Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Για την οντολογία του Καρούζου έγραψε ο Γιώργος Κοκκινάκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 11.10.2019)


Για την οντολογία του Καρούζου



έγραψε ο Γιώργος Κοκκινάκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 11.10.2019)






Ριζοσπαστικές αναγνώσεις
«Σας μιλώ από ένα υπόγειο. Σας μιλώ από το υπερώο της Ελλάδος», μας λέει ο Καρούζος σε ένα στίχο του. Αυτός ο άνθρωπος, λέει μια φίλη μου, είχε όση κόλαση χρειαζόταν και όσο παράδεισο ήθελε. Δεν έχω ακούσει πιο ευθύβολη φράση για την ποίηση του Νίκου Καρούζου.
Γιατί, τι να το κάνεις το σπάταλο φως του Αιγαίου, όταν αγνοείς τα ερέβη του; Γιατί ο παράδεισος δεν είναι τίποτα χωρίς την κόλασή του. Με αντίθετα φτιάχνεται ο αλγόριθμος του νου προς τον νοητό. Χωρίς αυτά δεν πας πουθενά. Γιατί το φως χωρίς το σκότος είναι αναυθεντικό.
«Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα» λέει ο Νίκος Καρούζος στην «Προσευχή του σκουληκιού». Μάταιος ο κόσμος, σκοτάδι, αλλά να το πέρασμα και να το φως του.
Αυτό είναι το φως του Νίκου Καρούζου, το οξύ, το διαπεραστικό, αυτό που βγαίνει μέσα από σχισμές. Αυτό το φως που επειδή βγαίνει από περάσματα, από στενά, έχει ένταση, φωτίζει, αναδεικνύει τη θέα και τη θέαση του κόσμου.
Εζησε, έγραψε και τελείωσε τον βιολογικό του κύκλο σε ένα υπόγειο. Δύο μέτρα κάτω από τη γη αλλά μίλησε με χίλιους τρόπους για το είναι. Εφτασε μέχρι τα έγκατα του όντος. Ισως γι’ αυτό ακριβώς μπόρεσε να γράψει για το μοναδικό θέμα που για τον Καρούζο υπήρχε: Το πρόβλημα της ύπαρξης. Ολα τα άλλα τα θεωρούσε τεχνητά, συγκυριακά, πολύ επουσιώδη θέματα -και δεν τον απασχολούσαν. Γι’ αυτό είχε συμφιλιωθεί με το τίποτα, που γι’ αυτόν είναι το παν.
Στην α-προσπάθεια για τον Καρούζο βρίσκεται το νόημα. Στη φωτογραφία είναι πικρός και επώδυνος από ύπαρξη, παρότι φαίνεται να ποζάρει με αυτό το υπομειδίαμα.
Ισως η υγρασία στον τοίχο, τα πενιχρά του υλικά αποκτήματα, η λιτή κλινοστρωμνή ή το ξύλινο τραπέζι με τα λιγοστά βιβλία, αναδεικνύουν σε εικόνα τον στίχο του «Θα ’θελα να κατουρήσω επαρκώς την ευτυχία σας». Το υπαρξιακό πρόβλημα ήταν το επείγον, το διακαές, το φλεγόμενο. Αυτό που για τους πολλούς ανθρώπους δεν υπάρχει ως πρόβλημα. Εμπλεος βιωμάτων από την οντολογική καταβύθιση και την ωκεάνια υπαρξιακή αγωνία, διακατέχεται από μια υπερπεριεκτικότητα στη σκέψη του, τέτοια που τον αναγκάζει να πάει πέρα από τις λέξεις. Αλλά πού; Ιδού η παν-τραγικότητα της ύπαρξης: «Εβγάτε όξω ρε μανάρια από τις λέξεις / Εβγάτε όξω δίχως πουκάμισα / στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας». Αυτός ο πτωχός και πένης, ακτήμων, ασκητικός ποιητής, ο ζάπλουτος των λέξεων, τις αρνείται.
«Η λεγόμενη ποίηση, λύση συνέχειας του πνεύματος -η φλεγόμενη, μεζεδάκι στο άλυτο» μας λέει.
Ενας λυγμός είναι ολόκληρος, σπαράγματα οι λέξεις του, και μέγας αυταπατώμενος ο ποιητής, μας λέει αλλού. «Θέλω να βγω από τις λέξεις, βαρέθηκα», εμπλεκόμενος όμως βασανιστικά στην προσπάθεια συνεχούς ποιητικής δημιουργίας.
Ιδού η δημιουργική αντίφασή του: Ασεβής με τις λέξεις, ασεβής με την ποίηση, αφού διήνυσε ολόκληρη την οδό της ευσέβειας όμως.
Το σύμπαν του Καρούζου και αυτό που λέμε πραγματικό κόσμο είναι ασύμπτωτα. Και η γλώσσα του ακατάληπτη για τους πολλούς. Ερχεται από το μακρινό μέλλον.
Η καθημερινή ζωή, το πρόγραμμα, η ρουτίνα, το καθημερινό κούρδισμα εκατομμυρίων ανθρώπων, συνιστούσε για τον Καρούζο μια κατάσταση αδιανόητη, ισοδυναμούσα με αποκτήνωση.
Ο Καρούζος ζήτησε το ελάχιστο και αυτό ήταν το δύσκολο· ανθρωπινότερους ανθρώπους σε μια κοινωνία πιο ανθρώπινη.
Ομως η σημερινή κατάσταση της υπαρξιακής κατερήμωσης, της υπερκατανάλωσης, της υλικής ευδαιμονίας, του ατομισμού, της καριέρας και του εγωκεντρισμού, δεν επιτρέπει ένα παρόμοιο αίτημα.
Η οντολογία του Καρούζου και η εναγώνια αναζήτηση μιας απάντησης στο μυστήριο της ζωής και στη σκοπιμότητα του κόσμου παραμένει στο περιθώριο, στο υπόγειο. Τι διαβάζουν οι πολλοί στο εξής εκπληκτικό ποίημα;
«Τα γαϊδούρια συγγενικά μου σε όλα /στατικά πλάσματα στην ερημιά τους/ με τις ώρες ακίνητα στην ύπαιθρο λευτεριά τους/ η ολόσωμη μεταφυσική /τα γαϊδούρια πολλαπλάσια μηδαμινής ευτυχίας».
Η απάντηση ας μείνει αιωρούμενη...
*ψυχίατρος

Οι λέξεις και η κριτική ανάγνωση

Ο αναγνώστης [δεν;] είναι κριτικός. Ανοίγει το βιβλίο [προσοχή, όχι τον συγγραφέα] και έρχεται αντιμέτωπος με τις λέξεις· κυρίως βλέπει εάν αυτές έλκονται μεταξύ τους· δροσίζεται επίσης από το αεράκι που πνέει ανάμεσα στις λέξεις. Τότε μόνο είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ότι διάβασε ένα βιβλίο -και είτε του άρεσε είτε όχι δεν ενδιαφέρει. Ο αναγνώστης, όποιος τέλος πάντων λαχταρά να διαβάσει, μπορεί και ακούει τον ήχο των λέξεων, βρίσκεται σε θέση να βλέπει το φως τους -και ριγεί. Το ρίγος τον καθιστά ευγενή απέναντι στο κείμενο, ακόμη και εάν σκληρά αναγκαστεί να μιλήσει γι' αυτό στο μέλλον.
Διαβάζοντας μια ποιητική συλλογή, ένα δοκίμιο ή ένα μυθιστόρημα, ο ευγενής αναγνώστης κρίνει αλλά κυρίως συγκρίνει με άλλα κείμενα που έχει διαβάσει. Είναι οπλισμένος για να μπορεί να το κάνει αυτό, διαβασμένος, εννοείται.
Ο ψυχίατρος Γιώργος Κοκκινάκος, που γράφει εδώ [βεβαίως έχω την επίνευσή του για τη μικρή τούτη εμφιλοχώρηση] διαβάζει τον Καρούζο, ταυτόχρονα όμως, με λεπτότητα [και την ευγένεια που είπαμε] δεν διστάζει να κρίνει τον νομπελίστα «ποιητή του Αιγαίου». «Γιατί τι να το κάνεις το σπάταλο φως του Αιγαίου, όταν αγνοείς τα ερέβη του; Γιατί ο παράδεισος δεν είναι τίποτα χωρίς την κόλασή του. Με αντίθετα φτιάχνεται ο αλγόριθμος του νου προς το νοητό. Χωρίς αυτά δεν πας πουθενά, γιατί το φως χωρίς το σκότος είναι αναυθεντικό».
Μου μοιάζει σαν μπούσουλας για τους αναγνώστες, το πώς διαβάζεις ένα κείμενο -δεν αρκείσαι στις λέξεις ή στα κενά τους ή στην αυθεντία του συγγραφέα· το ανυψώνεις στη σύγκριση και του δίνεις τη δική του πνοή, του επιτρέπεις να αναπνέει. Δεν έχει σημασία εδώ εάν έχει δίκιο ή άδικο [ο αναγνώστης ψυχίατρος] στη [σύγ]κριση, ο καθένας εξάλλου διεκδικεί το δικό του δίκιο, αυτό όμως το κρίνουν άλλοι, εξ ου ο κάθε αναγνώστης εισπράττει το κείμενο με τα δικά του δεδομένα, με τις δικές του δυνατότητες [ικανότητες].
H ολονέν ανά την υφήλιο συρρικνούμενη αναγνωστικότητα δεν αφήνει περιθώρια να γραφούν περισσότερα για το πώς πρέπει να αναγιγνώσκουμε γενικά. Δεν μας υποχρεώνει κανένας. Καλά. Δεν έχουμε όμως απαίτηση από τον εαυτό μας; Δεν μας συγκινεί, δεν μας ενδιαφέρει έστω, ο λόγος, η τέχνη [το έργο τέχνης και πώς αναδύεται και από πού πηγάζει];
Δεν λέω για την «ολόσωμη μεταφυσική» του συμπαθούς τετράποδου του Καρούζου ούτε για τον «πολλαπλασιασμό της μηδαμινής ευτυχίας». Για την απόλαυση των αναγνωστών εδώ ο λόγος (και την τόλμη να [συγ]κρίνεις τις ιερές αγελάδες -και όχι μόνο του τόπου σου). Για τις λέξεις ο λόγος, που άλλοτε ερωτεύονται μεταξύ τους και άλλοτε εχθρεύονται. Ποιες θα προσεγγίσουμε -και πότε- είναι το θέμα μας ως αναγνωστών. Δεν χωράνε εδώ μεταφυσικά τεχνάσματα -και τερτίπια. Μήτε ακαδημαϊσμοί. Μήτε, επίσης, εξυπναδακισμοί. Αυτό και σημαίνουν οι «Ριζοσπαστικές αναγνώσεις».
Γιώργος Σταματόπουλος


Δεν υπάρχουν σχόλια: