.............................................................
Κόμπο Αμπέ (1924 - 1993)
Κόμπο Αμπέ (1924 - 1993)
Από το μυθιστόρημα του Κόμπο Αμπέ "Η γυναίκα της άμμου" (μτφ. από τα ιαπωνικά (Suna no Onna, 1962 Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Άγρα, 2004, 2019)
...σελ.
33
…Επειδή
η επιφάνεια του εδάφους σαρώνεται από τα ρεύματα του αέρα και του νερού, η
δημιουργία της άμμου είναι ίσως κάτι δύσκολο να αποφευχθεί. Εφόσον οι άνεμοι
φυσάνε, τα ποτάμια κυλάνε και η θάλασσα φουρτουνιάζει, η
άμμος γεννιέται, κόκκο τον κόκκο, μέσα από το χώμα και, σαν να είναι κάτι
ζωντανό, έρπει εισχωρώντας παντού. Η άμμος ποτέ δεν ησυχάζει. Αθόρυβα αλλά
σταθερά εισβάλλει και απλώνεται, θανατώνοντας την επιφάνεια του εδάφους…
Αυτή η εικόνα, της άμμου που ρέει,
συγκλόνισε απερίγραπτα τον άντρα προκαλώντας του έξαψη. Το άγονο της άμμου δεν
οφείλεται, όπως θεωρείται συνήθως, στην απλή ξηρότητα· φαίνεται μάλλον ότι
είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι λόγω της αδιάκοπης ροής της, δεν μπορεί να
φιλοξενήσει κανένα ζωντανό πλάσμα. Τι διαφορά, σε σύγκριση με τη μελαγχολία της
καθημερινότητας, που εξαναγκάζει στη συνεχή, ακίνητη προσκόλληση σε όλη τη διάρκεια
του χρόνου…
Σίγουρα η άμμος είναι ακατάλληλη για τη ζωή.
Όμως και η σταθερότητα είναι τάχα τόσο απόλυτα απαραίτητη γι’ αυτή; Μήπως δεν
είναι ακριβώς η προσπάθεια της προσκόλλησης σε κάτι σταθερό, από την οποία
ξεκινάει ο μισητός ανταγωνισμός; Αν εγκαταλείπαμε τη σταθερότητα κι αφηνόμασταν
εντελώς στη ροή της άμμου, τότε σίγουρα κι ο ανταγωνισμός δεν θα μπορούσε πια
να υπάρξει. Πραγματικά, ακόμα και στην έρημο ανθίζουν λουλούδια και ζουν έντομα
ή άλλα ζώα. Πρόκειται για πλάσματα που, χρησιμοποιώντας την ισχυρή τους
ικανότητα προσαρμογής, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη σφαίρα του ανταγωνισμού.
Για παράδειγμα, όπως η οικογένεια των κολεοπτέρων του…
Έχοντας συνέχεια στη
φαντασία του την εικόνα της άμμου που ρέει, πού και πού καταλαμβανόταν από την
ψευδαίσθηση ότι ακόμα κι ο ίδιος έχει αρχίσει να ρέει…
σελ.69-70
…Είχε
πιαστεί σε μια παγίδα. Απρόσεχτα, είχε παρασυρθεί απ’ το μαύλισμα του
κολεόπτερου, σαν κανένα πεινασμένο ποντίκι είχε οδηγηθεί στο βάθος της ερήμου,
εκεί απ’ όπου δεν υπήρχε πια κανένας τρόπος διαφυγής…
Ο άντρας τινάχτηκε
όρθιος, έτρεξε προς την πόρτα και κοίταξε έξω άλλη μια φορά. Είχε αρχίσει να
φυσάει. Ο ήλιος ήταν τώρα σχεδόν ακριβώς πάνω από την τρύπα. Απ’ την καιόμενη
άμμο, μαρμαρυγές ζεστού αέρα ανέβαιναν σαν υγρή ζωντανή μεμβράνη. Και ο τοίχος
της άμμου, με την έκφραση προσώπου που πλέον γνωρίζει, ψιθυρίζοντας στους μυς
και στις αρθρώσεις του το άσκοπο της αντίστασης, έμοιαζε να πυργώνεται όλο και
περισσότερο προς τα ύψη. Ο καυτός αέρας διαπέρασε το βλέμμα του. Απότομα, η
θερμοκρασία είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει.
Ξαφνικά, σαν να παλάβωσε, ο άντρας άρχισε να
ουρλιάζει. Μη ξέροντας τι να πει, έβγαζε λέξεις δίχως νόημα. Μόνο κραύγαζε, με
όλη του τη δύναμη, όσο έφτανε η φωνή του. Σαν να περίμενε ότι έτσι θα τρόμαζε
τον εφιάλτη, θα τον έκανε να ξυπνήσει, να ζητήσει συγγνώμη για το αθέλητο λάθος
του και να τον βγάλει από τον πάτο της τρύπας. Όμως η φωνή του, μη μπορώντας να
πιάσει τα όριά της, έβγαινε εύθραυστη κι αδύναμη. Ακόμα χειρότερα, καθώς στην
πορεία την κατάπινε και τη σκόρπιζε ο αέρας, ήταν αδύνατο να ξέρει αν έφτανε
και πουθενά.
Απότομα, ένας εκκωφαντικός ήχος διέκοψε τη
φωνή του. Όπως το ‘χε πει η γυναίκα την προηγούμενη νύχτα, το γείσο της άμμου
της βόρειας πλευράς, έχοντας χάσει με τη ζέστη την υγρασία του, κόπηκε και γκρεμίστηκε
κάτω. Ολόκληρο το σπίτι, σαν κάποιος να το ‘στριψε με βία, έβγαλε ένα θλιβερό
σκούξιμο. Μετά, απ’ τις χαραμάδες της στέγης και του τοίχου φάνηκε να σταλάζει,
ψιθυρίζοντας λες και υπέφερε, ένα γκρίζο αίμα. Ο άντρας, με το στόμα γεμάτο
σάλιο, άρχιζε να τρέμει. Σαν αυτό που είχε συντριβεί να μην ήταν τίποτ’ άλλο
παρά ακριβώς ο ίδιος…
Όμως όχι, παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορεί, είναι
αδύνατο. Αυτό που συμβαίνει παραείναι έξω από κάθε φαντασία. Είναι δυνατόν να
‘πιασαν σε μια παγίδα, να αιχμαλώτισαν σαν να ‘ταν κανένα ποντίκι ή έντομο,
έναν ολόκληρο άνθρωπο; Έναν άνθρωπο με κανονικό οικογενειακό μητρώο, δουλειά,
που πληρώνει τους φόρους του, που διαθέτει βιβλιάριο υγείας; Όχι, απίστευτο.
Είναι ίσως κάποιο λάθος, είναι σίγουρα λάθος. Δεν μπορεί να σκεφτεί ότι πρόκειται
για τίποτε άλλο, παρά για λάθος….
σελ.
156-158
…«Τι
κάνετε εκεί!»
«Ξηλώνω
ετούτη τη σαχλαμάρα, για να βγάλω υλικά, να φτιάξω μια σκάλα!»
Διαλέγοντας κάποιο
άλλο σημείο δοκίμασε πάλι. Όπως το φαντάστηκε, ήταν το ίδιο. Τα λόγια της
γυναίκας, ότι η άμμος σαπίζει το ξύλο, ήταν φαίνεται αληθινά. Κι αν το κομμάτι
του τοίχου που ήταν περισσότερο από κάθε άλλο εκτεθειμένο στον ήλιο, ήταν σ’
αυτή την κατάσταση, μπορούσε να φανταστεί τι θα ‘ταν το υπόλοιπο. Περίεργο, πώς
τόσο χαλαρό σπίτι μπορούσε να στέκεται… Γερμένο απ’ τη μια πλευρά, ήταν σαν ένα
μισοπαράλυτο κορμί… Τώρα τελευταία φαίνεται ότι φτιάχνουν σπίτια ακόμα και μόνο
από χαρτί ή από νάυλον, συνεπώς, έστω και χαλαρές, τέτοιες δυναμικές δομές
μπορεί να υπάρχουν…
Αν οι σανίδες είναι άχρηστες, τότε θα
δοκίμαζε τις δοκούς.
«Όχι! Μη! Σταματήστε, σας παρακαλώ!»
«Γιατί; Έτσι κι αλλιώς, όπου να ‘ναι θα μας
καταπλακώσει η άμμος!»
Αδιαφορώντας σήκωσε ξανά το χέρι, έτοιμος να
χτυπήσει. Ουρλιάζοντας, η γυναίκα όρμησε πάνω του στα τυφλά. Προσπαθώντας να
την τινάξει από πάνω του, εκείνος πρόβαλε τον αγκώνα και έστριψε το σώμα. Όμως
δεν υπολόγισε καλά, κι αντί αυτός τη γυναίκα, στριφογύρισε εκείνη αυτόν. Χωρίς
να καθυστερήσει, ο άντρας προσπάθησε ν’ αντεπιτεθεί. Όμως φτυάρι και γυναίκα,
σαν να ‘ταν δεμένα σφιχτά με αλυσίδα, δεν ξεκολλούσαν με τίποτε. Δεν μπορούσε
να καταλάβει… Τουλάχιστον από άποψη δύναμης, δεν θα ‘πρεπε να μπορεί να
νικηθεί… Κυλίστηκαν δυο-τρεις φορές, παλεύοντας πάνω στο χωματένιο πάτωμα. Κι
ενώ για μια στιγμή νόμισε ότι τα κατάφερε να τη βάλει κάτω, εκείνη,
χρησιμοποιώντας το στειλιάρι του φτυαριού σαν ασπίδα, επιδέξια τον
αναποδογύρισε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ίσως ήταν εξαιτίας του φτηνού σακέ… Χωρίς
να τον νοιάζει πια αν ο αντίπαλος είναι γυναίκα, αντανακλαστικά, κλότσησε την κοιλιά
της με το λυγισμένο του γόνατο.
Η γυναίκα ούρλιαξε και ξαφνικά η δύναμή της
παρέλυσε. Χωρίς να χάσει στιγμή, γύρισε από πάνω της και την κόλλησε γερά στο
πάτωμα. Το στήθος της ήταν γυμνό και το χέρι του γλίστρησε πάνω στο δέρμα, που
ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα.
Ξαφνικά, σαν να σταμάτησε ο προβολέας σε
κάποιο κινηματογράφο, οι δύο έμειναν εντελώς ακίνητοι. Ήταν μια απολιθωμένη,
άκαμπτη στιγμή, που φαινόταν ότι θα συνεχιζόταν έτσι για πάντα, αν ένας από
τους δύο δεν έκανε κάτι. Πάνω στην κοιλιά του αισθανόταν ζωντανό το δίκτυο των
φλεβών κάτω από το δέρμα των μαστών της γυναίκας. Το μέλος του άντρα ήταν σαν
ένα ανεξάρτητο, ζωντανό πράγμα. Κράτησε ακίνητος την αναπνοή του. Με μια
ελάχιστη κίνηση του σώματός του, ο αγώνας για το φτυάρι δεν αποκλείεται να
μετατρεπόταν σε κάτι άλλο.
Καθώς προσπαθούσε να καταπιεί το σάλιο της,
ο λάρυγγας της γυναίκας φούσκωσε. Το μέλος του άντρα ένιωσε αυτό το φούσκωμα
σαν σύνθημα για να κινηθεί. Όμως η γυναίκα τον διέκοψε με μια βραχνή φωνή:
«Οι γυναίκες της πόλης είναι όλες ωραίες,
έτσι δεν είναι;»
Οι γυναίκες της πόλης;… Ξαφνικά, ο άντρας
αισθάνθηκε ντροπή… Ο πυρετός του πρησμένου μέλους κι αυτός κρύωσε… Ο κίνδυνος
φαίνεται ότι πέρασε εύκολα… Δεν ήξερε ότι η επιρροή των μελοδραμάτων μπορεί να
επιβιώνει ακόμα κι εδώ, μέσα σ’ αυτή την άμμο.
Για κάποιο λόγο, οι περισσότερες γυναίκες
φαίνεται να πιστεύουν ότι ακόμα και στο άνοιγμα των ποδιών ο σύντροφός τους δεν
θ’ αναγνωρίσει την αξία τους, αν αυτό δεν μοιάζει σαν να είναι σκηνή από κάποιο
μελόδραμα. Κι όμως, ακριβώς αυτή η ψευδαίσθηση, αφελής σε βαθμό που να προκαλεί
θλίψη, στην πραγματικότητα έχει γίνει η αιτία της μετατροπής και των ίδιων σε
θύματα ενός μονόπλευρου ψυχολογικού βιασμού…
σελ.
165-169
…Η
γυναίκα έμοιαζε να αντιλαμβάνεται την κίνηση των αισθημάτων του άντρα. Ενώ
είχε αρχίσει να δένει το κορδόνι του παντελονιού, σταμάτησε στη μέση. Η άκρη
του λυμένου σκοινιού κρεμόταν κάτω, ανάμεσα στα δάχτυλά της. Κοίταζε προς τα
πάνω, τον άντρα, με μάτια σαν του κουνελιού. Κι αυτό που έμοιαζε με κουνέλι δεν
ήταν μόνο η κοκκινίλα των βλεφάρων της. Ο άντρας απάντησε με μάτια που μέσα
τους είχε χαθεί ο χρόνος. Μια βαριά μυρουδιά, σαν από βρασμένα κότσια,
περικύκλωνε τη γυναίκα.
Κρατώντας το κορδόνι με τα χέρια της και
περνώντας ξυστά δίπλα από τον άντρα, η γυναίκα ανέβηκε στο δωμάτιο κι άρχισε να
βγάζει το παντελόνι. Είχε μια αδίστακτη φυσικότητα, σαν να συνέχιζε κάτι που το
είχε αρχίσει από πριν. Αυτή είναι αληθινή γυναίκα, σκέφτηκε από μέσα του ο
άντρας με προσδοκία. Όμως αμέσως άλλαξε σκέψεις. Αν καθυστερούσε έτσι ηλίθια,
μη κάνοντας κάτι και ο ίδιος, το πράγμα σίγουρα θα χαλούσε. Βιαστικά, έβαλε κι
αυτός το χέρι στη ζώνη του.
Αν αυτό είχε γίνει μέχρι χτες, μπορεί να το
έπαιρνε σαν το διάφανο θέατρο της γυναίκας, όπως ήταν άλλωστε τα λακκάκια και
τα χασκόγελά της. Στην πραγματικότητα, δεν αποκλείεται να συμβαίνει αυτό
ακριβώς. Όμως δεν ήθελε να σκέφτεται έτσι. Το στάδιο στο οποίο μπορούσε να
χρησιμοποιήσει το σώμα της γυναίκας σαν αντικείμενο συναλλαγής, είχε περάσει
προ πολλού… Τώρα την κατάσταση την είχε αποφασίσει η βία… Υπήρχαν αρκετά
στοιχεία που έδειχναν ότι πρόκειται για μια σχέση με βάση την αμοιβαία
συμφωνία, που παρέβλεπε τα παζαρέματα.
Μαζί με το παντελόνι, μια μικρή ποσότητα
άμμου έπεσε πάνω στη ρίζα του πέους του κι από κει κύλησε στην εσωτερική πλευρά
των μηρών του… Μια βρόμα σαν από μουχλιασμένες κάλτσες ανέβηκε προς τα πάνω.
Αργά αλλά σίγουρα, κάνοντας έναν ήχο σαν εκείνο ενός σωλήνα που του έκοψαν το
νερό, το πέος του άρχισε πάλι να γεμίζει… Ένα πέος που, χωρίς καπέλο έδειχνε
την κατεύθυνση… Ανοίγοντας τα φτερά του, έλιωσε πίσω από την ήδη ολόγυμνη
γυναίκα.
Θα μπορούσε τάχα να το απολαύσει;… Μα
φυσικά… Τα πάντα ταίριαζαν, σαν μέσα στα τετράγωνα ενός χαρτιού για σχεδίαση
γραφικών… Και η ανάσα, και ο χρόνος, και το δωμάτιο και η γυναίκα… Αυτό να ‘ναι
τάχα εκείνο που εννοεί ο Δακτύλιος του Μέμπιους, όταν λέει σεξουαλική επιθυμία
εν γένει; Έστω κι έτσι, πώς σου φαίνεται αυτή η σφιχτή περιοχή των γλουτών…
Καμιά σύγκριση μ’ εκείνα τα κοκαλιάρικα, στερημένα πλάσματα που ψώνιζε στο
δρόμο…
Η γυναίκα, γονατίζοντας στο ένα πόδι και
τυλίγοντας την πετσέτα σαν μπάλα, άρχιζε να σκουπίζει την άμμο απ’ το λαιμό
της. Ξαφνικά μια καινούργια κατολίσθηση ξεκίνησε. Ολόκληρο το σπίτι έτρεμε
βογκώντας. Τι παλαβή παρεμβολή… Σε δευτερόλεπτα η άμμος, που έπεφτε σαν ομίχλη,
κάλυψε με ένα λευκό στρώμα το πρόσωπο της γυναίκας. Άμμος μαζεύτηκε και στους
ώμους, και στα χέρια. Οι δύο, έχοντας πέσει στην αγκαλιά του άλλου, δεν
μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να περιμένουν το τέλος της κατολίσθησης.
Πάνω στην άμμο που μαζευόταν έσταζε ο
ιδρώτας, και πάνω σ’ αυτόν έπεφτε πάλι άμμος… Οι ώμοι της γυναίκας έτρεμαν· ο
άντρας αισθανόταν κι αυτός σαν βραστό νερό, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να
ξεχειλίσει… Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι μηροί της τον
τραβούσαν τόσο άγρια… Η έλξη ήταν τόση που θα ‘θελε να βγάλει όλα τα νεύρα του
σώματός του και ένα ένα να τα τυλίξει γύρω τους… Κάπως έτσι πρέπει να ‘ναι η
όρεξη που αισθάνονται τα σαρκοβόρα φυτά, τραχιά και άπληστη. Αντιστάθηκε, σαν
να συμπίεζε ένα ελατήριο… Τέτοια εμπειρία δεν είχε σχεδόν ποτέ όταν βρισκόταν
με την άλλη. Πάνω σ’ εκείνο το κρεβάτι ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα που
αισθάνονταν… Ένας άντρας και μια γυναίκα που έβλεπαν… Ένας άντρας που έβλεπε
τον άντρα να αισθάνεται, και μια γυναίκα που έβλεπε τη γυναίκα να αισθάνεται…
Μια γυναίκα που έβλεπε τον άντρα που έβλεπε τον άντρα, κι ένας άντρας που
έβλεπε τη γυναίκα που έβλεπε τη γυναίκα… Η επ’ άπειρον πολλαπλασιαζόμενη
συνειδητοποίηση της σεξουαλικής πράξης αντικατοπτριζόμενη σε αντιμέτωπους
καθρέφτες. Η σεξουαλική επιθυμία, που έχει μια ιστορία κάμποσων εκατομμυρίων
ετών, ξεκινώντας από την αμοιβάδα, ευτυχώς δεν εξαντλείται εύκολα… Όμως αυτό
που μου χρειάζεται τώρα είναι αυτή η αδηφάγα επιθυμία… Αυτή η έξαψη των νεύρων,
που μαζεμένα έρπουν προς τους μηρούς της γυναίκας.
Η κατολίσθηση σταμάτησε. Και σαν να περίμενε
γι’ αυτό, εκείνος πλησίασε, για να βοηθήσει την γυναίκα να σκουπίσει την άμμο
από πάνω της. Εκείνη, με μια βραχνή φωνή, γέλασε. Απ’ τους μαστούς, κάτω απ’
τις μασχάλες… Απ’ τις μασχάλες, γύρω από τη μέση… Τα χέρια του άντρα
προχωρούσαν όλο και πιο δραστήρια. Τα δάχτυλα της γυναίκας, κρεμασμένα γύρω απ’
το λαιμό του, τον πίεζαν με δύναμη. Πού και πού, ξαφνικά, της ξέφευγαν φωνές
έκπληξης.
Όταν ο άντρας τελείωσε, μετά ήρθε η σειρά
της γυναίκας να σκουπίσει την άμμο από το σώμα του. Ο άντρας έκλεισε τα μάτια,
και χαϊδεύοντας αργά τα μαλλιά της, περίμενε. Τα μαλλιά της ήταν κολλημένα και
τραχιά στην αφή.
Ένας σπασμός… Άλλος ένας, ίδιος με τον
πρώτο… Οι επαναλαμβανόμενες πράξεις που δεν αλλάζουν μορφή και που σ’ αυτές
διαθέτουμε όλο μας το σώμα, ενώ καθώς διαρκούν ονειρευόμαστε πάντα κάτι άλλο:
το φαγητό, το περπάτημα, ο ύπνος, ο λόξιγκας, το γοερό κλάμα, η συνεύρεση…
ΟΙ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΣΠΑΣΜΟΙ, που προχωρούν σωρεύοντας και ταυτόχρονα υπερβαίνοντας
αναρίθμητα στρώματα απολιθωμάτων… Ούτε τα δόντια των δεινοσαύρων ούτε οι
τοίχοι των παγετώνων δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την πορεία αυτής της
αναπαραγωγικής προπέλας, που προχωρεί μέσα από κραυγές και εκστάσεις. Τελικά το
πυροτέχνημα του γόνου έστυψε το συσπώμενο σώμα του… Ένα σμάρι αστέρια που
ξεπηδούν, έχοντας διασχίσει άπειρα σκότη… Αστέρια σκουριασμένου πορτοκαλί
χρώματος… Η χορωδία του τέλους…
Όμως κι αυτό το σπιθοβόλημα, αφού διέγραψε
την τροχιά του, έσβησε… Ακόμα και το χέρι της γυναίκας, που χτυπώντας τα
οπίσθια του άντρα τον παρακινούσε να συνεχίσει, ήταν πια ανώφελο. Ακόμα και τα
νεύρα, που έχοντας στο μάτι τους μηρούς της γυναίκας είχαν γλιστρήσει προς τα
έξω, μαράθηκαν σαν ραδίκια χτυπημένα από την πάχνη. Το πέος παρέλυσε ανάμεσα
στη σάρκα του κοχυλιού. Και η γυναίκα, που για λίγο, μη θέλοντας να δεχτεί το
τέλος, επέμεινε να τινάζει προς τα έξω τα λαγόνια της, τελικά βυθίστηκε
κατάκοπη προς τα πίσω, μέσα σε μια ξέπνοη γαλήνη.
Παλιά, ξινισμένα, σάπια κουρέλια πίσω απ’
την ντουλάπα… Μια λεωφόρος μπροστά από ένα ποδηλατοδρόμιο, απ’ την οποία
επέστρεφε γεμάτος απ’ τη σκόνη της μεταμέλειας…
σελ.
230-233
Βυθίζεται… Βυθίζεται… Όπου να ‘ναι θα φτάσει
πάνω απ’ τα ισχία… Τι, που να πάρει ο διάολος, θα μπορούσε να κάνει τώρα;… Αν
αύξανε την επιφάνεια της επαφής του σώματός του με την άμμο, το βάρος του ανά
τετραγωνικό εκατοστό θα γινόταν ελαφρότερο, οπότε, έστω και λίγο, θα μπορούσε
ίσως να προβάλει κάποια αντίσταση στη διαδικασία του βυθίσματος… Ανοίγοντας και
τα δύο χέρια, έπεσε μπρούμυτα… Όμως, ήταν ήδη αργά. Ακόμα κι αν ήθελε ν’
ακουμπήσει το στομάχι του, το μισό του σώμα είχε ακινητοποιηθεί στην κάθετη
στάση, μέσα στην άμμο. Και το να κρατάει την ήδη κουρασμένη μέση του συνέχεια
έτσι, σε ορθή γωνία, ήταν απλώς αδύνατον. Εκτός κι αν κάποιος ήταν
εκπαιδευμένος ακροβάτης, ο χρόνος που θα μπορούσε να διατηρήσει μια τέτοια
στάση αργά ή γρήγορα θα ‘φτανε στα όριά του.
Τι σκοτεινά που ήταν… Ολόκληρος ο κόσμος
είχε κλείσει τα μάτια του κι είχε βουλώσει τ’ αυτιά του… Εγώ πεθαίνω, και
κανένας δεν γυρίζει καν να κοιτάξει! Ο φόβος που είχε κολλήσει στο πίσω μέρος
του λάρυγγά του, ξαφνικά ξέσπασε. Ο άντρας άνοιξε διάπλατα το στόμα του κι
έβγαλε μια κραυγή ζώου:
«Βοήθεια!»
Η καθιερωμένη λέξη!... Ναι, ας είναι η
καθιερωμένη λέξη, δεν πειράζει… Σε τι ωφελεί η ατομικότητα και τα τοιαύτα στο
χείλος του θανάτου; Ήθελε να ζήσει, όπως και να ‘ταν, έστω κι αν η ζωή του
επρόκειτο να συνίσταται στην πιο στοιχειώδη μορφή!... Από στιγμή σε στιγμή θα
θαφτεί μέχρι το στήθος, θα θαφτεί μέχρι το σαγόνι, η άμμος θ’ αρχίσει ν’
αγγίζει την άκρη της μύτης… Σταματήστε! Φτάνει πια!
«Σας παρακαλώ, βοηθήστε με!... Υπόσχομαι
ό,τι να ‘ναι!... Σας ικετεύω, βοηθήστε με!... Σας ικετεύω!»
Τελικά ο άντρας άρχισε να κλαίει. Στην αρχή
με λυγμούς που τους έλεγχε για κάποιο διάστημα, ασυγκράτητο θρήνο μετά, αφέθηκε
σε μια άθλια κατάρρευση. Τι σημασία είχε, αφού κανένας δεν τον έβλεπε;… Ότι
κάτι τέτοιο συνέβαινε, χωρίς να συνοδεύεται από την παραμικρή τυπική
διαδικασία, ήταν υπερβολικά άδικο… Ακόμα και οι θανατοποινίτες είχαν το
προνόμιο ν’ αφήσουν πίσω τους μια καταχώριση του γεγονότος, όταν πέθαιναν… Θα
κραύγαζε όσο ήθελε… Δεν ήταν σωστό να μην τον βλέπει κανένας!
Έτσι η έκπληξη που δοκίμασε όταν ξαφνικά άκουσε
να του φωνάζουν από πίσω, ήταν καταλυτική. Είχε ηττηθεί ολοκληρωτικά. Ακόμα και
το αίσθημα ντροπής για την ταπείνωση έγινε στάχτη και σκόρπισε τόσο εύκολα, όπως
σκορπάει η στάχτη απ’ τα καμένα φτερά μιας λιβελούλας.
«Έλα, για πιάσε τούτο δω!»
Ένα μακρύ κομμάτι σανίδας προσγειώθηκε
γλιστρώντας δίπλα του και τον χτύπησε στα πλευρά. Ένα δαχτυλίδι φωτός, σχίζοντας
το διάστημα, στάθηκε πάνω σ’ αυτή τη σανίδα. Αυτός, προσπαθώντας να στρίψει το ήδη
δυσκίνητο πάνω μέρος του σώματος, απευθύνθηκε με ικετευτική φωνή προς τα πίσω
του, εκεί που αισθανόταν την ανθρώπινη παρουσία.
«Συγγνώμη, τραβήξτε με, σας παρακαλώ, μ’ αυτό
το σκοινί…»
«Τι λες τώρα, τι είσαι, καμιά ρίζα για να σε
βγάλουμε τραβώντας;» Γέλια ακούστηκαν πίσω του. Δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς,
όμως φαίνεται πως ήταν τέσσερις-πέντε νοματαίοι.
«Κρατήσου λίγο ακόμα, μόλις στείλαμε να φέρουν
το φτυάρι… Στηρίξου με τους αγκώνες πάνω στη σανίδα και δεν θα υπάρχει πρόβλημα…»
Έβαλε τους αγκώνες του όπως του είπαν και έκρυψε
το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Τα μαλλιά του ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Καμιά
συγκίνηση δεν έβγαινε από μέσα του, εκτός από το ότι ήθελε να τελειώσει αυτή η
ταπεινωτική κατάσταση όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
«Λοιπόν, τα βλέπεις… Τυχερός είσαι που σε
ακολουθήσαμε… Εδώ γύρω είναι γεμάτο από τέτοιους αλατοχυλούς. Ούτε τα σκυλιά
δεν πλησιάζουν αυτή την περιοχή. Κινδύνεψες όσο δεν γίνεται… Πόσοι περιπλανήθηκαν
εδώ πέρα, χωρίς να ξέρουν το μέρος, και δεν ξαναγύρισαν ποτέ… Εδώ ακριβώς το
βουνό κάνει ένα κοίλωμα. Το χειμώνα, το χιόνι μένει χωρίς να λιώσει… Μετά, πάνω
απ’ αυτό, η ιπτάμενη άμμος αφήνει κι αυτή ένα στρώμα… Μετά, πάλι η χιονοθύελλα,
κι άλλο στρώμα χιονιού. Αυτό συνέχεια, κάπου εκατό χρόνια, ώσπου γίνεται ένα πράγμα
σαν πολλές λεπτές στρώσεις μπισκότων από ρύζι. Τουλάχιστον έτσι μας είπε ο δεύτερος
γιος του προηγούμενου προέδρου του συνεταιρισμού, που πήγε σχολείο στην πόλη…
Ενδιαφέρον, ε;… Αν σκάβαμε μέχρι τον πάτο, δεν αποκλείεται να βγάζαμε και κάνα
χρυσαφικό…»
Γιατί στην ευχή του τα ‘λεγε όλα αυτά; Μια
τέτοια στιγμή να του μιλάνε έτσι αθώα, σαν να μην είχαν κανένα έγκλημα… Δεν το
σταματάνε καλύτερα… Εκατό φορές καλύτερα να του μιλούσαν με τρόπο που να ‘δειχνε
τα δόντια τους, αυτό θα ‘ταν πολύν καταλληλότερο για την περίπτωση… Κι ακόμα
καλύτερο θα ήταν να τον άφηναν ήσυχο, στην κουρελιασμένη αυτοεγκατάλειψή του…
Επιτέλους θόρυβοι ακούστηκαν πίσω του. Φαίνεται
ότι είχε φτάσει το φτυάρι. Τρεις άντρες, που φορούσαν σανίδες στερεωμένες στις σόλες
των παπουτσιών τους, άρχισαν να σκάβουν σ’ έναν πλατύ κύκλο γύρω του. Αφαιρούσαν
την άμμο στρώματα στρώματα. Τα όνειρά
του, οι απελπισίες του, η ταπείνωσή του, η έγνοια για τα προσχήματα, θάφτηκαν κάτω
απ’ αυτή την άμμο και εξαφανίστηκαν. Γι’ αυτό και τη στιγμή που τα χέρια των
αντρών τού άγγιξαν τους ώμους, έμεινε εντελώς απαθής. Αν τον διέταζαν ακόμα και
να τους δείξει, θα κατέβαζε τα παντελόνια του και θ’ αποπατούσε μπροστά τους. Ο
ουρανός έγινε φωτεινότερος. Από στιγμή σε στιγμή θα ‘βγαινε, φαίνεται, το φεγγάρι.
Με τι μούτρα θα με υποδεχθεί τάχα η γυναίκα;… Με ό,τι μούτρα και να ‘ναι, δεν
με νοιάζει… Τώρα πια δεν θα είμαι τίποτε περισσότερο από κάτι που θα μπορεί να
το χτυπάει όποιος και όποτε θέλει…
σελ.
236-238
Ξύπνησε
απ’ τους λυγμούς της γυναίκας.
«Γιατί κλαις;»
Η γυναίκα, προσπαθώντας να κρύψει την
αμηχανία της, σηκώθηκε βιαστικά όρθια.
«Με συγχωρείτε… Έλεγα να σας φτιάξω λίγο
τσάι…»
Αυτή η υγρή, ένρινη φωνή προκάλεσε μια
σκοτοδίνη στον άντρα. Μέχρι να καταλάβει γιατί τιναζόταν παράξενα η πλάτη της
γυναίκας, καθώς αυτή σκυμμένη συδαύλιζε τη φωτιά, χρειάστηκε λίγη ώρα. Είχε τη
βραδύτητα με την οποία γυρίζει κανείς, με κόπο, τις σελίδες ενός παλιού,
μουχλιασμένου βιβλίου. Ωστόσο, κάποια στιγμή κατάφερε να τις γυρίσει. Ξαφνικά ο
εαυτός του εμφανίστηκε στα μάτια του σαν κάτι τόσο άθλιο που ο ίδιος ασθάνθηκε
λύπη γι’ αυτόν.
«Δεν τα κατάφερα…»
«Ναι…»
«Δεν κατάφερα τίποτε απολύτως!...»
«Μα κανένας δεν τα ‘χει καταφέρει… Ποτέ
μέχρι τώρα…»
Η γυναίκα μιλούσε με τρεμάμενη φωνή, ωστόσο
βάζοντας ταυτόχρονα κάποια δύναμη, σαν να ήθελε ν’ απολογηθεί η ίδια για την
αποτυχία του άντρα. Τι θλιβερή τρυφερότητα. Θα ‘ταν τάχα υπερβολικά άδικο αν
αυτή η τρυφερότητα δεν έβρισκε ανταμοιβή;
«Κι όμως είναι κρίμα… Αν πετύχαινα,
σκεφτόμουν ότι αμέσως θα σου αγόραζα ένα ράδιο και θα σ’ το έστελνα…»
«Ράδιο;»
«Ναι, το σκέφτομαι εδώ και πολύ καιρό…»
«Όχι δεν χρειάζεται τέτοιο πράγμα…» είπε η
γυναίκα ταραγμένη σαν να απολογούνταν, και συνέχισε: «Αν κάνω, όσο μπορώ, και
δεύτερες δουλειές, μπορών να το αγοράσω κι εδώ… Αν είναι με δόσεις, μπορώ ν’
αρχίσω με μια προκαταβολή…»
«Ναι, αν είναι με δόσεις, βέβαια…»
«Άμα ζεσταθεί το νερό, να τρίψουμε την
πλάτη;»
Ξαφνικά, μια θλίψη με το χρώμα της αυγής
ανέβηκε φουσκώνοντας από μέσα του… Ίσως θα ‘ταν καλό να γλείψουν τα τραύματα ο
ένας του άλλου. Όμως, αν τραύματα που παραμένουν αιώνια αθεράπευτα τα γλείφουν
μεταξύ τους αιώνια, οι γλώσσες τους δεν θα γίνουν στο τέλος κομμάτια;
«Δεν μπόρεσα να το χωνέψω… Βέβαια, όπως και
να ‘χει, η ζωή δεν είναι κάτι που προχωράει με αμοιβαίες συμφωνίες μαζί μας…
Ωστόσο, επειδή εκείνη η ζωή ή τούτη η ζωή, συχνά η άλλη ζωή, εκείνη που μας
λείπει, φαίνεται λιγάκι καλύτερη… Όμως εκείνο που πραγματικά δεν μπορώ ν’
αντέξω, είναι η σκέψη τι θ’ απογίνουμε, πού θα καταλήξει αυτή η ζωή που ζούμε
εδώ μ’ αυτό τον τρόπο… Αν και βέβαια αυτό ποτέ κανείς δεν ξέρει, όποια ζωή και
να ‘ναι… Ωστόσο, αν έχουμε πολλά πράγματα για ν’ ασχολούμαστε και να
ξεχνιόμαστε, νομίζω ότι είναι κάπως καλύτερα…»
«Να σας πλύνω;»
Είπε η γυναίκα, σαν να του έδινε κουράγιο.
Ήταν μια υγρή, σαν μουδιασμένη φωνή. Ο
άντρας άρχισε αργά να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του και να βγάζει το παντελόνι
του. Είχε την αίσθηση ότι η άμμος έχει μαζευτεί μέχρι τα εσώτατα σημεία των
μυών του. (Τι να κάνει εκείνη αυτόν τον καιρό;) Όσα είχαν γίνει μέχρι την
προηγουμένη, έμοιαζε πια σαν να είχαν γίνει παλιά, πριν από πάρα πολλά χρόνια.
Η γυναίκα άρχισε να τρίβει το σαπούνι πάνω
στην υγρή πετσέτα…
ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, ένας συλλέκτης εντόμων εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη και εφτά χρόνια αργότερα κηρύσσεται επισήμως νεκρός. Ψάχνοντας ένα σπάνιο έντομο, είχε καταλήξει σ' ένα αλλόκοτο μικρό παραθαλάσσιο χωριό χαμένο στους αμμόλοφους. Στο βάθος μιας τρύπας, απ' όπου δεν υπάρχει διαφυγή, απομονωμένος με μια νεαρή γυναίκα, άρχισε γι' αυτόν ένας παράξενος εφιάλτης...
Το πιο γνωστό μυθιστόρημα του Κόμπο Αμπέ Suna no Onna (Η γυναίκα της άμμου) δημοσιεύτηκε στην Ιαπωνία το 1962 και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Το 1963 κέρδισε το Λογοτεχνικό Βραβείο Γιομιούρι. Η ταινία που γύρισε ο σκηνοθέτης Τεσιγκαχάρα Χιρόσι το 1964 κέρδισε στις Κάννες το Βραβείο των Κριτικών*. Το 1967 το βιβλίο τιμήθηκε στη Γαλλία με το βραβείο του Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος.
"Η θεματική του Κόμπο Αμπέ", επισημαίνει ο μεταφραστής του Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος στην εισαγωγή του για την ελληνική έκδοση, "με τα μοτίβα της κλειστοφοβίας, της μοναξιάς, της μεταμόρφωσης σε άλλου είδους υπάρξεις, ακόμα και της αιφνίδιας εύρεσης σε εντελώς άγνωστες, αλλόκοτες καταστάσεις ή κόσμους, αντικατοπτρίζει λίγο πολύ τη θεματική του Κάφκα, της υπαρξιακής λογοτεχνίας, του θεάτρου του παραλόγου και της επιστημονικής φαντασίας. Η περιγραφή ιδιαίτερων κόσμων, που συνδυάζουν το τρομακτικό με το ειδυλλιακό, ο συνδυασμός της ποιητικότητας με τη ματιά του φυσικού επιστήμονα ή του μαθηματικού, η γρήγορη εναλλαγή της φρίκης και του χιούμορ, της τρυφερότητας και του κυνισμού είναι κάποια από τα προφανή στοιχεία που χαρακτηρίζουν την τέχνη του Κόμπο Αμπέ". (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
*Σημείωση: Η ταινία του Τεσιγκαχάρα Χιρόσι παίχτηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους με τον τίτλο "Γυναίκα στους αμμόλοφους"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου