...........................................................
Μένης Κουμανταρέας
(1931 - 2014)
Μένης Κουμανταρέας
(1931 - 2014)
Από το "Αρμένισμα" / και το διήγημα
"Οι Γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας"
(εκδόσεις "Εστία", 1967 / Κέδρος", 1981)
"..."ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΤΟΤΟ, είσαι έτοιμος παιδί μου;
"Ας μην καθίσουμε εδώ, δάσκαλε. Τι θάλεγες να παίρναμε το αυτοκίνητο, έχεις κάνει ποτέ σου μάθημα σε αμάξι;"
Η Λάντσια Φούλβια ξεμπουκάρισε απ' το γκαράζ. Γκρίζα, στιλπνή προχώρησε στην αλέα. Στην εξώπορτα περίμενε η Ηχώ ακουμπισμένος στο κιγκλίδωμα. Τα μωβ χωνάκια απ' τη βραγιά πλέκονταν στα μαλλιά του - ένας φαύνος πετρωμένος.
"Λοιπόν, τι περιμένεις;" είπε ο Τοτός βγάζοντας το κεφάλι.
Η Ηχώ έμεινε ασάλευτος, έπειτα τσακίστηκε, διπλώθηκε στα δυο, άνοιξε τρίζοντας την πόρτα.
"Ηλίθιε..." έτριξε τα δόντια ο Τοτός.
"Stupidus, επίθετο, θηλυκό stupida", είπε ο Δάσκαλος καθώς έβγαιναν στο δημόσιο.
"Πες μου, Δάσκαλε, τι είναι καλύτερα να καταλαβαίνει κανείς πολύ ή καθόλου; Έχω ακουστά ότι οι από γενετής ηλίθιοι είναι τα πιο ευτυχισμένα πλάσματα στον κόσμο".
"Θαρρώ πως οι γνώσεις μας θάπρεπε νάναι ανάλογες με τις ανάγκες μας, να μην τις ξεπερνούν, ούτε να μένουν πίσω. Πώς θα πούμε ευτυχία στα Λατινικά, Τοτό;"
"Felicitas"
"Είσαι ένας ιδιόρρυθμος μαθητής, Τοτό. Καμιά φορά νομίζω πως έχω δίπλα μου ένα μικρό κακομαθημένο αγόρι, άλλοτε πάλι μού δίνεις μια αίσθηση γερατειών".
"Κι εσύ είσαι ένας Δάσκαλος που περισσότερο από Λατινικά μού μαθαίνει άλλα πράγματα".
Η Λάντσια άνοιξε δρόμο στη λεωφόρο. Τα χτίρια ξετυλίγονταν μουγκά, ασώματα, αραιά και πού κανένα μαγαζάκι, μια παράγκα, τίποτα πρατήρια πάγου.
"Θυμάμαι. μισούσα τα Λατινικά στο σχολείο, λάτρευα τα Νέα Ελληνικά".
"Είναι σκληρή γλώσσα για ένα παιδί δεκαεφτά χρόνων".
"Πες μου, Δάσκαλε, θυμάσαι πώς ήμουν στα δεκαεφτά;"
"Αγνός, επηρμένος, άπληστος ' θαρρώ ωραίος".
Ο αέρας τους ξύριζε κόντρα. Έπαιρνε τα μαλλιά του Δάσκαλου και τάκανε θάλασσα από μπαμπάκι. Τα μαλλιά του Τοτού μπριγιαντισμένα δεν κουνούσαν ρούπι.
"Σ' απασχολούν πολύ οι ηλικίες, Τοτό;"
"Ναι, δάσκαλε εσένα;"
"Όχι, πια. Στα σαράντα είναι πιο εύκολο να μπερδεύεται κανείς. Δεν έχουμε μάθει να είμαστε στην ηλικία μας, Τοτό, δεν έχουμε μάθει να είμαστε σε καμιά ηλικία".
"Λατρεύω τα δεκαεφτά χρόνια. Νομίζω πως μόνο με παιδιά και κορίτσια αυτής της ηλικίας θα μπορούσα να κάνω παρέα. Οι άλλοι, και πιο πολύ οι συνομηλικοί μου, με πλήττουν. Θαρρώ πως δεν έχω τίποτα κοινό μαζί τους. Όμως γύρω σου όλοι σε κοιτάνε σα φαινόμενο, ανακαλύπτουν σε σένα διαστροφές, φαντάζονται άλλα."
"Είναι επειδή δεν έχουν φαντασία. Άσ' τους να λέν, Τοτό, κι εσύ πάψε να είσαι αποκλειστικός. Διαφορετικά κινδυνεύεις να μην έχεις και συ φαντασία. Πώς είναι η φαντασία στα λατινικά, Τοτό;"
"Imaginatio".
"Άριστα, Τοτό, ήσουν ο καλύτερος μαθητής μου, το ξέρεις;"
Είχαν φτάσει στη θάλασσα. Άνοιξαν τα παράθυρα, ο αέρας στροβιλίστηκε, ένα κοπάδι γλάροι όρμησαν με μεγάλες κραυγές, βούτηξαν, ξαναβγήκαν.
"Σκέφτομαι", είπε ο Δάσκαλος, "είναι εύκολο να μιλάς για τον άλλον, να τον συμβουλεύεις. Η πείρα τελικά, είναι η μόνη που σου μαθαίνει."
"Και τα βιβλία, Δάσκαλε, η Τέχνη;"
"Η Τέχνη είναι μαγική, ελευθερωμένη από νόμους. Δεν μού είναι βολετό να μιλώ γι' αυτήν μέσα σ' αυτοκίνητο, τρέχοντας με ενενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Θάπρεπε να στέκεσαι ανάποδα, τα πόδια στον αέρα, το κεφάλι στη γη. Μα θαρρώ πάλι δε θα μιλούσα."
"Ναι, Δάσκαλε, όμως σκέψου νάχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου, να μπορείς ν' ακούς τη φωνή του. Ποιο βιβλίο, ποιο έργο τέχνης μπορεί να σ' το δώσει αυτό;"
"Κανένα".
"Γι' αυτό λέω πως είμαι τυχερός νάχω κάποιον να με καταλαβαίνει. Με ποιον άλλον θα μπορούσα να κουβεντιάσω εξόν από σένα. Την Πόπη, τον Σαλλούστρο, ή μήπως την Ηχώ!"
"Μαθαίνει κανείς να διαλέγει τους ανθρώπους που τον περιστοιχίζουν. Αυτό θάπρεπε νάναι απ' τα πρώτα μαθήματα στη ζωή. Όσο για μένα δεν είμαι παρά ένας γέρος δάσκαλος, ένας πόντικας στις βιβλιοθήκες. Ένα χέρι ξέρει να χαϊδεύει καλύτερα από μια φωνή".
"Όμως, σκέψου με ποιους ζει κανείς τα πρώτα χρόνια της ζωής του! Με τους ανθρώπους που η οικογένεια, το σχολειό, η τύχη διάλεξαν. Με τόσες έτοιμες γνώσεις, τόση οικογενειακή στοργή στοιβαγμένη, τόσες φιλίες έτοιμες πώς ν' αντισταθείς;"
"Έλα, Τοτό, είσαι ένας παρακμιακός και τίποτε περισσότερο. Βάλε χαλινάρι στον εαυτό σου, περιόρισε το τυχαίο στη ζωή σου, βάλε μια τάξη στο μυαλό σου, κούρδισε την καρδιά σου. Αξίζεις πολλά περισσότερα."
"Κι όταν δεν μπορείς να σταματήσεις;"
"Τότε παραδώσου έντιμα, πάψε νάχεις φιλοδοξίες, μείνε με τα "χόμπυ" σου, τ' αυτοκίνητα, τις γυναίκες, τα δαχτυλίδια, τα γυμνά κρεμασμένα στους τοίχους. Είναι καιρός να αποφασίσεις πια, κοντεύεις τα σαράντα."
"Στα σαράντα συλλογίζεται κανείς τι δεν έκανε".
"Ανοησίες' μόνο όσες γυναίκες έμειναν στείρες...".
"Γελάς, ώρες-ώρες νιώθω γυναίκεια. Δεν θα το πίστευες, μού είναι πλάσματα μακρινά κι όμως τόσο κοντινά. Μ' αρέσει ο τρόπος που σταυρώνουν τα πόδια τους σαν κάθονται, τα φορέματα τους, το γέλιο τους, η ελευθερία που έχουν στις κινήσεις, κανείς δεν σκέφτεται να τις παρεξηγήσει, να τις ερμηνέψει διαφορετικά. Πολλές φορές μού συμβαίνει να τις μιμούμαι, όχι για κανένα ιδιαίτερο λόγο, απλά και μόνο γιατί μού κάνει ευχαρίστηση, νιώθω πιο άνετα έτσι. Σιχαίνομαι τους πολύ αντρικούς τρόπους, αυτούς που φωνάζουν από μακριά: είμαι αρσενικός, ξέρω και κανονίζω. Κατά τον ίδιο τρόπο απεχθάνομαι όσες είναι πολύ γυναίκες, αυτές που λικνίζονται πολύ ή στέκουν όρθιες σαν ξαπλωμένες στο κρεβάτι τους. Μισώ τα σημάδια των φύλων σαν γίνονται λάβαρα, σημαίες".
"Θα μπορούσες να είσαι ομοφυλόφιλος;"
"Ο καθένας είναι κάτι για τον εαυτό του. Απεχθάνομαι τοις διαφημίσεις, τα κηρύγματα, οτιδήποτε έχει να κάνει με τη σιγουριά, την ασυδοσία."
"Θυμάμαι, Τοτό, ένα Λατίνο συγγραφέα, γράφει: "Μισώ τ' αγκαλιάσματα όπου ο ένας δε δίνεται στον άλλον - να γιατί δεν μπορώ να κάνω έρωτα μ' αγόρια"".
Με μια επιδέξια στροφή ο Τοτός προσπέρασε το καμιόνι που τους έφραζε το δρόμο. Ο φορτηγατζής έβγαλε το κεφάλι του, "κερατά δε θα σε πετύχω πουθενά!", και τους μούτζωσε σταυρωτά με τα δυο χέρια.
"Έλα, Τοτό, ηρέμησε, κοίτα μπροστά σου. Σιχαίνομαι τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Είναι αυτά που κοστίζουν λιγότερο σε ανθρώπινη ζωή, περισσότερο στις ασφάλειες. Θυμήσου το παιδί που λίγο έλειψε να σκοτώσεις".
Οδεύανε ήσυχα, μαλακά, στην πλευρά της λεωφόρου που τους γύριζε στην πόλη. Τα δέντρα συστοιχίες κίτρινες από φύλλα άχυμα, τους προσπερνούσαν άνθρωποι καθημερινοί, πατώντας τις σκιές τους, τα τζιτζίκια μια χορωδία μονόχορδη, κουρδισμένη για μεσημέρι. Μέσ' απ' τα κρύσταλλα του αυτοκινήτου αντανακλώντας αντηλιά και καπνούς τσιγάρων, η πύλη του παλιού Αυτοκράτορα στην είσοδο της πόλης, χαλασμένη, φαγωμένη, άνοιγε στο κενό. Ουρανός δεν ήταν, μόνο μια πέτρα πυρωμένης αντηλιάς.
"Δεν ξέρω τι φταίει με τα φύλλα, Δάσκαλε, δεν ξέρω τι φταίει με μένα. Μίλησες για ελευθερία, να στέκεσαι ανάποδα, τα πόδια στον αέρα, το κεφάλι στη γη, προσπάθησα..."
"Υπάρχει κι ο τρόπος να βαδίζεις ίσια, μην τον υποτιμάς, δεν είναι ο πιο εύκολος. Δεν θα ήταν καλύτερα να είχες παντρευτεί την Πόπη;"
"Παραδέχομαι τον γάμο σαν πνευματικό σύμβολο, σαν σχέση με τρομάζει, για να μην πω με αηδιάζει."
"Αυτό δε σ' εμποδίζει να γιορτάζεις κάθε χρόνο τους γάμους της Ποππαίας."
"Ακριβώς, επειδή ξεπερνά το πραγματικό γεγονός, πάει να γίνει σύμβολο, Τέχνη".
"Εύκολη φιλολογία, φθηνό ρομάντζο! Σ' αρέσει ν' αποφεύγεις τονν πόνο, στρίβεις μπρος στην ευθύνη. Η Τέχνη γίνεται εύκολο ναρκωτικό".
"Δάσκαλε, αυτή τη στιγμή δε μ' απασχολεί η Πόπη".
"Τότε, γιατί την κρατάς στο σπίτι;"
"Είναι ένα μέρος του σπιτιού. Κάθε τόπος έχει τα φαντάσματά του. Ύστερα δε μ' αρέσει να πετώ τους ανθρώπους".
"Σ' αρέσει όμως να τους παραμερίζεις, που είναι το ίδιο σκληρό. Δεν αντέχεις στις ριζικές λύσεις".
Από μακριά φάνηκε το σπίτι, τυλιγμένο, προφυλαγμένο στο μικρό του πάρκο.
"Militiae species amor est", ψιθύρισε ο Δάσκαλος.
"Ξεχάσαμε τα Λατινικά, Δάσκαλε, τι σημαίνει αυτό;"
" 'Η αγάπη είναι κι αυτή μια στρατιωτική θητεία' ", Οβίδιος, " 'Η τέχνη της αγάπης' ", βιβλίο δεύτερο".
Κι όπως ο Τοτός φρενάριζε απότομα, "Πες μου, Τοτό, ποτέ μου δεν κατάλαβα, πώς αποφάσισες να ξαναγυρίσεις στα Λατινικά;"
"Είναι μια γλώσσα νεκρή, μού πηγαίνει".
Στο κιγκλίδωμα της πόρτας τους περίμενε η Ηχώ. Τα μωβ χωνάκια απ΄τη βραγιά πλέκονταν στα μαλλιά του.
"Δάσκαλε, θάρθεις να φάμε μαζί;"
"Όχι σήμερα. Η ανθρώπινη συντροφιά έχει ένα όριο, ύστερα απ' αυτό ξεφτίζει. Αν σε πίκρανα, σου ζητώ συγγνώμην. Αντίο, Τοτό".
Τον είδε να χάνεται σ' ένα σύννεφο σκόνης, άσπρα μαλλιά, άσπρο περπάτημα...
"Έλα, Τοτό, ηρέμησε, κοίτα μπροστά σου. Σιχαίνομαι τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Είναι αυτά που κοστίζουν λιγότερο σε ανθρώπινη ζωή, περισσότερο στις ασφάλειες. Θυμήσου το παιδί που λίγο έλειψε να σκοτώσεις".
Οδεύανε ήσυχα, μαλακά, στην πλευρά της λεωφόρου που τους γύριζε στην πόλη. Τα δέντρα συστοιχίες κίτρινες από φύλλα άχυμα, τους προσπερνούσαν άνθρωποι καθημερινοί, πατώντας τις σκιές τους, τα τζιτζίκια μια χορωδία μονόχορδη, κουρδισμένη για μεσημέρι. Μέσ' απ' τα κρύσταλλα του αυτοκινήτου αντανακλώντας αντηλιά και καπνούς τσιγάρων, η πύλη του παλιού Αυτοκράτορα στην είσοδο της πόλης, χαλασμένη, φαγωμένη, άνοιγε στο κενό. Ουρανός δεν ήταν, μόνο μια πέτρα πυρωμένης αντηλιάς.
"Δεν ξέρω τι φταίει με τα φύλλα, Δάσκαλε, δεν ξέρω τι φταίει με μένα. Μίλησες για ελευθερία, να στέκεσαι ανάποδα, τα πόδια στον αέρα, το κεφάλι στη γη, προσπάθησα..."
"Υπάρχει κι ο τρόπος να βαδίζεις ίσια, μην τον υποτιμάς, δεν είναι ο πιο εύκολος. Δεν θα ήταν καλύτερα να είχες παντρευτεί την Πόπη;"
"Παραδέχομαι τον γάμο σαν πνευματικό σύμβολο, σαν σχέση με τρομάζει, για να μην πω με αηδιάζει."
"Αυτό δε σ' εμποδίζει να γιορτάζεις κάθε χρόνο τους γάμους της Ποππαίας."
"Ακριβώς, επειδή ξεπερνά το πραγματικό γεγονός, πάει να γίνει σύμβολο, Τέχνη".
"Εύκολη φιλολογία, φθηνό ρομάντζο! Σ' αρέσει ν' αποφεύγεις τονν πόνο, στρίβεις μπρος στην ευθύνη. Η Τέχνη γίνεται εύκολο ναρκωτικό".
"Δάσκαλε, αυτή τη στιγμή δε μ' απασχολεί η Πόπη".
"Τότε, γιατί την κρατάς στο σπίτι;"
"Είναι ένα μέρος του σπιτιού. Κάθε τόπος έχει τα φαντάσματά του. Ύστερα δε μ' αρέσει να πετώ τους ανθρώπους".
"Σ' αρέσει όμως να τους παραμερίζεις, που είναι το ίδιο σκληρό. Δεν αντέχεις στις ριζικές λύσεις".
Από μακριά φάνηκε το σπίτι, τυλιγμένο, προφυλαγμένο στο μικρό του πάρκο.
"Militiae species amor est", ψιθύρισε ο Δάσκαλος.
"Ξεχάσαμε τα Λατινικά, Δάσκαλε, τι σημαίνει αυτό;"
" 'Η αγάπη είναι κι αυτή μια στρατιωτική θητεία' ", Οβίδιος, " 'Η τέχνη της αγάπης' ", βιβλίο δεύτερο".
Κι όπως ο Τοτός φρενάριζε απότομα, "Πες μου, Τοτό, ποτέ μου δεν κατάλαβα, πώς αποφάσισες να ξαναγυρίσεις στα Λατινικά;"
"Είναι μια γλώσσα νεκρή, μού πηγαίνει".
Στο κιγκλίδωμα της πόρτας τους περίμενε η Ηχώ. Τα μωβ χωνάκια απ΄τη βραγιά πλέκονταν στα μαλλιά του.
"Δάσκαλε, θάρθεις να φάμε μαζί;"
"Όχι σήμερα. Η ανθρώπινη συντροφιά έχει ένα όριο, ύστερα απ' αυτό ξεφτίζει. Αν σε πίκρανα, σου ζητώ συγγνώμην. Αντίο, Τοτό".
Τον είδε να χάνεται σ' ένα σύννεφο σκόνης, άσπρα μαλλιά, άσπρο περπάτημα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου