.............................................................
·
«Ο
πόνος»
Από
τα «Διηγήματα» του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) (μτφ. Κυριάκος Σιμόπουλος,
εκδόσεις «Θεμέλιο», 2000)
Ο
τορναδόρος Γκριγκόρι Πετρώφ, ο καλύτερος τεχνίτης, μα και ο πιο ανεπρόκοπος
χωριάτης στον κάμπο του Γκάλτσιν, κουβαλούσε με το
έλκηθρο τη γριά του στο νοσοκομείο του Ζέμστβο. Έχει μπροστά του καμιά
τριανταριά βέρστια και το κυριότερο ο δρόμος είναι φριχτός, ακατάλληλος και για
την πόστα ακόμα, όχι για τον τεμπελχανά το Γκριγκόρι. Ο παγωμένος βοριάς τον
βιτσίζει κατάμουτρα. Γύρω του, πάνωθέ του, όπου να γυρίσει το βλέμμα, το χιόνι
στριφογυρίζει σωστό σύννεφο έτσι που δεν ξέρει κανείς αν πέφτει από τον ουρανό
ή ανεβαίνει από τη γη. Δε βλέπει τίποτα από την καταχνιά, ούτε χωράφια, ούτε
τηλεγραφόξυλα, ούτε δέντρα. Και όταν χιμάει πάνω του ο χιονιάς δεν μπορεί να
ξεχωρίσει ούτε τη σιδερένια ζούλα από το έλκηθρο. Η φοράδα σακατεμένη από τα
χρόνια αγκομαχάει, δεν μπορεί πια να σαλέψει. Όλη της η αντοχή ξοδεύτηκε καθώς
παλεύει να λευτερώσει τα πόδια της από το βαθύ χιόνι και να κρατάει ψηλά το
κεφάλι. Ο τορναδόρος βιάζεται. Κάθε τόσο ανασηκώνεται στο έλκηθρο και τινάζει
το καμτσίκι στα καπούλια της φοράδας.
-Μην κλαις Ματριόνα… μουρμουρίζει. Κάνε
υπομονή. Θα δώσει ο Θεός να φτάσουμε στο νοσοκομείο και αμέσως θα σε… θα δεις…
Ο γιατρός θα σου δώσει στάλες, θα σου πάρει αίμα ή μπορεί αν κάνει καλό να σε
τρίψει με δυνατό σπίρτο, καταλαβαίνεις… και ο σφάχτης θα σου περάσει. Θα
φροντίσει… Θα βάλει τις φωνές, στην αρχή, θα χτυπάει τα πόδια του αλλά θα
φροντίσει. Τον ξέρω, είναι καλός άνθρωπος, γλυκομίλητος, ο θεός να του δίνει
χρόνια. Μόλις φτάσουμε θα βγει στην πόρτα και θ’ αρχίσει κομπολόι το βρισίδι
του: «Τι είναι αυτά; θα γκρινιάξει. Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα; Σκυλί είμαι γω να
παιδεύομαι νύχτα μέρα με την αφεντιά σας, διάβολοι; Γιατί μωρέ, ήρθες τα μαύρα
μεσάνυχτα; Γκρεμοτσακίσου! Δε θέλω κουβέντες! Να ‘ρθεις αύριο!» Και γω θα του
πω: «Γιατρέ μου! Εξοχότατε!...» Άντε, λοιπόν εσύ, βρωμογκαμήλα! Ντεεε!
Ο τορναδόρος έδωσε μια με το καμτσίκι του
στη φοράδα και εξακολούθησε να μουρμουρίζει χωρίς να κοιτάζει τη γριά του.
-Εξοχότατε! Σας λέω την αλήθεια, μάρτυς μου
ο Θεός… Να, κάνω το σταυρό μου, ήταν ημέρα ακόμα όταν ξεκίνησα από το χωριό.
Πώς να φτάσω νωρίς αφού ο Θεός… Ω! Παναγιά μου… τι να κάνω αφού χαλούσε ο Θεός
τον κόσμο; Το καταλαβαίνετε και μόνος σας, και γω δεν έχω άλογο, έχω ψοφίμι.
Τότε θα κατσουφιάσει και θα μου αποκριθεί: «Σας ξέρω! Πάντοτε έχετε έτοιμη τη
δικαιολογία! Και προπαντός εσύ Γκριγκόρι! Σε ξέρω χρόνια τώρα! Βάζω στοίχημα
πως πέρασες από καμιά δεκαριά ταβέρνες!» Και γω θα του απαντήσω! «Εξοχότατε, τι
με περάσατε κακούργο, θεομπαίχτη; Η γριά μου θα παραδώσει την ψυχή της στον
Κύριο, εξοχότατε, κοντεύει να πεθάνει και γω θα γυρίζω στις ταβέρνες; Τι πέρασε
από το μυαλό σας, για όνομα του Θεού! Στο διάβολο να πάνε οι ταβέρνες!» Και
τότε θα μου πει να σε ανεβάσω στο νοσοκομείο. Και γω θα πέσω στα πόδια του…
«Γιατρέ μου! Εξοχότατε! Σ’ ευχαριστούμε ταπεινά! Δεν έχουμε μυαλό, δεν είμαστε
σεβαστικοί, τι τα θέλεις, χωριάτες! Το ξέρω, θα ‘πρεπε να μας στέλνετε να
κόψουμε το λαιμό μας και όχι να σας χαλάμε τον ύπνο και να λερώνετε τις μπότες
σας στο χιόνι!» Και τότε ο κύριος Ιβάνοβιτς θα μου ρίξει μια ματιά σα να ‘θελε
να με χτυπήσει χαϊδευτικά στην πλάτη και θα μου πει: «Αντί να σέρνεσαι στα
πόδια μου, καλύτερα θα κάνεις να μην πίνεις τη βότκα με το κανάτι και να
λυπηθείς την κακομοίρα τη γριά σου! Καμτσίκι που σου χρειάζεται!» «Αλήθεια,
γιατρέ μου, καμτσίκι μού χρειάζεται, τι με φυλάτε, χτυπάτε με, ω Θεέ μου, ναι!
Και πώς να μην πέσω στα πόδια σας, στα πόδια του πατέρα και ευεργέτη μου.
Εξοχότατε! Πιστέψτε με, σας το λέω… μάρτυς μου ο Θεός… Φτύστε με αν δεν κρατήσω
το λόγο μου: Να γίνει καλά η Ματριόνα μου μονάχα, να ξαναβρεί την υγειά της και
ό,τι διατάξει η Εξοχότητά σας θα το κάνω για το χατίρι της! Μια ταμπακιέρα από
σημύδα της Καρελίας, αν θέλετε… θα ‘χει και σχέδιο, μπορώ να φτιάξω μια σαν
εκείνες που έρχονται από το εξωτερικό… Θα σας φτιάξω ό,τι θέλετε! Και δε θα σας
πάρω καπίκι. Στη Μόσχα για μια τέτοια ταμπακέρα θα σας ζητήσουν τέσσερα ρούβλια
και γω ούτε καπίκι». Ο γιατρός θα βάλει τα γέλια και θα πει: «Καλά, φτάνει,
φτάνει!... Καταλαβαίνω! Κρίμα που δε βλέπεις τη μύτη σου από το μεθύσι»… Εγώ,
βλέπεις γριά μου, ξέρω πώς θα μιλήσω σε κυρίους. Δε βρίσκεται ένας που να μη
μπορώ να του μιλήσω. Ο Θεός να μας φυλάξει μονάχα να μη χαθούμε σήμερα! Για
κοίτα τι βρωμόκαιρος! Γέμισαν τα μάτια μου χιόνι.
Και ο τορναδόρος συνεχίζει το μουρμουρητό, ατέλειωτα.
Η γλώσσα του δουλεύει, έστι μηχανικά, θέλει να ξεχάσει, να ξεχάσει μια
στιγμούλα την κούραση που τον βαραίνει. Έχει πολλά λόγια έτοιμα να πει στο
κεφάλι του ένα σωρό σκέψεις και ερωτηματικά. Μα το κακό τον βρήκε ξαφνικά, έτσι
αναπάντεχα και κείνη την ώρα δεν μπορεί πια να ξαναβρεί τις σκέψεις του,
αδύνατο να δουλέψει το μυαλό του. Πέρασε μια ολόκληρη ζωή δίχως περιπέτειες, σε
κείνο το μισοΰπνι του μεθυσιού, χωρίς να ξέρει τι θα πει χαρά. Και ξαφνικά,
σήμερα παρονιάζει την ψυχή του ένας αβάσταχτος πόνος. Ο ακαμάτης, ο μεθύστακας,
βρέθηκε ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί, στη θέση του ανθρώπου που
τον βασανίζουν οι έγνοιες, που τον δαγκώνει η ανησυχία, που βιάζεται. Και την
ίδια στιγμή στη θέση του ανθρώπου που παλεύει με τον αγριεμένο χιονιά.
Ο τορναδόρος θυμάται πώς τον βρήκε το κακό
εκείνο το βράδυ. Γυρίζοντας στο σπίτι στουπί, όπως πάντα, στο μεθύσι άρχισε
κατά το συνήθειό του να βρίζει την γριά του και να την κοπανάει με όλη του τη
δύναμη. Και ξαφνικά η γριά κοίταξε τον ανεπρόκοπο άντρα της με ένα βλέμμα, με
ένα βλέμμα που πρώτη φορά ένιωθε πάνω του ο τορναδόρος. Τα μάτια της είχαν
πάντοτε εκείνη τη γλυκιά, βασανισμένη έκφραση των σκυλιών που τα δέρνουν κάθε
μέρα και τα κακοταΐζουν. Μα κείνη τη στιγμή η γριά τον κοίταξε με κάτι μάτια στεγνά,
στυλωμένα, σαν τα μάτια των Αγίων στις εικόνες, σαν τα μάτια του ετοιμοθάνατου.
Από αυτό το παράξενο και φοβερό βλέμμα άρχισε το κακό. Ξετρελαμένος ο
τορναδόρος δανείστηκε το παλιάλογο του γείτονα και κουβαλάει τη γριά του στο
νοσκοκομείο ελπίζοντας πως οι στάλες και οι αλοιφές του γιατρού θα της
ξαναδώσουν το παλιό γνώριμο βλέμμα.
-Καταλαβαίνεις Ματριόνα; Ε;… μουρμουρίζει.
Κι αν σε ρωτήσει μήπως σε χτύπησα, πες του: ποτέ! Και γω δε θα σε ξαναχτυπήσω.
Για κοίτα, κάνω σταυρό! Έπειτα μήπως σε έδερνα από κακία; Όχι, σε έδερνα έτσι,
χωρίς να το σκεφτώ. Εγώ σε λυπάμαι! Ένας άλλος, ούτε θα του καιγότανε καρφί,
ενώ εγώ όπως βλέπεις σε πάω… Κάνω ό,τι μπορώ. Αχ! αυτός ο χιονιάς, αυτός ο
χιονιάς! Θεέ μου στα χέρια σου! Βοήθα Παναγιά μου να μη χαθούμε… Πες μου, σε
πονάει ακόμα το πλευρό σου;… Γιατί δε μιλάς Ματριόνα; Ρωτάω αν σε πονάει το
πλευρό σου…
Παραξενεύεται που το χιόνι δε λιώνει πάνω
στο πρόσωπο της γριάς, και τα χαρακτηριστικά της είναι κάπως περίεργα
τραβηγμένα. Παραξενεύεται που το πρόσωπό της έχει πάρει ένα γκριζοκίτρινο
χρώμα, ένα κέρινο λερωμένο χρώμα και μια έκφραση τόσο αυστηρή, τόσο σοβαρή.
-Χαζή! μουρμουρίζει ο τορναδόρος. Σου ανοίγω
την ψυχή μου, σαν να ξομολογιέμαι στο Θεό… και συ… ε… χαζή! Να και γω, δεν θα σε πάω στο γιατρό!
Ο τορναδόρος παρατάει τα χαλινάρια και
συλλογιέται. Δεν έχει το κουράγιο να γυρίσει το κεφάλι του να αντικρίσει τη
γριά. Φοβάται. Να τη ρωτήσει κάτι και κείνη να μην του αποκριθεί κι αυτό τον
τρομάζει. Στο τέλος, αποφασίζει να απλώσει το χέρι του. Ψάχνει πασπατευτά,
χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, βρίσκει το χέρι της γριάς και το ανασηκώνει. Το
χέρι ξαναπέφτει ξερό έτσι όπως πέφτει το λουρί από το καμτσίκι.
-Μα αυτή είναι πεθαμένη! Ω! Θεέ μου!...
Και ο τορναδόρος κλαίει. Είναι περισσότερο
πεισματωμένος παρά λυπημένος. Συλλογιέται: Τι γρήγορα που γίνονται όλα σ’ αυτόν
τον κόσμο. Δεν πρόλαβε να αρχίσει ο πόνος του και να, ήρθε κιόλας το τέλος. Δεν
πρόλαβε να ζήσει με τη γριά του, να της πει αυτό που ήθελε, να τη λυπηθεί και
να τη που πέθανε… Έζησε σαράντα χρόνια μαζί της, μα αυτά τα σαράντα χρόνια
πέρασαν μέσα στην καταχνιά. Με τα μεθύσια, με τους καβγάδες, με τη δυστυχία δεν
κατάλαβε πώς έζησε. Και η γριά, σαν να το έκανε επίτηδες, πέθανε τη στιγμή
ακριβώς που ο γέρος της καταλάβαινε πως τη λυπόταν, πως δεν μπορούσε να ζήσει
χωρίς αυτήν, πέθανε τη στιγμή που καταλάβαινε πόσο την αδίκησε.
«Πήγαινε να ζητήσει ελεημοσύνη!» αναθυμάται
ο τορναδόρος. «Εγώ την έστελνα να ζητιανέψει ψωμί, να ξενοδουλέψει! Αν ζούσες
ακόμη δέκα χρόνια, χαζή, θα καταλάβαινες τι άνθρωπος είμαι στο βάθος. Παναγιά
μου, πού διάβολο πηγαίνω; Αυτή δε χρειάζεται πια γιατρό, χρειάζεται θάψιμο.
Πρέπει να γυρίσω.»
Τραβάει το χαλινάρι στρίβει το έλκηθρο και αρχίζει τη φοράδα στις καμτσικιές. Οι
ώρες περνάνε και ο δρόμος γίνεται όλο και πιο δύσκολος. Τώρα δε βλέπει πια ούτε
τη ζεύλα. Κάθε τόσο σκοντάφτει το έλκηθρο στα έλατα, ένα σκοτεινό πράμα του
γρατσουνίζει τα χέρια, περνάει στα μάτια του και ύστερα πάλι απλώνεται μπροστά
του εκείνη η ασπρίλα που στριφογυρίζει.
«Άι και να ‘ρχιζα καινούρια ζωή!» σκέφτεται
ο τορναδόρος.
Θυμάται πως, εδώ και σαράντα χρόνια, η
Ματριόνα ήταν μια όμορφη πεταχτή κοπελίτσα από πλουσιόσπιτο. Του την έδωσαν
γιατί ήταν καλός τεχνίτης. Τίποτα δεν τους έλειπε για να περάσουν μια χαρούμενη
ζωή, μα ήρθε η κακή ώρα και μέθυσε την ημέρα του γάμου, ξαπλώθηκε στο πατάρι
και από τότε δε ξαστέρωσε ακόμη το μυαλό του. Θυμάται καθαρά το γάμο, μα από
κει και πέρα σκοτάδι, στην κρεμάλα να τον πήγαινες, δεν μπορούσε τίποτα να
θυμηθεί, μονάχα πως έπινε, κοιμόταν και έδερνε. Και έτσι έχασε σαράντα
χρόνια από τη ζωή του.
Το άσπρο σύννεφο σκοτεινιάζει σιγά σιγά.
Σουρουπώνει. «Μα πού πηγαίνω;» σκέφτεται ο τορναδόρος και ξανάρχεται στα λογικά
του. «Πρέπει να τη θάψω και γω τραβάω για το νοσοκομείο… Τα ‘χω χαμένα…»
Ξαναστρίβει το έλκηθρο και τινάζει το
καμτσίκι. Η φοράδα σακατεμένη, βάζει τα δυνατά της και χιμάει μπροστά
χλιμιντρίζοντας. Οι καμτσικιές πέφτουν βροχή στα καπούλια της… Κάτι
τραμπαλίζεται πίσω του, μα ο Γκριγκόρι ξέρει πως είναι το κεφάλι της πεθαμένης
που χτυπάει στο παραπέτο του έλκηθρου. Όσο σκοτεινιάζει, ο άνεμος κατεβαίνει
πιο παγωμένος και βιτσίζει αλύπητα.
«Και ν’ άρχιζα καινούρια ζωή…» σκέφτεται.
«Να βρω καινούρια εργαλεία, να πάρω παραγγελίες… και να δίνω τα λεφτά στη γριά
μου… ναι…».
Και να που τα χαλινάρια ξεφεύγουν από τα
χέρια του. Ψαχουλεύει να τα βρει, πασχίζει να τα ξαναπιάσει μα δεν μπορεί. Τα
χέρια του δεν τον ακούνε πιά…
«Μπα!» σκέφτεται, «η φοράδα ξέρει το δρόμο
θα πάει μονάχη της. Να τον έπαιρνα έναν υπνάκο. Να πλαγιάσω λίγο, να ως την
κηδεία».
Κλείνει τα μάτια του και αποναρκώνεται. Σε
λίγο νιώθει πως η φοράδα σταμάτησε. Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει μπροστά του
έναν σκοτεινό όγκο που μοιάζει με μύλο ή χωριατόσπιτο…
Πρέπει να κατεβεί να δει πού βρίσκεται, μα
νιώθει μια τέτοια νάρκη στο κορμί του και προτιμάει να ξεπαγιάζει εκεί παρά να
σαλέψει… Και αποκοιμιέται ήσυχα, ήσυχα…
Ξυπνάει σε μια μεγάλη κάμαρα με βαμμένους
τοίχους. Από τα παραθύρια μπαίνει κύματα κύματα το φως μιας ηλιόλουστης μέρας.
Ο τορναδόρος βλέπει μπροστά του ανθρώπους και θέλει να κορδωθεί πως
καταλαβαίνει.
-Πρέπει να φροντίσω για την κηδεία της γριάς
μου, λέει. Να πεταχτώ ως τον παπά…
-
Καλά! Καλά! Κάτσε στο κρεβάτι σου! ακούει μια φωνή.
- Γιατρέ μου! ξεφωνίζει ο τορναδόρος
σαστισμένος που τον βλέπει έτσι ξαφνικά μπροστά του. Εξοχότατε! Ευεργέτη μου!
Θέλει να ανασηκωθεί, να ριχτεί στα πόδια του
γιατρού μα νιώθει πως τα πόδια του και τα χέρια του δεν τον ακούνε.
-Εξοχότατε! Πού είναι τα πόδια μου; Πού
είναι τα χέρια μου;
- Αποχαιρέτα τα… Τα ξεπάγιασες! Έλα, έλα τι
κλαις; Τα ‘φαγες τα ψωμιά σου και να δοξάζεις το Θεό! Βάζω στοίχημα πως τα
‘χεις περάσει τα εξήντα. Σου φτάνουν!
- Εκείνο το κακό… Εξοχότατε με βρήκε βλέπετε
εκείνο το κακό! Φανείτε μεγαλόψυχος! Πέντε έξι χρονάκια ακόμα…
- Τι να τα κάνεις;
- Το άλογο είναι ξένο, πρέπει να το δώσω
πίσω… Έχω να θάψω τη γριά μου… Και τι γρήγορα που γίνονται όλα σ’ αυτόν τον κόσμο!
Εξοχότατε! Γιατρέ μου!... Μια ταμπακέρα από σημύδα της Καρελίας, την καλύτερη
γιατρέ μου!... Θα σκαλίσω και σχέδιο απάνω.
Ο γιατρός κουνάει το χέρι του και βγαίνει
από το θάλαμο. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα με τον τορναδόρο. Αμήν!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου