που με τη μορφή θιασάρχη είχε καταλάβει το σώμα και το πνεύμα του θεάτρου. Τα έργα γράφονταν για αυτήν τη μεγάλη μορφή του ηθοποιού, οι θίασοι συγκροτούνταν γύρω από το πρόσωπό της, το κοινό συσπειρωνόταν στην πλατεία της με δέλεαρ τη ζωντανή παρουσία.
Αυτό το θέατρο ήταν το θέατρο της ατομικότητας. Προέτασσε την ιδέα του ξεχωριστού ταλέντου, της εκλεκτής ιδιοφυΐας στο κέντρο του ρομαντισμού της εποχής. Κι όμως, για όλο και περισσότερους το σχήμα της θιασαρχικής αυτής οργάνωσης έκρυβε ένα προϊδεασμένο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, έθετε όρια στα σκηνικά επιτεύγματα και πρότεινε πάνω απ’ όλα μια εργασιακή ηθική, παλιά όσο και οι συντεχνίες του Μεσαίωνα. Πίσω από τη λάμψη, λειτουργούσε ακόμη με τη δομή μιας σκοτεινής «εταιρείας», στην κορυφή της οποίας εμφανιζόταν ο «αρχιμάστορας», από κάτω οι ηθοποιοί-τεχνίτες και στον πάτο οι μαθητευόμενοι... Ηταν ένα πυραμιδικό σχήμα δοκιμασμένο στους αιώνες, μα φανερά εκτός κλίματος του νέου θεάτρου.
Νόμος εδώ ήταν πάντοτε η επιθυμία και η ιδιοτροπία της εκάστοτε βεντέτας. Οπως και λίγο πολύ ακόμα είναι – μέχρι σήμερα… Αν παρατηρήσουμε πίσω από πολλές από τις σημερινές καταγγελίες που κατακλύζουν το ΣΕΗ (κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου…), θα διακρίνουμε την ίδια παλιά αλαζονεία ή την κάλυψη που παρείχε η συγκεκριμένη αντίληψη της θεατρικής παραγωγής στους υψηλά ιστάμενους εκπροσώπους της. Δεν είναι μόνο επαγγελματικό το ζήτημα ή οικονομικό για τους υπόλοιπους. Η κουλτούρα που διαπερνά αυτό το θέατρο τρέφει σχέσεις εξάρτησης, μα και ψυχολογικής πίεσης, μεταξύ των «άσημων» μελών του θιάσου και του κυρίου λόγου ύπαρξής του, που είναι ο πρωταγωνιστής.
Για διάφορους ιστορικούς λόγους –σύμφωνα με τους οποίους η γενικότερη απέχθεια για τον αυταρχισμό απέκτησε στα τέλη του 19ου αιώνα και καλλιτεχνική υπόσταση–, ένα σημαντικό μέρος του πνευματικού κόσμου απομακρύνθηκε από αυτό το πεδίο της βεντέτας, για να σχηματίσει το δικό του πεδίο δράσης, μια απόπειρα που ετέθη αρχικά σε ατομική βάση μα πολύ γρήγορα οδήγησε σε μια νέα αντίληψη για το θέατρο, που ονομάστηκε «θέατρο-συνόλου». Αυτή τη φορά στο κέντρο βρέθηκε όχι η μία, η ξεχωριστή μονάδα ενός θιάσου, αλλά η σύνθεση και η επίτευξη του συντονισμού των μελών του, για την απόδοση ενός «μιλιέ», στην ερμηνεία νέων και απαιτητικών έργων, στη διεκδίκηση μέσω του θεάτρου κοινωνικών αλλαγών.
Ασφαλώς για να είναι επιτυχημένο το θέατρο συνόλου απαιτούσε πολλά περισσότερα από αγαθές προθέσεις. Ζητούσε μεταξύ άλλων μια ομάδα ταμένη στον ίδιο σκοπό – ζητούσε όμως πρώτα απ’ όλα εκείνον τον έναν που χωρίς να εμφανίζεται στο προσκήνιο (γι’ αυτό θα παραμένει ανεπηρέαστος από τις σειρήνες του) θα αναλάμβανε ρόλο ενορχηστρωτή της όλης προσπάθειας. Ακόμα περισσότερο, θα επωμιστεί την ευθύνη της διαμεσολάβησης του συγγραφέα με το κοινό. Με λίγα λόγια, το νέο θέατρο, αφού κατέβασε «επαναστατικά» το όνομα του πρωταγωνιστή από τη μαρκίζα του, έσπευσε να το αντικαταστήσει λίγο μετά με το όνομα του σκηνοθέτη.
Το ενδιαφέρον στην όλη ιστορία είναι πως παρά την επιτυχία της «επανάστασης», η ισχύς του βεντετισμού παρέμεινε πανίσχυρη για δεκαετίες. Επρεπε για την τελική νίκη να ξεριζωθεί από τη σκέψη του θεάτρου η ίδια η κουλτούρα του πρωταγωνιστή – ιδού ένας βασικός λόγος για τον οποίο αρκετά «θέατρα τέχνης» έσπευσαν να συνοδεύσουν την προσπάθειά τους με συναφείς δραματικές σχολές, με προγράμματα που τροφοδοτούσαν τη σκηνή με ηθοποιούς μιας νέας παιδείας.
Σε κάποιες εκδοχές της η νοοτροπία αυτών των Σχολών θύμιζε εκπαίδευση στρατιωτικού τύπου – τουλάχιστον όσο στόχευε στο παρόμοιο άλεσμα της ατομικότητας και στην εκ νέου διάχυση της μονάδας εντός μιας ευρύτερης συλλογικότητας. Με αυτόν τον τρόπο ο καλλιτέχνης θα χυνόταν σε ένα νέο καλούπι, ευπροσάρμοστο και ευεπίφορο στην καθοδήγησή του από τον μελλοντικό σκηνοθέτη-οδηγό του.
Αυτό το θέατρο και η εκπαιδευτική του φιλοσοφία στηριζόταν εν πολλοίς στην πάταξη της ατομικότητας. Κι αυτό σήμαινε μια σειρά πραγμάτων, από το να υπομένει κάποιος αγόγγυστα την κυριαρχία του δασκάλου –κυριαρχία που μπορεί να έφτανε έως και τα καψώνια– μέχρι να συμμετέχει «εθελοντικά» στις αγγαρείες της Σχολής. Αυτή είναι η δεύτερη κουλτούρα του σύγχρονου θεάτρου, που με όλη τη δοξασμένη πορεία της φαίνεται πια πως τίθεται υπό κρίση.
Επιστρέψτε και πάλι σε κάποιες από τις καταγγελίες των ημερών. Ανακαλούν άσχημες μνήμες από τη διδασκαλία δραματικών σχολών και τραυματικές καταστάσεις εντός μιας ομάδας, στην οποία ο σκηνοθέτης είχε τον ρόλο τυράννου. Κακώς συγχέονται, λοιπόν, με τις προηγούμενες. Πρόκειται για καταγγελίες άλλης φύσης, από άλλο κόσμο προερχόμενες.
Ας μη χάσουμε όμως χρόνο σε άκαιρες συγκρίσεις των δύο αυτών μεγάλων παραδόσεων του θεάτρου. Να επιμείνουμε μόνο στο ότι αυτές στοιχειοθετούν κάτι ισχυρότερο από μια περιγραφή ενός συστήματος θεατρικής εργασίας ή εκπαίδευσης. Πρόκειται για αληθινή κουλτούρα του επαγγέλματος, θεμέλια εργασιακής ηθικής του καλλιτέχνη και –αφού μιλάμε για τέχνη– πυρηνική εξέταση της αποστολής του. Το πρόβλημα πλέον είναι πως όμοια όπως κάποτε η μια «κουλτούρα» δεν έμοιαζε επαρκής για τα αιτήματα του εικοστού, έτσι και στην τρίτη δεκαετία του νέου αιώνα καμιά από τις δύο δεν καλύπτει επαρκώς τις απαιτήσεις του καλλιτεχνικού κόσμου.
Εχουν αρχίσει να αποδομούνται και οι δύο, η καθεμιά πληρώνοντας ασφαλώς τις περιπτώσεις ακραίας επιβολής των εγγενών χαρακτηριστικών τους. Κι αν στους περισσότερους από εμάς μοιάζει φυσιολογικό να καταγγέλλεται η αυθαιρεσία του θιασάρχη-πρωταγωνιστή, παραξενευόμαστε ωστόσο όταν καταγγέλλονται συνθήκες που αφορούν την κυριαρχία του σκηνοθέτη ή ακόμα τη λειτουργία δραματικών σχολών. Εχει συμβεί μια εκατέρωθεν «αφύπνιση» που αναγκάζει όσα θεωρούσαμε μέχρι σήμερα «φυσιολογικά» ή έστω σιωπηρώς «αποδεκτά» να τα εξετάσουμε με «άλλο μάτι».
Να γιατί αναρωτιόμαστε «μα, γιατί τώρα;». Δεν είναι που θυμηθήκαμε, αλλά που ξυπνήσαμε τώρα από μια νάρκη κανονικότητας, σχετικής και παροδικής σαν κάθε άλλη. Ασφαλώς και μας μοιάζουν όλα αυτά απελευθερωτικά κι αν μη τι άλλο «σύγχρονα». Θα πρέπει όμως να διακρίνουμε μέσα στον κουρνιαχτό τι ανήκει σε κάθε συγκεκριμένη κουλτούρα.
Αντιλήψεις που κι αν τις καταδικάσουμε σήμερα, εκ των υστέρων και δικαίως, οφείλουμε πρώτα να κατανοήσουμε την ισχύ τους σε περασμένους καιρούς. Μόνο έτσι θα σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε πώς κι έμεναν σιωπηλοί τόσοι για τόσο καιρό. Πώς κι ενέδωσαν άλλοι τόσο εύκολα στις άηθες προτάσεις; Πού βρήκαν τόσο θράσος οι καταγγελλόμενοι; Και γιατί, τέλος, τόση «διαφθορά» να αποκαλυφθεί ξαφνικά μαζεμένη σε έναν χώρο;…
Και φυσικά, οι επισημάνσεις αυτές δεν έχουν σκοπό να ανακόψουν την πορεία της όποιας «επανάστασης» –όπως λέγεται τελευταία– στο θέατρό μας. Μάλλον να την προφυλάξουν θέλουν από τις δύο ιστορικές ακολουθίες της. Από την Τρομοκρατία, πρώτα. Την Παλινόρθωση, έπειτα.
Θα επανέλθω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου