..............................................................
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 19.7.2020)
Σε πρόσφατη έρευνα του BBC, 108 ειδικοί, κυρίως από αγγλόφωνες δυτικές χώρες, ανέδειξαν την «Οδύσσεια» κορυφαία από τις εκατό ιστορίες που διαμόρφωσαν τον κόσμο. Σίγουρα η καταγωγή των κριτών επηρέασε το αποτέλεσμα. Ούτε αυτό, πάντως, ούτε το γεγονός ότι η αξία της λογοτεχνίας δεν είναι υπόθεση ψηφοφοριών μειώνουν ελάχιστα την αίγλη της «Οδύσσειας» και την καθολική αναγνώριση των δύο ομηρικών επών ως απαράμιλλων εγκαινίων της επώνυμης ποιητικής τέχνης.
Στον μυθολογικό ως προς την πλοκή του «Αγώνα Ομήρου και Ησιόδου», ένα ιδιότυπο αφήγημα που τη διασωθείσα μορφή του την οφείλουμε στον σοφιστή του 3ου αιώνα π.Χ. Αλκιδάμα και στο «Μουσείον» του, ο επικός με τις πολλές πατρίδες ανταγωνίζεται με την «Ιλιάδα» τον Ησίοδο και το έπος του «Εργα και Ημέραι», στους επιτάφιους αγώνες που διοργανώθηκαν στη Χαλκίδα, προς τιμήν του νεκρού βασιλιά Αμφιδάμαντα. Ο παρατηρητής-ακροατής δήμος ανακηρύσσει νικητή τον Ομηρο, όμως ο Γανύκτωρ, ο νέος βασιλιάς, που προτιμά τα έργα της ειρήνης παρά του πολέμου, αντιτίθεται στον λαϊκό ενθουσιασμό και δίνει στον Ησίοδο το βραβείο – έναν χάλκινο τρίποδα.
Θα νικούσε άραγε ο Ομηρος αν συμμετείχε με την «Οδύσσεια» και όχι με την «Ιλιάδα» στον αγώνα, προϊόν μυθοπλασίας επαναλαμβάνω, αφού οι δύο ποιητές, λόγω χρονικής διαφοράς, δεν θα μπορούσαν να συναντηθούν ποτέ; Αυθαιρετώντας, πώς αλλιώς, εικάζω ότι και πάλι θα έχανε. Εφόσον το ιλιαδικό ηρωικό κλέος και ήθος δεν έπεισαν τον βασιλιά, που δεν στάθμιζε βέβαια ποιητικά τα πράγματα, δεν θα τον έπειθε ούτε ο περιπετειώδης οδυσσειακός βίος που αφήνει ένα βασίλειο, την Ιθάκη, έκθετο στις ορέξεις των μνηστήρων. Θα μετρούσε πιθανότατα ο Γανύκτωρ και τις μακρότατες (και όχι πάντοτε αναγκαστικές) «στάσεις» τού κατά τα λοιπά κινητικότατου ανά τη Μεσόγειο Οδυσσέα, την ηδονή που τρύγησε δίπλα στην Κίρκη και την Καλυψώ, με τις οποίες απέκτησε και παιδιά, και θα σκεφτόταν πως ο φιλοκίνδυνος ήρωας, παρά την πολυμηχανία και το φιλέταιρο πνεύμα του, και παρά το πάθος να γνωρίσει τον εαυτό του και τα όριά του, δεν είναι το καταλληλότερο πρότυπο.
Οι βασιλιάδες βασιλιάδες, ο δήμος δήμος και η ποίηση ποίηση. Παιδιά του Οδυσσέα, όχι όμως της γραμμής του νόμιμου Τηλέμαχου αλλά των «νόθων» που απέκτησε κατά τους σταθμούς τού νόστου, που ήταν τερπνοί μόνο μέχρι τη στιγμή που η ψυχή του μαύριζε στη μνήμη του καπνού της Ιθάκης, είμαστε όσοι αγαπάμε την ποίηση, τη θάλασσα και το ταξίδι. Αλλά το προς τα μέσα ταξίδι, εκείνο που οδηγεί στη «Νέκυια» του καθενός, ακόμα και στον Κάτω Κόσμο. Για να μάθουμε από τους νεκρούς μας ποια η ουσία της ζωής, ποιον αδικήσαμε, από ποιον δεν προλάβαμε να ζητήσουμε συγγνώμη ή να του δώσουμε όσην αγάπη άξιζε.
Η «Οδύσσεια» είναι το έπος της θάλασσας. Της γύρω αλλά και της εσωτερικής. Δεν έχουμε μιαν απλή αλληλουχία περιπετειωδών επεισοδίων. Στην έκταση των 24 ραψωδιών και των 12.000 στίχων, ο υγρός κόσμος που περιβάλλει τον χερσαίο απαντά και στα τρία γένη: η θάλασσα, ο πόντος, το πέλαγος. Πάντοτε όμως είναι πόρος, με τον Ομηρο να αναδεικνύει (ή και να ιδρύει) όλες τις έννοιες αυτής της πολύτιμης πολύσημης λέξης. Ο πόρος είναι οδός και πέραμα· ακόμα ακούω μέσα μου τη μάνα μου να μαλώνει τρυφερά τον νεκρό πατέρα μου που «δεν μπορούσε να βρει τον πόρο του Αχελώου», και τα ’χασα όταν πρωτόδα το λεξικό Liddell - Scott να δίνει στο οικείο λήμμα σαν πρώτη σημασία της λέξης τον πόρο του ποταμού. Η λέξη πόρος όμως έχει και την έννοια του επινοήματος, του τεχνάσματος. Και την έννοια του ταξιδιού. Περιφραστικά δηλώνει την ίδια τη θάλασσα, στον δε πληθυντικό της προσδιορίζει τις προσόδους, τα εισοδήματα. Η «Οδύσσεια» επικυρώνει όλες αυτές τις σημασίες αρμονικά συνδυασμένες: η θάλασσα δίχως επινοήματα δεν ταξιδεύεται, ούτε και παρέχει «σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους».
Η «Οδύσσεια», ωστόσο, δεν ιστορεί τη θάλασσα μόνο σαν αφοπλιστικό δέλεαρ. Την εξεικονίζει και σαν επικίνδυνο όριο. Είναι η ίδια η ζωή, μόνο που γεννάει αδιάκοπα τον θάνατο, ίσως και για να συντηρήσει τη ζωή εντός της: Ουδείς σύντροφος του Οδυσσέα επέζησε. Χάθηκαν όλοι τους. Τη θάλασσα σαν αξεπέραστο αλλά και φονικό όριο τη μελέτησε αμέτρητες φορές η ποίηση, στις μυριάδες γλώσσες της. Ο χώρος επιτρέπει να αναφερθώ μόνο στο ζεύγος μιας εξαιρετικής ποιητικής σύμπτωσης. Ποιητής του 3ου αιώνα π.Χ. ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος, που έζησε πένης και πλάνης, φανέρωσε τη μαστορική του κυρίως στη λεπτή χάρη και το υψηλό πάθος που σφράγισαν τη ποιητική ιστόρηση ταπεινών θεμάτων. Σε επιτύμβιο επίγραμμά του, αποθησαυρισμένο στην «Παλατινή Ανθολογία», ο ίδιος ο νεκρός διηγείται τον φρικτό θάνατό του στα νερά του Ιονίου. Καταδύθηκε να ελευθερώσει την άγκυρα, μπλεγμένη φαίνεται σε πέτρες και φύκια, αλλά η μικρή του οδύσσεια δεν είχε ευτυχή νόστο:
«Κι η θάλασσα κι η γη με κρύβουν. Τέτοιο ασυνήθιστο / οι Μοίρες έδωσαν στον Θάρση εμέ, γιο τού Χαρμίδη. / Στη θάλασσα λοιπόν είχα βουτήξει, στο κύμα του Ιόνιου / καταδύθηκα - μιαν άγκυρα βαριά να ελευθερώσω. / Αυτήν την έσωσα· μα ως ανέβαινα απ’ το βυθό / και ήδη τα χέρια τέντωνα στους ναύτες, / μ’ έφαγε κήτος, άγριο τρανό ήρθε / καταπάνω μου με κατασπάραξε ώς τον αφαλό· / προλάβανε οι σύντροφοι, με τράβηξαν μισόν / από το πέλαγο· τον άλλο μισό μ’ έκοψε το θηρίο. / Στην ακροθαλασσιά τ’ άθλιο κουφάρι μου έθαψαν. / Και πια ποτέ δεν θα γυρίσω στην πατρίδα, ξένε».
Αιώνες αργότερα, ο Διονύσιος Σολωμός καταπιάνεται μ’ ένα παραπλήσιο ταπεινά συγκλονιστικό θέμα. Αν γνώριζε το ποίημα του Λεωνίδα δεν το ξέρω, άλλωστε καταδύθηκε σε πολύ βαθύτερα ποιητικά νερά, για να ανασύρει πυκνότατους στίχους όπου το μεγαλειώδες θαύμα της ζωής και του κόσμου συνυπάρχει αναπόφευκτα με τον θάνατο· η θάλασσα παραμένει δέλεαρ, αλλά κρύβει και τέρατα, κι όχι φανταστικά. Ο Σολωμός παρακινήθηκε από πραγματικό περιστατικό, που συνέβη στις 19.7.1847, επίσης στα νερά του Ιονίου: Ενας πόρφυρας, ένας καρχαρίας, όρμησε εναντίον Αγγλου ναύτη που κολυμπούσε στην Κέρκυρα και «αφού ήρπασεν την βοράν του με τους οδόντας, εβυθίσθη διά να την καταφάγη, αφίνων την επιφάνειαν της θαλάσσης βαμμένην με αίμα» (από την «Εφημερίδα των Ιονίων Νήσων» της εποχής). Το βασανισμένο χειρόγραφο του σολωμικού «Πόρφυρα» ακόμα βασανίζει τους φιλολόγους μας. Η εικόνα της απελπισμένης προσπάθειας του παλικαριού πάντως αποσαφηνίστηκε.
Ενώ απολαμβάνει έναν «νιο κόσμο όμορφο παντού χαράς και καλοσύνης», «απαντούν τα μάτια του τρανό θεριό πελάγου / κι αλλιά, μακριά ’ναι το σπαθί, μακριά ’ναι το τουφέκι! / Κοντά ’ν’εκεί στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου» – που ορμάει «κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο, / κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι». Και τη στιγμή που το κήτος τού κόβει το μπράτσο, «άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του». Γνώση θανάτου, απόλυτη πλην και μη μεταδόσιμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου