............................................................
Αντρέας Φραγκιάς (1921-2002)
Αντρέας Φραγκιάς (1921-2002)
·
Αποσπάσματα
από το μυθιστόρημα «Ο Λοιμός» του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002) (εκδ. Κέδρος,
1972, 12η έκδοση 2019)
(σ.19-21)
…Εκείνο
το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι’ έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες.
Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαρειά ζέστη κι άλλοτε
σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές,
καλοθρεμμένες , καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο, πάνω στους τοίχους
και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και
είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν
τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ’ ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα
μούτρα σου και τελείωνες.
Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν
προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι’ ερευνούσαν τους
τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ’ ανακοινωθεί.
Κάθε τι, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι’ έτσι, πάλι, κανείς δεν έδωσε
σημασία. Καινούργια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν’ αναγγελθεί
η απόφαση:
«Μπροστά
στο φοβερό κίνδυνο που διατρέχουμε – για την υγεία, την καλή διαβίωση
και τον πολιτισμό - πρέπει ν’
αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν’ απαλλάξουμε
τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα
αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος
υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για να απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να
παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν
βαρύτατες κυρώσεις.»
Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά για να μην
υπάρχει καμμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του
μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των
άλλων εργασιών.» Κι’ όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».
Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ’ επίσημη
συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και
την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την
αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των
ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις
συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.
Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν
καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την
«ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που
βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας
προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί
άξιοι…»
Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και
ανάταση, λίγο ακόμα και θ’ αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει…
(σ.
71-74)
…Στο
γεφύρι ακούστηκαν σφυρίγματα. Όσοι τροφοδοτούσαν με πέτρα, νερό κι ασβέστη το
μεγάλο, το σπουδαίο, το υπέροχο, το μνημειώδες αυτό έργο υποχρεώθηκαν να
αφήσουν τα υλικά και να περιμένουν. Οι χτίστες έμειναν με το ράμμα και το
μυστρί στο χέρι. Κάτι παράξενο θα συνέβη γιατί άρχισαν να μαζεύονται από
παντού, μαύρισαν από κόσμο οι πλαγιές και η παραλία. Το μεγάφωνο άλλαξε σκοπό.
Ακούστηκε επίσημη και κατανυκτική μουσική, παρακλήσεις ελέους και δοξαστική
μεγαλοσύνη. Ύστερα αντήχησαν κοφτά συγκρατημένα εμβατήρια και άλλα που έκφραζαν
αγωνία, οδύνη και παφλασμό ορμής στην έξαρση κάποιας μάχης. Ακολούθησαν πένθιμα
κι’ αργά κομμάτια, με τη σκοτεινιά και την απελπισία κάποιου τέλους που
πλησιάζει.
Όταν συμπληρώθηκε η συγκέντρωση, κάποιος
ανέβηκε στη σκαλωσιά και εξήγησε με ηρεμία, σα δάσκαλος, την ιστορική και συμβολική
σημασία του μεγάλου έργου. Ο λόγος θα τραβούσε πολύ. Η εισαγωγή για τα τεχνικά
έργα, που χαρακτήρισαν τους αρχαίους πολιτισμούς, ακόμη να τελειώσει.
Τότε, κάποιος, που καθώς φαίνεται είχε
μεγάλες αρμοδιότητες, τράβηξε από το μπράτσο τον ανιαρό δάσκαλο, στάθηκε στη
θέση του και φώναξε:
«Το γεφύρι τούτο στοίχειωσε σαν το γεφύρι
της Άρτας. Κι’ επειδή οι καθυστερήσεις αυτές είναι ανεπίτρεπτες, στις κρίσιμες
περιστάσεις χρειάζονται ριζικές λύσεις. Ο ρυθμός της εργασίας δείχνει
επικίνδυνη ομαδική νοσηρότητα, εξασθένιση του πνεύματος της προόδου, ηθελημένη
και πείσμονα κωλυσιεργία.»
Κάποιος άλλος πρόσταξε:
«Να κατέβουν οι ανίκανοι χτίστες και να
παραταχθούν εκεί!»
Οι χτίστες, τα μαστορόπουλα κι’ οι βοηθοί
άφησαν τα μυστριά και τα αλφάδια.
Αυτός που αποφασίζει γύρισε και φώναξε:
«Έλα τώρα και συ πρωτομάστορα!»
Και τον έδειξε με το δάχτυλο.
«Αυτός είναι ο μέγας υπεύθυνος! Τον παραδίδω
στην κοινή περιφρόνηση.»
Κάποιος καινούργιος παρουσιάστηκε στη
σκαλωσιά. Έδειχνε ότι ήταν κουβαλητής λάσπης. Είπε:
«Πολύ σωστά! Είμαστε υπεύθυνοι, μας αξίζει
κάθε ποινή και δεν έχουμε δικαίωμα σε καμμιά* επιείκεια. Τώρα βλέπουμε ότι ένα
αρνητικό πνεύμα νάρκωνε την εργασία, μας μόλυνε σιγά-σιγά και επιβράδυνε το
ρυθμό μας… Ευχαριστούμε εκείνους που μας βοήθησαν να το καταλάβουμε.
Περιμένουμε τη δίκαιη κρίση…»
Μερικοί επαγγελματίες ζητωκραυγαστές,
παρακολουθητές και κράχτες προσπάθησαν να δημιουργήσουν κάποιο κλίμα
επιδοκιμασίας, αλλά οι φωνές τους πάγωσαν χωρίς συνέχεια. Απλώθηκε ένας θολός
θόρυβος.
Είκοσι χτίστες και διπλάσια μαστορόπουλα
οδηγήθηκαν με τιμητική συνοδεία στη χαράδρα. Πέρασαν μπροστά απ’ όλους και
πήραν το μονοπάτι το γνωστό και το ανηφορικό. Ο πρωτομάστορας δε γύρισε να
κοιτάξει κανέναν, σα να το περίμενε. Κλώτσησε ένα πετραδάκι κι ακολούθησε πίσω
από τους άλλους.
«Εσύ στάσου!» του φώναξε ο αρμόδιος. «Πες
μας γιατί καθυστέρησες το έργο.»
«Το έργο προχωρεί κανονικά», απάντησε ο
πρωτομάστορας.
«Το καθυστερείς σκόπιμα. Να το ομολογήσεις…»
Το στόμα του πρωτομάστορα έμεινε κλειστό και
έτσι η τιμωρία που τον περίμενε ήταν πια αναγκαία και δίκαιη.
Η τελετή έγινε τέλεια, οι παρατάξεις και οι
συνοδείες άψογες, το νόημα πολύ διδακτικό. Ο μέγας υπεύθυνος, ο ελεεινός
πρωτομάστορας κλείστηκε σ’ ένα κλουβί, στον απέναντι λόφο για να τον βλέπουν
όλοι και να φρονηματίζονται. Από την κατάλληλη αυτή θέση θα παρακολουθεί την
πρόοδο του έργου και θα συναισθάνεται τις ευθύνες του. Πλέξανε γύρω του εφτά
βόλτες αγκαθωτό συρματόπλεγμα, σχημάτισαν κι’ άλλα στεφάνια πιο κάτω, για να
μην τον πλησιάζει κανένας και του κόβει τη θέα προς το έργο που δεν ήταν άξιος
να τελειώσει. Και πάλι η μεταχείριση
ήταν επιεικής. Δε χτίστηκε κανένας, όπως ιστορεί η παράδοση. Ο ένοχος
στήθηκε όρθιος στο λόφο να τον ξεραίνει ο ήλιος κι’ ο άνεμος. Του πέταξαν, σα
να τον πετροβολούσαν, ένα κομμάτι ψωμί από μακριά, του ρίξανε κι’ ένα παγούρι
νερό αλλά, αυτός που ανέλαβε, δεν είχε τόση δύναμη και το παγούρι έπεσε ανάμεσα
στα συρματοπλέγματα…
(σ.91 – 92)
…Κι’ αφού ούτε ακούς, ούτε βλέπεις γύρω σου,
άνοιξες το κουτάκι σου να γνωρίσεις αυτό το μικρό ζώο, την πολύτιμη μύγα σου.
Ένας μαύρος κόμπος γεμάτος φυσική ενέργεια κείτεται στη χούφτα σου. Τα διάφανα
φτερά της με τις συμμετρικές διακλαδώσεις των νεύρων τους, έχουν μια υπέροχη
διάταξη. Τα κομψά πόδια της δεν σταματούν ποτέ, οι αρθρώσεις τους κρύβουν
τεράστια δύναμη. Αν είχες και συ γόνατα από ατσάλι… Και
τα μάτια της!... Τώρα είναι νεκρά. Την έπιασε απαλά με το δάχτυλο και την
κοίταξε προσεχτικά. Όλος ο κόσμος σκεπάστηκε απ’ αυτή τη μύγα που γιγαντώθηκε
κι’ έγινε ένα φτερωτό τέρας με εξογκωμένα γυαλιστερά μάτια, σουβλερό ρύγχος,
δαγκάνες, αδηφάγα σαγόνια, κεραίες, θώρακα και σιδερένια πολύσπαστα πόδια. Ένας
πανίσχυρος και τέλειος οργανισμός, με σκοτεινή κι’ ανεξιχνίαστη βούληση
κλεισμένη σ’ αυτό το τριχωτό μέταλλο. Η πρησμένη κοιλιά της από ταιριασμένα
τσέρκια γεννάει χιλιάδες αυγά, οι κεραίες πιάνουν περίεργα μηνύματα, η βουλιμία
οδηγεί το θηρίο παντού. Αυτή η μηχανή έχει κέλυφος, αρμούς, σηματολήπτες,
οφθαλμούς μεγάλους κι’ εποπτικούς, γαστέρα, ρύγχος που τρυπάει. Ένα ρίγος
φρίκης σε διατρέχει μπροστά σ’ αυτό το ζώο με την τερατώδη δύναμη που του δίνει
ο ακατανόητος μηχανισμός του.
Ο ομιλητής μάλλον θ’ άλλαξε, τώρα ακούγεται
μια πιο βαρειά φωνή, άψυχη και ισοπεδωμένη. Σα να διαβάζει νυσταγμένος κάτι που
δεν το καταλαβαίνει.
Μια μύγα! Την κοιτάς, τη γυρίζεις ανάποδα,
την τρίβεις στο δάχτυλό σου. Ο θώρακας είναι σκληρός. Μια άλλη βαθμίδα με
διαφορετική οργάνωση, μια προϊστορία σε κάποιο παρακλάδι της ζωής. Αν βρεθεί
μέσα σε πυκνά σύννεφα από μύγες θα μείνεις σκελετός. Και σ’ έπιασε πάλι τρόμος,
όπως όταν άκουγες παιδί για τους τερμίτες που διαβαίνουν κατά κύματα και
αφήνουν πίσω τους σκελετούς από βουβάλια, αγελάδες, άλογα κι’ ό,τι άλλο ζωντανό
βρεθεί στο δρόμο τους.
Η φωνή του ομιλητή χαμήλωσε ακόμα περισσότερο.
Σα να μουρμουρίζει κάποια προσευχή χιλιάδες φορές, όπως του όρισε για τιμωρία
κάποιος εξομολογητής.
Πέρα, η θάλασσα σκούρηνε, ο ήλιος γέρνει, σ’
όλα απλώνεται μια ερημιά. Δεν ακούγεται πια ούτε ψίθυρος. Κοίταξες πάλι τη μύγα
σου. Γελοίο απόχτημα. Έγειρες την παλάμη, το ζώο κύλησε, έπεσε χάμω και το
πάτησες χωρίς να το ξαναδείς…
(σ.134-138)
…Πάλι ακούστηκαν
αλαλαγμοί. Είναι τα καληνυχτίσματα των ανάξιων παιδιών εμπρός στο απόμερο σπίτι
του λόφου. Έγινε πια έθιμο. Τα πλήθη συρρέουν αυθόρμητα, ζητωκραυγάζουν και,
αφού ευχηθούν, ικετεύουν μεγαλοθυμία και συχώρεση. Πολλοί το ρίχνουν στο
αστείο, τρέχουν περισσότερο για τη φασαρία, ξεσπάνε και ουρλιάζουν για να
τονίσουν την υπερβολή. Είναι κάτι σαν παιχνίδι. Γυρίζουν ξαναμμένοι και βραχνοί
από τις φωνές, αλλά στο βάθος είναι ευχαριστημένοι, γιατί ξέρουν ότι όσο κι αν
φαίνεται αστείο, η προθυμία σ’ αυτή την άσκηση γράφεται στο λογαριασμό σου.
Ένα απόγεμα, αφού ακούστηκαν όλα τα
καθιερωμένα, από αστείο ή υπερβολή, ένας έμεινε γονατιστός στα πέτρινα
σκαλοπάτια και συνέχιζε το θρήνο. Οι άλλοι τέλειωσαν κι’ έφυγαν, αυτός όμως
έκλαιγε με σπαραγμό. Οι φρουροί παραξενεύτηκαν. Θέλησαν μάλιστα να τον διώξουν,
ακόμα και να τον τιμωρήσουν, γιατί τόση υπερβολή έκρυβε ειρωνεία και
γελοιοποίηση. Έκλαιγε στ’ αλήθεια, δερνόταν κι έτσι τα όργανα δίστασαν να τον
χτυπήσουν. Εξ άλλου, το σπίτι ήταν κλειστό, ακατοίκητο, δεν θα τους καταλόγιζαν
ευθύνες. Άσ’ τον να χτυπιέται. Αυτός συνέχισε το κλάμα του, δεν ενοχλήθηκε
διόλου από την παρουσία τους, θρηνούσε γοερά, τα δάκρυα σούρωναν στα μάγουλά
του, τα χείλια του έτρεμαν. Ύστερα, το γύρισε σ’ ένα μονότονο μοιρολόι, σ’ ένα
άσμα πολύ λυπητερό. Δεν ξεχώριζαν τι μπορούσε να λέει ένας τόσο μακρόσυρτος
μονόφωνος σπαραγμός. Κάποιος ζόρικος τον σκούντησε και του είπε ότι παρατράβηξε
πια αυτή η κωμωδία, ότι κανένας δεν τον ακούει, αλλά αυτός του έκανε νόημα να
τον αφήσει ήσυχο, σα να του έλεγε ότι δεν είχε δικαίωμα να μπερδεύεται σε μια
τόσο προσωπική υπόθεση, όπως είναι το πένθος του άλλου. Τα όργανα έμειναν
ζαρωμένα σε μια γωνιά, ίσως γιατί κατάλαβαν ότι είχαν κάποτε κι’ αυτοί την
ανάγκη να κλάψουν. Επειδή ο θρήνος παρατραβούσε, ένα όργανο φώναξε τον επόπτη.
Παρακολούθησε κι’ αυτός αρκετά, ύστερα βαρέθηκε και κάλεσε το γιατρό. Όταν τον
σήκωσαν στα χέρια, αυτός δερνόταν με κλάματα και φώναζε: «Τι άλλο θέλετε από
μένα; Έκανα ό,τι μου ζητήσατε. Τ’ αρνήθηκα όλα· και τη μάνα που με γέννησε…»
Τέτοια περιστατικά δεν συμβαίνουν συχνά. Οι
καληνύχτες συνεχίζονται, στα σοβαρά ή στ’ αστεία αδιάφορο.
Κάποιος γύρισε εξουθενωμένος από το λόφο και
ρώτησε τον γείτονά του:
«Τι άλλο μπορώ να κάνω για ν’ απαλείψω το
στίγμα από πάνω μου;»
«Βέβαια, πρέπει να το σκεφτούμε…» απάντησε
αόριστα ο γείτονας, γιατί σκέφτηκε ότι τούτος εδώ θα είναι βαλτός. Αυτά
λέγονται μόνο από το μεγάφωνο.
«Είναι
τάχα αρκετά όσα έχω κάνει;»
«Μα γιατί ρωτάς εμένα, πού να ξέρω;»
«Μήπως μπορείς να με συμβουλέψεις.»
«Αφού θέλεις να βγάλεις το στίγμα, κάνε ό,τι
νομίζεις…»
«Υπάρχει κανείς που να μη θέλει; Ξέρεις
κανέναν τέτοιον;»
«Δεν ξέρω, αλλά θα υπάρχει… Τι τους θέλεις
αυτούς;»
«Να τους ρωτήσω πώς σκέφτονται. Εμείς οι
στιγματισμένοι…»
Η συνέχεια της κουβέντας έγινε δύσκολη. Ο
γείτονας απαντούσε αόριστα. Ο στιγματισμένος ήθελε να μάθει τη διαδικασία για
ν’ απαλλαγεί το γρηγορώτερο. Κι’ απευθύνθηκε σ’ έναν ειδικό. Τον τελευταίο
καιρό έχουν αυξηθεί τα τραπεζάκια με τους αιτησιογράφους και τους
επιστολογράφους που προσφέρουν κάθε είδους εξυπηρέτηση και διευκόλυνση στον
πληθυσμό. Επειδή πολλοί δεν προφταίνουν κι’ οι περισσότεροι γυρίζουν κατάκοποι
απ’ τις εργασίες τους, η ανάγκη επέβαλε αυτό το επάγγελμα. Οι άνθρωποι αυτοί
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και γλυτώνουν πολλούς από τον κίνδυνο να θεωρηθεί
απροθυμία ή άρνηση μια εκφραστική δυσκολία που μπορεί να έχουν μερικοί. Είναι
να τους θαυμάζεις πόσο γρήγορα τρέχει η πέννα τους στο χαρτί, με πόση ευκολία
γεμίζουν τις κόλλες και πόσο πετυχημένες εκφράσεις βρίσκουν.
«Σε παρακαλώ, μπορείς να μου υποδείξεις τον
τρόπο ν’ απαλείψω γρήγορα και αποτελεσματικά το στίγμα;»
«Κάθησε. Πρέπει πρώτα να εκτιμήσουμε σωστά
το μέγεθος, το βάθος και το είδος του στίγματος. Μερικοί λεκέδες φεύγουν με το
νεράκι, άλλοι ούτε με το νερό, μόνο να τους ξύσεις. Αυτοί οι λεκέδες είναι ένα
ξένο σώμα στην επιφάνεια. Υπάρχουν όμως κι’ άλλοι που θέλουν ειδικές ουσίες κι’
άλλοι που δεν φεύγουν με τίποτα, ακόμα κι αν γδάρεις το πετσί σου.»
«Μπράβο, εσύ τα λες καλά, θέλω να με
συμβουλέψεις…»
«Εγώ θα σου πω μόνο τι χρειάζεται, επειδή
μου το ζήτησες. Άλλοι θα κρίνουν αν άρχισε να εξαλείφεται το στίγμα.»
«Θα νοιώσω μια μεγάλη ανακούφιση τη μέρα που
θα καταλάβουν ότι άρχισε να φεύγει.»
«Πες μου πρώτα, γιατί το θέλεις τόσο πολύ;»
«Κουράστηκα… Το λέω μόνο σε σένα», είπε σιγά
ο στιγματισμένος.
«Δηλαδή, αν κατάλαβα, δεν έχεις μετανοιώσει,
αλλά θέλεις μόνο να βγάλεις το στίγμα επειδή, καθώς λες, κουράστηκες.»
«Ναι, κάπως έτσι.»
«Τότε το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Για πες
μου τα όλα από την αρχή για να σε συμβουλέψω πιο σωστά.»
Ο στιγματισμένος άρχισε να εξιστορεί τα
διάφορα περιστατικά του βίου του. Αυτό όμως χρειάστηκε πολλές ώρες, άρχισε να
χαράζει κι ακόμα να τελειώσουν. Από κουβέντα σε κουβέντα οι ιστορίες
μπλέχτηκαν, έπρεπε να εξηγήσει πάρα πολλά.
«Δεν φανταζόμουν ότι είναι τόσο δύσκολο ν’
απαλείψει κανείς το στίγμα», μουρμούρισε νυσταγμένος αυτός που ζήτησε μια
αποτελεσματική συμβουλή.
«Το δικό σου είναι πολύ βαθύ, θα χρειαστεί
ίσως να γδάρεις το πετσί σου…», τον συμβούλεψε ο εξυπηρετικός αιτησιογράφος.
(σ. 139-140)
Οι
πέτρες γίναν πάλι ασήκωτες κι’ ο δρόμος ατέλειωτος από νταμάρι ως τους
υπέροχους κρεμαστούς κήπους. Κουβάλησαν καινούργια φυτά. Αυτοί που τα φέρανε
μοιάζανε μ’ ένα κήπο που περπατούσε. Είπαν πως είναι δέντρα ειδικά, απ’ αυτά
που αντέχουν στην έρημο, σπάνια είδη από
ξωτικές χώρες, γιατί πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε οι κήποι. Τα τελειωμένα
παρτέρια είναι γεμάτα φρέσκο χώμα, το φέραν κι αυτό απ’ αλλού. Φέραν ειδικούς
θάμνους, λιπάσματα, σπόρους που βλασταίνουν στα βράχια, μήπως και τούτη η γη
δεχτεί κάποια φύτρα.
Μια άλλη ομάδα έφερε νερό με βαρέλια για να
ποτιστούν τα καινούργια παράξενα φυτά. Η ομάδα που παράλαβε τα βαρέλια δε
μπόρεσε να πιει ούτε μια γουλιά. Μερικοί
αποπειράθηκαν να βρέξουν το χέρι τους για να χαρούν τη δροσιά του. Όλο το νερό
χύθηκε λαγαρό και δροσερό, στο χώμα, στα καινούργια περίεργα φυτά. Και, για να
μη νομίσει κανείς ότι η διοίκηση απογοητεύτηκε, σ’ ένα πλάτωμα χτίσανε
παγκάκια· και φαρδύ υπόστεγο για τις περικοκλάδες. Εδώ θα πλεχτούν κάποτε
λουλούδια, που θα προσφέρουν τον ίσκιο και την ερημική γαλήνη τους σε όποιον θα
έρχεται να ξαποστάσει και να συλλογιστεί. Ένας πλατύς δρόμος ενώνει τους κήπους
με την πολιτεία.
Όλα σταμάτησαν μονομιάς, κάτι παράξενο
έγινε. Ένας κατρακύλησε από ψηλά μαζί με την πέτρα του. Το μονοπάτι ήταν στενό.
Τον έριξε ο ήλιος, ίσως και το δροσερό νερό που έτρεχε σπάταλα στα καινούργια
φυτά. Μπορεί να είχε ξεχαστεί ζαλισμένος και παραπάτησε.
Μια άλλη σειρά που κυλούσε στον πάτο της
χαράδρας βρέθηκε μπροστά στον πεσμένο.
«Μην τον αγγίξει κανείς», ούρλιαξε από ψηλά
ο ρυθμιστής, μόλις είδε ότι μερικοί θέλησαν να τον σηκώσουν.
Στάθηκαν όλοι. Πάλι το όργανο φώναξε κι’ η
προσταγή του αντήχησε σ’ όλη τη χαράδρα:
«Θάψτε τον με τις πέτρες!»…
(σ.
209-212)
Ύστερα,
ήρθε η σειρά άλλου. Ένας τετράγωνος άνθρωπος προχώρησε. Κρατούσε μακρύ ραβδί.
Στάθηκε στην κανονική απόσταση, ζύγισε το ραβδί του κι άρχισε να χτυπάει με όλη
του τη δύναμη. Μια, δυο, τρεις, είκοσι… Έσφιξε τα σαγόνια του, σάλιωσε τις
παλάμες του και ξανάρχισε με τα πόδια κάπως ανοιχτά για να στηρίζεται καλύτερα.
Είχε μια ρυθμική κίνηση, δεν έχανε δευτερόλεπτο… Ούτε έβγαζε λέξη. Μπορούσε να
χτυπάει ως το πρωί, ώσπου να σπάσει ο χοντρός κορμός που ήθελε να ρίξει.
Ακουγόταν η αναπνοή του, ένας ρυθμικός αχός από τα βάθη του στήθους του.
«Αρκεί…» τον έκοψε κι αυτόν ο εξεταστής.
«Πώς σου φάνηκε; να προαχθεί;»
Ο άνθρωπος με τον κίτρινο σκούφο σηκώθηκε
πάλι.
«Πες μας τη γνώμη σου γι’ αυτόν», ρώτησε
πάλι ο πρόεδρος.
«Δεν ανήκω στην εξεταστική επιτροπή», απάντησε ο δαρμένος. «Ξυλοκόπος σωστός!...»
«Ναι, αλλά δεν έκοψε το δέντρο.»
«Αφήστε με να συνεχίσω και θα το κόψω…»
πετάχτηκε ο τετράγωνος υλοτόμος.
Τότε ο πρόεδρος γύρισε στον εξεταζόμενο και
έκανε τις παρατηρήσεις του:
«Βάζεις μόνο μυϊκή δύναμη, δεν συμμετέχεις…»
«Τι άλλο να βάλω;»
«Την ψυχή σου. Ορμή και έξαρση για να τον
καταβάλεις.»
Ο ξυλοκόπος φοβήθηκε πως θα απορριφθεί και
άρχισε τις διαμαρτυρίες. «Και τι φταίω γώ αν αυτός…»
Τότε ο πρόεδρος γύρισε πάλι στον χτυπημένο.
«Τι λες τώρα εσύ; Να συνεχίσουμε πάλι μαζί
σου; Δε νομίζεις ότι πρέπει να ξεκαθαρίσεις κι εσύ…»
«Τελείωσαν οι εξετάσεις;»
«Μπορούμε να συνεχίσουμε με άλλους. Υπάρχουν
πολλοί…»
«Μου επιτρέπετε δηλαδή να φύγω;»
«Όχι βεβαίως, αυτό εξαρτάται από σένα. Αφού
το θέλεις, οι εξετάσεις συνεχίζονται.»
Ένα νέο παιδί προχώρησε και στάθηκε απέναντί
του με κρεμασμένα χέρια. Κοίταξε κατάματα τον δαρμένο που στεκόταν στην κολώνα.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν σα να μην είχε βλέμμα ούτε καν μάτια.
«Εμπρός λοιπόν, τι περιμένεις;»
Ο μαθητευόμενος έσφιξε τις γροθιές του, τον
ξανακοίταξε, έκανε ένα βήμα πίσω και στάθηκε. Το μέτωπό του γέμισε κόμπους
ιδρώτα.
«Ώστε διστάζεις;» ακούστηκε η φωνή του
εξεταστή.
«Δε μπορώ», είπε θαρρετά το παιδί.
«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
«Δεν είμαι για τέτοιες δουλειές…» ξανάπε ο
υποψήφιος και πήγε μόνος του στην άκρη.
Δυο όργανα έβαλαν στη μέση τον διστακτικό
που δεν καταλάβαινε την κρισιμότητα της θέσης του.
Ύστερα, είχε σειρά ένας ύπουλος και
χαμογελαστός τύπος με μουστακάκι και λαδωμένη χωρίστρα. Σιδερωμένος,
ατσαλάκωτος και φρέσκος. Τα χείλια του ήταν υγρά και τα μάτια του μικρούτσικα
σα κουμπότρυπες πουκάμισου. Αυτός δεν κρατούσε εργαλεία ούτε έσφιγγε τις
γροθιές του. Πλησίασε με αυτοπεποίθηση για τη μέθοδό του. Άρχισε να γυροφέρνει
τον χτυπημένο και να του μιλάει γλυκά με λόγια γνωστά, παλιά και γνώριμα. Τον
είπε κάνα - δυο φορές «φίλο» και ξαφνικά τούδωσε μια γροθιά στο σαγόνι. Κι’
ύστερα, ενώ του έλεγε «σκέψου το καλά, αγαπητέ μου», του έδωσε μια πιο δυνατή
στο στομάχι. Οι γροθιές αυτές τον πόνεσαν πάρα πολύ κι’ ο κίτρινος σκούφος έβγαλε
για πρώτη φορά ένα βαθύ βογγητό. Και ξανά ο ύπουλος στριφογύρισε σα φυτίλι στην
κολώνα και πάλι είπε τα γλυκά του λόγια σιγανά στ’ αυτί:
«Και πόσο θαρρείς πως θα κρατήσεις; Μια,
δυο, πέντε, στις χίλιες, στις δυο χιλιάδες, κάποτε θα σπάσεις και συ όπως και
τόσοι άλλοι. Και τότε, θα είναι χειρότερα. Μάταια, φίλε μου, επιμένεις. Το
έχασες κι’ αυτή τη φορά το παιχνίδι… Είσαι από κόκκαλα, από νεύρα, γιατί να
σακατευτείς; Θα πεθάνεις εδώ στα κρυφά και κανείς δεν θα πάρει χαμπάρι τη θυσία
σου… Σ’ αρέσει; Μήπως θέλεις να παραστήσεις τον ήρωα; Ένας ηρωισμός στο σκοτάδι
χάνει τη σημασία του. Οι ήρωες έχουν πάντα κάποια δημοσιότητα, αλλιώς είναι
κοινά θύματα… Κανένας δεν τους μέτρησε. Γιατί; Δίνεις μια μάχη με το τίποτα,
στον αέρα… στο σκοτάδι…»
Απ’ έξω έρχονται οι φωνές και ο θρήνος, τα
χτυπήματα και οι τρεχάλες. Ίσως να γεννιούνται στο θολωμένο μυαλό σου, γιατί το
κορμί σου έχει νεκρωθεί, ξύλιασε αναίσθητο σ’ αυτή τη στάση. Ένας ποντικός,
διωγμένος από τη φασαρία του δρόμου, τρύπωσε δω μέσα. Κι άλλος, ένα κοπάδι
ολόκληρο στριφογυρίζει ανάμεσα στα πόδια τους.
Ο χαμογελαστός συνέχισε:
«Μπορείς να τα βάλεις με τη θάλασσα, με τα
βράχια, με τ’ άγρια θηρία; Όλα έχουν ένα όριο αντοχής – γκαπ, μια ξαφνική στο
στομάχι – κι’ είναι αδύνατο να τα βγάλεις πέρα όσο κι αν παριστάνεις τον
αλύγιστο. Κρίμα που φαίνεσαι και ξύπνιος. Τα σκέφτεσαι και τώρα… Είμαστε όλοι
αδύνατοι… πολύ αδύνατοι… νικημένοι από τα πριν. Κι αν αντέξεις απόψε, ξέρεις τι
θα γίνει αύριο, μεθαύριο, σε τρία, σε οχτώ, σε εικοσιπέντε χρόνια; Έτσι, θα έχεις
την πίκρα της αποτυχίας – μια στο καλάμι – και είναι πιο σκληρή, όσο
περισσότερο έχεις υποφέρει. Αξίζει τόση δοκιμασία;»
«Θαυμάσια» φώναξε ο πρόεδρος της επιτροπής…
(σ.
234
- 237)
…Τα ποντίκια καταβρόχθισαν, λοιπόν, τα
δηλητηριασμένα τρόφιμα χωρίς να πάθουν τίποτα. Τοποθετήθηκαν κι’ άλλα δολώματα,
κι αυτά χωρίς αποτέλεσμα. Τα τρωκτικά βολτάρουν, σκούζουν, παίζουν ανενόχλητα.
Το στρατήγημα απέτυχε. Θεωρητικά, όμως, εξοντώθηκαν. Τα μεγάφωνα θριαμβολογούν
για τη νικηφόρο εξόρμηση που απάλλαξε τον τόπο από τη μάστιγα. Και δε μπορεί
κανείς να καγχάσει φανερά. Μια ιλαρότητα τραντάζει τα σωθικά του, καθώς ακούει
τις ατέλειωτες θεωρίες. Πρέπει να τ’ ακούς σοβαρός και αξιοπρεπής, όλο
κατανόηση και βλακεία. Απαγορεύτηκε να γίνεται λόγος για ποντίκια. Δεν υπάρχουν
πια, έστω κι’ αν μπερδεύονται στα πόδια σου. Αφού
λοιπόν τα ποντίκια τριγυρίζουν ελεύθερα, σημαίνει ότι το δηλητήριο – κάσες ολόκληρες
– κυκλοφορεί ανάμεσα στους κατοίκους. Όποιον δαγκάσουν τώρα, χάθηκε. Είναι σα
να σου κάνουν μια ισχυρή ένεση στριχνίνης* και αρσενικού. Κι’ ενώ υπήρχε ένας
τόσο άγρυπνος έλεγχος, βρέθηκαν μερικά ποντίκια πνιγμένα στο ντεπόζιτο του
λαδιού κι’ άλλα θαμμένα στο αλεύρι, τα περιττώματά τους είναι γεμάτα δηλητήριο.
Κι’ όταν άνοιξαν το σκέπασμα της υδαταποθήκης είδαν πολλά να πλέουν
τουμπανιασμένα στην επιφάνεια του νερού. Όπου κι’ αν σταθείς, υπάρχει
δηλητήριο.
Φαίνεται ότι κάτι ετοιμάζουν. Πέρασαν
ολόκληρες νύχτες χωρίς ν’ ακουστεί ούτε ένας θρήνος. Πολλοί κοιμήθηκαν
ναρκωμένοι, σα νεκροί, άλλοι όμως ανησύχησαν μ’ αυτό το κακό σημάδι. Το πρωί
κυκλοφορούν μόνο τα όργανα της τελευταίας εσοδείας. Κι’ είναι όλα τους ζόρικα
και προκλητικά, για να δείξουν ότι η δική τους γενιά έχει τώρα την εξουσία.
Οι μέρες κυλούν. Το μεγάλο γεγονός είναι η
ησυχία. Κυριαρχεί η αίσθηση του δηλητήριου. Τι είναι τάχα, πικρό ή ξινό;
Μερικές καινούργιες εξαφανίσεις σημειώθηκαν
χωρίς σχόλια, η καχυποψία βάραινε κι’ όταν βγήκε πάλι ο λαμπερός ήλιος
κανείς δεν ζεστάθηκε ούτε ίδρωσε όπως πρώτα. Ίσως γιατί ο αέρας δυνάμωσε. Όλα
αρχίζουν και τελειώνουν σε ένα κενό. Η φωνή δε μεταδίδεται, η πέτρα δεν έχει
βάρος.
Έτσι που καταντήσαμε, ο καθένας έγινε κι’
ένα ερωτηματικό. Φυλάγεται απ’ τον διπλανό του κι’ είναι κουμπωμένος. Πολλοί
φόρεσαν τις ζελατίνες στα μάτια τους για να προστατευτούν από τη σκόνη και τα
χαλίκια, περισσότερο όμως για να σκεπαστούν από τη μάσκα της ανωνυμίας. Το ίδιο
έκαναν και τα κρυφά όργανα. Μερικοί απ’ αυτούς βρίζουν φανερά, κοροϊδεύουν
επίτηδες, δείχνουν ασυλλόγιστη τόλμη για να σημειώσουν ποιοι θα ξεθαρρέψουν και
θα τους ακολουθήσουν. Προσπαθείς να είσαι αδιάφορος, μιλάς με μια φωνή ψεύτικη,
έτσι που να μη χωράει καμμιά* παρεξήγηση στην κουβέντα, να μην υπάρχει κανένα
διφορούμενο, ακόμα και για τον πιο κακόπιστο ή για τον πιο στενό σου φίλο.
Μια μεγάλη ομάδα περίμενε να ξεκινήσει ένα
πρωί για την καθημερινή εργασία. Ένας προϊστάμενος τους πληροφόρησε κοφτά:
«Εσείς θα πάτε να
μαζέψετε αγριόγατες στην πίσω μεριά του βουνού. Να τις φέρετε ζωντανές, όσες
περισσότερες μπορείτε. Το κυνήγι αυτό θέλει εξυπνάδα και μέθοδο. Μπορείτε να
χρησιμοποιήσετε και δολώματα.»
Το δηλητήριο αποδείχθηκε, λοιπόν, ανίσχυρο
και ξαναγυρίζουμε στους πανάρχαιους τρόπους…
(σ. 251
- 252)
…Οι επιχειρήσεις
συνεχίστηκαν για τους παλιούς και τους καινούργιους. Και τότε εφαρμόστηκε μια πρωτότυπη
μέθοδος. Κατέβασαν από τα αγκαθωτά κλουβιά τον άνθρωπο που νίκησε τα θηρία και τα
κύματα, φέρανε τον αυτόχειρα που κάποτε σφηνώθηκε με το κεφάλι στα βράχια κι’ αργότερα
φώναξε ότι αρνείται να γίνει δήμιος, τον κυνηγό, κάποιον επιεική και αρκετούς άλλους
από τα διάφορα απομονωτήρια. Ξεδιάλεξαν γρήγορα και μερικούς καινούργιους. Τους
οδήγησαν όλους στην παραλία.
Εκεί φέρανε και τα κασόνια με τις αγριόγατες που
μάζεψαν στο βουνό. Έβαλαν τον καθένα σ’ ένα σακί και ρίξανε μέσα του και μια γάτα.
Δέσανε σφιχτά το σακί με χοντρό σκοινί κι’ άρχισαν να χτυπούν τη γάτα. Ύστερα βούτηξαν
το σακί στη θάλασσα. Το τράβηξαν. Το βουτούσαν και το ξανατραβούσαν πολλές φορές.
Ακούστηκαν πολλά γι’ αυτές τις επιχειρήσεις. Έγιναν
κάπως κρυφά και διαδόθηκαν πολλές εκδοχές. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εκπληκτικοί
εκείνοι άνθρωποι έζησαν.
*Σημ.: Στην αντιγραφή, πλην του πολυτονικού, τηρήθηκε
η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου