Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

"25η Μαρτίου (Κι αυτή η άνοιξη γιατί δεν έρχεται;)" διήγημα της Μαρίας Τσιμά («Εφημερίδα των Συντακτών» - «Νησίδες», 22-24 Μαρτίου 2019)

..............................................................
 


·   25η Μαρτίου (Κι αυτή η άνοιξη γιατί δεν έρχεται;)









διήγημα της Μαρίας Τσιμά («Εφημερίδα των Συντακτών» - «Νησίδες», 22-24 Μαρτίου 2019)



Κάτω η λίμνη έχει ομίχλη και τα πλατάνια στάζουν από την υγρασία. Μέσα στο Κάστρο τα πέτρινα σπίτια στέκουν βαριά. Είναι σκληρός ο χειμώνας του ’44.
   Η Ρίτα κάτω από το μαξιλάρι της έχει μια μαυρόασπρη κάρτα. Πάνω από ένα χρόνο κοιμάται μαζί της. Την έχουν στείλει κάτι μακρινοί συγγενείς απ’ την Αμερική μαζί με λίγα δολάρια και πολλές παρακλήσεις να φύγουν γρήγορα από κείνον τον τόπο. Κι όταν τις νύχτες ακούει τους πυροβολισμούς, τους ψιθύρους των μεγάλων, τα ρυθμικά βήματα των στρατιωτών κοιτάει στο λιγοστό φως την «Ελληνίδα Σκλάβα». Κάτω κάτω δεξιά στην κάρτα γράφει το όνομα του γλύπτη: Hiram Powers.
   Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί τη συγκινεί τόσο αυτό το κορίτσι που μοιάζει με την Αφροδίτη της Μήλου. Ίσως γιατί είναι συνομήλικες. Μαθαίνει τα πάντα για την ιστορία της. Τη λένε Γαρυφαλιά και γεννήθηκε στα Ψαρά. Όταν οι γονείς της σκοτώθηκαν στην καταστροφή την πήραν οι Τούρκοι στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και την πουλήσανε. Ένας αμερικανός πρόξενος την ελευθέρωσε και την έστειλε με πλοίο στη Βοστόνη. Ευγενική και ταλαιπωρημένη. Από τις κακουχίες. Όταν αρρώστησε εκεί στα ξένα το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μη γίνει βάρος σ’ εκείνους που την φρόντιζαν. Λίγο καιρό αργότερα πέθανε. Άνοιξη του 1830. Ήταν μόλις 13 χρόνων. Η Γαρυφαλλιά είναι η φίλη της νύχτας. Ο προστάτης του σκοταδιού. Ο εξομολογητής του φόβου. Δεν είναι ένα άγαλμα. Δεν είναι μια κάρτα.
   Είναι ένα κορίτσι αλυσοδεμένο και γυμνό που ακουμπάει το δεξί του χέρι σε μια κολόνα. Που με το αριστερό κρύβει το εφηβαίο του. Που μόλις έχουν σχηματιστεί τα όρθια στήθη του. Κι όπως κοιτάει χαμηλά ένας μικρός κότσος συγκρατεί τα πλούσια κυματιστά μαλλιά του. Που ανάμεσα στα δυο του χέρια κρέμονται διπλοπλεγμένες αλυσίδες. Κι όμως είναι ελεύθερη. Πόση μελαγχολία έχουν τα μάτια της, το γερτό κεφάλι. Πόσο πρόωρα κοιτάει το χώμα. Όμως πόση γεμάτη ζωή έζησε μέσα σε λίγα χρόνια. Η Ρίτα θέλει να της μοιάσει. Στο σχολείο, αν πήγαινε, θα τους μιλούσε για τη Γαρυφαλλιά, γιατί είναι η δική της ηρωίδα. Δεν θα μπορούσε όμως να τους πει για τις νυχτερινές συνομιλίες τους. Τα παιδιά θα την κορόιδευαν.
   Αυτός ο χειμώνας είναι ο πιο δύσκολος. Ζουν μέσα στο σπίτι σα σκιές. Οι γονείς της δεν της μιλάνε καθόλου. Έχουν το μυαλό τους συνέχεια κάπου αλλού. Δεν είναι αφηρημένοι.  Είναι φοβισμένοι. Κι όταν συναντιούνται με τους δικούς τους απ’ την κοινότητα, τα βλέμματά τους γίνονται ακόμα πιο ανήσυχα. Μικραίνουν τα μάτια τους. Όλη τους η έγνοια είναι να βρουν κάτι να φάνε αφού έκλεισαν το μαγαζί. Πουλούσαν υφάσματα από κάμποτο. Δεν το έκλεισαν. Κάποιοι το σπάσανε. Αναγκάστηκαν από εκείνη τη μέρα να πουλάνε τα δαχτυλίδια, το ασημένιο κηροπήγιο και λίγες χρυσές λίρες που είχανε φυλαγμένες. Δεν πάνε πια στη συναγωγή. Σπάνια βγαίνουν έξω. Δεν την αφήνουν να ξεμυτίσει. Πάει και το σχολείο. Η Ρίτα κοιτάζει τη βροχή απ’ το παράθυρο όλη τη μέρα και τη Γαρυφαλλιά στην κάρτα τις νύχτες. Διαβάζει και ξαναδιαβάζει το βιβλίο της Ιστορίας και σκέφτεται πως μόλις τελειώσει αυτός ο πόλεμος θα γίνει δασκάλα για να μάθει στα παιδιά την ιστορία για τα Ψαρά. Την ιστορία που υπάρχει σε μια μαυρόασπρη κάρτα. Κι αυτά θα καταλάβουν περισσότερα.
   Κι αυτή η Άνοιξη γιατί δεν έρχεται;
   Αύριο ξημερώνει η 25η Μαρτίου. Κοιμάται και κάτω απ’ το μαξιλάρι η κάρτα έχει πάρει το σχήμα από το βάρος του κεφαλιού της. Είναι σχεδόν ζεστή από τις ανάσες. Ξαφνικά η Ρίτα πετάγεται πάνω από τα παραγγέλματα και τις φωνές. Ακούνε τον γέρο πρόεδρο της κοινότητας να μιλάει με τον γερμανό επικεφαλής. Σε τρεις ώρες πρέπει να παρουσιαστούν κάτω στο Μώλο και να πάρουν μαζί τους το πολύ πενήντα κιλά. Τόσο πρέπει να ζυγίζουν τα πράγματά τους. Αν μέχρι τις οχτώ το πρωί δεν συγκεντρωθούν όλοι, θα τους εκτελέσουν. Πώς αδειάζει ένα σπίτι; Οι γονείς αρχίζουν να βάζουν σε ένα μεγάλο σεντόνι κουβέρτες, κατσαρολικά και ρούχα. Η Ρίτα παίρνει τα βιβλία της και τη μαυρόασπρη κάρτα. Τα βάζει στη σχολική τσάντα. Ίσως της χρειαστούν εκεί που θα πάει. Κλείνουν το σπίτι και η μάνα της κλαίει με αναφιλητά. Από όλους τους δρόμους γυναίκες, άντρες, παιδιά φτιάχνουν μια μεγάλη φάλαγγα που κατηφορίζει. Όλη η κοινότητα σε μια περίεργη παρέλαση. Στα πεζοδρόμια οι παλιοί συμμαθητές της. Οι φίλοι τους. Κατεβάζουν τα μάτια. Κανένας δεν τους αποχαιρετάει. Δεν τολμάνε. Τόσοι άνθρωποι. Και μικραίνουν τα μάτια τους. Και φτάνουν στη λίμνη. Κι είναι η παγωμένη ανοιξιάτικη μέρα με τα καμιόνια που τους περιμένουν για το μεγάλο ταξίδι.
   Τους πετάνε στο μεγάλο φορτηγό. Στοιβάζεται με τους γονείς της δίπλα σε τόσους λυπημένους. Οι περισσότεροι κλαίνε. Ακούγονται οι καμπάνες. Η χαρμόσυνη είδηση για τον ερχομό του Σωτήρα.
ο άγγελος είπεν αυτή: Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού
   Στο δρόμο της Κατάρας βγάζει από την τσάντα την κάρτα της Γαρυφαλλιάς. Θα την κόψει στα τέσσερα, οχτώ, δεκάξι κομματάκια και θα αρχίσει να τα μασουλάει. Τα καταπίνει ήσυχα. Κι όταν θα μπει στο στρατόπεδο και τη χωρίσουν από τους γονείς της θα σταθεί ένα κορίτσι αλυσοδεμένο και γυμνό που δεν ακουμπάει το δεξί του χέρι πουθενά. Που με το αριστερό κρύβει το εφηβαίο του. Που μόλις έχουν σχηματιστεί τα όρθια στήθη του. Κι όπως κοιτάει χαμηλά πέφτουν στα πόδια τα πλούσια κυματιστά μαλλιά του. Που ανάμεσα στα δυο του χέρια κρέμονται διπλοπλεγμένες αλυσίδες. Είναι ελεύθερη.
   Νύμφη, ανύμφευτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: