Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

«Το ψάξιμο» - διήγημα του Δημήτρη Πετσετίδη (1940 -2017) από τη συλλογή διηγημάτων «Λυσσασμένες αλεπούδες» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, β’ έκδοση, 2008)

.............................................................









Δημήτρης

Πετσετίδης


(1940 -2017)










·       «Το ψάξιμο»

διήγημα του Δημήτρη Πετσετίδη (1940 -2017) από τη συλλογή διηγημάτων «Λυσσασμένες αλεπούδες» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, β’ έκδοση, 2008)



Ο πατέρας μου είχε πρόβατα. Στο τέλος της άνοιξης ανεβαίναμε στο βουνό και τα πηγαίναμε στο βοσκοτόπια, είχαμε δικά μας χτήματα εκεί. Σήμερα έχουν αγριέψει, τα έφαγε το δάσος· καλύτερα έτσι. Οι αντάρτες γύριζαν ένα γύρω, μάχες γινόντουσαν κάθε λίγο και λιγάκι κοντά στην περιοχή μας. Μέσα σε μια χαράδρα είχαν βάλει κάτι τεράστιους κορμούς από πεύκα, είχαν το ανταρτοδικείο εκεί. Μια φορά παρακολούθησα και μια δίκη. Καταδίκασαν εις θάνατον και εκτέλεσαν τον πατέρα ενός μετέπειτα διοικητή της Αστυνομίας. Τα είδα όλα με τα μάτια μου, μικρό παιδί.

   Από μια χρονιά και πέρα οι αντάρτες άρχισαν να αραιώνουν, σκοτώθηκε ο Πρεκεζές, τον είχαν τραυματία σε μια σπηλιά, όπου τον γιάτρευε ένας γιατρός από τον Άγιο Βασίλη, αλλά κάποιος τους πρόδωσε. Έφεραν το κεφάλι του Πρεκεζέ στην πλατεία του χωριού. Ο γιατρός είχε τραυματιστεί στο πόδι και τον έφερναν πάνω σ’ ένα μουλάρι. Υπέφερε από πόνους φοβερούς και τους παρακαλούσε να τον σκοτώσουν. Τότε, του έριξε ένας μια ριπή με το αυτόματο και τον άφησαν εκεί.

   Κι άλλοι σκοτωμένοι ήσαν παρατημένοι σε διάφορες μεριές. Μια φορά, θα ήταν Ιούλιος μήνας, ακούγαμε τον μεγάλο μας εξάδελφο που έλεγε στον πατέρα μας ότι θα πάει να ψάξει τον σκοτωμένο αντάρτη στη Ρούσα-πέτρα. Αυτός ο αντάρτης για λίγα μέτρα κόντευε να φτάσει στην κορυφή και να κρυφτεί στην πίσω μεριά, όταν έπεσε χτυπημένος από μια ριπή πολυβόλου. Οι σύντροφοί του κατάφεραν να το σκάσουν τρέχοντας πίσω από την κορυφογραμμή.

   Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια: θα πάει ο Σαράντος να ψάξει τον σκοτωμένο αντάρτη, θα του πάρει το όπλο και τις σφαίρες, μπορεί να είχε ακόμη και κιάλια επάνω του. Ο πατέρας τού έλεγε: «Τράβα, αν σου βαστάει, τι το λες και δεν το κάνεις;»

   Οι μέρες περνούσαν, εμείς φυλάγαμε τα πρόβατα εκεί γύρω. Στη Ρούσα-πέτρα δεν πλησιάζαμε. Ήταν γεμάτη ξεραΐλα, όλο κοτρόνια και ασπαλαχτούς, πουθενά χορταράκι. Και στην πιο κοντινή πλαγιά δεν υπήρχε δεντρί φυτρωμένο, μια τρελή από τον Άγιο Πέτρο είχε βάλει φωτιά και την είχε κάψει.

   Όταν, κατά το σούρουπο, μαζεύαμε τα πρόβατα στην απλωσιά του σταυροδρομιού για να τα μετρήσουμε, απέναντι, στην πλαγιά της Ρούσα-πέτρας, φαινόταν, μαύρη κηλίδα, το άψυχο κορμί του σκοτωμένου αντάρτη.

   Ο εξάδελφος, ο Σαράντος, καθημερινά το τροπάρι του: το δίχως άλλο, μόλις ευκαιρήσει, θα πάει να ψάξει τον αντάρτη. Κι εμείς που τον ακούγαμε, μικρά παιδιά δέκα δώδεκα χρόνων, εγώ, ο αδερφός μου ο Κώστας κι ο Λιάκος ο εξάδελφος, μικρότερος αδερφός αυτός του Σαράντου, καθόμαστε μετά και το συζητούσαμε. Τι όπλο άραγε να είχε ο αντάρτης, μήπως είχε και πιστόλι; Σαρανταπεντάρι ή παραμπέλουμ σαν το πιστόλι που είχε ο Μαυρόγιαννος με το οποίο σκότωσε τα πέντε άτομα, τους συγχωριανούς μας, τότε που τους συνέλαβαν και τους έκλεισαν σε ένα σπίτι δίπλα στο καφενείο της πλατείας. Έπεσαν μερικές τουφεκιές ψηλά στα Λακκώματα και έπειτα από λίγη ώρα μπήκε μέσα στο δωμάτιο που τους κρατούσαν αγριεμένος ο Μαυρόγιαννος και τους σκότωσε και τους πέντε πυροβολώντας τους εξ επαφής με εκείνο το παραμπέλουμ, που καυχιόταν ότι του το είχε χαρίσει ο ίδιος ο περιβόητος ο Ξουρέας. Σήμερα ο Μαυρόγιαννος έχει αλλάξει το επώνυμό του και ζει στην Καλαμάτα, όπου διατηρεί ένα καφενείο.

   Τους σκοτωμένους τους πέταξαν και τους πέντε, ανάμεσά τους και ένα αντρόγυνο, σε ένα χέρσο χωράφι καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά από την πλατεία, όπως κατηφορίζει η πλαγιά. Πήγαν οι δικοί τους και τους σκέπασαν με χώμα, εκεί, έτσι όπως ήταν πεταμένοι, δεν τους άφηναν να τους θάψουν κανονικά. Κι όταν, ύστερα από χρόνια, τους ξέχωσαν κι ένας δεν είχε λιώσει, να! βρήκαν να πούνε μερικοί: «άθεος ήταν, κι ο Θεός τον τιμώρησε», δικαιολογώντας, τουλάχιστον ως προς αυτόν, τον Μαυρόγιαννο.

   Οι μέρες περνούσαν κι ο Σαράντος δεν έπαυε να λέει και να ξαναλέει ότι θα πάει να ψάξει τον αντάρτη που έμενε ακόμη παρατημένος, άψυχο κουφάρι, να ξεχωρίζει επάνω σε ξασπρισμένη κοτρόνα, λίγα μέτρα κάτω από την κορυφογραμμή της Ρούσα-πέτρας.

   Μια ημέρα ο πατέρας δεν κρατήθηκε και του είπε ότι είναι χέστης και κλανιάς, όλο λόγια της καραβάνας είναι, και να πάψει επιτέλους να μας τσαμπουνάει ότι θα πάει να ψάξει τον αντάρτη. Κι ακόμη του είπε ότι οι δικοί του, οι άλλοι αντάρτες, είχαν φύγει μακριά· αλλιώς θα είχαν ξαναγυρίσει να τον σκεπάσουν έστω με μια χούφτα χώμα. Όμως ο Σαράντος σίγουρα φοβόταν τον πεθαμένο  και για τούτο, φαίνεται, για να πάρει θάρρος, μας είχε ζαλίσει τ’ αυτιά ότι θα πάει κι όλο αναβολή στην αναβολή είναι. Έπειτα ο πατέρας τού είπε να μας παρατήσει με αυτό το τροπάρι, γιατί άλλος κανένας δεν επρόκειτο να πάει μαζί του, κι αν ήταν παλικάρι ας τράβαγε μοναχός του.

   Αφού τα είπε αυτά, άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι:

                                           Ένα πουλάκι ξέβγαινε
                                           από τον Άγιο Πέτρο
                                           Στους Φονεμένους κάθεται
                                           και τον Μυστρά αγναντεύει
                                           Κι οι κλέφτες τ’ απαντήσανε
                                           στέκουν και το ρωτάνε…

γυρίζοντας ταυτόχρονα την πλάτη του στον Σαράντο, που έμεινε με κατεβασμένο το κεφάλι να κοιτάει αμήχανα τις παλάμες των χεριών του.

   Την άλλη μέρα, πρωί πρωί με τα χαράματα, ξεκίνησε ο Σαράντος για τη Ρούσα-πέτρα. Πήρε μαζί του μια γκλίτσα κι ένα παγούρι νερό.

   «Πάω να τον ψάξω», μας ανακοίνωσε με σοβαρό ύφος και ξεκίνησε με μεγάλες δρασκελιές να ανηφορίζει το δρόμο κατά τη γυμνή κορυφή του βουνού, για τη θέση εκείνη, όπου, λίγα μέτρα πριν προλάβει να περάσει την κορυφογραμμή, κειτόταν το άψυχο κορμί του σκοτωμένου αντάρτη. Χάθηκε σε μια στιγμή, κρυμμένος από τα δέντρα του δάσους, κι ακούγαμε μόνο το σφύριγμά του για κάμποση ώρα, μέχρι που σβήστηκε κι αυτό.

   Κατά το μεσημεράκι, είμαστε μαζί με τον πατέρα στην πέρα μεριά, στα χωράφια του Κανέλλια, όταν μέσα από τα δέντρα βλέπουμε τον Σαράντο να ξεπροβάλει και να έρχεται καταπτοημένος με άδεια χέρια προς το μέρος μας.

   «Βρε, καλώς τον! Τι τα έκανες τα όπλα του αντάρτη;» τον ρώτησε ο πατέρας, καθώς τον είδε να πλησιάζει με την γκλίτσα στον ώμο.

   «Άσε, ρε μπάρμπα, δεν μπόρεσα να τον πλησιάσω. Έζεχνε εκατό μέτρα μακριά. Έχει βρωμίσει… έχει σαπίσει, μπάρμπα Νίκο».

   Τον άφησε κι έφυγε. Ήταν αδύνατο από τη βρώμα να φτάσει κοντά στο πτώμα, που είχε τουμπανιαστεί και είχε μια απαίσια και φριχτή όψη από μακριά που το αντίκρισε.

   Ο πατέρας δεν του είπε άλλη κουβέντα, έκοψε ένα κλαδί από ιξό που ήταν πάνω σε ένα έλατο και το πέταξε κατά τα πρόβατα.



   Την άλλη χρονιά, την άνοιξη, όταν ξανανεβήκαμε στο βουνό, οι αντάρτες δεν έκαναν πια επιδρομές. Είχαν μείνει λιγοστοί στην περιοχή και γύριζαν εδώ κι εκεί ξεκομμένοι, καθώς τους κυνηγούσε άγρια ο τακτικός στρατός στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.

   Μια μέρα, εμείς οι τρεις μικροί, εγώ ο αδερφός μου ο Κώστας και ο Λιάκος, φέρναμε το τυρί στο χωριό. Καθώς περνούσαμε από ένα στενό μονοπάτι σε μια ραχούλα με σκίνα και πουρνάρια, βλέπουμε καμιά εικοσαριά μέτρα παρακάτω, στη ρίζα μιας κερασούλας, έναν σκοτωμένο. Από τα ταλαιπωρημένα ρούχα του και το μαύρο σκουφί, πεσμένο δίπλα του, φαινόταν ότι ήταν αντάρτης. Είχαν αποβραδίς ακουστεί βολές πυροβολικού και πολυβόλα να κροταλίζουν.

   Σταθήκαμε αποσβολωμένοι και οι τρεις κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια τον σκοτωμένο. Το κεφάλι του ήταν γεμάτο αίματα και τα μαλλιά του φαίνονταν κολλημένα. Τρόμαζες βλέποντας το ανοιχτό του στόμα, καθώς ήταν πεσμένος ανάσκελα και το ένα του πόδι φαινόταν σαψαλιασμένο από το γόνατο και κάτω.

   Ο Κώστας μας έσπρωξε να προχωρήσουμε κι ενώ εγώ κι αυτός ξεκινήσαμε να φύγουμε, ο Λιάκος είπε:

   «Περιμένετε, ρε! Πάμε να τον ψάξουμε».

   «Τι λες, ρε συ;» είπαμε και οι δύο με μια φωνή.

   Όμως ο Λιάκος είχε παρατήσει στον δρόμο το φορτίο του και είχε ετοιμαστεί να κατηφορίσει, χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές μας, στα παρακάλια και στις απειλές που του εκτοξεύαμε.

   «Όποιος θέλει ας έρθει. Εγώ θα πάω να τον ψάξω».

   Εις μάτην προσπάθησε ο Κώστα να τον συγκρατήσει τραβώντας από το χέρι. Αυτός με ένα τίναγμα του ξέφυγε και άρχισε να κατηφορίζει κατά τη μεριά που βρισκόταν ο σκοτωμένος.

   Μείναμε οι δυο μας να τον κοιτάζουμε, καθώς πλησίαζε το πτώμα, κι όταν σε μια στιγμή κοντοστάθηκε, χαρήκαμε νομίζοντας ότι το μετάνιωσε ή ότι φοβήθηκε και θα γύριζε πίσω. Όμως αυτός ο δισταγμός κράτησε μια στιγμή μόνο. Ύστερα είδαμε τον Λιάκο να σκύβει πάνω από τον πεθαμένο και να του ψάχνει τις τσέπες. Έκανε μια προσπάθεια με το πόδι του να αναποδογυρίσει το πτώμα, αλλά φάνηκε να διστάζει και γύρισε τρέχοντας προς το μέρος μας. Όταν έφτασε κοντά μας, στη χούφτα του κρατούσε ένα κουτί σπίρτα. Δεν είχε βρει τίποτε άλλο.



   Πέρασε ο καιρός, άλλαξαν τα πράγματα, σκορπιστήκαμε τα ξαδέρφια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μεγαλώσαμε.

   Μεγάλοι πια, ύστερα από πολλά χρόνια, έτυχε να ξαναβρεθούμε με τον Λιάκο στην Αμερική, όπου είχε μεταναστεύσει κι εγώ είχα πάει ως τουρίστας, προσκεκλημένος της αδερφής μου. Ένα βράδυ, λοιπόν, σε ένα γλέντι με ομογενείς σε κάποιο ελληνικό κέντρο του Σικάγου, το έφερε η κουβέντα σε κείνα τα χρόνια και θυμηθήκαμε το κουτί με τα σπίρτα που βρήκε πάνω στον σκοτωμένο αντάρτη ο Λιάκος.

   Μια στιγμή τον βλέπω ν’ αναρωτιέται και γυρίζοντας μου λέει: «Ακούς εκεί μόνοι σπίρτα! Λες, boy, να μην ήμουνα εγώ ο πρώτος που τον έψαξε;» 


Δεν υπάρχουν σχόλια: