.........................................................
Τι να πεις για τα παιδιά...
Tου Πασχου Μανδραβελη
Αν θέλει κάποιος να δει το μέλλον αυτής της χώρας δεν έχει παρά να
κοιτάξει τις βάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ που βγαίνουν κάθε χρόνο
τέτοια εποχή. Εκεί υπάρχουν εκ πρώτης όψεως περίεργα πράγματα. Οπως
αναφέρει η ειδησεογραφία των ημερών, οι βάσεις στις σχολές της
αστυνομίας θα ανεβούν έτι περαιτέρω· θα κερδίσουν πάνω από 1.000 μόρια.
Αυτό
δεν είναι νέο φαινόμενο. Μπορεί η κρίση να ψηλώνει τις βάσεις για τις
αστυνομικές και στρατιωτικές σχολές, αλλά αυτές ήταν ήδη πολύ υψηλές και
πριν από την κρίση. Ακόμη και το 2008, την εποχή δηλαδή που χιλιάδες
νέοι διαδήλωσαν κατά της αστυνομίας -και παρεμπιπτόντως κάηκε η Αθήνα-
μετά τον φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Και είναι ίσως ιστορική
ειρωνεία ότι πολλά από τα δεκαπεντάχρονα και δεκαεξάχρονα του «μεγάλου
ξεσηκωμού», εκείνα που φώναζαν «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», τώρα
συνωστίζονται στις εισόδους εισαγωγής στις αστυνομικές σχολές. Πού πήγε
όλη αυτή η οργή; Πώς χάθηκε το μένος κατά της αστυνομίας συνολικά και
κατά των αστυνομικών συλλήβδην;
Βεβαίως, για τους νέους υπάρχει
μια δικαιολογία: παιδιά είναι, έτσι έμαθαν κι έτσι πιθήκιζαν τις
συμπεριφορές των μεγαλύτερων. Το πρόβλημα πρέπει να εντοπιστεί στους
γονείς τους. Υπάρχουν πολλοί κομπλεξικοί της Μεταπολίτευσης. Ανήκουν στη
γενιά που δεν πρόκανε να ζήσει το Πολυτεχνείο κι αποφάσισε να φτιάχνει
φθηνά υποκατάστατά του. Είναι οι κατά βάση πολιτικά αγράμματοι που δεν
μπορούν να ξεχωρίσουν τη δημοκρατία από τη δικτατορία· η γενιά που
φτιάχνει εξεγέρσεις ακόμη και με λάθος ιστορικά συνθήματα, όπως το
«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Ηταν πολλοί οι
γονείς και δάσκαλοι που έπαιρναν τα παιδιά τους από το χέρι για να τους
μάθουν την «επανάσταση», να διαδηλώσουν έξω από τα αστυνομικά τμήματα·
και αν έφευγε και καμιά πέτρα, «τι να κάνουμε; Παιδιά είναι». Σίγουρα τα
δύο κοινωνικά υποσύνολα (εκείνων που παρότρυναν τα παιδιά τους να
«παίξουν επανάσταση» κι εκείνων που τα παροτρύνουν να εξασφαλιστούν
δηλώνοντας την προτίμησή τους στις αστυνομικές σχολές) δεν ταυτίζονται.
Αλλά επειδή και τα δύο φαινόμενα εμφάνισαν μαζικότητα, κάπου τέμνονται,
και η τομή πρέπει να είναι μεγάλη.
Η άνοδος των βάσεων στις
αστυνομικές και στρατιωτικές σχολές (όπως και παλαιότερα των
Παιδαγωγικών) δείχνει ότι αναθρέφουμε μια ευνουχισμένη γενιά. Δεν μπορεί
τόσοι νέοι άνθρωποι να ονειρεύονται να γίνουν αστυνομικοί ή
στρατιωτικοί. Μην παρεξηγηθούμε: καλά είναι όλα τα επαγγέλματα, αλλά ο
συνωστισμός σε αυτές τις σχολές δεν δείχνει μια ξαφνική παρόρμηση των
νέων να ασχοληθούν με το αστυνομικό ή το στρατιωτικό έργο. Δεν είναι τα
παιδιά που ανεβάζουν στο 17,5-18 τις βάσεις των συγκεκριμένων σχολών.
Είναι οι γονείς τους που τα διαπαιδαγωγούν στη συντηρητική αντίληψη της
εξασφάλισης, της έλλειψης ρίσκου, πρωτοβουλίας και δημιουργίας.
Το
χειρότερο δε είναι ότι αυτή η γενιά, παρά την επίφαση
επαναστατικότητας, αναπαράγει το σύνολο των πεποιθήσεων της
προηγούμενης. Οχι μόνο σε ό,τι αφορά την επαγγελματική εξασφάλιση (διά
του κράτους, φυσικά), αλλά συντηρεί ατόφια και τα συνθήματα των
προηγούμενων. Πίσω από τον διάχυτο «επαναστατισμό» κρύβεται ο
συντηρητισμός εκείνων που ήταν ριζοσπάστες πριν ....είκοσι χρόνια και
στο μεταξύ δεν άλλαξαν ούτε μία ιδέα.
...........................................................................
...........................................................................
ο Αυνάν, οι Τσούλες και το Διπλό Μήνυμα
γράφει η jiagogina στο
http://boukalistithalassa.blogspot.gr/2012/08/blog-post_13.html
Χτες ειδοποιήθηκα για την ύπαρξη μιας
σελίδας στο φβ που ονομάζεται "Οι τσούλες του φβ" (δη ορίτζιναλ ουάν).
Στη σελίδα αυτή κάποιος (-οι) Αυνάν (-ες) - ηθικολόγος (-οι) - ιδιαίτερα
ανορθόγραφος, πρέπει να πω, ακόμα και στα άθλια γκρίκλις του -
αυτοδιορισμένος τιμητής και τιμωρός, διά της ξεφτίλας, επίδοξων
νυμφιδίων, αναρτά φωτογραφίες με διάφορα κοριτσάκια που έχουν προφίλ
στο φβ και ποζάρουν στην κάμερα του κινητού τους ή του υπολογιστή τους,
συναγωνιζόμενα τα μοντέλα, ή τις πορνοστάρ, ανάλογα. Τα κοριτσάκια από
12 έως 17 ετών, υπολογίζω εγώ -το πολύ, απολαμβάνουν την εκπλήρωση της
ύψιστης φαντασίωσης, να γίνουν πρωταγωνίστριες, στα μάτια των "φίλων"
τους, διόλου υποδεέστερες των διαφόρων ειδώλων που έχουν γαλουχήσει την
αισθητική τους, σε όλη τους τη μέχρι τώρα μικρή τους ζωή, και φανερά
ηδονιζόμενα με την πρωτοφανή αυτή Δημοκρατία (sic) της Εικόνας και την
Ελευθερία (sic) που τους παρέχει η δικτύωση στα social media.
Ο
Αυνάν δημιουργός της σελίδας έχει υποκλέψει φωτογραφίες από τους
λογαριασμούς φβ των κοριτσιών και τις παρουσιάζει όλες μαζί σε άλμπουμ
με τον τίτλο "Τσούλες". Τα κριτήρια της επιλογής του βασίζονται στη
σημειολογία της πόζας: εν πρώτοις, πώς πλασάρει το κάθε κορίτσι τα
οπίσθια ή το στήθος, άλλοτε πώς προκαλεί με το χτένισμα και τα ρούχα, ή
με το -ημίγυμνο- κάλλος, ή το οφθαλμοφανές ψώνιο, ή την κακογουστιά.
Οι φωτογραφίες συνοδεύονται από σχόλια πλήρους αγλωσσίας και άνοιας,
είτε επαινετικά για την ομορφιά της κορασίδος, είτε εμετικά.
Αυτής
της ηλικίας τα κοριτσόπουλα, όπως και τα αγόρια άλλωστε, από
γεννησιμιού τους, έχουν γαλουχηθεί με τη βλαχο-ποπ κουλτούρα που
εκπροσωπεί η Άννα Βίσση, η Δέσποινα Βανδή, η Παπαρίζου, και πάμπολλες
άλλες απόλυτες σταρ, μέσω τηλεοράσεως προφανώς. Στο σχολείο κατανάλωσαν
μαζί με τους λαϊκούς χορούς, αν και όπου τους διδάχτηκαν, και το "γιου
αρ μάι ουάν, μάι νάμπερ ουάν" και ό,τι αντίστοιχο τους δίδαξαν οι
γυμνάστριες για τη γιορτή του σχολικού αποχαιρετισμού. Ο χορός τους
άκοπα μιμήθηκε την εκάστοτε βιντεοκλιπάδικη χορογραφία των σουξέ,
εγχώριων και μη. Και η χορογραφία, χρόνια τώρα, ποντάρει στα ωραία
μπούτια, στη σεξουαλική συνδήλωση (που πολλές φορές γίνεται δήλωση, π.χ.
Μαντόνα), ενώ ο φακός του βιντεοκλιπά καρφώνεται σε παχιά χείλη και
λικνίσματα λεκάνης.
Τα παιδιά
αυτά έχουν υποστεί έναν ανελέητο βομβαρδισμό από οπτικο-ακουστικά
υποπροϊόντα, μουσικά ριάλιτι, διαγωνισμούς τόπ μόντελ, και άλλα συναφή,
που τους έδραίωσαν την ιδέα ότι μπορούν να μοιράζονται αποενοχοποιημένα
προσωπικές τους στιγμές με αγνώστους. Κι η λάμψη που απολαμβάνουν στο
φβ, το ξέρουν καλά, το έχουν διδαχτεί στην τηλεόραση, είναι αναλώσιμη
όπως η δόξα των πρωταγωνιστών στα ριάλιτι, όπως το λίκνισμα της Ριάνα
πριν, ή μετά, τη διαφήμιση κάποιων τορνευτών οπισθίων. Το κάλλος, το σεξ
απίλ, είναι μόνο εικόνα. Στο βάθος του φόντου γκρίζα μπαλκόνια, μουντά
καθιστικά, βαρετά πλακάκια μπάνιου, νεοελληνική αστική μιζέρια.
Τι κι αν τις λένε τσούλες... Αύριο κανείς τίποτα δε θα θυμάται...
Αυτό
είναι ένα από τα κομμάτια της παθογένειας. Το άλλο είναι η λειτουργία
του Τιμωρού Αυνάνος, ο οποίος, διαπράττοντας ηλεκτρονικό έγκλημα,
ξεμπροστιάζει την ανηθικότητα. Βέβαια, κοντά στο βασιλικό ποτίζεται κι η
γλάστρα, κι έτσι μαζί με το ξεμπρόστιασμα ο Αυνάν προσφέρει άπλετη
ηδονοβλεπτική χαρά και μάλιστα ανήλικη. Αυτή είναι η αντίφαση του
Αυνάνος και δεν είναι μόνο δική του. Είναι υποκρισία αρχαία κάθε
καθυστερημένης κοινωνίας (βλέπε "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και τη μοίρα
της καζαντζάκειας πόρνης), είναι το ήθος όλης της σκουπιδοτηλεόρασης
(από την εποχή που η Τατιάνα Στεφανίδου και άλλες συν αυτή έβγαζαν κάθε
σούργελο στο γυαλί, και κράζοντάς το ανέβαζαν θεαματικότητα, μέχρι το
Δελτίο Καιρού της Πετρούλας και τις "Ειδήσεις" του Σταρ, μέχρι και άλλα
πολλά, δε θα κάτσω τώρα να τα απαριθμήσω). Η Αντίφαση τούτη, η
ταυτόχρονη συνύπαρξη απόλυτης ελευθεριότητας και ηθικής κατακραυγής από
το ίδιο στόμα, αυτό το διπλό μήνυμα, είναι ένα φαινόμενο κοινωνικής οπισθοδρόμησης που το συναντάμε σε κοινωνίες, και δημοκρατίες, που αποδομούνται.
Το
τρίτο κομμάτι της παθογένειας, είναι η στάση της ελληνικής οικογένειας.
Υπεισέρχεται η επιρροή της οικογένειας στον κόσμο του φβ; Σαν
απαγόρευση, σα νουθεσία, σαν επέμβαση; Και σε ποιο βαθμο; Ποιο είναι το
αντίπαλο δέος μέσα σε μια κοινωνία πνευματικής ύφεσης;
Πολύ
φοβάμαι ότι σε μεγάλο βαθμό οι ενήλικοι το ίδιο υπνωτιστικό μάντραμ
αντίστοιχο με των παιδιών τους επαναλαμβάνουν, κλίνοντας την κεφαλή για
να την παραχώσουν βαθιά στο χώμα:
Ας τις λένε τσούλες... Αύριο κανείς τίποτα δε θα θυμάται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου