Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

«Νοσταλγία μνήμης» απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Περικλή Κοροβέση (1941-2020) (εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1999)

..............................................................






Περικλής Κοροβέσης (1941 - 2020)







·       «Νοσταλγία μνήμης»  απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Περικλή Κοροβέση (1941-2020) (εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1999)



           Στην πτήση της Ολυμπιακής



   Την απόφαση για το ταξίδι στην Ελλάδα, την πήραμε την ώρα που η Γαλλική Τηλεόραση έδειχνε τον Καραμανλή να μιλάει τα ακατάληπτα γαλλικά του. Ευτυχώς είχαν βάλει υπότιτλους. Το κουβεντιάσαμε με το Νίκο κι είπαμε να πεταχτούμε για μια βδομάδα. Ούτε η Βαρβάρα ούτε η Ελένη έφεραν αντιρρήσεις, αν κι είχαν τις αγωνίες τους. Φυσικά θέσεις δεν υπήρχαν. Αλλά ο Νίκος βρήκε κάποιο τρόπο και στις δύο ακριβώς φεύγαμε από το Ορλί. Πέσαμε σ’ όλες τις γνωστές φάτσες, που σχολίαζε η Ελένη και κανείς μπορούσε να διαπιστώσει την ακρίβεια των παρατηρήσεών της. Όλοι ονειρεύονταν μια σημαντική θέση. Μιλούσαν ανοιχτά γι’ αυτό. Άλλοι υποστήριζαν πως είχαν κληθεί προσωπικά από τον Καραμανλή για το σχηματισμό κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Αισθανθήκαμε παρείσακτοι. Λες και μπήκαμε σε λάθος πτήση. Μου έκανε εντύπωση που θα έμπαινα νόμιμα στη χώρα μου και το εξομολογήθηκα στο Νίκο. Δεν ήξερα βέβαια, ότι ο Νίκος σχεδόν ποτέ δεν ταξίδευε με κανονικό διαβατήριο κι όταν το ‘κανε, είχε δυσκολία να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Έσωνε ζωές και μετά το ξεχνούσε. Πήγαινε στις πιο δύσκολες αποστολές, σ’ όλα τα μέρη του κόσμου για να δώσει διαβατήριο σε κάποιον κυνηγημένο, λες και πήγαινε ν’ αγοράσει τσιγάρα από το ταμπά της γειτονιάς του.

   Τα γαλλικά κονιάκ δεν μπόρεσαν να μας φτιάξουν τη διάθεση. Αυτό που κανονικά θα έπρεπε να μας χαροποιεί, μας είχε ρίξει σε κατάθλιψη. Φτάνοντας στο Ελληνικό είχε μαζευτεί κόσμος για να υποδεχτεί κάποιον πολιτικό που εμείς δεν ξέραμε. Οι παλιοί κομματικοί μηχανισμοί, ύστερα από εφτά χρόνια χειμερίας νάρκης, είχαν ξυπνήσει. Αν και περάσαμε κανονικά τον έλεγχο, ο Νίκος έδειχνε λίγο τρομαγμένος. Στο Σύνταγμα πέσαμε σ’ ένα συλλαλητήριο. Κρατούσαν φωτογραφίες του Καραμανλή. Οι πανηγυρισμοί, οι σημαίες, τα κλάξον έκαναν το Νίκο περισσότερο σαρκαστικό απ’ ό,τι συνήθως. Βρήκε τις εκδηλώσεις αυτές απολύτως σύμφωνες με την εθνικιστική παράδοση. Θα μπορούσε να ήταν η υποδοχή ενός νέου Παπαδόπουλου. Όλοι τους, μου είπε, κουνούν μια ελληνική σημαία και νομίζουν πως έτσι εξαλείφουν τις ενοχές τους για την αδράνεια της εφταετίας. Τώρα πιστεύουν  σ’ ένα μεσσία, γιατί δεν πιστεύουν στον εαυτό τους.

   Ήμουν έτοιμος να ενθουσιαστώ, αλλά κάτι με συγκρατούσε. Ήταν σίγουρο πως την πολιτική λύση είχε επεξεργαστεί η CIA. Η Αμερικάνικη εξωτερική πολιτική δε χρειαζόταν πλέον χούντες. Το μάθημα του Βιετνάμ είχε ένα πολύ ακριβό τίμημα. Τα χιλιάδες φέρετρα που έφταναν αμπαλαρισμένα με την αστερόεσσα, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη σφαγή της αμερικάνικης νεολαίας για το τίποτα. Πέρασε η βδομάδα χωρίς να το καταλάβω. Στους χώρους της νεολαίας υπήρχε αναβρασμός. Ιδιαίτερα οι φοιτητές είχαν ένα Πολυτεχνείο στην πλάτη τους και δεν ήταν πρόθυμοι να το ξεχάσουν. Εδώ υπήρχε μια τομή που δεν έβλεπε ο Νίκος. Από τη δικιά μας οργάνωση είχαν μείνει λίγα πράγματα. Υπήρχε όμως μια τάση για συνεργασία κι ενότητα με άλλες ομάδες. Τα νέα που τους έφερα απ’ έξω δεν ήταν ενθαρρυντικά. Η ιδέα της ίδρυσης μιας Νέας Διεθνούς είχε συντριβεί κάτω από το βάρος της μεγαλομανίας του σχεδίου. Κάθε εθνικό τμήμα είχε τη δικιά του καθαρότητα που ήθελε να την επιβάλει στους άλλους, σκορπώντας αφειδώς χαρακτηρισμούς. Αυθορμητιστές οι μεν, Μαοαναρχικοί οι δε, Σταλινομαοϊκοί οι άλλοι ή Παλαιοτροτσκιστές. Αποτέλεσμα αυτών των ανελέητων πολεμικών ήταν η σταδιακή αποχώρηση των διάφορων εθνικών τμημάτων που με τη σειρά τους άρχισαν να διασπώνται.

   Το τελευταίο βράδυ στην Αθήνα μαζευτήκαμε αυτοί που θα κάναμε ένα νέο ξεκίνημα, από μηδενική βάση αυτή τη φορά και με εντελώς συγκεκριμένους και προσγειωμένους στόχους. Η παραγωγή νέων ιδεών, η δημιουργία μιας άλλης σκέψης ήταν τον ζητούμενο. Είχαμε όλοι συμφωνήσει πως αυτά που ξέραμε έπρεπε να τα ξεχάσουμε. Είπα στο Νίκο να έρθει. Αυτός όλη την εβδομάδα δεν είχε δει κανέναν ιδιαιτέρως, αλλά είχε μιλήσει με εκατοντάδες, προφασιζόμενος τον δημοσιογράφο. Με το μαγνητοφωνάκι του γύριζε στις ουρές των λεωφορείων, στο ΙΚΑ, στις τράπεζες, στα νοσοκομεία κι όπου αλλού ήταν μαζεμένος κόσμος και τους έκανε διάφορες παράξενες ερωτήσεις. Πώς βλέπουν τη σχέση Δημοκρατίας και Συγκοινωνίας, Υγείας και Ποιότητας Ζωής. Εκείνοι, με τη σειρά τους, τον ρωτούσαν αν τους κάνει πλάκα.

   Ο Νίκος έφτασε καθυστερημένος και με μια έκπληξη. Μαζί του είχε το Ράμπλο και τη γυναίκα του. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν που γνώριζαν αυτό τα μυθικό πρόσωπο με την εμφάνιση του εγγλέζου αριστοκράτη και σίγουρα θα τους ήταν αδιανόητο να τον φανταστούν συνομιλητή του Κάστρο και του Γκεβάρα. Αυτό που άρεσε πιο πολύ στα παιδιά, ήταν η θέση του, πως η Ελλάδα μπαίνει στη φάση ανασυγκρότησης του κινήματος κι είμαστε  στο στάδιο της πρώτης προεπαναστατικής περιόδου. Όλοι πρέπει να στρατευθούμε κι όλοι πρέπει να γυρίσουν από το εξωτερικό. Ο αγώνας θα κριθεί εδώ. Διέκρινα ένα ειρωνικό χαμόγελο στο Νίκο. Όλο το βράδυ δεν είπε λέξη. Την άλλη μέρα στο αεροπλάνο της επιστροφής είχε ξεκαθαρίσει τις απόψεις του, που μ’ άγγιξαν χωρίς να με πείσουν. Θυμάμαι καλά τα λόγια του.

   «Αυτός ο λαός δεν έχει ιδέα τι θα πει Δημοκρατία ή Ανθρώπινα Δικαιώματα. Την πολιτική τη φαντάζεται με όρους φιλοδωρήματος. Ψηφίζω αυτόν που θα μου δώσει αντάλλαγμα. Δηλαδή δεν έχει πολιτική σκέψη. Άρα στις προσεχείς εκλογές, θα ψηφίσει αυτόν που θα υποσχεθεί περισσότερους διορισμούς. Ο δικός μας χώρος, και βάλε και το ΚΚΕ μέσα, έχει κάνει τη διάσπαση ιδεολογία. Πράγμα που σημαίνει πως μπαίνει σε μια φθίνουσα διαδικασία. Για μένα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ή πουλιέσαι σε κάποιο μεγάλο κόμμα ή κάθεσαι και μιζεριάζεις στην γκρούπα σου που θα μπορούσε να ήταν ένας όμιλος μεγαλοστομίας. Ίσως ύστερα από είκοσι, τριάντα χρόνια κάτι θα μπορούσε να γίνει κι αυτό είναι αβέβαιο. Δεν έχω κανένα κόμπλεξ για τη συμμετοχή μου στα κοινά. Άρα είμαι ελεύθερος να αποφασίζω. Η Ελλάδα δε μου κάνει. Μπαίνουν καινούργια πράγματα στη ζωή μου. Η Βαρβάρα περιμένει παιδί. Μου το είπε χθες στο τηλέφωνο».

   Θεώρησα μάταιο να του απαντήσω. Είχα τρεις ζωές και δεν ήθελα ν’ αφήσω καμία. Ήμουν πεπεισμένος πως η επιστροφή μου στην Ελλάδα ήταν αναγκαία για ένα νέο ξεκίνημα. Έπρεπε πάση θυσία να τελειώσω το ντοκτορά μου στο Παρίσι. Και όλα αυτά έπρεπε να γίνουν μ’ ένα μικρό παιδί και με μια γυναίκα που είχε κάνει κάθε άλλη μου εμπειρία μακρινή. Τα πάντα πια τα έβλεπα μαζί της. Και το διαπίστωσα ακόμα πιο έντονα όταν έφτασα σπίτι. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σ’ ένα σπίτι κι είχα μια οικογένεια να με περιμένει. Η Βαρβάρα είχε ανθίσει από την εγκυμοσύνη κι είχε τα χρώματα της Άνοιξης. Περάσαμε όλοι μαζί ένα υπέροχο βράδυ που κατέληξε σε μια γιορτή. Έπαιξε πιάνο η Ελένη κι ο Νίκος βιολί. Ακούστηκε στον πάνω όροφο και κατέβηκαν κι αυτοί. Ο Νικολά είχε επαναστατήσει και δεν ήθελε να πάει για ύπνο. Εδώ, σ’ αυτό το γλέντι κατάλαβα πως η Χούντα είχε πέσει και χάρηκα. Πράγμα που το πρόσεξε αμέσως η Ελένη. Όταν βρεθήκαμε μόνοι μου είπε:

   «Τόσα χρόνια που σε ξέρω, πρώτη φορά βλέπω το πρόσωπό σου έτσι. Δείχνεις χαρούμενος και δε με έχεις συνηθίσει έτσι. Αυτό μου δημιουργεί εμπιστοσύνη για να σου πω κάτι που το έχω σκεφθεί από καιρό. Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω παιδί και μη ρωτάς γιατί. Αλλά αν θα έκανα, θα ήθελα να ήταν από σένα. Δεν αυτοσχεδιάζω, σου λέω αυτό που θέλω. Δεν ήρθα μαζί σου περιστασιακά. Ήρθα να μείνω μαζί σου για όσο διάστημα εσύ θα με θέλεις. Ξέρω πως μπορείς ν’ αλλάξεις, ο καθένας μας μπορεί ν’ αλλάξει, αλλά με σένα μπορώ να μοιραστώ ολόκληρη τη ζωή μου. Να δω την κοιλιά μου να καρπίζει, να είσαι μαζί μου στη γέννα, να με βλέπεις να θηλάζω και να μοιράζεσαι την περηφάνια μου που έγινα μητέρα. Να δούμε μαζί τα πρώτα του βήματα και ν’ ακούσουμε τις πρώτες του λέξεις.

   Τα μαθήματα στη Σχολή τα είχα φορτώσει στον κόκορα. Και όταν πήρα το γράμμα από το Ναρέ που μου ζήτησε να τον δω την Πέμπτη, τη μέρα του ραντεβού του, κατάλαβα πως θα μου τράβαγε τα αυτιά. Ήταν κάτι παραπάνω από αυστηρός. Σχεδόν αξίωσε να ξεχάσω την Ελλάδα και να αφοσιωθώ στις σπουδές μου. Τόνισε πως δεν μπορούμε να είμαστε διασπασμένοι όταν θέλουμε να προχωρήσουμε μια δουλειά σε βάθος. Οι καλόγεροι δεν έγιναν για πλάκα. Σε κάτι που πιστεύουμε χρειάζεται υψηλή αφοσίωση. Τον άφησα να μιλάει και μου έκανε εντύπωση πως δεν είχε βρει κάποιο επιχείρημα να με πείσει. Αυτά θα μπορούσε να τα πει ο καθένας. Αλλά τελικά το βρήκε:

   «Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες, έλεγε ο Μπρεχτ, στο «Γαλιλαίο». Ειλικρινά δε βλέπω τι θα μπορούσε να κάνεις τώρα που δεν μπορείς να κάνεις ύστερα από δύο ή πέντε χρόνια. Ψάξε να δεις για ενοχές ή αν σ’ ενδιαφέρει η καριέρα. Αλλά, προς Θεού, μη χρησιμοποιείς επαναστατικό άλλοθι για μια πνευματική οκνηρία που είναι σύμφυτη με την πνευματική εγρήγορση».

   Αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου, όταν πήγαμε στο φαρμακείο να πάρουμε τα αποτελέσματα της ανάλυσης ούρων. Η Ελένη ήταν έγκυος…

Δεν υπάρχουν σχόλια: