..............................................................
άντρα μου,
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
ή ΤΟ ΛΟΥΡΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
έγραψε ο Πάνος Σταθόγιαννης (facebook, 8.2.2020)
… ξέρω τι λες για μένανε πίσω απ’ την πλάτη μου και, τώρα
τελευταία, και μπροστά μου, σαν να μην είμαι ακόμα εδώ, σαν να ’χω ήδη πεθάνει,
τάχα γι’ αυτό δεν με αναγνωρίζεις, «ποια να ’ναι ετούτη που ’ρχεται σερνάμενη
σε ανόητες παντόφλες;» αναρωτιέσαι, τάχα οι ώμοι μου οι σκεβρωμένοι, τάχα είχα
κάποτε φτερά εκεί, λες και δεν ξέρεις τι παθαίνουν τα φτερά στη μέγγενη που μ’
έβαλες,
εσύ,
που να μην έσωνες,
εσύ,
που να μην έσωνες,
ακόμα απ’ το
λουρί μου κρατιέσαι, κι ας λες πώς το ’κοψες και πας μονάχος σου, μαζί του πας,
σε τρέφω ακόμα εγώ κι ας λες πως σε ταΐζει η μέσα Σφίγγα σου, απ’ το βυζί μου
τρέφεσαι, και τότε που ήμουν ορφανό κοριτσάκι και χάιδευα ένα αρνί στο κατώι
μας – εσένα βύζαινα, δεν με λυπάσαι μωρέ; δεν με λυπάσαι;
δαίμονα
δαίμονα,
φτιάξε τουλάχιστον το σκαλοπάτι που έπεσα και τσακίστηκα ή, έστω, πέτα το ξύλινο σπαθί πριν μπεις στο σπίτι, δεν έχουμε ανάκτορο εμείς, ψέματα σου ’λεγα πως ήσουν βασιλόπουλο, θα σου ’τριβε αργότερα τη μούρη στο χώμα η ζωή – ας είχες τουλάχιστον ωραία χρόνια παιδικά να θυμάσαι, αν και ποτέ κανέναν δεν τον παρηγόρησε που είδε κάποτε αβγά κορυδαλλού, έπιασε τζιτζίκια, κράτησε απ’ το
δαίμονα
δαίμονα,
φτιάξε τουλάχιστον το σκαλοπάτι που έπεσα και τσακίστηκα ή, έστω, πέτα το ξύλινο σπαθί πριν μπεις στο σπίτι, δεν έχουμε ανάκτορο εμείς, ψέματα σου ’λεγα πως ήσουν βασιλόπουλο, θα σου ’τριβε αργότερα τη μούρη στο χώμα η ζωή – ας είχες τουλάχιστον ωραία χρόνια παιδικά να θυμάσαι, αν και ποτέ κανέναν δεν τον παρηγόρησε που είδε κάποτε αβγά κορυδαλλού, έπιασε τζιτζίκια, κράτησε απ’ το
χεράκι τη μανούλα
του,
αγόρι,
αγάπη μου,
αγάπη μου,
που τώρα με
κοιτάς λοξά λοξά, ενώ εγώ ξέρω ότι είσαι τυφλός, αν και ποτέ δεν σε μαρτύρησα
στους άλλους, μην παριστάνεις πως δεν το θυμάσαι – τι φτενό το γυμνό σου
κορμάκι το τρίχρονο και το πόδι ζαβό, με της Θήβας νερό στη λεκάνη την
τσίγκινη, πλατσούριζες, άτακτο, άτακτο πολύ, σαπούνι μπήκε στα ματάκια σου,
στραβώθηκες, τ’ άλλα δεν έγιναν ποτέ – κι αν σου ’πιανα τότε τ’ αχαμνά για να
σε πλύνω, δε θα πει ότι πρέπει να σε παντρευτώ κιόλας,
μανάρι μου,
μανάρι μου,
τύραννε,
εγώ έχω άντρα, μην τον μισήσεις, καλός κακός – αυτός μου ’λαχε, εσένα δεν σου πέφτει λόγος, εγώ τον λούζομαι και στα νοσοκομεία και στ’ αντάρτικα, τον έθαψα προχτές για να μη χρειαστεί εσύ να κάνεις φόνο, πήγαινε σ’ άλλη γειτονιά με το ραβδί σου, θα ’ρθω ξωπίσω σου, αν πράγματι δεν με αναγνωρίσεις, αν όχι στα ψέματα, θα σε βάλω και πάλι στη μήτρα μου μέσα, θα σε ξεναγεννήσω,
εγώ έχω άντρα, μην τον μισήσεις, καλός κακός – αυτός μου ’λαχε, εσένα δεν σου πέφτει λόγος, εγώ τον λούζομαι και στα νοσοκομεία και στ’ αντάρτικα, τον έθαψα προχτές για να μη χρειαστεί εσύ να κάνεις φόνο, πήγαινε σ’ άλλη γειτονιά με το ραβδί σου, θα ’ρθω ξωπίσω σου, αν πράγματι δεν με αναγνωρίσεις, αν όχι στα ψέματα, θα σε βάλω και πάλι στη μήτρα μου μέσα, θα σε ξεναγεννήσω,
άντρα μου,
τράγε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου