..............................................................
(Ὕδρα 1900 - Πειραιάς 1943)
Μέσα στὴ βουὴ τοῦ δρόμου
Ἦταν νάβρω τὸ ὄνειρό μου,
Νὰ τὸ βρῶ καὶ νὰ τὸ χάσω
Κι οὔτε πιὰ ποὺ θὰ τὸ φτάσω.
Μιὰ στιγμὴ πέρασε μπρός μου
Κι ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου,
Ἡ χαρὰ ποὺ μᾶς ματώνει
Σὰν οἱ πιὸ μεγάλοι πόνοι.
Πέρασε ὅπως περνοῦνε
Ὅσα δὲ θὰ ξαναρθοῦνε-
Πουλιὰ πούχουν φτερουγίσει
Σύννεφα μέσα στὴ δύση
Κι ἄφησε στὸ πέρασμά του
– Πέρασμα ζωῆς, θανάτου-
Στὴν καρδιά μου σὰ σφραγίδα
Ὤ…τὴν πεθαμένη ἐλπίδα
Μιὰ ἐλπίδα πεθαμένη
Ποὺ μᾶς ζεῖ καὶ μᾶς πεθαίνει
Κι ὅλο μᾶς τραβάει δῶ κάτου
Ὥς τὴν πόρτα τοῦ θανάτου.
Ὄνειρο γλυκὸ καὶ ξένο
Καὶ παντοτινὰ χαμένο
Σὲ κρατῶ στὸ νοῦ μου ἀκόμα
Σὰν τριαντάφυλλο στὸ στόμα
Ὅταν πέρασες μὲ πῆρες
Κι ὅλες μου ἄνοιξες τὶς θύρες
Μὲ τὸ μαγικὸ κλειδί σου
Τοῦ χαμένου παραδείσου.
(Μῆτσος Παπανικολάου: “Mέσα στὴ βουὴ τοῦ δρόμου”)
ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
(Ὕδρα 1900 - Πειραιάς 1943)
Μέσα στὴ βουὴ τοῦ δρόμου
Ἦταν νάβρω τὸ ὄνειρό μου,
Νὰ τὸ βρῶ καὶ νὰ τὸ χάσω
Κι οὔτε πιὰ ποὺ θὰ τὸ φτάσω.
Μιὰ στιγμὴ πέρασε μπρός μου
Κι ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου,
Ἡ χαρὰ ποὺ μᾶς ματώνει
Σὰν οἱ πιὸ μεγάλοι πόνοι.
Πέρασε ὅπως περνοῦνε
Ὅσα δὲ θὰ ξαναρθοῦνε-
Πουλιὰ πούχουν φτερουγίσει
Σύννεφα μέσα στὴ δύση
Κι ἄφησε στὸ πέρασμά του
– Πέρασμα ζωῆς, θανάτου-
Στὴν καρδιά μου σὰ σφραγίδα
Ὤ…τὴν πεθαμένη ἐλπίδα
Μιὰ ἐλπίδα πεθαμένη
Ποὺ μᾶς ζεῖ καὶ μᾶς πεθαίνει
Κι ὅλο μᾶς τραβάει δῶ κάτου
Ὥς τὴν πόρτα τοῦ θανάτου.
Ὄνειρο γλυκὸ καὶ ξένο
Καὶ παντοτινὰ χαμένο
Σὲ κρατῶ στὸ νοῦ μου ἀκόμα
Σὰν τριαντάφυλλο στὸ στόμα
Ὅταν πέρασες μὲ πῆρες
Κι ὅλες μου ἄνοιξες τὶς θύρες
Μὲ τὸ μαγικὸ κλειδί σου
Τοῦ χαμένου παραδείσου.
(Μῆτσος Παπανικολάου: “Mέσα στὴ βουὴ τοῦ δρόμου”)
Ὁ Μῆτσος Παπανικολάου ὕψωσε τὸ λυγμικό του τραγούδι μέσα στὴν
καταραμένη ποιητικὴ περίοδο τοῦ μεσοπολέμου. Ἀναδειχθεὶς ὡς ἕνας ἀπὸ
τοὺς πιὸ ἄξιους ποιητὲς τῆς περιόδου αὐτῆς, ἔδωσε στὴν προσωπική του
πορεία τέτοια τροπή, ὥστε ὁ βίος του καί, κυρίως, τὸ τέλος του, νὰ
ἐπαληθεύσουν ὅλα τὰ τραγικὰ ἀδιέξοδα ποὺ περιγράφονται μέσα στὸ ἔργο
του. Κοντὰ στὸν Ἄγρα, τὸν Καρυωτάκη καὶ τὸν Λαπαθιώτη ἡ ποιητική του
ἰδιοσυγκρασία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διαφέρει καὶ πολύ.
Τύπος ὑψιπετὴς καὶ ὀνειροπόλος ἔδινε τὴν ἐντύπωση “ἑνὸς ὁλομόναχου κι ἐγκαταλειμένου στὴ νύχτα” (Γ. Μυλωνογιάννης). Τὰ πρῶτα του ποιήματα ἐδημοσίευσε στὴ “Διάπλαση τῶν παίδων” (1917-1920). Ἀργότερα στὸ περιοδικὸ “Μπουκέτο”, ὅπου ἐργάσθηκε καὶ ὡς διευθυντής. Ἀπὸ νωρὶς φανέρωσε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴ γαλλικὴ ποίηση καὶ μετέφρασε Γάλλους συμβολιστές. Ὑπῆρξε συλλέκτης ὡραίων ἀντικειμένων, μοναδικὸς αἰσθητιστής, ἀλλὰ ἡ κρυφή του ἀδυναμία πρὸς τὰ ναρκωτικὰ τὸν ὁδήγησε στὸν ὄλεθρο. Τὰ τελευταῖα του χρόνια τὰ πέρασε χρεωμένος καὶ σακατεμένος ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ξεπούλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, καταλήγοντας ζητιάνος καὶ ράκος ἀποδιωκτέο. Πέθανε στὸ ψυχιατρεῖο ἀπὸ ὑπερβολικὴ δόση ναρκωτικῶν.
Ὅλα του τὰ ποιήματα δὲν ξεπερνοῦν τὰ πενήντα. Σκορπισμένα καθὼς ἦταν στὰ διάφορα περιοδικά, τὰ συγκέντρωσε καὶ τὰ ἐξέδωσε τὸ 1966 ὁ Τάσος Κόρφης (Διαγώνιος). Ὡστόσο καὶ ἡ πολὺ σημαντική του ἐργασία στὴ μετάφραση πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἔργο παραπλήσιο πρὸς τὴν προσωπική του ποίηση, ἐπειδὴ μέσα σ᾽ αὐτὸ ἐνέβαλε πολὺ κόπο, μεράκι καὶ γλωσσικὸ προβληματισμό.
Οἱ στίχοι τοῦ Μήτσου Παπανικολάου ἔχουν ἔντονη τὴν γειτνίαση, σχεδὸν τὴν ἁφὴ τοῦ ἐμβαπτίσματός του στὴν γαλλικὴ σχολὴ (κυρίως στὸν Μπωντλαίρ). Ἐμφανίζεται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διακριτοὺς ἐναπομείναντες συμβολιστές, καταρρέοντας κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸ κίνημα ποὺ ἔφθινε. Τὴν ποιητική του δύναμη τὴν ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ παρωχημένο καὶ τὸ μακρινὸ γεγονός. Ἡ εὐαισθησία του συλλαμβάνει αὐτὸ ποὺ φεύγει κι ἐξαφανίζεται ὁριστικά. Αὐτὸ ποὺ φθείρεται ἀπὸ μέσα κι ἔξω καὶ σβήνει προοδευτικά. Ἡ φθορὰ αὐτὴ συντελεῖται μὲ πολὺ γρήγορο ρυθμό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ ὥριμα ποιήματά του ἔχουν αὐτὸν τὸν ἀκατάσχετο ρυθμὸ τῆς σκοτεινῆς βιασύνης. Σὰν τὰ τρεχούμενα κελαρυστὰ νερὰ μέσα στὴ νύχτα: “μιὰ στιγμὴ πέρασες μπρός μου / κι ἤσουν ἡ xαρὰ τοῦ κόσμου”. Σ᾽ αὐτὲς τὶς ταχέως ἐναλλασσόμενες εἰκόνες ἀνασαίνει ἡ χειμωνιάτικη σιωπή, ἡ ἀπελπισία τῆς μοναξιᾶς, ἡ πλήξη, ἡ ἀναμονὴ τοῦ κενοῦ. Ἀλλὰ τὸ μοτίβο αὐτὸ εἶναι σχεδὸν κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς ποιητὲς τῆς ἐποχῆς αὐτῆς.
Ὁ γρήγορος ρυθμὸς τῶν ποιημάτων εἶναι ἕνα φαινομενικὸ πρόσχημα χαρᾶς, μιὰ εἰρωνία. Τὰ ραγίσματα τῶν στίχων ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ τὸ ἀβυσσαλέο βάθος τῆς πραγματικῆς διάστασης. Σιγὰ σιγὰ ὁ στίχος του γίνεται λιτὸς καὶ γυμνός. Ἀπὸ τὸν δεκαπεντασύλλαβο πηγαίνει στὸν ἀσθματικὸ καὶ κοφτὸ ὀχτασύλλαβο καὶ ὕστερα στὸν ἐλεύθερο στίχο.
Ἔγραψε κριτικὰ ἄρθρα ἀποκλειστικὰ γιὰ ποιητικὰ θέματα καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς γραφῆς πρέπει νὰ θεωρηθεῖ συμπληρωματικὸς τῆς λιγοστῆς ποίησής του.
Τύπος ὑψιπετὴς καὶ ὀνειροπόλος ἔδινε τὴν ἐντύπωση “ἑνὸς ὁλομόναχου κι ἐγκαταλειμένου στὴ νύχτα” (Γ. Μυλωνογιάννης). Τὰ πρῶτα του ποιήματα ἐδημοσίευσε στὴ “Διάπλαση τῶν παίδων” (1917-1920). Ἀργότερα στὸ περιοδικὸ “Μπουκέτο”, ὅπου ἐργάσθηκε καὶ ὡς διευθυντής. Ἀπὸ νωρὶς φανέρωσε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴ γαλλικὴ ποίηση καὶ μετέφρασε Γάλλους συμβολιστές. Ὑπῆρξε συλλέκτης ὡραίων ἀντικειμένων, μοναδικὸς αἰσθητιστής, ἀλλὰ ἡ κρυφή του ἀδυναμία πρὸς τὰ ναρκωτικὰ τὸν ὁδήγησε στὸν ὄλεθρο. Τὰ τελευταῖα του χρόνια τὰ πέρασε χρεωμένος καὶ σακατεμένος ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ξεπούλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, καταλήγοντας ζητιάνος καὶ ράκος ἀποδιωκτέο. Πέθανε στὸ ψυχιατρεῖο ἀπὸ ὑπερβολικὴ δόση ναρκωτικῶν.
Ὅλα του τὰ ποιήματα δὲν ξεπερνοῦν τὰ πενήντα. Σκορπισμένα καθὼς ἦταν στὰ διάφορα περιοδικά, τὰ συγκέντρωσε καὶ τὰ ἐξέδωσε τὸ 1966 ὁ Τάσος Κόρφης (Διαγώνιος). Ὡστόσο καὶ ἡ πολὺ σημαντική του ἐργασία στὴ μετάφραση πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἔργο παραπλήσιο πρὸς τὴν προσωπική του ποίηση, ἐπειδὴ μέσα σ᾽ αὐτὸ ἐνέβαλε πολὺ κόπο, μεράκι καὶ γλωσσικὸ προβληματισμό.
Οἱ στίχοι τοῦ Μήτσου Παπανικολάου ἔχουν ἔντονη τὴν γειτνίαση, σχεδὸν τὴν ἁφὴ τοῦ ἐμβαπτίσματός του στὴν γαλλικὴ σχολὴ (κυρίως στὸν Μπωντλαίρ). Ἐμφανίζεται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διακριτοὺς ἐναπομείναντες συμβολιστές, καταρρέοντας κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸ κίνημα ποὺ ἔφθινε. Τὴν ποιητική του δύναμη τὴν ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ παρωχημένο καὶ τὸ μακρινὸ γεγονός. Ἡ εὐαισθησία του συλλαμβάνει αὐτὸ ποὺ φεύγει κι ἐξαφανίζεται ὁριστικά. Αὐτὸ ποὺ φθείρεται ἀπὸ μέσα κι ἔξω καὶ σβήνει προοδευτικά. Ἡ φθορὰ αὐτὴ συντελεῖται μὲ πολὺ γρήγορο ρυθμό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ ὥριμα ποιήματά του ἔχουν αὐτὸν τὸν ἀκατάσχετο ρυθμὸ τῆς σκοτεινῆς βιασύνης. Σὰν τὰ τρεχούμενα κελαρυστὰ νερὰ μέσα στὴ νύχτα: “μιὰ στιγμὴ πέρασες μπρός μου / κι ἤσουν ἡ xαρὰ τοῦ κόσμου”. Σ᾽ αὐτὲς τὶς ταχέως ἐναλλασσόμενες εἰκόνες ἀνασαίνει ἡ χειμωνιάτικη σιωπή, ἡ ἀπελπισία τῆς μοναξιᾶς, ἡ πλήξη, ἡ ἀναμονὴ τοῦ κενοῦ. Ἀλλὰ τὸ μοτίβο αὐτὸ εἶναι σχεδὸν κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς ποιητὲς τῆς ἐποχῆς αὐτῆς.
Ὁ γρήγορος ρυθμὸς τῶν ποιημάτων εἶναι ἕνα φαινομενικὸ πρόσχημα χαρᾶς, μιὰ εἰρωνία. Τὰ ραγίσματα τῶν στίχων ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ τὸ ἀβυσσαλέο βάθος τῆς πραγματικῆς διάστασης. Σιγὰ σιγὰ ὁ στίχος του γίνεται λιτὸς καὶ γυμνός. Ἀπὸ τὸν δεκαπεντασύλλαβο πηγαίνει στὸν ἀσθματικὸ καὶ κοφτὸ ὀχτασύλλαβο καὶ ὕστερα στὸν ἐλεύθερο στίχο.
Ἔγραψε κριτικὰ ἄρθρα ἀποκλειστικὰ γιὰ ποιητικὰ θέματα καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς γραφῆς πρέπει νὰ θεωρηθεῖ συμπληρωματικὸς τῆς λιγοστῆς ποίησής του.
Η. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου