............................................................
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ (2/10/1931--16/5/2015)
Ο ΕΥΓΕΝΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
... Ένας απλός διαβάτης των ωρών
Ένας τυφλός και μάταιος ιχνηλάτης
Των υπογείων βλαστήσεων κηπουρός
Των άστρων ταπεινός
κανδηλανάφτης
*
... Ζω τη μαγεία των υπόγειων χώρων
Αντλώ σοφία στη μήτρα των πηγών
Ιερουργός του μυστηρίου των λουλουδιών
και της εκπυρσοκρότησης των σπόρων...
*
Κι άλλωστε σε ποια μέλλοντα προσβλέπεις;
Όλα έχουν προ καιρού συντελεστεί
Σκιές του παρελθόντος είμαστε όλοι...
*
Τι περιμένεις
όταν περιμένεις
το Τίποτα;
Το Τίποτα δε θα ’ρθει
Το Τίποτα είν' εδώ σε περιβάλλει
φοράει λαμπρή στολή κι ωραία πλουμίδια
και τον θαυμάσιο κόσμο προσποιείται
Το Τίποτα είναι χρώματα και λάμψεις
σχήματα και μορφές
κενά και όγκοι
Μάτια που φέγγουν στοχασμό και ρέμβη
Χείλη που στάζουν ηδονή και λήθη
Σώματα που θροούν φωνές που ανθίζουν
Ένας τυφλός και μάταιος ιχνηλάτης
Των υπογείων βλαστήσεων κηπουρός
Των άστρων ταπεινός
κανδηλανάφτης
*
... Ζω τη μαγεία των υπόγειων χώρων
Αντλώ σοφία στη μήτρα των πηγών
Ιερουργός του μυστηρίου των λουλουδιών
και της εκπυρσοκρότησης των σπόρων...
*
Κι άλλωστε σε ποια μέλλοντα προσβλέπεις;
Όλα έχουν προ καιρού συντελεστεί
Σκιές του παρελθόντος είμαστε όλοι...
*
Τι περιμένεις
όταν περιμένεις
το Τίποτα;
Το Τίποτα δε θα ’ρθει
Το Τίποτα είν' εδώ σε περιβάλλει
φοράει λαμπρή στολή κι ωραία πλουμίδια
και τον θαυμάσιο κόσμο προσποιείται
Το Τίποτα είναι χρώματα και λάμψεις
σχήματα και μορφές
κενά και όγκοι
Μάτια που φέγγουν στοχασμό και ρέμβη
Χείλη που στάζουν ηδονή και λήθη
Σώματα που θροούν φωνές που ανθίζουν
Το Τίποτα είναι το χαμόγελό σου
το βλέμμα σου το σιωπηλό σου δάκρυ
Η δίψα της ψυχής σου που δε σβήνει
Το άλλο σου πρόσωπο το βυθισμένο
που σε κοιτάζει από την καταχνιά του
το βλέμμα σου το σιωπηλό σου δάκρυ
Η δίψα της ψυχής σου που δε σβήνει
Το άλλο σου πρόσωπο το βυθισμένο
που σε κοιτάζει από την καταχνιά του
Το Τίποτα είσαι Εσύ. Το μαύρο σου αίμα
Της ύπαρξής σου το βαθύ πηγάδι
Της ύπαρξής σου το βαθύ πηγάδι
ΤΟ ΩΡΑΡΙΟ
Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχθείς
πως έχει πλέον η ώρα προχωρήσει
πως πρέπει πια να κλείσεις το πρατήριο
κι αν ίσως
δεν συμπληρώθηκε εντελώς ο χρόνος
αν μένει κάποιο υπόλοιπο ωραρίου
όμως για ποιο σκοπό να περιμένεις
αφού το εμπόρευμα έχει εξαντληθεί
στο δρόμο η κίνηση έχει λιγοστέψει
φίλος δεν θα 'ρθει να σ’ επισκεφθεί
- πού χάθηκαν; Π ώ ς χάθηκαν οι φίλοι; -
και τι να κάνεις πια στον άδειο χώρο
μόνος κι ασάλευτος ένα tableau vivant
μ’ αυτό το κρύο χαμόγελο που μάταια προσποιείται
σβήσε το φως
κλείσε τη θύρα
ηρέμησε
ξέχνα για μια στιγμή την ύπαρξή σου
τα δούναι και λαβείν της κάθε μέρας
τον κουρνιαχτό...το συρφετό της πόλης
πως έχει πλέον η ώρα προχωρήσει
πως πρέπει πια να κλείσεις το πρατήριο
κι αν ίσως
δεν συμπληρώθηκε εντελώς ο χρόνος
αν μένει κάποιο υπόλοιπο ωραρίου
όμως για ποιο σκοπό να περιμένεις
αφού το εμπόρευμα έχει εξαντληθεί
στο δρόμο η κίνηση έχει λιγοστέψει
φίλος δεν θα 'ρθει να σ’ επισκεφθεί
- πού χάθηκαν; Π ώ ς χάθηκαν οι φίλοι; -
και τι να κάνεις πια στον άδειο χώρο
μόνος κι ασάλευτος ένα tableau vivant
μ’ αυτό το κρύο χαμόγελο που μάταια προσποιείται
σβήσε το φως
κλείσε τη θύρα
ηρέμησε
ξέχνα για μια στιγμή την ύπαρξή σου
τα δούναι και λαβείν της κάθε μέρας
τον κουρνιαχτό...το συρφετό της πόλης
Και σκέψου λίγο το βαθύ ουρανό
Τα εκατομμύρια πάνω εκεί των άστρων…
Τα εκατομμύρια πάνω εκεί των άστρων…
ΟΣΑ ΔΕ ΜΑΘΑΜΕ ΠΟΤΕ
ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ
Έχουν δική τους μοίρα τα σκυλιά
δικό τους πρόσωπο θεού λατρεύουν
δικό τους αγναντεύουν ουρανό
δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους
Κρατούν τη μνήμη
του κατακλυσμού
το ρίγος για μιαν άγνωστη πατρίδα
ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη
θέλουν να ξεψυχήσουν σ' άλλους τόπους
Κάποτε μες στον ύπνο των σκυλιών
θρηνούν οι λύκοι
σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του
φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της
Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή
της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο
δαγκώνουν την αόρατη αλυσίδα
κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει
δικό τους πρόσωπο θεού λατρεύουν
δικό τους αγναντεύουν ουρανό
δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους
Κρατούν τη μνήμη
του κατακλυσμού
το ρίγος για μιαν άγνωστη πατρίδα
ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη
θέλουν να ξεψυχήσουν σ' άλλους τόπους
Κάποτε μες στον ύπνο των σκυλιών
θρηνούν οι λύκοι
σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του
φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της
Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή
της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο
δαγκώνουν την αόρατη αλυσίδα
κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει
Θυμούνται φλόγες και
ξεριζωμό
ξεριζωμό
Ξυπνά το αγρίμι μέσα τους
και κλαίει
και κλαίει
ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Απολείπειν...
Απολείπειν...
Ωραία λοιπόν μας τα ‘πες Κωνσταντίνε...
Μες στο βαθύ μας πόνο να σταθούμε
περήφανοι καθώς ταιριάζει σ' άνδρες
που η Μοίρα δεν μπορεί να καταβάλει.
Κι όπως θα ηχούν ψηλά οι αθέατες άρπες
«τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου»
δίχως κλαυθμούς και μάταιες ικεσίες
την πόλη αυτή που τόσον αγαπήσαμε
την πόλη αυτή που όλη η ζωή μας ήταν
όχι ασυγκίνητοι μα πάντως «ευπρεπείς»
για πάντα ν' αποχωριστούμε.
Μες στο βαθύ μας πόνο να σταθούμε
περήφανοι καθώς ταιριάζει σ' άνδρες
που η Μοίρα δεν μπορεί να καταβάλει.
Κι όπως θα ηχούν ψηλά οι αθέατες άρπες
«τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου»
δίχως κλαυθμούς και μάταιες ικεσίες
την πόλη αυτή που τόσον αγαπήσαμε
την πόλη αυτή που όλη η ζωή μας ήταν
όχι ασυγκίνητοι μα πάντως «ευπρεπείς»
για πάντα ν' αποχωριστούμε.
Σάμπως ποτέ για ‘μάς να μην υπήρξε.
Όμως υπήρξε Κωνσταντίνε. Υπήρξε
Με τα βαθιά της πάρκα τις μεγάλες
λαμπρές λεωφόρους με τα ωραία λουτρά της
τους αρωματισμένους της κοιτώνες
τα μαλακά σα χάδι ανάκλιντρά της
- μάρτυρες τόσων στεναγμών αγάπης...
Κι εξάλλου δε γεννιόμαστε ήρωες όλοι
Λίγοι έχουν σφραγισθεί μ' αυτή τη βούλα
Οι άλλοι εμείς οι απείρως περισσότεροι
άνθρωποι απλοί του καθ' ημέραν βίου
μεγαλωμένοι με το φόβο και τη στέρηση
και την ανίατη νοσταλγία για κάτι
που ωστόσο δε γνωρίσαμε ποτέ
πώς να σταθούμε αράγιστοι μπροστά
στο φοβερό ναυάγιο των ονείρων;
Πώς να μη μας προδώσουν οι οφθαλμοί;
Να μη σαλέψει μέσα μας ο κόσμος;
Με τα βαθιά της πάρκα τις μεγάλες
λαμπρές λεωφόρους με τα ωραία λουτρά της
τους αρωματισμένους της κοιτώνες
τα μαλακά σα χάδι ανάκλιντρά της
- μάρτυρες τόσων στεναγμών αγάπης...
Κι εξάλλου δε γεννιόμαστε ήρωες όλοι
Λίγοι έχουν σφραγισθεί μ' αυτή τη βούλα
Οι άλλοι εμείς οι απείρως περισσότεροι
άνθρωποι απλοί του καθ' ημέραν βίου
μεγαλωμένοι με το φόβο και τη στέρηση
και την ανίατη νοσταλγία για κάτι
που ωστόσο δε γνωρίσαμε ποτέ
πώς να σταθούμε αράγιστοι μπροστά
στο φοβερό ναυάγιο των ονείρων;
Πώς να μη μας προδώσουν οι οφθαλμοί;
Να μη σαλέψει μέσα μας ο κόσμος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου