Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

"Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΝΑ" Διήγημα του Μηνά Χατζησάββα [που έγραψε και υπέγραψε διηγήματα ως ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ, από τη συλλογή διηγημάτων του «Η ΧΑΜΕΝΗ» (εκδ. «Οδυσσέας», 1983)]

..........................................................





·       Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΝΑ


Διήγημα του ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΑΒΒΙΔΗ από τη συλλογή διηγημάτων του «Η ΧΑΜΕΝΗ» (εκδ. «Οδυσσέας», 1983)






   Ο Θεός είναι μεγάλος. Όπως δεν τους άφησε τότε, που έπεσε έξω η επιχείρηση με τις πορτοκαλάδες και τα βολεύανε κουτσά-στραβά μέχρι σήμερα με μια φτωχοσύνταξη, που τους επέτρεπε στις γιορτές να γεμίζει το κουβαλημένο στην Κέρκυρα από το Μπάρι σαλόνι τους με τον καλύτερο κόσμο, ν’ ακούσουν Βέρντι τον αγαπημένο του άντρα της, του σιορ Διονύση, που ήταν και βαρύτονος, ο Θεός σίγουρα δεν θα τους άφηνε και τώρα. Βέβαια τώρα τα πράγματα για την κυρία Άννα ήταν πιο δύσκολα μια και έπρεπε να αναλάβει αυτή, για πρώτη φορά στη ζωή της, άλλες πρωτοβουλίες τελείως διαφορετικές από εκείνες του νοικοκυριού τους. Παραδείγματος χάριν, να βγάλει δυο αεροπορικά εισιτήρια στην Ολυμπιακή για Αθήνα, να κανονίσει να υπάρχει άδειο κρεβάτι στο Γενικό Κρατικό για τον κύριο Διονύση – λαϊκό νοσοκομείο, αλλά την εγχείρηση στο κεφάλι του άντρα της θα την έκανε ο μαιτρ του είδους στην Ελλάδα – τέλος πάντων τόσα πράγματα που έπρεπε να κάνει μόνη της, μια και ο βαρύτονός της σχεδόν είχε χάσει ξαφνικά τη φωνή του και άλλο από το: «Άννα, το κεφάλι μου πονάει» δεν ήξερε να πει, μα και τα πόδια του με δυσκολία κρατούσανε αυτό το αρσενικό τέρας, δυο μέτρα κοντά, αθλητής του μπάσκετ στα νιάτα του, με τα τεράστια γαλάζια μάτια, με την καυτή έκφραση, που σβήνανε παλιά τις νότες από τις παρτιτούρες του πιάνου της δεσποινίδος Άννας και δεν έβλεπε τίποτα άλλο από αυτά, τελείως ανέκφραστα πια, ηλίθια θα μπορούσε να πει, όμως δεν το σκεφτόταν γιατί ανατρίχιαζε, και τα χαρακτήριζε άτονα από την αρρώστια.
   Να λείπει όμως ο αρχιχειρούργος στην Αγγλία αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει κανείς και ο έμπιστος οικογενειακός γιατρός που διαπίστωσε το εγκεφαλικό και πρότεινε το συντομότερο την εγχείρηση στην Αθήνα, ήταν κατηγορηματικός: «Μόνο ο Γαρζώνης». Δεν ήταν μόνο τα φρονήματα του κουνιάδου της – κατακόκκινος από τα νιάτα του – που δεν ήθελε να μείνει σπίτι του, ούτε και για να μην γίνει βάρος στην οικογένειά του τόσες μέρες, αλλά περισσότερο γιατί της φαινόταν αδιανόητο να κοιμάται ο Διονύσης της μόνος σ’ ένα κρεβάτι κι αυτή αν δεν είναι το λιγότερο χουχουλιασμένη στο φαρδύ του στήθος, να κάθεται τουλάχιστον δίπλα του. Δέκα μέρες περισσότερο μέχρι να ‘ρθει ο αρχιχειρούργος. Δέκα μέρες. Και τι μ’ αυτό; Και είκοσι να ‘τανε, αυτή δεν θα γκρίνιαζε καθόλου. Ο άντρας της να γινότανε καλά και θα καθότανε όρθια πέντε χρόνια. Βέβαια να πάνε στην Α’ θέση που θα είχε και η Άννα μια πολυθρόνα, να γίνεται κάτι σαν κρεβάτι, να την βγάζει τη νύχτα, το ποσό θα ήταν υπέρογκο τόσες μέρες, χωρίς κιόλας να γίνεται τίποτα εν αναμονή του Μεσσία και γι’ αυτό προτίμησε τη Γ’. Για την Β’ ούτε λόγος, εφ’ όσον οικονομικά πάλι δεν συνέφερε και η μόνη διαφορά της από τη Γ’, ήταν ο αριθμός των κρεβατιών στον θάλαμο. Ίσως βέβαια στην Γ’ θέση υπήρχαν πολλοί λαϊκοί άνθρωποι – καμιά φορά όμως είναι καλοί κι αυτοί – αλλά τι πειράζει; Το βασικό είναι πως την εγχείρηση θα την κάνει ο Γαρζώνης, ο πιο καλοπληρωμένος γιατρός. Έπειτα είχε βρει τον τρόπο της να προσέχει την εμφάνισή της και να μην είναι καθόλου ατημέλητη, παρ’ όλο που όλη την ημέρα ξημεροβραδιαζότανε στο νοσοκομείο. Κάθε πρωί, πρωί-πρωί, πριν οι γιατροί αρχίσουν τις επισκέψεις στους αρρώστους – χωνόταν  στην τουαλέτα, έξανε το μαλλί της, που είχε πέσει μπροστά το βράδυ, έτσι όπως έγερνε το νυσταγμένο κεφάλι της στο κρεβάτι του Διονύση, άλλαζε τσιτάκι – είχε φέρει άλλα δύο πιο πρόχειρα εκτός από κείνο που ταξίδεψε και θα το ‘βαζε και την ημέρα της εγχείρησης – πλενόταν, με κάποιες ενοχές σήκωνε το χέρι της στον αέρα να ψεκάσει την μασχάλη της με κάποιο αποσμητικό, και στην τρίχα ξαναγύριζε πάλι στο πόστο της, πανέτοιμη και ωραία προς γενικήν έκπληξη των υπολοίπων ατημέλητων μέσα στο θάλαμο, να προσφέρει τις στοργικές υπηρεσίες στον άρχοντα της ζωής της. Μία από τις πρώτες δουλειές της ήταν να τον φρεσκάρει. Να τον πάει στην τουαλέτα μόνη της δεν τα κατάφερνε, τέτοιον όγκο να τον κρατήσει όρθιο αποκλείεται. Στο κρεβάτι ξαπλωμένο πάνω της ήταν άλλο. Λοιπόν τον δρόσιζε με μια βρεγμένη πετσέτα παντού. Του ‘στρωνε τα σεντόνια από κάτω προσεκτικά. Έβγαζε το αποσμητικό και επιδεικτικά αυτή τη φορά προς τους άλλους για το νεωτερισμό, παρφουμάριζε τις μασχάλες του. Τον σκέπαζε σχολαστικά και ράντιζε με κολόνια λεμόνι όλο το κρεβάτι του, με μια κίνηση οικεία, που την είχε ξεχάσει με τα χρόνια και που αν τη θυμόταν, θα ΄μενε ξερή επί τόπου απ’ τον τρόμο: το μύρωμα του επιταφίου.  Πρόβλημα είχε μόνο όταν ο Διονύσης αρκετά τακτικά, ζητούσε να ουρήσει. Την άλλη αφόδευση την αναλάμβαναν οι νοσοκόμοι, όπως άλλωστε και σ’ όλους τους αρρώστους αφού εκκενώνανε το θάλαμο. Πολύ σύντομα όμως όλη αυτήν την διαδικασία την είχε κάνει ένα σωστό κομψοτέχνημα. Έπαιρνε την πάπια, την πέρναγε διακριτικά  κάτω από τα σεντόνια, ενώ την κράταγε ξεκούμπωνε το κουμπί της πυτζάμας με τα δυο δάχτυλα, τα βύθιζε στην μπροστινή σκοτεινή τρύπα του λουλουδάτου σώβρακου, ψαχούλευε λίγο, το ‘βρισκε, το ‘πιανε μαλακά, το οδηγούσε στο στόμιο της πάπιας, να μην πέσει ούτε σταγόνα έξω και όλα αυτά με το ένα χέρι, γιατί με το άλλο έφτιαχνε κάποιο τσουλούφι  στα μαλλιά της κοιτάζοντας σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Αν πρόσεχε κανείς σε τέτοιες στιγμές τα μάτια της θα διέκρινε στο βάθος μια απορία μα και μια θλίψη μαζί, που ούτε η ίδια αν την ρωτούσαν δεν θα ‘ξερε γιατί τις αισθανόταν. Εκείνο πάντως που κατάλαβε από τις πρώτες κιόλας μέρες στο νοσοκομείο είναι πως ο χρόνος μπορεί σίγουρα να κλείσει παλιές πληγές. Κάθε απόγευμα ερχόταν ο κουνιάδος της να δει τον αδελφό του κι έτσι κι οι δυο μαζί κάνανε στράτα τον κυρ-Διονύση μέχρι το παράθυρο, να πάρει λίγο αέρα μα και να κουνηθεί λίγο, μια κι έτσι έπρεπε αφού οι γιατροί το συμβούλεψαν. Έπειτα απ’ το ’48 έχουν περάσει και τόσα χρόνια ποιος, ποιος τα θυμάται πια αυτά; Μάλιστα του ‘λεγε να της ψωνίζει και μερικά πράγματα, χαρτοπετσέτες, κανένα κουλουράκι, τίποτα κονσέρβες, φρούτα, να τρώει κι αυτή, γιατί τις πρώτες μέρες η κακομοίρα έβαζε στο στόμα της ό,τι δεν χώραγε άλλο του Διονύση και τις κομπόστες που δεν ήθελε να τις δει στα μάτια του.  Βέβαια φρόντιζε όταν μάσαγε να μην τη βλέπει κανείς ή ύψωνε τη φωνή της: «Διονύση μου γιατί δεν τρως την κομπόστα σου, αφού σου την φέρνουν, πρέπει να την φας».  Πάντως να κατεβεί να κάνει ψώνια κάτω και να τον αφήσει μόνο, απλά δεν το ‘χε σκεφτεί ποτέ. Ο κουνιάδος ανελλιπώς κάθε μέρα της τα ‘φερνε όλα και κάτι παραπάνω, κανά γλυκό ή σπανακόπιτα, καμιά φορά φαΐ από το σπίτι του, τι πάει να πει κουμμουνιστής κι αυτός σαν τους άλλους ανθρώπους είναι. Άντε με το καλό να έρθει ο Γαρζώνης, να κάνει την εγχείρηση, να γυρίσουν στην Κέρκυρα και να τα ξεχάσουν όλα αυτά.
   Την ημέρα που κατέφθασε επιτέλους ο Γαρζώνης από το εξωτερικό, στο θάλαμο φέραν ένα νέο παιδί με μούσια κάτω από τριάντα, που είχε χτυπήσει το κεφάλι του σε δυστύχημα με μηχανάκι.  Ποιος ξέρει τι αλητεία ήταν. Καλά τα παθαίνουνε. Όμως είναι να το λυπάσαι, τόσο νέο παιδί και κάνει σαν τρελό, σαν ζώο κι όχι τίποτα άλλο τον βάλανε και δίπλα στο Διονύση. Οι φίλοι του κάτι μουσάτοι κι αυτοί και δυο κοπέλες, τι κοπέλες τώρα γύρω στα σαράντα, τα είχανε κυριολεκτικά χαμένα. Μα καλά, μάνα δεν έχει, πατέρα, ξέρω γω, τίποτα; Εκείνος ο μεγαλύτερος που έδειχνε να κανονίζει τα τυπικά, που της φαινόταν γνωστός και σαν φάτσα κι αυτός νέος ήταν για πατέρας του, άντε σαραπέντε, αποκλείεται. Μα κάπου τον ήξερε αυτόν. Βρε στην τηλεόραση. Πώς δεν της πέρασε από το μυαλό; Έτσι εξηγείται. Αρτίστες είναι. Εμ, γι’ αυτό ούτε πατέρας ούτε μάνα. Αυτοί παιδί μου είναι άλλοι άνθρωποι. Και άθελά της στο πρόσωπό της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο θαυμασμού. Η κατάσταση του χτυπημένου νεαρού ήταν πολύ άσχημη. Όλος ο θάλαμος αναστατώθηκε. Το ενδιαφέρον όλων μετατοπίστηκε προς τον νεοφερμένο. Οι λαϊκές γυναικούλες μαζεύτηκαν γύρω από το κρεβάτι του, να μάθουν πώς έγινε το κακό. Χριστέ μου περιέργεια που σού την έχουν! Δεν ντρέπονται καθόλου. Η κυρία Άννα έμεινε στη θέση της ρίχνοντας πού και πού καμιά ματιά μόνο. Κάπως ένιωθε μόνη της. Θα ήθελε κι αυτή να δείξει ενδιαφέρον αλλά με κανέναν τρόπο να μοιάσει με τις άλλες. Και η ευκαιρία ήρθε. Ο νεαρός από την αγωνία γινόταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Τότε σηκώθηκε και βγάζοντας ένα μεγάλο αριθμό κίτρινα χαρτομάντιλα με μυρωδιά, άπλωσε το χέρι της σ’ έναν από τους μουσάτους. Αυτός τα πήρε, ψιθύρισε ευχαριστώ και άρχισε να σκουπίζει τον άρρωστο. Αδελφός του θα είναι. Τέτοια τρυφερότητα μόνο πατέρας προς το γιο του θα είχε. Ο κυρ-Διονύσης όλη αυτήν την ώρα προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε κι όλο ρωτούσε: «Άννα τι γίνεται;», «Τίποτα Νιόνιο μου, ο νεαρός έχει χτυπήσει, τίποτα, ηρέμησε». Και του χάιδευε το χέρι ή του διόρθωνε τα μαλλιά. Κάποτε τα πράγματα ηρέμησαν, δηλαδή δεν ηρέμησαν απλώς φύγανε οι περισσότεροι από τους φίλους του νεαρού και έμεινε μόνο ένας – σύμφωνα με τον κανονισμό του νοσοκομείου – να προσπαθεί να το συνεφέρνει από τις συνεχείς έντονες κρίσεις που πάθαινε. Ήταν ανυπόφορο. Ούρλιαζε και φώναζε διάφορα ονόματα προφανώς φίλων του και χούφτιαζε διαρκώς τον αδελφό του σε σημεία που την κυρία Άννα την έκαναν να κοκκινίζει. Μάλιστα κατέβασε όλα τα κουμπιά του πουκάμισού του αρπάζοντας με λύσσα τη ρώγα να βγάλει αίμα. Ταυτόχρονα φώναζε: «Γιαννάκη, Γιαννάκη μου φίλα με, φίλα με» και πρότεινε τα χείλια του. Ο αδελφός του πονώντας άσχημα, απόσπασε με δύναμη το χέρι του αρρώστου από την ρώγα του και έσκυψε να τον φιλήσει. Όταν σήκωσε το κεφάλι του, από το στόμα  του έτρεχε αίμα που το σκούπισε γρήγορα με ένα χαρτομάντιλο. Η κυρία Άννα δεν άντεξε.
-         Πρώτη φορά βλέπω αδέλφια ν’ αγαπιούνται τόσο πολύ.
-         Δεν είναι αδελφός μου, φίλος μου είναι.
   Η κυρία Άννα πήρε την κολόνια και άρχισε να ραντίζει νευρικά τον Διονύση. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Σκέφτηκε πως την άλλη μέρα θ’ άρχιζαν οι εξετάσεις, να οριστεί επιτέλους η εγχείρηση, να τελειώνουν, να γυρίσουν σπιτάκι τους, να ξεχάσουν αυτόν τον κακό εφιάλτη.
   Πραγματικά την άλλη μέρα οι εξετάσεις άρχισαν και μάλιστα και του νεαρού διπλανού μαζί, κάτι σαν μια κοινή μοίρα να έδενε τους δυο αρρώστους. Το πρωί ήρθε ν’ αλλάξει τον Γιάννη ένας άλλος με μουστάκι κι ο Νίκος – έτσι λέγανε το άρρωστο παλληκάρι – άρχισε και μ’ αυτόν τα ίδια, φιλιά δηλαδή, δαγκάματα, χουφτιάσματα. Αυτή την φορά η Άννα δεν ρώτησε αν ήταν αδελφός του, άλλωστε μ’ αυτόν δεν έμοιαζε και καθόλου. Αγάπη  όμως κι αυτά τα παιδιά. Και γύρισε να δει τα πόδια της. Ύστερα από δώδεκα μέρες αισθάνθηκε έναν πόνο. Δεν τα αναγνώρισε. Είχαν πρηστεί απ’ την ορθοστασία, όλο στην καρέκλα ποτέ ξάπλα είχαν γίνει τούμπανο. Ποιος θα καθόταν όμως ένα βράδυ στη θέση της να οριζοντιωθεί κι αυτή λίγο; Τι έλεγε; Και να βρισκόταν κάποιος θα καθόταν κι αυτή. Πώς ήταν δυνατόν ν’ αφήσει τον Διονύση και μάλιστα τώρα που τις τελευταίες μέρες είχε γίνει όλο και πιο νευρικός. Στην αρχή κάθε της περιποίηση την δεχόταν χωρίς λέξη, τώρα όλο γκρίνιαζε. Να, πήγε να του βάλει κάποια στιγμή αποσμητικό κι αυτός είπε: «Άννα με ζεμάτισες αγάπη μου». Άκου ζεμάτισες! Πού την βρήκε αυτήν τη λέξη; Λες κι ήταν η πρώτη φορά που του ‘βαζε. Τι θα σκεφτεί δίπλα ο φίλος του Νίκου; Ήρθαν κι αυτοί. Καλά ήτανε πριν. Κάπου αισθανότανε κυρία του εαυτού της με τους άλλους. Αν κάτι συνέβαινε, όλοι τρέχανε να ζητήσουν τα φώτα της, απλοϊκοί άνθρωποι. Τώρα θα πρέπει να προσέχει τι λέει, πώς το λέει, τι θα ξεφουρνίσει ο Διονύσης, μπελάς, βέβαια τι φταίνε κι αυτά τα παιδιά συμπαθέστατα είναι, μόνο με τόσα και τόσα αισθανότανε κάτι σαν εκνευρισμό, κάτι να την πνίγει, καινούργια έγνοια που μαζί με τις άλλες την απασχολούσε επιπλέον κι αυτή. Στην εμφάνισή της δεν είχε αλλάξει τίποτα – την φρόντιζε απ’ την πρώτη μέρα – τη συμπεριφορά της κυρίως και το τι έλεγε μόνο άρχισε να προσέχει.
-         Τι  θα φτιάξει η Άννα του Διονύση της; Τι θα φτιάξει; Μια μακαρονάδα μπολονέζα θα του φτιάξει, μόλις γυρίσουμε στην Κέρκυρα. Ξέρετε, του αρέσει πολύ. Την κομπόστα αντίθετα δεν θέλει να τη δει στα μάτια του. Τις απεχθάνεται. Δεν σας την προσφέρω, ξέρω πως θα σας αηδιάζουν και σας.
-         Φέρτε την, μ’ αρέσουν.
   Δεν είναι κακό παιδί ούτε κι αυτό. Γιατί να κρατάει κανείς τους τύπους; Απλά πράγματα. Η αλήθεια είναι βέβαια πως το παρακάνουν. Και αυτός και ο άλλος που έρχεται το βράδυ, θα μπορούσαν να παίρνουν μεγαλύτερες προφυλάξεις, όταν πρόκειται να βάλουν τον φίλο να ουρήσει. Υπάρχουν και γυναίκες στο θάλαμο. Αυτοί όμως έτσι έχουν συνηθίσει. Εδώ και στο επισκεπτήριο χθες και ενώ γύρω του υπήρχαν κοπέλες, το ίδιο έγινε, μπροστά τους. Και νάταν μόνο αυτό! Το χέρι του το ‘χωσε κάτω από τη φούστα μιανής κι εκείνη έκανε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Αρραβωνιαστικιά του θα ήτανε σίγουρα. Και στην αδελφή του το ‘κανε. Αυτηνής έπιασε το στήθος. Βέβαια είχε ακούσει πως οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις – έτσι το ‘πε ο γιατρός που επισκέφθηκε το Νίκο ένα πρωί – δημιουργούν επιθετικότητα κι απελευθερώνουν σεξουαλικά και γι’ αυτό ο νεαρός δάγκωνε και χούφτιαζε τόσο πολύ, σκέψου ν’ άρχιζε κι ο Διονύσης να έκανε τα ίδια, θα της έστριβε, άντρες είναι αυτοί, άμα τους πιάσει η λύσσα δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. Σαν αστραπή απ’ το μυαλό της πέρασαν εικόνες που φώτισαν το πρόσωπό της μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. Δεν είχε κανένα παράπονο απ’ τον Διονύση. Ακόμα τώρα, μέχρι πριν το επεισόδιο και σ’ αυτήν την ηλικία, δεν θα ‘λεγε πως ήταν και ιδιαίτερα φρόνιμος τα βράδια, μάλλον αρκετά τολμηρός ήτανε. Αχ, βρε Διονύση τι μας βρήκε, η κακιά ώρα είναι που λένε. Όχι, μη, δόξα τω Θεώ να πούμε, υπάρχουν και χειρότερα. Και βάλθηκε να τον χαϊδεύει τρυφερά στο κεφάλι. Είχε σκοτεινιάσει και στο θάλαμο δεν ακουγόταν παρά τα φιλιά που έδινε ο Νίκος στο δεξί του χέρι – το αριστερό από το χτύπημα ήταν παράλυτο – και η εφημερίδα που κουνούσε πάνω απ’ το κεφάλι του να του κάνει αέρα ο φίλος του. Αισθάνθηκε τα δάχτυλα του Διονύση να της σφίγγουν το μπράτσο. Η βαθιά φωνή του τράνταξε το θάλαμο.
-         Ξάπλωσε δίπλα μου Άννα, ξάπλωσε δίπλα μου.
-         Σώπα Νιόνιο μου, κοιμούνται οι άλλοι.
-         Έλα, Άννα, δεν ακούς τι σου λέω;
-         Σώπα Νιόνιο μου, σώπα.
-         Άννα κάνε μου αυτό που μού ‘κανες στην Κέρκυρα.
-         Διονύση για όνομα του Θεού, σώπα, άρρωστοι άνθρωποι υπάρχουν γύρω, θα ξυπνήσουν.
-         Άννα, στο στόμα σου, πάρτο στο στοματάκι σου, ξέρεις εσύ.
Οι τελευταίες λέξεις πνίγηκαν κάτω απ΄την ιδρωμένη παλάμη της. Η άλλη έκλεινε το δικό της στόμα να συγκρατήσει ένα λυγμό που ξεκινώντας έναν λυγμό που ξεκινώντας απρόσμενα απ’ το στομάχι της, προσπάθησε βίαια να βρει διέξοδο ανάμεσα απ΄τη μασέλα της που κροτάλιζε ανελέητα. Στα μάτια της δεν πρόλαβε να έχει κανένα έλεγχο. Άνοιξαν και έτρεχαν ασταμάτητα. Έβγαλε την παλάμη της απ’ το στόμα και προσπάθησε να κόψει τη ροή τους. Το μόνο που κατάφερε ήταν να μουτζουρώσει και τα μάγουλά της με κραγιόν απ’ τα χείλια της, να δείχνουν με τη μπογιά πιο έντονη την ντροπή της, σαν τραγικός κλόουν, θλιβερή αρτίστα σ’ ένα μελοδραματικό έργο της σειράς. Μοναξιά. Στη ζωή της ολόκληρη δεν το είχε ζήσει ποτέ. Καλύτερα να την έβλεπαν ολόγυμνη. Ο Διονύσης είναι πολύ άρρωστος. Λες να μη γίνει ποτέ καλά; Σαν να μην καταλαβαίνει τίποτα. Θεέ μου. Όχι, κακό όνειρο είναι. Και νιώθει όπως κάθεται στην καρέκλα, τα τουμπανιασμένα πόδια της να κόβονται, να λιγοθυμά. Γέρνει σιγά-σιγά το κεφάλι της μπροστά στα σεντόνια και σβήνει. Όταν συνήλθε και σήκωσε το κεφάλι της, το χέρι του Διονύση γλίστρησε από το μπούστο της κι έπεσε στο κρεβάτι. Την ώρα που είχε χαμένες τις αισθήσεις της, το είχε βυθίσει στους μαστούς της κι αποκοιμήθηκε. Αυτή τη φορά δεν ταράχτηκε καθόλου. Χίλιες φορές να πέθαινε να μην έβλεπε το Διονύση σ’ αυτά τα χάλια. Να πέθαινε πρώτη.
   Το ίδιο πρωινό, πρώτα θα γινόταν η εγχείρηση του Διονύση κι αμέσως μετά του Νίκου. Πέρασε πάνω της το φόρεμα, με κείνο που ‘χε ταξιδέψει, πήρε την τσάντα της κι έμπηξε τα τσόκαρα με το ψηλό τακούνι στις πρησμένες σάρκες των ποδιών της, που ξεχύνονταν έτσι κι αλλιώς απ’ έξω σαν φουσκωμένο ζυμάρι. Μετά από είκοσι μέρες ήταν η πρώτη φορά που κατέβαινε απ’ το θάλαμο. Παρ’ όλη την τεταμένη ατμόσφαιρα από την αγωνία των συγγενών στην αίθουσα αναμονής των χειρουργείων, η έκφρασή της είχε κάποια αισιοδοξία που γεννιόταν από το αίσθημα πως σύντομα τα βάσανά της τελείωναν. Είχε έρθει και ο κουνιάδος της. Μάλιστα έδωσε  αίμα. Θυμήθηκε το αστείο του και χαμογέλασε. «Δεν ξέρω τι θα γίνει τώρα με το Διονύση, που στις φλέβες του θα τρέχει αίμα κομμουνιστικό» της είχε πει. Κάποια στιγμή, μετά από ώρα, έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, όπως καθόταν δίπλα της αμίλητος και του ψιθύρισε: «Το πολύ-πολύ κουμμουνιστής σαν και σένα».
   Το αναισθητικό κράταγε ώρα. Κόντευε το απόγευμα να τελειώσει, σουρούπωνε κι ακόμα οι εγχειρισμένοι με γάζες άσπρες στα κεφάλια σαν μούμιες από γύψο, δεν έλεγαν να συνέλθουν. Πρώτος άνοιξε τα μάτια του ο Νίκος. Άρθρωσε τις πρώτες κουβέντες του, σιγά-σιγά άρχισε και τα δαγκώματα και τα φιλιά. Ο Διονύσης έμεινε ακίνητος. Η κυρία Άννα καταλάβαινε πως ο νεαρός σαν πιο γερή κράση, ξύπνησε πιο πρώτος. Εκείνο που την ανησυχούσε ήταν ο δεύτερος ορός που είχαν βάλει στο Διονύση, καθώς ένα εφιαλτικό σωληνάκι μπηγμένο καλά μέσα στο ρουθούνι του που γέμιζε μια σακουλίτσα, δίπλα στην άλλη του καθετήρα για τα ούρα, μ’ ένα υγρό που είχε κόκκινο χρώμα. Δεν μπορεί να ήταν άλλο από αίμα. Μα γιατί ο Διονύσης αιμορραγεί, ενώ ο άλλος καθόλου, γιατί; Αφού της είπαν πως η εγχείρηση πέτυχε. Αυτό είναι: κάθε άρρωστος αντιδρά διαφορετικά. Ας μην το σκέφτεται. Είχε σκοτεινιάσει αρκετά πια, κόντευε μεσάνυχτα, όταν τα δάχτυλά του άρχισαν να κουνιούνται μαζί μ’ ένα παρατεταμένο μμμμ από το λαρύγγι του. Σε λίγο κούνησε ολόκληρο το χέρι του. Τα μάτια του δεν τα ‘νοιξε.
-         Ξύπνα Διονύση μου, ξύπνα. Πώς είσαι αγάπη μου, έλα Διονύση μου. Η Άννα σου είναι. Εδώ είμαι κοντά σου. Άνοιξε τα μάτια σου Νιόνιο μου να δεις το Νίκο. Τα ‘νοιξε ο Νίκος Νιόνιο μου, τα ‘νοιξε.
   Σήκωσε το χέρι της και προσπάθησε να ανεβάσει κατά πάνω τη βλεφαρίδα του. Η γαλάζια κόρη θα είχε κρυφτεί ψηλά, να παρουσιαστεί ένας άσπρος βολβός, κρύος, γυάλινος. Τραβώντας το χέρι της το δέρμα έκλεισε απότομα ερμητικά, λες να εξαφανίσει το αποτρόπαιο θέαμα. Κάτι σαν δυνατός λόξυγκας τίναξε το κεφάλι του Διονύση προς τα πάνω, να πεταχτεί απ’ το στόμα του εμετός από αίμα. Με την κίνηση βγήκε και το σωληνάκι απ’ τη μύτη του, τα σεντόνια να γίνουν κόκκινα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.
-         Παναγιά μου, Νιόνιο μου, αγόρι μου. Βοήθεια.
-         Μην τρομάζετε, δεν είναι τίποτα.
-         Τι δεν είναι τίποτα Γιάννη μου. Δεν μπορώ να τον βλέπω. Πεθαίνει. Πεθαίνει Παναγία μου, Διονύση μου. Φωνάχτε βοήθεια. Τις νοσοκόμες. Διονύση μου.
   Το τελευταίο «μου» ήταν τόσο παρατεταμένο, νόμιζε κανείς πως σφάζαν βόδι. Άλλωστε βλέποντας και τόσο αίμα, δεν θα ‘χε καμιά αμφιβολία. Ήρθαν οι νοσοκόμες, άλλαξαν σεντόνια, τον πλύναν πρόχειρα και το σωληνάκι στο ρουθούνι δεν το ξανάβαλαν. Από κείνη τη στιγμή ο Διονύσης άρχισε να γίνεται πιο ζωηρός. Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια, κάθε τρεις και λίγο, σήκωνε το χέρι του και προσπαθούσε να τραβήξει τις γάζες απ’ το κεφάλι του. Αυτήν την κίνηση ο Νίκος την είχε αρχίσει από πολύ νωρίς, όμως ο φίλος του, δυνατό παιδί, τα κατάφερνε να τον ακινητοποιεί. Η κυρία Άννα για να τα καταφέρει και αυτή, έγειρε μπροστά και με το θώρακά της έφερνε αντίσταση. Το άλλο χέρι τού το ‘χαν δέσει από την άλλη μεριά για να μην σπάσει τις μπηγμένες βελόνες από τους ορούς. Τα μάτια της που θέλανε να κλείσουν απ’ τον ύπνο και την τρομακτική υπερένταση όλης της ημέρας, άρχισαν να απογοητεύονται και να πιστεύουν πως μόνο στον ύπνο τους θα εκπληρωθεί αυτό το όνειρο.
-         Κυρία Άννα γιατί δεν του δένετε το χέρι με κείνη τη γάζα, να τον πάρετε και σεις λίγο;
  Αλήθεια, αν του το ‘δενε θα ησύχαζε κι αυτή λίγο. Δεν πονούσαν μόνο τα πόδια της πια. Όλη. Πώς θα του ‘δενε όμως το χέρι; Αυτό το χέρι που την χάιδευε, το αισθανόταν στους ώμους της και δεν την ένοιαζε τίποτα, το χέρι που άγριο καμιά φορά σηκωνόταν να την κάνει να κλαίει, το χέρι που το φίλαγε όταν μετά τον τελευταίο σπασμό έμενε ακίνητο πάνω στο σώμα της κι όμως στο χέρι της ήταν να το ακινητοποιήσει για πρώτη φορά στη ζωή της, όχι αυτό δεν μπορούσε να το κάνει στον Διονύση της, να τον δέσει σαν σκύλο, σαν ζώο, τον άντρα της, να μη μπορεί να κουνήσει, αυτός ο άντρακλας, να μην μπορεί καν να αντιδράσει, να την σπάσει στο ξύλο, όχι δεν μπορεί να το κάνει, θα το βαστάει και με τα δυο της χέρια, θα το χαϊδεύει και θα το φιλάει, δε θα του το δέσει κι αν ακόμα πρόκειται αυτή να πεθάνει, όμως το χέρι του της ξεφεύγει και κάνοντας μια τροχιά, τραβάει τις γάζες που ξετυλίγονται απότομα σαν στρογγυλοκομμένη φλούδα πορτοκάλι άσπρο στο λαιμό του. Ο χρόνος διαλύθηκε. Τα χέρια της σηκώθηκαν μηχανικά μήπως προλάβαιναν το κακό. Έμειναν μετέωρα. Το τελευταίο μπαμπάκι που κάλυπτε το σημείο της εγχείρησης είχε ξεκολλήσει κι αυτό. Από κάτω έχασκε το σημείο της εγχείρησης. Μια ελλειψοειδής ουλή να τονίζεται περισσότερο από σπάγκους που περίσσευαν, με κόμπους κατακόκκινους από τα διάφορα αντισηπτικά, να νομίζει κανείς, πως αν κάνει την παραμικρή επιπόλαιη κίνηση και λυθεί ένας, θ’ ανοίξει και θα ξεχυθούν τα μυαλά έξω. Πάει να πιάσει μηχανικά τις γάζες, αλλά πώς ν’ αρχίσει; Το μπαμπάκι πρώτα. Πώς να το τοποθετήσει όμως; Αν υποχωρήσει το κόκκαλο; Να πιάσει το κεφάλι από την άλλη. Το κάνει. Η παλάμη της τσιμπιέται από τις ξυρισμένες τρίχες. Ανατριχιάζει. Πού είναι τα πλούσια γκρίζα μαλλιά σου Διονύση; Τι είναι αυτό που βαστάει; Μια άμορφη κόκκινη μάζα που αγκυλώνει μ’ ένα κακοραμμένο μπάλωμα στη μια άκρη. Πού είσαι Διονύση; Όχι αυτό το σιχαμένο πράγμα που βαστάει δεν έχει καμιά σχέση με τον Διονύση. Δεν πειράζει, είναι μόνη της τώρα. Θα την περάσει αυτή τη δοκιμασία ολομόναχη και θα πάει να τον βρει στην Κέρκυρα. Προς το παρόν αρπάζει το ελεύθερο χέρι, το πατάει με το γόνατό της και το δένει στο κρεβάτι. Τις γάζες τις βάλανε στη θέση τους οι νοσοκόμες. Μέχρι το πρωί άκουγε μακριά ένα ζώο να μουγκρίζει, να μην την αφήνει ούτε λεπτό να κλείσει τα μάτια της απ’ το φόνο.
   Το φως του ήλιου δεν άλλαξε τίποτα. Έτρεξε στην τουαλέτα να ρίξει λίγο νερό στην μούρη της και ν’ αλλάξει το ματωμένο τσιτάκι. Για πρώτη φορά μπήκε στων ανδρών που ήταν πολύ πιο κοντά στο διάδρομο. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Γιάννης να κατουρήσει. Ήταν με το μισοφόρι. Δεν τρόμαξε καθόλου. Έκανε σαν να μην τον είδε. Ο Γιάννης γύρισε κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.
   Αφού ντύθηκε επέστρεψε στο θάλαμο. Μια γυναικούλα της είχε δώσει αγιασμό. Μούσκεψε τα δάχτυλά της και ακουμπώντας τα – σχεδιάζοντας το σημείο του σταυρού – στο μέτωπο, στο πηγούνι και στα μάγουλα, τελείως μηχανικά, γύρισε να κάνει το ίδιο και του Νίκου. Την πρόλαβε την τελευταία στιγμή ο Γιάννης έξαλλος με τεντωμένα τα νεύρα κι αυτός απ’ το νυχτέρι.
-         Γαμώ το Χριστό σου, δέκα λεπτά είναι που τον πήρε, πας να τον ξυπνήσεις;
   Σαν να μην άκουσε τη βρισιά, άδειασε όλο το μπουκάλι στο στόμα της. Είχε ξεραθεί το λαρύγγι της. Οι νοσοκόμες ξανάρθαν Όμως έβγαλαν τον καθετήρα από τον Νίκο και τον ορό του. Αυτηνής άλλαξαν μόνο τη σακούλα του καθετήρα που είχε γεμίσει, και τους δύο ορούς που είχαν που είχαν αδειάσει. Μύρισε σκατά. Την πρώτη φορά φώναξε και το θέμα διευθετήθηκε. Τη δεύτερη φορά, αρκετά σύντομα, ντράπηκε να ξαναφωνάξει γιατί γκρίνιαζαν και το ανέλαβε μόνη της. Έβγαλε το σώβρακο και έβαλε χαρτιά από κάτω. Έτσι δε λερώνονταν τα σεντόνια και δεν είχε ανάγκη κανέναν. Πια δεν έπαιρνε καμιά προφύλαξη αν τη βλέπουν ή όχι, μόνο καθάριζε καλά τον κώλο για να μην δημιουργηθούν εκζέματα. Το απόγευμα είχε επισκεπτήριο. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Και στου Νίκου ήρθαν πολλοί. Ο Νίκος αναγνώριζε τους πάντες, συζητούσε μάλιστα και μαζί τους. Αυτοί χαμογελούσανε. Το ζώο ακόμα το άκουγε μακριά ν’ αλυχτάει. Μύρισε πάλι σκατά. Τράβηξε απότομα τα σεντόνια κι άρχισε να ξεσκατώνει. Σαν ψίθυρο άκουσε μια γυναικεία φωνή: «Να πάρουμε το Νίκο από εδώ. Αυτός πεθαίνει δίπλα. Δεν είναι δυνατόν να βλέπει αυτό το θέαμα». Ποιος πεθαίνει; Τι λέει αυτή; Ο Διονύσης της. Για το Διονύση της το λέει. Κι αυτό μπροστά της, αυτή η κρεάτινη μάζα που χέζει και μουγκρίζει είναι ο Διονύσης της. Σηκώνει τα χέρια να κλείσει τα μάτια της. Πασαλείβεται με σκατά.
-         Δεν αντέχω Διονύση μου. Πέθανε Διονύση. Δεν αντέχω άλλο. Καλύτερα να πεθάνεις. Κακό ψόφο να ‘χεις Γαρζώνη. Είκοσι μέρες σε περιμέναμε να μού τον κάνεις έτσι. Πάρτονε Θεέ μου. Πάρτονε.
   Μόλις κατάλαβε τι ξεστόμισε, έβαλε τις φωνές και με δυνατούς λυγμούς, έπεσε πάνω του κι άρχισε να τον χαϊδεύει παντού σαν να ήταν κιόλας νεκρός, ακόμα και στο κεφάλι, να λερώσουν οι γάζες απ’ τα χέρια της και να μυρίζει ο θάλαμος όλος σκατά.
   Από κείνο το επεισόδιο πέρασαν πέντε μέρες. Ο Νίκος σχεδόν είχε συνέλθει τελείως. Θυμόταν τα πάντα. Μόνο την ώρα που έγινε το δυστύχημα δεν θυμόταν. Λίγο θυμόταν και την κρίση της κυρίας Άννας. Ήταν από τις πρώτες εικόνες που συγκράτησε  μετά την εγχείριση. Ίσως έπρεπε να τον μεταφέρουν αλλού. Πολύ καλύτερα. Είχε δίκιο η κοπέλα. Η αναπόφευκτη αυτόματη σύγκριση της ανάρρωσης των δύο εγχειρισμένων ήταν οδυνηρή. Όμως ταυτόχρονα, μόνο οι φίλοι του Νίκου μπορούσαν να ξέρουν πώς ήταν  ο κυρ-Διονύσης πριν την εγχείριση, γιατί όπως ήρθαν εντελώς καινούργια πρόσωπα μέσα στο θάλαμο, η συμπόνια τους για την κυρία Άννα ήταν λίγη, σχεδόν ανύπαρκτη, μια και το φυτό που είχε μπροστά της και φρόντιζε, φαινόταν πως ήταν πια τελειωμένη κατάσταση. Τους ορούς βέβαια τους είχαν βγάλει, καθώς και τον καθετήρα. Όμως τι ωφελούσε; Τώρα πρόσεχε και να μην κατουριέται. Τα μάτια του ήταν τελείως ηλίθια, έβγαζε άναρθρες κραυγές, ποτέ λέξη, και κουνούσε συνεχώς τον δείκτη του, ίδιο μωρό, σαν να θέλει να φοβερίσει τη μάνα του που τον γέννησε. Ο Νίκος εδώ και δυο μέρες είχε κάνει τις βόλτες του στο διάδρομο. Με τη βοήθεια του κουνιάδου της σήμερα το απόγευμα, κουβάλησε κι αυτή τον Διονύση ίσαμε το παράθυρο. Εκείνο που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν τι διάολος μπήκε μέσα τους και έκαναν την εγχείρηση. Πριν, περπάταγε χίλιες φορές καλύτερα. Στο παράθυρο ο Διονύσης έκανε τα ίδια. Αυτή τη φορά ήταν σαν να φοβέριζε ολόκληρη την Αθήνα που απλωνόταν στα πόδια του μαβιά από το χρώμα του ήλιου που έδυε.
-         Τραγούδα ψυχή μου τον Ριγκολέτο. Έλα Νιόνιο μου. Τραγούδα αγόρι μου τον Ριγκολέτο.
   Σαν απόηχος μακριά ακούστηκε το μοτίβο. Ο Νίκος τραγούδαγε μπας και τον παρασύρει. Το αδιόρατο παιχνίδισμα των ματιών του Διονύση, μόνο η Άννα το είδε, καθώς κόλλησε σχεδόν τη μούρη της στο πρόσωπό του να δει την αντίδρασή του.
-         Το κατάλαβε Νίκο μου, το κατάλαβε. Χαμογέλασε ο Νιόνιος μου. Τραγούδα Νίκο, ο Διονύσης θα σ’ ακολουθήσει.
   Όμως ο δείκτης του Νιόνιου κατευθύνθηκε με παιδική περιέργεια μέσα στο μάτι της που γυάλιζε από χαρά.
-         Τι σού φταίω Διονύση μου… Τι σού φταίω Διονύση μου εγώ.
   Έκλαψε και από πόνο. Ο Νίκος συνέχισε να τραγουδάει μπας και καλυτερέψει την κατάσταση: «Άννα τ’ όνομά της το μικρό…» Μάλλον διάλεξε πάλι κακό τραγούδι. Η κυρία Άννα έκλαψε την τελευταία φορά της ζωής της. Τόσο πολύ. Άδειασε. Μια σκέψη μόνο άρχισε να γυροφέρνει στο μυαλό της. Ίσως η τελευταία ελπίδα. Περίμενε να βραδιάσει. Είχαν αποκοιμηθεί όλοι. Πέρασε το χέρι της πάνω στον ώμο της. Τον σήκωσε. Τα κατάφερε και μόνη της. Τον έβγαλε στο διάδρομο. Μπήκαν στους καμπινέδες. Τον στήριξε στον τοίχο. Γονάτισε στα κατουρλιά. Του τον έβγαλε έξω και τον έχωσε στο στόμα της. Είχε ιδρώσει. Ένιωθε τη ζωή να έχει φύγει από καιρό. Σηκώθηκε. Ανέβασε το φουστάνι της. Κατέβασε την κυλόττα της. Κόλλησε σπαρακτικά πάνω του.
-         Γάμησέ με Διονύση μου. Γάμησέ με.
   Κι αυτή τη λέξη την έλεγε πρώτη φορά στη ζωή της.


     

Δεν υπάρχουν σχόλια: