..............................................................
Μαρία Ε. Σκιαδαρέση
(γ. 1956)
Μαρία Ε. Σκιαδαρέση
(γ. 1956)
· «Ελεγείον»
διήγημα της Μαρίας Ε. Σκιαδαρέση (περιοδικό «Η Λέξη»,
αφιέρωμα για τον
έρωτα, τ.149-150, γενάρης-απρίλης, ’99)
Να ‘με λοιπόν, καθισμένη σε μια
πολυθρόνα, τα φώτα σβηστά, να μη βλέπω τριγύρω, κλεισμένη στο σκοτεινό και
δυστυχές σαρκίο μου, το στερημένο, τα παρατημένο σαν παλιό ρούχο στο πλάι, να
θρηνώ. Κι
αυτός ο θρήνος να είναι αλλιώτικος από κείνον που συχνά ερχόταν στα όνειρά μου,
όποτε προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, το κοινό μας μέλλον. Μονάχα
χήρα μπορούσα να με φανταστώ να σε θρηνώ, πάνω απ’ τον τάφο σου, ντυμένη στα
κρέπια, πνιγμένη στον πόνο μα στητή και ψύχραιμη, έχοντας καταπιεί μερικά
Λεξοτανίλ για να το καταφέρω. Πώς θα γινόταν, άλλωστε, να κρατώ την ψυχραιμία
μου, ξέροντας πως δεν θα ξαναδώ ποτέ τον αγαπημένο μου, αυτόν που μοιράστηκα
σπίτι, τραπέζι και κρεβάτι τριάντα χρόνια, σχεδόν όσο ο μεγάλος μας γιος,
άντρας πάει να πει, ολόκληρη ζωή τα τριάντα χρόνια, η ζωή ενός ανθρώπου, του
παιδιού μας, των δυο μας παιδιών – ένα χρόνο μικρότερο ο άλλος -, το μεγάλωμά
τους, από τη γέννηση ως την ωρίμανση, τα πρώτα βήματα, τα πρώτα λόγια τους, οι
πυρετοί, εκείνοι οι υψηλοί παιδικοί πυρετοί που μας ξαγρυπνούσαν μερόνυχτα, τα
χλιαρά μπάνια – εσύ πάντα τα ετοίμαζες -, μαζί κρατούσαμε το παιδί μέσα στην
μπανιέρα, δακρύζοντας στα δάκρυά του.
Μέσα σε δυο χρόνια, δυο παιδιά, δυο
καισαρικές, - «μην προσπαθήσετε τρίτη φορά, δεν εγγυώμαι τίποτα» μου είπε
αυστηρά ο γιατρός. Μα δεν προσπαθήσαμε, έκανα να του πω, όλα έγιναν φυσικά, του
πρώτου μάλιστα η σύλληψη, μέσα σ’ ένα όνειρο· λεπτό δεν περνούσε να μην
αγκαλιαστούμε, ώρα να μη φιληθούμε, μέρα να μη νοσταλγήσουμε ο ένας τον άλλο,
νύχτα να μην ερωτευτούμε! Τι ήταν κι αυτό, αλήθεια! Δεν περνούσε βράδυ χωρίς
ύπνο βαθύ ύστερα από πάλη ερωτική. Τηλέφωνα κουδούνιζαν από φίλους για ταβέρνα,
κι η σκέψη η δική μας κοινή· αν αργήσουμε, θα γυρίσουμε κουρασμένοι, μπορεί να
μας πάρει ο ύπνος και να μην προλάβουμε να κάνουμε έρωτα. Στο σινεμά πάντως
νωρίς, να γυρίσουμε ακμαίοι και ανύσταχτοι, ώστε να πέσουμε στο κρεβάτι
ορεξάτοι. Ζούσαμε για κείνες τις ερωτικές νύχτες, μια και τη μέρα δεν
βλεπόμασταν. Δούλευες ασταμάτητα τότε κι είχα κι εγώ ιδιαίτερα μαθήματα πολλά,
πασχίζαμε για το φράγκο, να στήσουμε ένα σπιτικό αξιοπρεπές, να πάρουμε καλή
τραπεζαρία – ως πότε θα τραπεζώναμε τους φίλους στην κουζίνα; -, να αγοράσουμε
κι ένα φτηνό σαλόνι, όπως όπως βρε αδερφέ, όχι υπερβολές, μα ό,τι και να κάναμε
στριμόκωλο· η ζωή δύσκολη κι εσύ ξεκίνησες από χαμηλά, άλλο αν σου χαμογέλασε,
τι λέω; ξελιγώθηκε στα γέλια η τύχη σου στην πορεία.
Στο πρώτο έτος του Μαθηματικού σε γνώρισα –
εσύ στο Οικονομικό της Νομικής -, στο τρίτο παντρευτήκαμε. Δεν αντέχαμε ο ένας
μακριά απ’ τον άλλο, κάθε ματιά και ξελίγωμα! Η γιαγιά μου, γυναίκα μοντέρνα
και προχωρημένη, όχι από κείνες τις μούχλες που μουρμουράνε στο κάθε τι,
απορούσε· «Όλοι αγαπήσαμε, βρε κοριτσάκι μου, μα τέτοιον έρωτα δεν τον έχω
ξαναδεί!». Γύρω μας ο κόσμος χανόταν, η χούντα στο κρεσέντο της, συλλήψεις, οι
Σχολές ανάστατες, κρυφές συγκεντρώσεις των φοιτητών, στησίματα οργανώσεων –
ΑντιΕΦΕΕ, Ρήγας, αριστεριστές, αναρχικοί – κι εμείς το χαβά μας. Βόλτες στα
απόμερα για καμιά πιο τολμηρή αγκαλιά – Πεδίο Άρεως, Στρέφη, Λυκαβηττό,
στέναζαν τα παγκάκια με το που μας αντίκρυζαν -, μικροεκδρομές για επαφές
στενότερες, σαν εκείνη στη Χαλκίδα όπου το πρωτοκάναμε κανονικά, κι από τότε
μέσα στην καρδιά μου την έχω αυτή την πόλη.
Χειμώνας άτσαλος και αρρωστιάρης, πότε κρύο,
πότε βροχή, πότε ένας ήλιος σαν ταψί, χειμώνας απ’ αυτούς που δεν ξέρεις τι να
φορέσεις – παλτό, μπουφάν, πουλόβερ σκέτο. Μια γρίπη με έκανε πάνω από μια
βδομάδα να σέρνομαι, όταν ήρθες και μου είπες για Χαλκίδα· «Σαββατοκύριακο
μόνο, πες στους δικούς σου πως πηγαίνεις εκδρομή με τη Σχολή». Από σπίτια
μικροαστικά κι οι δυο μας, με γονείς μίζερους, που δύσκολα τους έπειθες μα
εύκολα τους κορόιδευες, πάντα σκηνοθετούσαμε δικαιολογίες για το παραμικρό.
Ώσπου κάποτε μας ανακάλυψαν και ξέσπασαν σε υστερίες, που όμως δεν κράτησαν
πολύ, αφού η αδυναμία τους να επηρεάσουν τα πράγματα ροκάνιζε, μέρα τη μέρα τις
αντιστάσεις τους.
Με το που άκουσα για εκδρομή – οι δυο μας,
δυο ολόκληρες μέρες! – η γρίπη μου γιατρεύτηκε στο πιτς φυτίλι. Λούστηκα με
σαμπουάν μελιού, ξύρισα πόδια, έβαλα στην τσάντα τα δαντελένια εσώρουχα
αγορασμένα για μια ώρα ανάγκης, που είχε φτάσει επιτέλους, - όταν επιστρέψαμε,
θυμάμαι τα έπλυνα κρυφά και τα στέγνωσα στο καλοριφέρ πίσω απ’ το κρεβάτι μου,
να μην τα πάρει είδηση η μάνα μου – κι έφτασα στο σταθμό ασθμαίνοντας. Σαν πιο
όμορφος μού φάνηκες, σαν πιο άντρας – είχες πάντα το παιδικό πρόσωπο που στα
είκοσί σου σε έδειχνε έφηβο ακόμα.
Ήσουν ο πρώτος μου – καμάρωνες γι’ αυτό -,
εγώ δεν μπορώ να πω το ίδιο για σένα, ποτέ δεν μου το διευκρίνισες. Άλλωστε, ό,τι είναι εύσημο για τη γυναίκα δεν
είναι πάντα και για τον άντρα, συχνά συμβαίνει το αντίθετο, ειδικά σε κείνες
τις εποχές που η ζωή κυλούσε ανυποψίαστα ακόμα, για τους πολλούς τουλάχιστον.
Δεν βγήκαμε από το ξενοδοχείο – ένα φτηνό μα
καθαρό στην παραλία, γεμάτο φαντάρους σε διήμερη άδεια με τις κοπέλες τους.
Θυμάμαι τη νοτιά που έσπρωχνε τη θάλασσα στη μπαλκονόπορτα του δωματίου μας, κι
έτσι που έγλειφα το αρμυρό από τον ιδρώτα πρόσωπό σου, μου έμοιαζες μουσκεμένος
στο θαλασσινό νερό. Έμαθα να σε θέλω από την πρώτη στιγμή. Η ορμή σου, τα λόγια
σου τα ερωτικά, η επιθυμία σου για μένα, τόσο έντονη, τόσο απόλυτη, έφερναν
πόνο στο κορμί μου, πόνο από ηδονή, τη δικιά σου ηδονή αρχικά, πριν αρχίσω να
υποψιάζομαι ακόμα τη δικιά μου. Δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια μου βλέποντάς σε
έτσι πεσμένο πάνω στο στήθος μου, τα πυκνά σου μαλλιά κολλημένα στις σαλιωμένες
ρώγες – ακόμα στα πενήντα σου, τα μαλλιά σου παραμένουν πλούσια όσο και
καστανά, κι ας άσπρισαν λιγάκι εκεί στην ούγια των αυτιών.
Ανάβω το φως δίπλα μου και πιάνω να μετρώ τα
χρωματιστά τετράγωνα στην πλάτη της μπερζέρας.
Πρώτα
τα κόκκινα, μετά τα μπλε, τελευταία τα κίτρινα. Μόλις τα τελευταία χρόνια κατόρθωσα
κι έφτιαξα ένα σαλόνι όπως πάντα το ονειρευόμουν· αναπαυτικό κι εντυπωσιακό συνάμα.
Όσο είχα τα παιδιά ακόμα στο σπίτι, κρατούσα τους δυο παλιούς καναπέδες και
κάθε τρία χρόνια τους άλλαζα τη γαριασμένη στόφα, μια και τα κανακάρια μου
ξάπλωναν πάνω τους με τα αθλητικά παπούτσια.
Δεκαοκτώ τα κόκκινα, εικοσιδύο τα μπλέ,
τριάντα τα κίτρινα. Μετράω για να μη φάω τα νύχια μου, μην ξεριζώσω τα μαλλιά
μου τούφα τούφα, δεν έχω ξανακάνει τέτοια πράγματα, δεν ξέρω πώς τα κάνουν,
ποτέ ως τώρα δε βρέθηκα σε τέτοια θέση. Κρυώνω και αγκαλιάζομαι σφιχτά. Νιώθω
λιγοστεμένο το κορμί μου μέσα στην ίδια μου την αγκαλιά, φαίνεται πως αδυνάτισα
τους τελευταίους μήνες. Μα μήπως και τρώω και τίποτα; Κανένα μήλο, κανένα
γιαούρτι, λίγο γάλα. Λες και το διάφραγμα του στομαχιού έκλεισε απότομα όπως η
πόρτα σε ξαφνικό άνεμο και δεν αφήνει τίποτα να περάσει κάτω. Τυλιγμένη στα
ίδια μου τα μπράτσα, μυρίζω στο πετσί μου τη μυρωδιά του κορμιού σου. Ακόμα την
κρατώ στο σώμα μου, κολλημένη πάνω μου, τυλιγμένη γύρω μου σαν τον κισσό στο
δέντρο, κι ας πλένομαι καθημερινά, ας παλιώνει λίγο λίγο, μια και δεν
ανανεώνεται πια, όπως τότε στους μεγάλους μας έρωτες, τους απελπισμένους, με
τις ζήλιες, τα καμώματα, τον αχόρταγο πόθο.
Θυμάμαι, τον καιρό μετά την πρώτη γέννα, που
ντρεπόμουν για το σώμα μου κι αρνιόμουν να γδυθώ μπροστά σου. Έλεγα πως δεν θα
ξανακάνω έρωτα πια, με κείνη τη φριχτή ουλή να μου κόβει την κοιλιά στα δυο.
Ήταν ακόμα φρέσκια. Κοκκίνιζε στις άκριες κι όποτε τεντωνόμουν έτσουζε ελαφρά,
τόσο φρέσκια ήταν. Οι ραφές μετριόντουσαν καθαρά – δεκάξι – κι εσύ επέμενες να
με δεις γυμνή. Προσπάθησες μια μέρα μάλιστα, κι εγώ αντιστάθηκα. Το πέρασες για
νάζι και τράβηξες το νυχτικό απότομα. Ξήλωσε λίγο στις ραφές, δεν ξέρω πώς το
κρακ μού φάνηκε πως ήταν από την πληγή και μ’ έπιασαν τα κλάματα μέσα στη
σύγχυσή μου και την ταραχή. Τρόμαξες, μου ζήτησες χίλιες φορές συγνώμη, με
ησύχασες, με κανάκεψες σαν μικροπαίδι, κι όταν γαλήνεψα επιτέλους κι άπλωσα τα
χέρια κι εγώ να σ’ αγκαλιάσω, τότε μόνο έφυγε το νυχτικό από πάνω μου, κι ήταν
σαν να έβγαινε το φάντασμα του φόβου μου. Έγειρες πάνω στο γυμνό μου σώμα, το
μέτρησες με τα ζεστά σου δάχτυλα, από τους ώμους στις γάμπες κι από το πρόσωπο
στους αστραγάλους, ώσπου στάθηκες στην κοιλιά κόβοντάς μου την ανάσα. Θαρρώ πως
την ώρα εκείνη φίλιωσα για πάντα με το σώμα μου, εσύ το κατάφερες αυτό και σ’
ευγνωμονώ. Χάιδεψες την καισαρική, την απαίσια ουλή που δεν άντεχα να βλέπω
στον καθρέφτη, κι έσκυψες και τη φίλησες, ραφή ραφή, την έγλειψες κατόπιν, κι
όλο μουρμούριζες το πόσο μ’ αγαπάς, το πόσο με θέλεις ακόμα, «πάντα» ψιθύριζες,
«πάντα», και ξέρω πως το πίστευες, καμιά στιγμή δεν ήταν πιο αληθινή από τη
στιγμή εκείνη. Φαίνεται πως όταν δίνεται η υπόσχεση είναι από την ψυχή
βγαλμένη, μα κάτι γίνεται μετά κι η μνήμη την προδίδει. Όλα τα φταίει το μυαλό,
το ξέρω, εκεί οι αποφάσεις για κείνο και για τ’ άλλο, σήμερα αυτές, αύριο οι
άλλες, χωρίς συνέπεια.
Πότε, αλήθεια, αρχίσαμε να κοιμόμαστε μονάχα
με φιλί; Νομίζω ήταν τότε που πάσχιζες να ανέβεις στην εταιρεία, τότε που
υπολόγιζες και το δευτερόλεπτο του ύπνου – «αύριο ξυπνάω πρωί, έχω ένα σπουδαίο
ραντεβού». Το καταλάβαινα, άλλωστε ήμουν κι εγώ πνιγμένη στις υποχρεώσεις·
δουλειά στο σχολείο, δυο μικρά παιδιά, να τα ταΐσω, να τα διαβάσω, να βάλω
πλυντήρια, να σιδερώσω, πτώμα έπεφτα στο κρεβάτι. Δε λέω πως δεν ανατρίχιαζα
στο άγγιγμά σου, μα όσο πιο σπάνιο γινόταν τόσο συνήθιζα στη σπανιότητά του.
Έκανα πού και πού καμιά προσπάθεια – Σάββατα, σιέστες μεσημεριανές της Κυριακής
– και σε παρέσυρα, είναι αλήθεια, κι ήταν όμορφα, με μια ομορφιά νοσταλγική,
όπως η θύμηση των παιδικών μας χρόνων.
Έφτασες γρήγορα στα ανώτατα κλιμάκια, το
επίπεδο ζωής μας ανέβηκε πολύ· τα παιδιά και τα δυο σε ιδιωτικό, διπλά αμάξια,
εξοχικό στο Πόρτο Ράφτη χτισμένο με το χρόνο μου και τα λεφτά σου. Ως χθες
ακόμα οι φίλοι μας μακάριζαν γιατί κατορθώσαμε το ακατόρθωτο, σήμερα, στην πιο ρευστή κι αβέβαιη εποχή, εμείς να
μένουμε υπόδειγμα ζεύγους και φάρος σταθερότητας. Να φανταστείς πως μόλις
πρόπερσι, στο γάμο του μεγάλου μας γιου, μας πείραζαν που πρόκειται να γίνουμε
παππούδες τόσο νέοι, και πέρσι, στην υποστήριξη της διατριβής του μικρού,
κάποιος σε πέρασε αδερφό του. Αυτά μας φάγανε, αυτά!
Εγώ κι εσύ, που κάποτε – αιώνες πριν –
βγάζαμε το τηλέφωνο απ’ την πρίζα μήπως κάποιος ιερόσυλος ταράξει το ερωτικό
μας νιρβάνα, μένοντας μόνοι πια στο σπίτι δεν ξέραμε τι να κάνουμε τους εαυτούς
μας, πώς και πού να τους διαθέσουμε.
Πρώτος βρήκες εσύ το δρόμο σου, εσύ πρώτος
άνοιξες πέρασμα στο αδιέξοδο, ένα παράθυρο για να φυσήξει λίγο, να καθαρίσει η
ατμόσφαιρα με όποιο τρόπο, με όποιο τίμημα. Εκείνη η άπνοια, σαν από νύχτα
τροπική βγαλμένη, μας έπνιγε, μας βύθιζε σ’ ένα πηγάδι δίχως πάτο, που όσο
βουλιάζαμε τόσο πιο βαθύ φαινόταν. Παρ’ όλα αυτά δεν μίλαγα, δεν αντιδρούσα,
έπαιρνα τα πράγματα όπως έρχονταν, μου αρκούσε που σε είχα, που κοιμόμουν μαζί
σου, που ξυπνούσα δίπλα σου. Άλλωστε όλοι το λένε πως ο έρωτας είναι εύθραυστος
σαν βοημικό κρύσταλλο, όσο κι αν τον περιφρουρείς κάποτε πέφτει και ραγίζει, κι
αυτό το ράγισμα λίγο λίγο ανοίγει, γίνεται ποτάμι, κι εμείς καθισμένοι στις δυο
του όχθες, μένουμε ν’ αναρωτιόμαστε πότε άραγε σκίστηκε η ζωή μας στα δυο κι
από πού βγήκαν τούτα τα κομμάτια, το ένα εδώ, το άλλο απέναντι.
Ένα ολόκληρο βράδυ μου μιλούσες, κλαίγοντας
και φιλώντας μου τα χέρια. Τι να τα κάνω τα χειροφιλήματα, όταν ακούω για μια
γυναίκα στα μισά μου χρόνια, στα μισά σου χρόνια, που την φαντάζομαι σφιχτή σαν
γροθιά μέσα στην αγκαλιά σου; Κι εσύ, βυθισμένος μέσα της, να παραδίνεσαι όπως
σε μένα κάποτε, εσύ, ένας γλυκός μεσόκοπος έρωτας, επιθυμητός ακόμα μέσα στη
γοητεία σου, μέσα στο τόσο γνώριμο για μένα σώμα σου, καινούργιο για την άλλη
και γι’ αυτό αφόρητα διεκδικήσιμο. Ένα ολόκληρο
βράδυ μέσα στο κλάμα, τις μνήμες, τον πόθο που η απελπισία έκανε να
ξεπηδήσει φρέσκος σαν κλωνί βασιλικού, μα πού, με το πρώτο φως της μέρας,
μαράθηκε, μια και τη μέρα μπαίνει το μυαλό σε κίνηση και παίρνονται οι
αποφάσεις, πόσο μάλλον αυτές οι από τα πριν παρμένες.
Είπες πολλά που δε θυμάμαι πια. Σαν το νερό
κυλούσαν τα λόγια από τ’ αυτιά μου κι έπεφταν στο πάτωμα. Έλεγες εσύ, έλεγες,
πάσχιζες να με πείσεις πως είναι κάτι πέρα από τις δυνάμεις σου, «δεν το
ελέγχω, όσο κι αν προσπαθώ, δεν το ελέγχω» κι ήθελα να σου πληγώσω το πρόσωπο
με τα νύχια μου, να σου βγάλω τα μάτια με τα δάχτυλά μου, να σου φωνάξω τον
πόνο της ψυχής μου, «μα τον έλεγχο πάντα με μένα τον έχανες» να σου φωνάξω,
«τώρα τι έγινε, πώς έγινε και για μια τυχάρπαστη έχασες το μυαλό σου;».
Θράσος το είπα στην αρχή και σ’ έβρισα, σου
είπα λόγια άσχημα, σε χτύπησα στο πρόσωπο, στο στήθος, στην πλάτη. Έμεινες
ακίνητος, ανείπωτα θλιμμένος κι απέφευγες το βλέμμα μου που πρέπει να άστραφτε
από θυμό, να θόλωνε από πίκρα, να έσβηνε από αγάπη την ώρα εκείνη, την αγάπη
μου για σένα, που ήταν απέραντη, πελώρια, γιγάντια, με πίεζε και με συνέθλιβε,
με εξαφάνιζε, την ώρα ακριβώς εκείνη που δήλωνες πως φεύγεις.
«Θα φύγεις, δηλαδή, στ’ αλήθεια από το
σπίτι;» ρώτησα. «Δε θα κοιμάσαι δίπλα μου πια, δε θα πλένεσαι στη μπανιέρα, δε
θα σκορπάς τα ψίχουλα του πρωινού σου στο τραπέζι;». Δεν απαντούσες, μόνο
έπλεκες και ξέπλεκες τα χέρια αμήχανος, μη βρίσκοντας λόγια να μου πεις.
«Την αγαπάς;» σου πέταξα απότομα κι ένα
ρίγος τάραζε το κορμί μου, σαν αυτό του πυρετού. «Μην το κάνεις πιο δύσκολο»
ψέλλισες.
Σαν να με ξύπνησε αυτή η κουβέντα, σαν να
άνοιξα τα μάτια από ύπνο βαθύ και σε είδα σκυμμένο πάνω μου· ερωτευμένο με μια
άλλη γυναίκα, αποφασισμένο να φύγεις από μένα, μα γενναίο, ειλικρινή και καθαρό
σαν το τρεχούμενο νερό, έτοιμο να επωμιστείς όλες τις ευθύνες όπως πάντα, όπως
τότε που ήρθες στον πατέρα μου – παιδάκι εικοσάχρονο – και δήλωσες πως μ’
αγαπάς μέχρι θανάτου.
Άπλωσα τα χέρια στο σκυμμένο σου κεφάλι,
έχωσα τα δάχτυλα στα πυκνά σου μαλλιά, χάιδεψα το ιδρωμένο σου μέτωπο. Ούτε κι
εκείνη τη στιγμή, την τρυφερή στιγμή της συμφιλίωσης, σήκωσες τα μάτια να με δεις.
Έπιασα το πηγούνι σου, κράτησα στα χέρια μου
το πρόσωπό σου, βύθισα το βλέμμα στο δικό σου ώρα πολλή, μέχρι που σ’
ένιωσα γαληνεμένο, ήσυχο πια πως η κλωστή που πάντα μας κρατούσε δεμένους
σφιχτά δεν κόπηκε, ποτέ δε θα κοβόταν, τέτοιες κλωστές είναι από ατσάλι
καμωμένες.
«Δε θέλω να είμαι εγωίστρια» σου ψιθύρισα
στ’ αυτί και ρούφηξα ένα δάκρυ που ξεπήδησε απ’ το μάτι σου. Πάλι δε μίλησες μα
με αγκάλιασες απαλά, για να μη σπάσω.
Έφυγες εκείνη την ίδια μέρα κι έχουν περάσει
μέρες πολλές από τότε, μήνες, χρόνος κοντά, χωρίς εσένα. Συνήθισα να μη βλέπω
την οδοντόβουρτσά σου στο κύπελλο του μπάνιου, τον αφρό ξυρίσματος στο ράφι του
καθρέφτη κι ο χώρος στην παπουτσοθήκη μού φτάνει πια και περισσεύει. Τα βράδια μόνο,
καθισμένη στην αναπαυτική μου μπερζέρα, σέρνω πού και πού το δάχτυλο πάνω στο καρώ
πανί όπως τότε, όταν, γαργαλώντας σου την
πλάτη μετρούσα τα χρωματιστά τετράγωνα πάνω στο πουκάμισό σου· δεκαοκτώ τα κόκκινα,
εικοσιδύο τα μπλε, τριάντα τα κίτρινα. Κι εσύ γελούσες σαν παιδί, ασταμάτητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου