............................................................
Σάκης Τότλης (1946 - 2021)
· Από το αφήγημα του Σάκη Τότλη «Το άγραφο χαρτί»
(εκδ. ΠΟΤΑΜΟΣ, 2010)
…Αχ,
έρωτα!
Έρχονταν οι μανάδες
ολονών και μας μάζευαν με φωνές και αγριάδες. Αλλιώς
πώς να αφήσουμε το παιχνίδι, τις πυγολαμπίδες, τις κούνιες στα δέντρα, τα
κιλίμια απλωμένα στα μυρωδάτα χαμομήλια; Φοβόντουσαν αυτές. Περισσότερα
για τα κορίτσια, γιατί, λέει, τριγύριζε ένας Λοτζάνης εκεί, ένας πρόστυχος, που
έβγαζε το πουλάκι του στα κορίτσια από μακριά. Και είχαμε πολλά κορίτσια σε
κείνους τους μπαξέδες. Μας έλεγαν οι μανάδες μας να του πετάξουμε πέτρες, αν
τον βλέπαμε. Αλλά δεν τον είδαμε ποτέ. Θα ήταν κρυμμένος πάντα, σαν εκείνη τη
Λάμια κι αυτός. Ποιος ξέρει…
Ήμουν κι εγώ εκεί, όμως. Ήμουν πολύ μικρός
ακόμα, εντάξει, αλλά τι να έκανα; Έπρεπε να ανταποκριθώ κάπως στην πρώιμη
ζήτηση. Ένα απόγευμα, μόλις είχε πέσει ο ήλιος, την ώρα που οι πρώτες
πυγολαμπίδες, αναβόσβηναν στα πέρα χωράφια τα σκοτεινά, ένα μεγάλο κορίτσι με
φώναξε κάτω απ’ την κουβέρτα της μες στ’ ανθισμένα χόρτα. Ήταν ζεστά. Σήκωσε το φουστάνι της και
γυμνώθηκε από κάτω. Ήταν όμορφη. Ήταν σγουρή και παράξενα ελκυστική η απόκρυφη
ομορφιά της. Ένα γλυκό μαγνητικό μυστήριο. Με έβαλε να ξαπλώσω πάνω της. Με
γύμνωσε πρώτα και μένα. Εγώ ήμουν μικρός ακόμα, αλλά μου άρεσε πολύ. Μύριζε
συναρπαστικά ο κόρφος της. Οι πόροι της όλοι ανάδιναν μια απίστευτη γλύκα, ένα
αόρατο μεθυστικό σύννεφο. Μείναμε κάμποση ώρα εκεί μόνοι στα χωράφια, κάτω απ’
τις κουβέρτες. Ώσπου ήρθε κάποια φίλη της και χωρίσαμε αναγκαστικά, πολύ γλυκά
ζαλισμένοι και οι δύο.
Την άλλη μέρα με ξαναφώναξε από μακριά, με
προσποιητά αδιάφορη φωνή. Ήταν κι εκείνη η φίλη της μαζί και δίσταζε. Δίσταζα
κι εγώ. Ποιος ξέρει τι θα είχαν πει για μένα οι δυο τους. Με είχε φωνάξει και
κείνη η φίλη της κάτω από την κουβέρτα της κάποια φορά, αλλά δεν είχα πάει. Δε
μου άρεσε. Με φώναζαν και τώρα οι δυο τους ξανά και ξανά. Πρώτα η μία και μετά
η άλλη. Εγώ ήθελα μόνο τη μία. Δεν απαντούσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κάθισα στα
χόρτα διστακτικός παραπέρα, δίπλα στο αυλάκι. Χτυπούσα το ήρεμο νερό αφηρημένος
και αμήχανος με ένα καλάμι. Δεν ήθελα να προσβάλω καμιά τους, αλλά εγώ ήθελα
μόνο τη μία, την όμορφη, δίσταζα. Δεν πήγα τελικά. Δε με ξαναφώναξε κι εκείνη.
Θύμωσε κιόλας κι αισθάνθηκε την ανάγκη να πάρει τις αποστάσεις της από μένα.
Μπορεί να νόμιζε ότι είχα αρνηθεί αυτήν, ενώ εγώ είχα αρνηθεί την άλλη. Δεν το
κατάλαβε αυτό το τόσο απλό; Μπορεί, πάλι, να φοβήθηκε μην είμαι και
μαρτυριάρης. Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να ξέρει;…
-Φύγε! Μου είπε προσποιητά μουτρωμένη από
μακριά. Ο αλήτης! Να κάνει τέτοια πράγματα… Είπε στη φίλη της. Δεν ντρέπεται!
Η άλλη δε μίλησε. Ποιος ξέρει τι θα είχαν
πει μεταξύ τους για μένα. Αλλά δε με πείραξε που ήταν άδικη μαζί μου. Ήμουν μικρός, αλλά δεν μου
ήταν καθόλου δύσκολο να καταλάβω, πως έπρεπε να κρατήσει κάποια προσχήματα
μπροστά στην άλλη. Καταλάβαινα ότι της ήταν απαραίτητο να δείξει πως εγώ
έφταιγα. Δεν μπορούσε να ομολογήσει στη φίλη της ότι με είχε καλέσει αυτή η
ίδια. Δε με πείραξε καθόλου, λοιπόν.
Ο
γλυκός γρίφος
Συχνά τα σκεφτόμουν όλα αυτά και απορούσα.
Γιατί να είναι έτσι άδικα αυτά τα πράγματα και μπερδεμένα; Είναι μια παγίδα που
βάζει μέσα μας η φύση, ένας γλυκός γρίφος που ξυπνάει μέσα κάποια μέρα και τον
κουβαλάμε και τον αγαπάμε και τον παλεύουμε όλοι μπερδεμένοι και κάνουμε
κουτουράδες συχνά. Ακόμα κι οι πιο αθώοι από μας μπορούμε να κάνουμε τόσο κακό
ο ένας στον άλλον…
Ένα καλοκαίρι από κείνα, είχαμε κάνει μια
καλύβα με καλάμια και βρομόχορτα ζαμπούκο. Ήμασταν πολλά παιδιά. Από κείνα τα
περιβόλια περνούσαν πολλοί κατά καιρούς. Μικρά παιδιά και μεγαλύτερα παίζαμε
όλοι στην καλύβα μας, που ήταν φωλιά φοβερή το καλοκαίρι.
Μια μέρα, κάποτε,
έτρεξα να παίξω στην καλύβα, αλλά μέσα ήταν δυο τρία παιδιά, φίλοι και
συνομήλικοί μου όλοι. Μόλις με παίρνουν
χαμπάρι, βγαίνουν ο ένας πίσω από τον άλλον και την κοπανάνε προς τα
πέρα χωρίς να μου πούνε λέξη. Ένας από αυτούς μόνο, φίλος κι αυτός,
γειτονόπουλο, στήνεται μπροστά μου πολύ περήφανος και μου λέει με καυχησιάρικο
χαμόγελο:
-Ε-χέεε! Τι την κάναμε τη Μάγδα…
Α, μέσα θα ήταν και η
ξαδέρφη μου, φαίνεται, αλλά τι τη να την είχαν κάνει άραγε; Δεν καταλάβαινα τι
ακριβώς είχε γίνει. Εντάξει, όπως μου τα είχε πει είχα καταλάβει αμέσως ότι
κάτι είχαν κάνει στην ξαδέρφη μου, για το οποίο ήταν περήφανοι αυτοί, αλλά εγώ
δε θα έπρεπε να είμαι. Ούτε αυτή, μάλλον. Έτσι ακριβώς εισέπραξα τα λόγια του
και κείνο το χαμόγελο το καυχησιάρικο. Όταν με είδε όμως που σκυθρώπιασα
ξαφνικά, άλλαξε ύφος κι αυτός. Με κοίταξε σοβαρός για μια στιγμή, σαν
μετανιωμένος που είχε μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα σε μένα. Γύρισε αμέσως κι
έφυγε σκεφτικός μες στους μπαξέδες. Τράβηξα την κουρελού στο άνοιγμα της πόρτας
κι έριξα μια ματιά μέσα. Βζζζνν, πετούσαν φασαρτζίδικα οι χρυσόμυγες στην πηχτή
σιωπή. Σκόρπιες φωτεινές βούλες εδώ κι εκεί ο ήλιος στο χώμα. Στο βάθος, στη
σκιά, καθισμένη η Μάγδα. Μας άκουγε από μέσα. Αγέλαστη, αμίλητη, με κοίταξε με
ένα πληγωμένο βλέμμα, σαν να περίμενε ότι
θα την κατσάδιαζα ή κάτι… ποιος ξέρει τι. Το βλέμμα της, βλέμμα παγιδευμένου
ζώου, μικρού και άκακου, σαν ελαφάκι, που είχε πέσει στην παγίδα ξαφνικά. Μια
παγίδα που η φύση βάζει μέσα μας κρυφά, για να τραβάνε το σκοινί οι άλλοι από
έξω και να κοκορεύονται ξεδιάντροπα μετά.
Δεν της είπα τίποτα. Τι να της πω; Σηκώθηκα κι έφυγα αμέσως, παίρνοντας μαζί μου για πάντα όλες εκείνες τις πικρές εικόνες. Αυτή είναι από τις ελάχιστες συγκεκριμένες αναμνήσεις που έχω από τη Μάγδα. Τόσο διακριτικός άνθρωπος, που πέρασε όλα εκείνα τα χρόνια αφήνοντας ελάχιστα εντυπώματα στις μνήμες των υπολοίπων. Λίγοι τη θυμούνται για κάτι συγκεκριμένο. Εγώ θυμάμαι εκείνο το βλέμμα της, το παγιδευμένο, το μπερδεμένο και φοβισμένο μαζί. Έτσι κοιτάζει ένα ζωάκι που πιάστηκε στην παγίδα ξαφνικά και περιμένει θλιμμένο και φοβάται τα χειρότερα χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. Έτσι είναι συχνά η ζωή για πολλούς. Παγίδα, που μας πιάνει και μας παιδεύει, κι εμείς δεν ξέρουμε καν τι μας συμβαίνει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου