............................................................
H πιο καλή Πρωτοχρονιά
≈ ≈ ≈ ≈ ≈ ≈
Διήγημα
Δεκέμβρης, μήνας αγαπημένος. Ο Σάββας έχει γενέθλια, καλεί στο σπίτι
όλη την τάξη και μετρά τα δώρα του από θείους και θείες, από τη μαμά και
τον μπαμπά, από τους στενούς φίλους της οικογένειας. Μετά Χριστούγεννα.
Και στο διάστημα του καλού αυτού μήνα γιορτάζουν τόσοι συμμαθητές και
συμμαθήτριες, θα πάει στα δικά τους πάρτι και θα χορέψει με τη Βίκυ, την
πιο όμορφη της τάξης, που την αγαπάει και δεν μπορεί να της το πει.
Κάτι μαγικό συμβαίνει στην πόλη τον Δεκέμβρη. Οι δρόμοι φωτίζονται
από τις βιτρίνες, στους κινηματογράφους, Πανεπιστημίου και Σταδίου, οι
γιγαντοαφίσες μαγνητίζουν, ο κόσμος στέκει στις ουρές για εισιτήρια,
λαμπιόνια αναβοσβήνουν στου Τσοκά με τα ακριβά παιχνίδια, το Σινεάκ
βουίζει από τις φωνές των παιδιών που τρέχουν να προλάβουν από την αρχή
το πρόγραμμα – «Μίκυ, Κωμωδία και Επίκαιρα».
Στη γωνιά της Χαριλάου Τρικούπη μοσχοβολάνε οι λουκουμάδες από το
ημιυπόγειο, στα πεζοδρόμια οι καστανάδες, πρόσωπα φωτισμένα από την
ασετυλίνη, αναποδογυρίζουν με την τσιμπίδα τα κάστανα, φεύγεις κρατώντας
ένα χάρτινο χωνάκι που σου καίει τις παλάμες. Ο μπαμπάς αγοράζει
καμπαρντίνα από τον Μπαλάσκα της Σταδίου, η μαμά κοιτάζει τα φορέματα
στο Etam, στον «Προμηθέα» μυρίζει τυπωμένο χαρτί από τα βιβλία και τα
χαρτικά, ο φούρνος του Σικ μοσχομυρίζει φρέσκο ψωμί και τα τσουρέκια του
«Ερμείου» και του «Αριστον» σου σπάνε τη μύτη.
Πρωί, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο μπαμπάς παίρνει μαζί του τον Σάββα στο
«Πέτρογραδ». Εκείνος θα πιει καφέ και θα μιλήσει χαμηλόφωνα αλλά έντονα
για τα πολιτικά με τους φίλους του, ο Σάββας θα ζητήσει το αγαπημένο
του πιροσκί από τον Ρώσο πίσω από την μπάρα, που κόκκινος απ’ το μεθύσι
–ας είναι 10 το πρωί– θα τον διορθώσει: «Ενα πιρογιόκ! Δύο πιροσκί!» Ο
πληθυντικός είναι πιροσκί, αλλά γιατί τον μαλώνει αφού όλοι ένα πιροσκί
ζητούνε; Λίγο πιο κει, ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Γιάκοβλεφ, με μονόκλ και
λευκό σταυρωτό γιλέκο κάτω από το σακάκι του, παρακολουθεί τη σκηνή
χαμογελώντας.
Είναι η μέρα που ο μπαμπάς επιτρέπει στους παππούδες να έρθουν από το
Μπραχάμι να ευχηθούν στο εγγόνι τους. Τις άλλες μέρες, μόνο να τους
επισκεφτεί ο μικρός επιτρέπεται. Ο μπαμπάς έχει θυμώσει μαζί τους,
χρόνια τώρα, γιατί πήρε το αυτί του που έλεγαν σε κάποια συγγενή τους
για την κόρη τους που πήρε «τον κομμουνιστή». Ούτε ο παππούς ούτε η
γιαγιά έχουν πολιτικές απόψεις.
Πρόσφυγες είναι, τα μέρη τους έγιναν Τουρκιά κι έφτασαν κάποτε στον
Πειραιά ξεβράκωτοι, εξαθλιωμένοι. Κανείς δεν ξέρει ούτε αν ψηφίζουν.
Σίγουρα φοβούνται να κάνουν γαμπρό κομμουνιστή, τα στρατοδικεία είναι
πρόσφατα, ο κόσμος έχει μουλώξει, όσοι αγοράζουν «Αυγή» τη διπλώνουν για
να μη φαίνεται ο τίτλος.
Αλλά ο παππούς είναι ένας άνθρωπος υπέροχος, γλυκός και ντροπαλός, η
γιαγιά ένα πειραχτήρι και μαγειρεύει τους καλύτερους λαχανοντολμάδες του
κόσμου – με αληθινό χοιρινό και στακοβούτυρο. Του φέρνουν τα ταπεινά
τους δώρα. Τρεις σοκολάτες Γκλόρια ο παππούς, με φωτογραφίες ηθοποιών
μέσα απ’ το περιτύλιγμα, ένα χρυσό Μετζιτιέ η γιαγιά, από την προίκα
της, να το ‘χει φυλαχτό ο Σάββας, να τον φυλάει.
Α ναι, τα δώρα, τα γενέθλια, τα πάρτι, ο κινηματογράφος –χαρά σπάνια
και ακριβή– και το Σινεάκ! Πέντε φορές μέσα στον ίδιο μήνα να χορεύει με
τη Βίκυ ελπίζοντας κάθε φορά πως θα της πει το σ’ αγαπώ. Και το
ξενύχτι, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στο σπίτι, με το δέντρο στολισμένο, τα
δώρα του Αϊ-Βασίλη που δεν πειράζει αν δεν υπάρχει, αφού τα δώρα
περιμένουν στη βάση του έλατου.
Ο Σάββας επιτρέπεται να ξενυχτήσει και να μείνει με τους μεγάλους, να
ακούει τις κουβέντες τους, τα πιπεράτα αστεία που δεν τα καταλαβαίνει
πάντα, τη μυρωδιά του πούρου του κυρίου Βεζύρογλου, την ωραία κολόνια
του κυρίου Τάκη, τα καταπληκτικά που λέει για τις σπουδαίες ζωγραφιές
των ιμπρεσιονιστών ο κύριος Ορέστης. Να θαυμάζει τις υπέροχες γάμπες της
κυρίας Αννας, σφιγμένες στις νάιλον κάλτσες με την ολόισια ραφή.
Οταν αρχίζουν να βαραίνουν τα μάτια του από νύστα, σκέφτεται πως μια
άλλη ευτυχία τον περιμένει στο κρεβάτι. Το όνειρο για την Πρωτοχρονιά,
τα δώρα που θα βγουν απ’ τα κουτιά, τα λαμπάκια του δέντρου στο σαλόνι,
το τηλεφώνημα στη Βίκυ που αύριο, 1η του μηνός, 1η του χρόνου, γιορτάζει
τ’ όνομά της, το γάργαρό της γέλιο και η πρόσκληση στο σπίτι της, στην
Κυψέλη, όπου, ναι, έχει αποφασίσει, θα της πει καθώς θα χορεύουν μπλουζ
το σ’ αγαπώ!
Α, η Πρωτοχρονιά τούτη θα είναι η πιο καλή της ζωής του. Σηκώνεται,
λέει καληνύχτα, παίρνει απ’ όλους ευχές και χαμόγελα και τραβάει στην
κάμαρά του, σκεπάζεται, τραβάει πάνω από το κεφάλι την κουβέρτα και
προφέρει το όνομά της. «Βίκυ, χρόνια πολλά, να ζήσεις!» λέει και τα
μάτια του κλείνουν.
– Σάββα, ακούει μέσα στον ύπνο τη φωνή της μητέρας του.
Κάθεται στο πλάι του κρεβατιού, σκύβει και τον φιλά στο μέτωπο.
Μυρίζει ωραία, είναι η πιο παλιά, η πιο γνώριμη μυρωδιά, η δικιά της.
– Αύριο είναι Πρωτοχρονιά. Τώρα πια μεγάλωσες, είσαι άντρας. Ο
μπαμπάς κι εγώ αποφασίσαμε να χωρίσουμε. Αλλά θα σε αγαπάμε το ίδιο. Και
ακόμα περισσότερο. Είναι καιρός τώρα που μαλώνουμε. Το ξέρεις, το
βλέπεις κάθε μέρα. Θα είναι καλύτερα για όλους. Αλλά εσύ θα διαλέξεις με
ποιον θα μένεις.
Τελευταίο εκδοτικό ίχνος του Αλέξη Πανσέληνου είναι η
επανέκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του «Η μεγάλη πομπή» (Μεταίχμιο,
2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου