Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

"ΟΙ ΛΑΟΥ ΛΑΟΥ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ" & "Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΠΟΤΕ ΨΕΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ" ένα ποίημα κι ένα πεζό κείμενο της Μαρίας Κέντρου - Αγαθοπούλου από την συγγραφέα και φίλη στο fb Μαρία Κουγιουμτζή (facebook, 8 & 6.3.2019)

.............................................................















Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου (γ.1930)









ΟΙ ΛΑΟΥ ΛΑΟΥ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ

Οι ποιήτριες όταν σκύβουν πάνω από τον τέντζερη
με μια ξύλινη κουτάλα ανακατεύουν προσεχτικά τον πυθμένα
του κόσμου και βγάζουν πράγματα πολύτιμα λαμπερά
ύστερα τα κρύβουν μέσα σε κάτι παμπάλαια μαξιλάρια
και τις μεγάλες γιορτές ή στους γάμους και τα βαφτίσια
καρφιτσώνουν στο στήθος τους τα τιμαλφή ποιήματα
και οι γειτόνισσες λένε τι ωραία που είναι
πού τα βρήκατε
και οι ποιήτριες εξηγούν
να όταν ξαπλώνουν κάτω απ’ το κρεβάτι
για να μαζέψουν τις σκόνες τις αράχνες και τα μαμούνια
εκεί τα βρίσκουν τα ποιήματα γιατί πολλές φορές
τις παίρνει κομμάτι ο ύπνος -δηλαδή κάτω απ’ το κρεβάτι-
και καθώς λαγοκοιμούνται βέβαια ονειρεύονται λόγια
λέξεις λάβρες λαγούτα λαβύρινθους λαγκαδιές λαιμητόμους
λαλάρια λαλούμενα λαμνοκόπους λαμπηδόνες λασπουριές
έτσι λένε αυτές οι λαθρόβιες οι λάου λάου ποιήτριες




Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΠΟΤΕ ΨΕΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ 

Αν στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής οι βομβαρδισμοί των Άγγλων στη Θεσσαλονίκη δεν διέκοπταν την επίδοσή μου στο βιολί-ένα βιολί του θείου Συμεών-εφέντη, φερμένο απ’ το Εσκίσεχιρ της Μικρασίας, ένα βιολί σε ξύλινη καρυδί θήκη, όπου εκεί μέσα κλείστηκε τελικά το παιδικό μου πάθος–, αν λοιπόν, αν..., ίσως η ποίηση δεν θα έβρισκε το δρόμο να με συναντήσει, να πέσει απάνω μου μ’ έναν σφιχτό εναγκαλισμό κι ένα βαθύ θανατερό φιλί.
Κάποτε, σε μια συνομιλία μας με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, του είχα πει ότι «δεν μπορώ ν’ αντέξω τον κόσμο μας», κι εκείνος: «γυρίστε τον ανάποδα», μου απήντησε. Άραγε η ποίηση είναι ένας κόσμος αναποδογυρισμένος; ή ένας αντικατοπτρισμός της φανταστικής και συνάμα πραγματικής εικόνας του; Άπ’ την αρχή θέλησα να ιδώ τον κόσμο κατάματα, μα πιο πολύ τον δικό μου κατάσαρκο κόσμο, με το δικό μου βλέμμα, «ως εν εσόπτρω». Προσπάθησα με ασίγαστο πάθος να εκφράσω το ανέγγιχτο, το πάντα διαφεύγον της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι βέβαια με μια φιλοσοφική ή θεολογική διάθεση, κι ούτε μένοντας πάνω στο κατακερματισμένο πρόσωπο με ασεβή περιέργεια, αλλά με κείνη την απτική παρόρμηση που άλλοτε ταράσσεται από σωματικούς κραδασμούς κι άλλοτε αποσύρεται μέσα σε μια μελαγχολική κατάφαση, ίσως σε μια παραδοχή της στέρησης, στέρηση ερωτική, υπαρξιακών ανιχνεύσεων και σχέσεων. Μήπως θέλησα ν’ αποκαλύψω, στον ίδιο μου τον εαυτό κατ’ αρχάς, εκείνες τις αιμάσσουσες πτυχές της ψυχής και της συνείδησης, που μέσα στα μαύρα σκοτάδια τους κρύβουν τις πιο οδυνηρές και άηχες κραυγές μας; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα. Συνηθίζω να λέω: «πήγα στην ποίηση εν αγνοία μου· με κλειστά μάτια· όπως δηλαδή πηγαίνει κανείς στη ζωή». Όμως τα ποιήματα και γνωρίζουν και βλέπουν για λογαριασμό μας· μας κοιτάζουν μες στα μάτια· μας αγαπούν και μας φθονούν μαζί. Φυσικώ τω λόγω, εφόσον είναι σαρξ εκ της σαρκός μας, με όλες τις αντιφάσεις και τους παραδαρμούς, με τους μικρούς και τους μεγάλους πόνους. Τα ποιήματα συντηρούνται από το αίμα μας και συγχρόνως μας συντηρούν στη ζωή – αν δεν μας προετοιμάζουν κιόλας για τον θάνατό μας. Εκφράζουν τα πάθη και τις αμφιβολίες μας, αλλά κι εκείνη την πικρή γεύση της ματαιότητας που σαν αρρώστια μας τρώει σιγά σιγά μα σταθερά, εμποδίζοντας τη χαρά να φτάσει μέσα στα χέρια μας ως ευλογία και βάλσαμο στην ακατανόητη έννοια της ζωής και του θανάτου. Όταν γράφω βλέπω τις λέξεις σαν εικόνες χορευτικές που μ’ έναν ολότελα δικό τους ρυθμό στροβιλίζονται γύρω μου. Έρχεται όμως μια ώρα που αυτές οι ίδιες λέξεις βγάζουν άξαφνα κάτι πλοκάμια αιχμηρά, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να με πνίξουν, να με συντρίψουν δίχως έλεος. «Η πάλη με τον κίνδυνο» λοιπόν; ( Ποιος το έχει πει αυτό; ) Να τι είναι η ποίηση για όσους τη διακονούν, κι ας έχω υποστηρίξει άλλοτε ότι προσφέρει την π α ρ α μ υ θ ί α, εννοώντας βέβαια εκείνους που έχουν την επιθυμία να την πλησιάσουν. ( Γνωρίζω δύο γυναίκες που κλαίνε όταν διαβάζουν ποιήματα. Γιατί κλαίνε άραγε; Μήπως είναι ένα κλάμα ερωτικό που τις αποκαθαίρει; Ή μήπως ένα πένθιμο κλάμα; Δεν ξέρω). Η τάση μου για εξομολόγηση – κι ας μην την έχει κανείς ανάγκη – αυτή η παρόρμησή μου για «απογύμνωση», κάνει το φτωχό σώμα της ποίησής μου να τουρτουρίζει μέσα στην παγωνιά μιας υπαρξιακής φρίκης. Αυτό όμως δεν είναι ήδη και ένα τίμημα που οφείλει ο ποιητής να πληρώσει στον κόσμο, με αισθητικό και ηθικό αντίκρισμα; Δεν ξέρω. Απ’ την άλλη μεριά η α λ ή θ ε ι α στην ποίηση που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, δεν είναι κιόλας ένα δώρο του ποιητή προς τους εραστές της ποίησης οι οποίοι διψούν για ένα φιλί αναστάσιμο στο πένθος της ζωής τους; Πάλι δεν ξέρω. Η αποκαλυπτική αλήθεια – από νωρίς κιόλας – του ανέφικτου της ανθρώπινης επικοινωνίας, σημάδεψε την πορεία μου μέσα από μια ρεαλιστική και συνάμα λυρική έκφραση και γραφή. Ίσως αντίφαση της πραγματικότητας, όταν το σώμα υπόκειται στη φθορά απαρηγόρητα, όταν τα μάτια κοιτάζουν απ’ το παράθυρο του χρόνου την ο μ ο ρ φ ι ά να χτυπιέται από ανελέητες καταιγίδες ( αντί «η ομορφιά να σώσει τον κόσμο... »), χωρίς να αποστρέφουν το βλέμμα απ’ την καταστροφή. Η ποίηση δεν λέει ποτέ ψέματα στον εαυτό της. Αλλά γιατί να την παίρνουμε τόσο σοβαρά την ποίηση; Στο κάτω κάτω ( «της γραφής» ) ας την δούμε σαν ένα παζλ όπου ένα παιδί προσπαθεί να ταιριάξει τα κομμάτια του, ούτως ώστε να έχει την ικανοποίηση ενός σωστού εικονικού αποτελέσματος. Μήπως το ίδιο δεν κάνει και ο ποιητής; Ας δούμε λοιπόν την ποίηση σαν ένα παιχνίδι χωρίς παρτενέρ, ένα παιχνίδι μοναχικό όπου ο παίκτης χάνει επί το πλείστον όταν κάποια κομμάτια του παζλ έχουν κρυφτεί κάτω απ’ το χαλί της λεκτικής του αγωνίας να εκφράσει το ο λ ό κ λ η ρ ο.
Εδώ που έφτασα, στις όποιες εσχατιές μιας προσωπικής αναζήτησης, με τα φτωχά μου μέσα να παλινδρομούν στο πάνω και στο κάτω, στο μέσα και στο έξω, ας μου συγχωρεθεί η τόλμη να «ποιώ» τον λόγο με τους ρυθμούς μιας γλώσσας που δεν είναι παρά ο «μύθος» της πραγματικότητας και της φαντασίας, μ’ εκείνον τον αμήχανο κι αδέξιο τρόπο που έχει επινοήσει η ποίηση, ως άλλοθι ζωής και θανάτου.


Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: