Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Πολιτικό νουάρ: 6 συγγραφείς, 6 αστυνομικά διηγήματα (εφημερίδα "Εποχή", 29.12.2019)

.............................................................




Πολιτικό νουάρ: 6 συγγραφείς, 6 αστυνομικά διηγήματα


Έξι από τους πλέον αναγνωρισμένους συγγραφείς ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας δέχθηκαν την πρόκληση να γράψουν, για την «Εποχή», μια ολοκληρωμένη ιστορία, ένα πολιτικό νουάρ μόλις 350 λέξεων. Όχι μόνο δέχθηκαν, αλλά αποδείχθηκαν και ιδιαίτερα αποτελεσματικοί, όπως μπορεί κανείς να διαβάσει αμέσως παρακάτω. Μέσα σε 350 λέξεις κατόρθωσαν να μιλήσουν για το προσφυγικό (Φίλιππος Φιλίππου), για τη διαφθορά (Τεύκρος Μιχαηλίδης), για τον κυνισμό της πολιτικής εξουσίας (Σέργιος Γκάκας), για τις διώξεις της δικτατορίας (Τιτίνα Δανέλλη), για την αυθαιρεσία της Αστυνομίας (Χίλντα Παπαδημητρίου) αλλά και για τον τρόμο της Νι Κα Βε Ντε, της σοβιετικής Μυστικής Αστυνομίας (Ανδρέας Αποστολίδης), σε μια βεντάλια αφηγήσεων, που αποπνέει ελευθερία σκέψης αλλά και θυμό και που συνομιλεί με τους προβληματισμούς της εποχής μας, ακόμα και με την καυτή επικαιρότητα.

Επιμέλεια: Μανώλης Πιμπλής

(εφημερίδα "Εποχή", 29.12.2019)



Αίμα και άμμος
Του Φίλιππου Φιλίππου
Βρισκόμουν στο νησί με τον φίλο μου τον Νώντα, πήγαμε εκεί για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Είχαμε νοικιάσει από ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο κοντά στη θάλασσα, σχεδόν πάνω στην αμμουδιά. Εκατό μέτρα πιο πέρα, ένας ψηλός με μούσι σέρβιρε μαγειρευτά φαγητά σε μια καντίνα. Την καντίνα την φύλαγε ένας μαύρος σκύλος. Στην άμμο υπήρχαν ξύλινες καρέκλες. Όλα πήγαιναν καλά, κάναμε τα μπάνια μας, διαβάζαμε τα βιβλία μας και τρώγαμε στην καντίνα. Δεν είχαμε κανένα παράπονο, μόνο που δεν βρήκαμε συντροφιά. Οι γυναίκες που κολυμπούσαν είτε συνοδεύονταν είτε ήταν αρνητικές στα ερωτικά μας καλέσματα.

«Άλλη φορά δεν ξανάρχομαι εδώ», μου είπε ο Νώντας.
Ένα βράδυ με φεγγάρι, την ώρα που πίναμε τις μπίρες μας στην καντίνα, έφτασε μια βάρκα με μηχανή από την οποία αποβιβάστηκαν στην ακτή δεκάδες μελαμψοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Κάθισαν με τα πράγματά τους στην άμμο, περιμένοντας οδηγίες. Ο διακινητής τους, ένας χοντρός με σορτσάκι, ήρθε στην καντίνα για να φάει, ενώ ο σκύλος τον μύριζε. Κάθισε σε μια καρέκλα, ο καντινιέρης τον εξυπηρέτησε κι εκείνος στράφηκε στο Νώντα:
«Θέλεις γυναίκα;»
«Θέλω».
«Δώσ’ μου είκοσι ευρώ».
Ο Νώντας του έδωσε ένα χαρτονόμισμα, ενώ εγώ εξοργίστηκα. Ο διακινητής φώναξε κάτι σε άγνωστη γλώσσα, πλησίασε μια γυναίκα, της έδειξε τον Νώντα κι εκείνη κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα του. Το κορμί της ανέδυε μυρωδιά από φύκια. Ο Νώντας της έπιασε το χέρι και κινήσανε προς ένα σημείο, πίσω από δέντρα. Το φεγγάρι φώτιζε τα βήματά τους.
Ξαφνικά, ένας από τους μελαμψούς έβγαλε ένα μαχαίρι και επιτέθηκε στον διακινητή, τον μαχαίρωσε στο δεξί χέρι.
«Βοήθεια!» φώναξε εκείνος.
Αίμα έτρεξε πολύ, πλημμυρίζοντας την άμμο.
Ο καντινιέρης σφύριξε κι ο μαύρος σκύλος όρμησε στον μελαμψό μαχαιροβγάλτη και στον διακινητή, τους δάγκωσε στο πόδι. Εκείνοι ούρλιαξαν από τον πόνο, ενώ ο Νώντας γύρισε να δει. Ο καντινιέρης ξανασφύριξε κι ο σκύλος όρμησε στον Νώντα.
«Ουστ, δολοφόνε!» φώναξε εκείνος, καθώς ο σκύλος του τραβούσε το κατεβασμένο παντελόνι.
Την γυναίκα την πήραν τα κλάματα, πλάνταζε, μα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Σε λίγο, κι άλλες βάρκες έφτασαν την ακτή, έντρομοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, τραβούσαν προς την καντίνα. Γύρω η πλάση ήταν θαύμα, το φεγγάρι έλαμπε, στον αέρα αιωρούνταν οι ευωδιές των φαγητών.





Κυρία αναζητεί γάτο στο μπαλκόνι
Της Χίλντας Παπαδημητρίου

Χτύπησε το κουδούνι. Στάθηκε μπρος στο ματάκι, τεντώνοντας το κορμί της. Άκουσε θόρυβο πίσω από την πόρτα, μέτρησε τριάντα δευτερόλεπτα, και χτύπησε ξανά. Πιο επίμονα αυτή τη φορά.
«Ποιος;» είπε μια τραχιά αντρική φωνή.
«Είμαι η ένοικος του 6ου. Μου ανοίγετε, παρακαλώ;»
Η πόρτα άνοιξε με την αλυσίδα. Ο δίμετρος αθλητικός σαραντάρης, με φανελάκι, βερμούδα, πλαστικές παντόφλες κι έναν φραπέ στο χέρι, την κοίταξε καχύποπτα.
«Τι είναι;»
«Μένω στον πάνω όροφο και έχασα τον γάτο μου. Πήδηξε στην τέντα σας και κρύφτηκε ανάμεσα στις γλάστρες. Μάλλον. Μπορώ να μπω να τον ψάξω;»
«Θα τον σβερκώσω και θα σου τον φέρω».
«Αχ μη! Θα τρομάξει αν δει άγνωστο, μπορεί να πέσει στο δρόμο».
«Οι γάτες δεν παθαίνουν τίποτα».


«Πώς δεν παθαίνουν! Θα σπάσει κανένα κόκαλο, κι είναι γέρος ο καημένος. Σαν εμένα. Αφήστε με να μπω. Μόλις μυρίσει τις κροκέτες του, θα ξεμυτίσει».
Ο άντρας στραβομουτσούνιασε αλλά άνοιξε. Η ηλικιωμένη κυρία τράβηξε ίσια για το μπαλκόνι. Εκείνος έριξε μια πετσέτα πάνω στη θήκη με το περίστροφό του και την ακολούθησε.
«Μουτζούρηηηηη! Μουτζουράκοοοο!» Η κυρία έψαχνε ανάμεσα στις γλάστρες. Από τη μισάνοιχτη τσάντα της είχε βγάλει ένα ταπεράκι με κροκέτες. Φτάνοντας στην κόχη που σχημάτιζε το μπαλκόνι με τον ακάλυπτο, αναφώνησε: «Να τος! Έχει κρυφτεί πίσω από τον σωλήνα της κεντρικής αποχέτευσης. Αχ! σκύψτε να τον πιάσετε! Εγώ είμαι κοντή και δεν τον φτάνω».
Εκείνος έσκυψε να δει πού του έδειχνε. Το χέρι της χώθηκε στην τσάντα και βγήκε κρατώντας έναν βαρύ ξύλινο πλάστη.
«Να, να, εκεί! Αν σκύψετε λίγο ακόμα…»
Ο άντρας έγειρε στο παραπέτο. Η ηλικιωμένη τότε τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κρανίου. Και πριν προλάβει να αντιδράσει, τον έσπρωξε με όση δύναμη διέθετε. Όταν άκουσε το κρακ που έκανε το κρανίο του στο τσιμέντο του ακάλυπτου, είπε σαν να συνέχιζε τη συζήτηση.
«Αλλά δεν μένω στον 6ο. Είμαι η γιαγιά της κοπέλας που έπεσε από το μηχανάκι όταν την έκλεισες με το περιπολικό. Κοντά στον Στρέφη. Έξι μήνες τώρα είναι φυτό».
Διέσχισε το διαμέρισμα, συνεχίζοντας το μονόλογο. «Κανείς δεν δίνει σημασία σ’ εμάς τους γέρους. Δεν μας φοβάστε. Αλίμονο σε σας. Να σου πω κι ένα αστείο; Δεν έχω γάτο. Σιχαίνομαι τις γάτες πιο πολύ κι απ’ τους μπάτσους».
Έκλεισε την πόρτα πίσω της μαλακά και πάτησε το κουμπί του ασανσέρ, μουρμουρίζοντας: «Του ακάλυπτου ο πάτος όλο και ζυγώνει…»




Πλοπ πλοπ
Του Σέργιου Γκάκα
Ο οδηγός με παρέλαβε γωνία Κηφισίας και Αλεξάνδρας. Σε μισή ώρα, το μαύρο Άουντι είχε καταβροχθίσει την απόσταση μέχρι την Εκάλη και στάθηκε έξω από την έπαυλη. Ο οδηγός έβγαλε ένα τηλεχειριστήριο από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, πάτησε ένα κουμπί και η σιδερένια πύλη άνοιξε. Διασχίσαμε το ένα στρέμμα του κήπου και φτάσαμε στην πόρτα του πέτρινου μεγαθήριου. Σκοτάδι πίσσα. Κατέβηκε, μου άνοιξε την πόρτα και περιεργάστηκε τα μπούτια μου. «Πάρε το δρομάκι δεξιά, σε περιμένουν στην είσοδο υπηρεσίας. Με την ησυχία σου, θα είμαι εδώ όταν τελειώσεις» γρύλισε και μού ’κλεισε το μάτι. «Κάβλωσες αρχιδάκι;» του ψιθύρισα δείχνοντάς του την Μπερέτα. Πλοπ. Ούτε κιχ δεν έβγαλε. Η χρησιμότητα της σωστής εκπαίδευσης. Χάιδεψα τον σιγαστήρα, έσβησα τη μηχανή, φόρεσα την βενετσιάνικη μάσκα και προχώρησα.
Ένας γιγαντόσωμος μπράβος με στενό γκρι κοστούμι με υποδέχτηκε στην πόρτα υπηρεσίας χαμογελώντας πονηρά. Κι αυτός κάρφωσε το βλέμμα του στα πόδια μου. Φίλησε το γάντι στο αριστερό μου χέρι κι ούτε κατάλαβε ότι το δεξί πάτησε τη σκανδάλη. Το ξυρισμένο του κεφάλι διαλύθηκε.



Μπήκα στο παλάτι. Ο υπουργός με περίμενε στο κέντρο της κουζίνας. Ωραίος άντρας, καλύτερος απ’ ό,τι στις φωτογραφίες. Γυμναστήριο, καλή διατροφή, κρέμες προσώπου, τέλεια οδοντοστοιχία, ακαταμάχητο χαμόγελο. Πρόσεχε τη ζωή του. Μέχρι σήμερα. Η πρώτη σφαίρα τον βρήκε στο αριστερό μάτι. Η επόμενη στο δεξί. Πλοπ. Πλοπ. Σιγουριά. Χρειάζεται σιγουριά και σταθερό χέρι για να εισπράξεις τα εκατό χιλιάρικα από την εταιρεία που τα τελευταία χρόνια ήταν κομμένη από τους στημένους διαγωνισμούς του υπουργείου. Κι ένας υπουργός εξαρτημένος από τις πόρνες. Έβγαλα από την τσάντα μου την προκήρυξη που άρχιζε με την περισπούδαστη φράση: Ο καπιταλισμός θα εξοντωθεί από τις σφαίρες μας και την άφησα πάνω στο πτώμα. Πήγα στο Άουντι, έβαλα μπροστά και σε λίγο ήμουν χαμένη στη βουερή αγκαλιά της Κηφισίας χωρίς να με νοιάζει αν αυτό που είχα κάνει θα επηρέαζε το μέλλον της πατρίδας μου. Γιατί αυτή η πατρίδα πια είναι πολύ μαύρη, ακόμα και για τα γούστα μιας πουτάνας.




…χωρίς ελαφρυντικά
Του Τεύκρου Μιχαηλίδη

Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της Electric Power Supply, ήμουν δευτεροετής της Νομικής. Καταστροφή! Ο αδελφός μου, παλιός συμμαθητής του Σπίνουλα, τον είχε εμπιστευθεί κι είχε γίνει μικρομέτοχος στην EPS. Η συνέχεια γνωστή. Ο Σπίνουλας φυγάδευσε το χρήμα έξω, η EPS χρεωκόπησε. Όχι μόνο μείναμε πανί με πανί, φορτωθήκαμε από πάνω κι ένα τεράστιο χρέος. Την μέρα που ο δικαστικός επιμελητής μας θυροκόλλησε το κατασχετήριο της τράπεζας, ο αδελφός μου τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Ο Σπίνουλας την έβγαλε καθαρή. Άμα έχεις δικτυωμένο δικηγόρο… Τρία χρόνια κράτησε η δίκη. Μια ο δικηγόρος είχε κώλυμα, μια ο μάρτυρας δεν μιλούσε ελληνικά κι ο διερμηνέας έλειπε, μια ήταν άρρωστος ο κατηγορούμενος. Στο τέλος καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή με τριετή αναστολή· αφέθηκε ελεύθερος λόγω ελαφρυντικών.
Έμεινα μόνη, άστεγη κι απένταρη. Ξέρεις πώς γίνονται αυτά. Έπιασα δουλειά σε μπαρ. Αρχίζεις το ποτό, τα τσιγαρλίκια, ζητάς κάτι πιο δυνατό, χρειάζεσαι λεφτά, προθυμοποιείται κάποιος να σε «βοηθήσει», κοντολογίς κατέληξα στο Eroticon, στη Συγγρού. Πέντε-έξι ξεβρακώματα κάθε βράδυ και ανάμεσα στα show, «παρέα» στους θαμώνες, που σε κερνάνε σαμπάνια και σου πασπατεύουνε τον πισινό. Δεν είναι κι άσχημα: σταθερό μεροκάματο, 15% της κονσομασιόν και δύο ρεπά την εβδομάδα. Χώρια τα τυχερά: γενέθλια, μπάτσελορ, πάρτι… Στα «εκτός έδρας» παίρνεις 30% και τα μπουρμπουάρ δικά σου.
Ανήμερα Χριστούγεννα με φώναξε το αφεντικό. «Τον Αριστοτέλη τον Σπίνουλα τον ξέρεις;» Πάγωσα αλλά κράτησα την ψυχραιμία μου. «Όχι, ποιος είναι», είπα. «Άλλη φορά θα σου πω. Κάνει πάρτι και θέλει ένα κορίτσι να βγει μέσα από μια τούρτα. Αμερικανιές… Είσαι; Είναι καλά τα λεφτά».


Έτσι παραμονή Πρωτοχρονιάς βρέθηκα στην έπαυλη του Σπίνουλα. Φόρεσα τη στολή μου – Ζήνα – ζώστηκα κι ένα μαχαίρι στη μέση και χώθηκα στην τούρτα. Στις δώδεκα ακριβώς πετάχτηκα έξω. Οι καλεσμένοι με υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και προστυχιές· κατευθύνθηκα χορεύοντας προς τον οικοδεσπότη πετώντας τους ένα-ένα τα ρούχα μου. Όταν έφτασα μπροστά του είχα μείνει μόνο με το μαχαίρι. Του πείραξα το τέτοιο του με την πατούσα, του χάιδεψα το λαιμό με τη λάμα, έχωσα τη μούρη του στα στήθια μου· όταν ένιωσα πως είχε ανάψει για τα καλά του έκοψα την καρωτίδα: εις θάνατον, χωρίς αναστολή. Εγώ πάλι, ισόβια. Χωρίς ελαφρυντικά…



Φίλησέ με
Της Τιτίνας Δανέλλη

Ήταν Άνοιξη. Μια περίεργη σιωπή απλωνόταν στη μέχρι χθες φλύαρη πλατεία. Ήμουν πολύ άκεφος. Καθώς κατέβαινα την Όθωνος, ένιωσα ένα μικρό χέρι να σφίγγει το δικό μου. Παιδάκι θα είναι, σκέφτηκα. Γύρισα και κοίταξα. Μια μικρόσωμη νέα γυναίκα με σκούρα μαλλιά με τράβηξε πάνω της και μου είπε μην τρέχεις, προχώρα κανονικά σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Προχώρησα αλλά συνέβαινε, η εγγύτητα του σώματός της με έκανε να αισθανθώ ό,τι δεν είχα αισθανθεί ποτέ. Κεραυνός με χτύπησε. Μπήκαμε στα σκοτεινά στενά της Πλάκας, όταν είδαμε δύο άνδρες με γκρι κοστούμι να έρχονται προς το μέρος μας.
Με κυνηγούν, διέταξε ο μικροσκοπικός άγγελός μου. Υπάκουσα και αμέσως άπλωσα το χέρι μου να πιάσει τον ουρανό.
Έμενα στο πρώτο πάτωμα μιας ετοιμόρροπης διπλοκατοικίας κοντά στο Φανάρι του Διογένη, σχεδόν απέναντι από το Αστυνομικό Τμήμα. Της έφτιαξα καφέ και τότε πρόσεξα το πρόσωπό της. Μαύρες πεταλούδες τα μάτια της. Μου ζήτησε τσιγάρο, της έδωσα το πακέτο. Δεν είχε προλάβει να πάρει ούτε κλειδιά ούτε χρήματα, είπε. Ποιος σε ψάχνει; Οι μπασκίνες. Σε έμπλεξα άσχημα και μοιάζεις άσχετος, να προσέχεις, δεν τους ξέρεις. Αυτοί θα έρθουν εδώ, σπίτι σου. Υπάρχει άλλη σκάλα; Υπήρχε. Έβγαλα από το πορτοφόλι μου διακόσιες πενήντα δραχμές και της τις έδωσα. Θα μου τα επέστρεφε αν ήταν τυχερή. Ευχαριστώ, ψιθύρισε και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Είχε δίκιο, επέστρεψαν, βλοσυροί και παγεροί, έψαξαν παντού. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Ποια ήταν αυτή η κοπέλα που ήταν μαζί μου. Είπα την αλήθεια. Δεν ξέρω. Ψωνιστήρι; Όπως το πάρεις. Κοίταξε το στρωμένο κρεβάτι.
Άκου νεαρέ, θα βαρεθούμε να σε βλέπουμε όπως καταλαβαίνεις…
Ήμουν ατρόμητος, ήμουν ερωτευμένος.
Το βράδυ άκουγα έναν συνεχή ανατριχιαστικό θόρυβο. Σαν κάποιοι να όργωναν την άσφαλτο.



Είναι Ιούλιος, συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από τον Απρίλη του ’67. Γυρίζω σπίτι, βρίσκω κάτω από την πόρτα μου ένα φάκελο με τετρακόσιες δραχμές και ένα σημείωμα: Τα λέμε.
Κόλλησα ένα χαρτί έξω από την πόρτα: Έχεις ρέστα, έλα να τα πάρεις.
Λίγες ώρες αργότερα άκουσα την πόρτα να χτυπάει, το ίδιο και την καρδιά μου.
Φίλησέ με, είπα.



Οι σφαίρες με τις ταμπελίτσες
(ιστορικό ταχύδραμα)
Του Ανδρέα Αποστολίδη

Ο γενικός εισαγγελέας Αντρέι Βισίνσκι είχε ύφος αγανακτισμένου βικτωριανού ιεροκήρυκα. Ήταν κοντός με φωτεινά μαύρα μάτια πίσω από τα κοκάλινα γυαλιά του και ήταν πάντα στην τρίχα. Εκφώνησε μνημειώδεις λόγους κατά του «Ενωμένου Τροτσκιστικο-Ζινοβιεφικού Κέντρου» με κεντρικό σύνθημα «Θάνατος στα λυσσασμένα σκυλιά!»
Στις 25 Αυγούστου του 1936, ορισμένα από τα «λυσσασμένα σκυλιά του καπιταλισμού» εκτελέσθηκαν. Η εκτέλεση γινόταν με μια σφαίρα στον αυχένα. Παρών ήταν ο Γιαγκόντα, επικεφαλής της Νι Κα Βε Ντε. Ο Στάλιν διόρισε στη συνέχεια αναπληρωτή του τον Νικολάι Γιέζοφ.
Λίγο μετά την δίκη, ο Γιέζοφ κατηγόρησε τον Γιαγκόντα ότι προσπάθησε να τον δηλητηριάσει ραντίζοντας με υδράργυρο τις κουρτίνες του γραφείου του.
Ψέματα, του δόθηκε όμως η δυνατότητα να προχωρήσει σε έρευνα στα διαμερίσματα του Γιαγκόντα –είχε δύο στο κέντρο της Μόσχας και μια ντάτσα.
Στον κατάλογο όπου καταγράφονται τα ευρήματα της έρευνας και τα υπάρχοντά του, αναφέρονται: 3.904 άσεμνες φωτογραφίες και έντεκα πρωτόλεια πορνογραφικών ταινιών, 9 γυναικεία παλτά από το εξωτερικό κ.λπ. Τέλος, βρέθηκαν δύο σφαίρες με ταμπελίτσες.


Όταν τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Αυγούστου του 1936 ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ έπεφταν νεκροί με έναν πυροβολισμό εξ επαφής στον αυχένα, οι δήμιοί τους έβγαλαν τις μοιραίες σφαίρες από το κρανίο τους. Ο Γιαγκόντα τοποθέτησε στις σφαίρες καρτελάκια «Ζινόβιεφ» και «Κάμενεφ» και τις φύλαξε ως ιερά ενθύμια σπίτι του.
Το 1938, ήρθε η σειρά του Νικολάι Γιέζοφ. Εκτελέστηκε. Την αρχηγία της Νι Κα Βε Ντε ανέλαβε ο Λαυρέντι Μπέρια.
Διέταξε έρευνα στο διαμέρισμα του Γιέζοφ. Ανάμεσα σε μπουκάλια βότκας και πορνογραφικό υλικό , βρέθηκαν τυλιγμένες οι σφαίρες με την ένδειξη «Ζινόβιεφ», «Κάμενεφ».
Ο Λαυρέντι Μπέρια άντεξε μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου του 1953, οπότε εκτελέσθηκε, αφού διατυπώθηκαν και εναντίον του οι γνωστές κατηγορίες της συνωμοσίας κατά του σοβιετικού καθεστώτος συν η έκφυλη, σαδιστική πρακτική του.
Μέσα στον ατέλειωτο κατάλογο των κατηγοριών για συνωμοσία, των εκτελέσεων και της σφαγής στις τάξεις της ηγεσίας της ΕΣΣΔ, από κάποια στιγμή και μετά το κύρος και η αίγλη, που έδιναν οι σφαίρες από το κρανίο των Ζινόβιεφ και Κάμενεφ σε όποιον τις κατείχε, ξεθώριασε κι έπαψε να γίνεται πολύς λόγος γι’ αυτές…

Δεν υπάρχουν σχόλια: