.............................................................
Του Δημήτρη Μπελαντή
Βασικές σκέψεις για την κατάσταση της ΛΑΕ σήμερα και για το πώς θα προχωρήσουμε στο εξής.
Του Δημήτρη Μπελαντή
- Η ΛΑΕ, καθώς και συνολικότερα οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής
αντιμνημονιακής Αριστεράς πλην του ΚΚΕ, υπέστησαν στις εκλογές της 20ης
Σεπτεμβρίου μια πολύ σημαντική ήττα. Τόσο επειδή οι δυνάμεις
του 62% από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου δεν εκφράσθηκαν με έναν
ικανοποιητικό τρόπο και ένα σημαντικό τμήμα του είτε πήγε στην αποχή
είτε πήγε στον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, μέσα σε ένα πλαίσιο τόσο αποδοχής της
ήττας όσο και αυταπατών για το λεγόμενο παράλληλο/ισοδύναμο πρόγραμμα
και την δυνατότητα ήπιας δήθεν εφαρμογής του καταστροφικού Τρίτου
Μνημονίου. Όσο και επειδή η προοπτική μιας αναγκαίας εναλλακτικής λύσης
στον μονόδρομο του ευρώ και μιας ρήξης με τους δανειστές και την
ευρωζώνη είτε δεν έπεισε είτε δεν αρθρώθηκε ικανοποιητικά , αλλά πάντως
δεν φάνηκε να έχει ένα ισχυρό έρεισμα στο εκλογικό σώμα. Ιδίως, η
μη είσοδος της ΛΑΕ στην Βουλή, μιας δύναμης που περιλάμβανε την
αριστερή αμφισβήτηση του ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν στην ολότητά της αλλά και άλλες
αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις, ήταν ένα δραματικό πολιτικό
περιστατικό που μπορεί να έχει πιο μόνιμα αρνητικά αποτελέσματα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα έδειξε να σταθεροποιεί προσωρινά τον μνημονιακό
ΣΥΡΙΖΑ ως ηγετική μνημονιακή δύναμη,, να διασώζει το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική
Παράταξη, να κρατά την Νέα Δημοκρατία σε υψηλά σχετικά επίπεδα παρά την
δεύτερη συνεχή εκλογική ήττα της, να σταθεροποιεί το ΚΚΕ, να αναπαράγει
όψεις σήψης και εκφυλισμού του κοινοβουλευτισμού όπως το κόμμα Λεβέντη,
να διατηρεί επικίνδυνα την δύναμη της ναζιστικής Χρυσής Αυγής παρά τις
διώξεις εναντίον της και την κατακραυγή κατ’ αυτής για τον δολοφονικό
της ρόλο.
2. Η συγκυρία της ήττας και κάποιες πρώτες αιτίες της. Μπροστά στην συγκυρία που ανοίγεται, ο μνημονιακός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει μεν ένα νομιμοποιητικό πλεόνασμα, μια πολιτική υπεραξία, που δεν πρέπει να υποτιμάται, καθώς συμβάλει στην άμβλυνση της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης, αλλά η κυβέρνησή του με τους ΑΝΕΛΛ δεν πρόκειται καθόλου να διεξαγάγει έναν περίπατο και υπάρχουν σημαντικές διαστάσεις αστάθειας και καθεστωτικής αβεβαιότητας, καθώς ξεκινά η εφαρμογή ενός ακραία αντιλαϊκού και αντικοινωνικού προγράμματος, που κατατείνει στην συνθλιβή των συντάξεων και των εργασιακών σχέσεων, στην πλήρη εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (ΟΛΠ, αεροδρόμια, Ελληνικό, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, κα.) στους ξένους και ντόπιους μονοπωλιακούς ομίλους, στην απελπιστική φορομπηξία στα χαμηλά και μικρομεσαία ιδίως κοινωνικά στρώματα και τάξεις μέσω του ΕΝΦΙΑ και άλλων νέων φόρων και μέσω της γενικευμένης ποινικοποίησης και πανοπτικού ελέγχου, στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας και στην καταστροφή της λαϊκής και κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα οι υποσχέσεις για μείωση του χρέους και για ανακουφιστικά ισοδύναμα μέτρα έχουν πέσει στο κενό και στην σαφή αδιαλλαξία του κεφαλαίου και της ευρωζώνης. Είναι δεδομένο ότι το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα δημιουργεί μια κατάσταση πρώτου μουδιάσματος, παράλυσης, μελαγχολίας και συναισθημάτων ματαιοπονίας στις λαϊκές τάξεις και σε πιο ενεργά κομμάτια της κοινωνίας που επιθυμούν να αντισταθούν στην λαίλαπα. Σαν το πρώτο συναίσθημα να λέει ότι η πάλη είναι μάταιη. Αυτή η κατάσταση χρειάζεται κάποιο διάστημα για να αναταχθεί σε αγωνιστική κατεύθυνση, καθώς η ήττα φαίνεται να είναι αρκετά βαθιά και έχει όψεις και χαρακτηριστικά κάπως πιο μόνιμα. Το πρόταγμα μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς», η οποία θα ανέτρεπε τα Μνημόνια και θα άλλαζε την πορεία της χώρας σε φιλολαϊκή και φιλεργατική κατεύθυνση, αναγκαίο στοιχείο για μια περίοδο της αντιμνημονιακής / αντινεοφιλελεύθερης και προοπτικά αντισυστημικής πολιτικής, συνάρθρωσε και εκπροσώπησε για σημαντικό χρονικό διάστημα τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου 2010-2013 (μεγάλες απεργίες, σχεδόν εξέγερση τον 2.12. στην Αθήνα, πλατείες κλπ). Στην συνέχεια, ο χειρισμός αυτής της προοπτικής από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με τρόπο απονευρωμένο, με λογικές ανάθεσης, χωρίς καμία πίστη στην ικανότητα νίκης των αγώνων και επιμέρους ανατροπών πριν από την αλλαγή της διακυβέρνησης, (βλ. Μετρό, ΕΡΤ, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί ΕΚΠΔΑ, Σκουριές, κινήματα που δεν δέχθηκαν μια πολύ ουσιαστική στήριξη από τον αντιπολιτευτικό ΣΥΡΙΖΑ) χωρίς το στοιχείο της αναγκαίας ρήξης με το κεφάλαιο και την ευρωζώνη και της αναγκαίας μετάβασης σε εθνικό νόμισμα στα πλαίσια πάντοτε μιας γενικότερης μεταβατικής σοσιαλιστικής στρατηγικής (που θα περιλάμβανε κοινωνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, όψεις εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, δημόσιο έλεγχο στις τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μορφές εισοδηματικής και φορολογικής ταξικής αναδιανομής, πολιτικές εθνικής ανεξαρτησίας και εξόδου από το ΝΑΤΟ, μορφές συνεταιριστικών και αλληλέγγυων παραγωγικών μορφών και αυτοδιαχείρισης, σεισάχθεια για τους φτωχούς δανειολήπτες κ.α.) οδήγησε στην «λογική του ώριμου φρούτου» από τις αρχές του 13 ως τον Γενάρη του 15 και σε μια ήπια αστική διακυβερνησιμότητα τους πρώτους μήνες μετά το Γενάρη και αμέσως μετά στην πλήρη υποταγή και υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου. Η «διαπραγμάτευση» κατέληξε σύντομα ένα ανέκδοτο. Αυτά τα στάδια ήταν κρίκοι μιας ενιαίας αδιέξοδης στρατηγικής κατεύθυνσης. Έτσι, η ιδέα μιας διεξόδου από το νεοφιλελεύθερο και καπιταλιστικό αδιέξοδο πλήγηκε καίρια και υπερίσχυσε η θατσερική λογική του «Δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση». Ακόμη και η επισφαλής λογική μιας περιόδου ήπιας κεϋνσιανής αναδιανομής, σαν αυτήν που περιέγραφε το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, φάνηκε ότι είναι αδύνατη εντός του ευρώ και της ευρωζώνης, στην ουσία εντός και της ΕΕ ως ενιαίου συστήματος διακρατικών σχέσεων. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, πρωτίστως λόγω της λογικής μη ρήξης και μη σύγκρουσης αλλά και μέσα από την σταδιακή της όσμωση με τα μεγάλα ντόπια και ξένα επιχειρηματικά συμφέροντα, τον ιμπεριαλισμό και την ίδια την λεγόμενη «διαπλοκή», πρόδωσε ή πάντως εγκατέλειψε το όραμα μιας κοινωνικής αλλαγής που θα ξεκινούσε από την αλλαγή στον φορέα κυβερνητικής διαχείρισης και θα εξαπλωνόταν σε όλη την κοινωνία . Όμως, αυτή η «προδοσία» δεν είναι μια ατομική επιλογή μόνο του κέντρου Τσίπρα και του ηγετικού κέντρου του ΣΥΡΙΖΑ, καταδεικνύει και τις χρόνιες αδυναμίες οργάνωσης του μαζικού εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων, τα ίχνη της λογικής του μεταρρυθμισμού, του κυβερνητισμού, του κρατισμού και της εμπιστοσύνης στον απαράλλακτο ουσιαστικά αστικό κρατικό μηχανισμό εντός της κομμουνιστογενούς Αριστεράς αλλά και εντός της Αριστεράς της σοσιαλδημοκρατίας, που διαχωρίστηκε από το αρχικό μνημονιακό μπλοκ. Καταδεικνύει έναν, παρά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, διαχρονικότερο αρνητικό ταξικό συσχετισμό, που συνδέεται με ταξικές νοοτροπίες ορίων στον αγώνα και την αγωνιστικότητα, με μια «τζάμπα αριστεροσύνη» καθώς και με πολιτισμικά χαρακτηριστικά της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Χωρίς αυτά τα διαρκή «ίχνη», των οποίων τις αιτίες χρειάζεται πια να διερευνήσουμε και να υπερβούμε, η διέξοδος από την βαθειά ήττα του Σεπτεμβρίου μπορεί να μην είναι νοητή και δυνατή. Χρειάζεται να καταλάβουμε στο σημείο αυτό ότι η στρατηγική της «κυβέρνησης της Αριστεράς» έχει διαψευσθεί για το ορατό μέλλον και ότι ο προγραμματικός και κινηματικός μας λόγος πρέπει να τροφοδοτεί τώρα την μαχητική κοινωνική Αντιπολίτευση και τα αντινεοφιλελεύθερα και αντισυστημικά κινήματα, ιδίως το εργατικό κίνημα αυτής της περιόδου. Ο ορίζων αυτής της περιόδου είναι η αποφυγή του καπιταλιστικού Μεσαίωνα και όχι η νέα καθαγιασμένη «κυβέρνηση της Αριστεράς». Κρίκος αυτής της λογικής πρέπει να είναι η γενίκευση της κοινωνικής ανυπακοής και η δημιουργία μιας αντικειμενικής και υποκειμενικής εξεγερσιακής κατάστασης στην ελληνική κοινωνία. Αυτή η προοπτική πάει μαζί με το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης διεθνώς αλλά και με την σοβαρή πιθανότητα ενός επικείμενου στο άμεσο μέλλον ιμπεριαλιστικού πολέμου ή μιας ιμπεριαλιστικής σύρραξης με απροσδιόριστες ακόμη μορφές. Το προσφυγικό κύμα από την Συρία είναι η πρώτη εικόνα αυτών των συρράξεων, που μας έρχεται από το μέλλον μας.
3. Αντικειμενικές και υποκειμενικές αδυναμίες της ΛΑΕ ως αιτίες της δικής μας ήττας.
«Η ΛΑΕ κλήθηκε εντός 20 ημερών να συγκροτηθεί και να αναπτύξει τον προγραμματικό της λόγο». Αυτό είναι το πρώτο μας επιχείρημα. Τυπικά είναι έτσι και αυτό οδήγησε σε ανυπέρβλητα σε κάποιο βαθμό τεχνικά και πολιτικά προβλήματα, όπως η πολυγλωσσία, η έλλειψη σαφών προγραμματικών κατευθύνσεων, η κακή εικόνα στα ΜΜΕ, η αρχηγική εμφάνιση κλπ. Όμως, πάντοτε, θα μας στερούν τον χρόνο αντίδρασης, θα μας αποκλείουν, ο ταξικός εχθρός θα μας χτυπά. Αυτά είναι δεδομένα στην ταξική πάλη και δεν μπορούν να γίνονται άλλοθι για ολιγωρίες. Είναι σαν να λέμε ότι η λειψή αστική δημοκρατία όπου ζούμε είναι ένας στίβος ελεύθερου ανταγωνισμού των διαφορετικών πολιτικών απόψεων.
Η σύνθετη αλήθεια είναι ότι «η υπό διαμόρφωση ΛΑΕ» υπήρχε τουλάχιστον έξι μήνες πριν από τον Αύγουστο, από τον Φλεβάρη του 2015, αν όχι από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2013. Η «υπό διαμόρφωση ΛΑΕ» ήταν κυρίως η αριστερή αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ, με κορμό την Αριστερή Πλατφόρμα, αλλά και άλλες δυνάμεις στην ριζοσπαστική Αριστερά που ήθελαν μια ρήξη με το κεφάλαιο και την ευρωζώνη με όρους ενιαιομετωπικής και συμμαχικής αριστερής συμπόρευσης και όχι με όρους ενός σεχταρισμού τύπου ΚΚΕ. Όμως, η «υπό διαμόρφωση ΛΑΕ» υπήρξε έντονα ελλειμματική, παρά τις καλές προθέσεις.
Ιδίως, το Αριστερό Ρεύμα (και δευτερευόντως το Κόκκινο Δίκτυο) ακολούθησε μια τακτική εντός του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία από ένα σημείο και μετά αποδυνάμωσε παρά ενίσχυσε την ριζοσπαστική διαφωνία και την προγραμματική διαφοροποίηση στο ΣΥΡΙΖΑ. Ας δούμε κάποιους σταθμούς αυτής της πολιτικής. Στο Συνέδριο του 2013 και στην συνέχεια ως το 2015 η ΑΠ ορθά έθεσε και πάλεψε τον στόχο της εξόδου από την ευρωζώνη και των μορφών δημοσίου ελέγχου και ιδιοκτησίας στις τράπεζες και τις δημόσιες επιχειρήσεις και αγαθά. Όμως, από το καλοκαίρι του 2014, η πίεση σε αυτά τα πεδία προς την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ και το ηγετικό κέντρο του Τσίπρα χαλάρωσε εν όψει της προοπτικής ανάληψης της διακυβέρνησης. Το Πρόγραμμα της ΔΕΘ έγινε η σημαία όλου του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η αποχώρηση από την ευρωζώνη έπαψε να τίθεται. Στις ΚΕ του 10.2014 και του 1.2015 προ των εκλογών, η ΑΠ δεν έβαλε αντιπαραθετικά ζήτημα για τις προσχωρήσεις από το ΠΑΣΟΚ (Τζάκρη κλπ) ούτε επανέφερε το ζήτημα της ρήξης με την ευρωζώνη. Ήταν η εποχή, όπου η ηγεσία της ΠΑ έβλεπε τις ρήξεις να έρχονται «αντικειμενικά» και μέσα από την ίδια την «δυναμική των πραγμάτων». Ήταν η εποχή, όπου το ΑΡ διέκρινε στην ομάδα Τσίπρα μια ομάδα αδύναμη, αντιφατική και με περιορισμένες ικανότητες!!! Επίσης, το ΑΡ ανέλαβε σημαντικά υπουργεία σε τομείς όπου ήταν εξαιρετικά αβέβαιο ότι θα υπάρξουν αντιμνημονιακές ανατροπές. Τέλος, η ΑΠ δεν συνέβαλε ικανοποιητικά στην στήριξη των όποιων κινηματικών τομέων στους μήνες 1.2015-8.2015 αντίστασης και στην εξωστρεφή διοχέτευση και δημοσιοποίηση του αναγκαίου εναλλακτικού σχεδίου ρήξης με την ευρωζώνη, βασικές όψεις του οποίου, με την μελέτη Λαπαβίτσα, αναφάνηκαν μόνο το καλοκαίρι του 2015.
Ήδη, από τον Φλεβάρη του 2015 (συμφωνία 20ης Φλεβάρη) είχε φανεί αρκετά καθαρά πού πήγαινε το πράγμα. Στην φάση εκείνη έπρεπε η ΑΠ εξώστρεφα να έχει δημοσιοποιήσει και καταστήσει κτήμα της κοινωνίας την εσωκομματική διάσταση απόψεων και όχι κυρίως να την κρατάει στο εσωκομματικό επίπεδο. Αυτό οξύνθηκε ως ζήτημα τον Μάιο με τις -47 σελίδες-, όταν φάνηκε πια καθαρά ότι θέλουμε ως κόμμα το όχι-και-τόσο-ήπιο ήπιο Μνημόνιο. Στην φάση εκείνη, η ΑΠ μαζί με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και με ανένταχτες αγωνιστικές δυνάμεις όφειλε να ενημερώσει και να κινητοποιήσει τον λαό και την εργατική τάξη στην χώρα μας και την Ευρώπη. Όμως, ακόμη και τότε υπήρχε η ψευδαίσθηση της «ρήξης» του Τσίπρα ή και άλλες ψευδαισθήσεις ότι θα βοηθηθούμε δήθεν από τον ρωσικό ιμπεριαλιστικό παράγοντα οικονομικά, αν σπάσουμε με την ευρωζώνη (τα περίφημα 5 δις).
Το Δημοψήφισμα έγινε ένας άλλος τόπος παραγωγής αυταπατών. Παρά το ότι ο λαός ηρωικά αντιστάθηκε στους δανειστές με την ψήφο του, παρά το ότι η νεολαία βγήκε δυναμικά στο προσκήνιο, ήταν φανερό ότι το ΟΧΙ ήταν αντιφατικό, περιείχε τάσεις αντίστασης αλλά και τάσεις υπό όρους συμβιβασμού, ανέθετε σε σημαντικό βαθμό την όποια ρήξη στην ομάδα Τσίπρα και δεν ήταν άνευ ετέρου υπέρ της ρήξης με τους δανειστές και την ευρωζώνη. Η «ευκολία» ακύρωσής του μέσα σε μια βδομάδα αποδεικνύει το αντιφατικό και ασταθές της τάσης ρήξης μέσα στο ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος.
Μετά την συμφωνία της 12ης Ιουλίου , έπρεπε να έχει επακολουθήσει η διάσπαση του κόμματος με πρωτοβουλία της ΑΠ. Αυτό δεν έγινε γιατί α) δεν ήταν καθαρό στην ηγεσία του ΑΡ αν η υποχώρηση έχει μόνιμο και στρατηγικό χαρακτήρα β) υπήρχε η αντιφατική άποψη ότι καταψηφίζουμε τα Μνημόνια αλλά στηρίζουμε την κυβέρνηση που τα εισάγει (!!!) γ) δεν υπήρχε η βούληση παράδοσης των υπουργείων, παραίτησης των υπουργών, και ήδη τότε αποχώρησης από το κόμμα (μαρτυρία μου προσωπική για τις διαδικασίες από την 12η Ιουλίου ως τις αρχές Αυγούστου). Ήταν διάχυτες οι λογικές πριν από την παραίτηση της κυβέρνησης την 21.8. ότι μπορεί να μείνουμε και να πάρουμε το κόμμα στο επικείμενο Έκτακτο Συνέδριο που αποφάσισε η ΚΕ την 30-7, το οποίο είχαμε καταψηφίσει στην ΚΕ ως ΑΠ. Μέρος του λαού και των πολιτών που ακολουθούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι και η ζημιά μπορεί να αναστραφεί αλλά και ότι μια συνδιαχείριση του προβλήματος μεταξύ ηγεσίας και ΑΠ στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν υπαρκτή και δεδομένη. Αυτή η εικόνα μας έβλαψε αφάνταστα στις εκλογές της 20-9 και έσπρωξε σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ στην αποχή. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για τους σ. από την τάση των «53», που ευτυχέστατα αποχώρησαν τελικά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μετά την διάσπαση, κάναμε ορισμένα σημαντικά λάθη ως ΑΡ και ευρύτερα ως ΑΠ, που έβλαψαν την προσπάθεια της ΛΑΕ. Πρώτον, δεν χτυπήσαμε όσο έπρεπε προσωπικοπολιτικά τον Αλέξη Τσίπρα και δεν αναδείξαμε επαρκώς τον ρόλο του, του ιδίου και της ομάδας γύρω του (Παππάς, Φλαμπουράρης, Τσακαλώτος κλπ), την σύνδεσή του με τα συμφέροντα των ντόπιων και ξένων επιχειρηματικών ομίλων και μονοπωλιακών συμφερόντων β) δεν ήμασταν επαρκώς σύμφωνοι/ες μεταξύ μας στην ανάδειξη της πρότασης Λαπαβίτσα για την έξοδο από το ευρώ, υπήρξαν αλληλομπλοκαρίσματα στην ανάδειξη της πρότασης διεξόδου με αρνητική και παραλυτική έκβαση γ) αντιμετωπίσαμε ως ΑΡ μια περιορισμένη διαφωνία με το Κόκκινο Δίκτυο στην ανάδειξη της εξόδου από την ευρωζώνη. Δέχομαι ότι μπορεί να υπάρχουν και αστικές /«σταδιακές» εκδοχές της εξόδου, όμως, ήταν πολύ αποθαρρυντικό σε ένα σημείο που ήταν κεντρικό για την προσπάθειά μας να μην μπορούμε να βγούμε προς τα έξω με στοιχειώδη ενότητα και προβολή της γραμμής από κοινού. Επίσης, υπήρχε η άποψη (και στο ΑΡ) ότι η έξοδος είναι καθαρά πολιτικό ζήτημα και «δεν χρειάζεται τεχνική τεκμηρίωση», άποψη που αποδυνάμωσε την προσπάθεια τεκμηρίωσης, την οποία η κοινωνία, κατά την γνώμη μου, απαιτούσε επιτακτικά από εμάς.
Στο πεδίο της δημοκρατίας, της κινηματικής εικόνας, της πολυφωνίας, του φυσιογνωμικά νέου και ριζοσπαστικού, της πρωτοτυπίας στην λογική συγκρότησης, η εικόνα της ΛΑΕ προεκλογικά ήταν πολύ κάτω του μετρίου, πολύ κάτω από το επίπεδο των πολιτικών και κοινωνικών αναγκών της περιόδου. Μοιάζαμε να έχουμε γεράσει πριν από την ώρα μας, να δίνουμε ένα αρχηγικό, γραφειοκρατικό και συγκεντρωτικό προφίλ προς την κοινωνία, να πριμοδοτούμε μια επετηρίδα στελεχών από την ιστορική πορεία του ΑΡ κυρίως. Αυτή η εικόνα, επίσης, μας έβλαψε σοβαρά στον προεκλογικό αγώνα, και τα σποτ μας είχαν και αυτά όψεις υποτίμησης του λαού και έντονου εξυπνακισμού και αλαζονείας. Επίσης, η διαχείριση της δυνατότητας συμφωνίας με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε ορισμένα αδύνατα χαρακτηριστικά. Παρά το ότι είναι αρκετά πιθανό να είχαμε εισπράξει ένα ΟΧΙ υπό οποιουσδήποτε όρους, με δεδομένες όψεις της φυσιογνωμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η επιμονή μας να αρνηθούμε την παύλα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένα σχήμα με υπαρκτή πορεία επί χρόνια, δεν έπεισε για την ενωτική μας διάθεση και προσανατολισμό, την ίδια στιγμή που δώσαμε υπόσταση σε ασήμαντες ομάδες και ανύπαρκτα μορφώματα μέσα στην ΛΑΕ.
Μετά τις εκλογές, το ΠΣ έβγαλε μια ανακοίνωση για το εκλογικό αποτέλεσμα που έδινε έμφαση μόνο στους αντικειμενικούς παράγοντες και υποβάθμιζε έντονα τα υποκειμενικά μας λάθη και αδυναμίες. Σαν να δίναμε το μήνυμα, έ τώρα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και θα δυσκολέψουν περισσότερο αν τα πολυσκαλίσουμε. Σαν να πέρναγε η αντίληψη ότι στην δύσκολη ώρα οι διαφωνίες και οι κριτικές επισημάνσεις θα μας διαχωρίσουν και θα ενισχύσουν τον αντίπαλο. Αυτό το μήνυμα ήταν αρνητικό και δεν συνέβαλε στην ύπαρξη ενός γόνιμου και προωθητικού διαλόγου ανάμεσά μας. Αντίθετα, εξυπηρέτησε τον εφησυχασμό και την λογική ότι τώρα συγκροτούμαστε και δεν συζητάμε. Δεν κατανοήθηκε το ότι όπως ακριβώς το Δημοψήφισμα δεν ήταν η Επανάσταση (κάπως έτσι το προβάλαμε στις εκλογές) έτσι και η ψήφος των εργατικών / λαϊκών στρωμάτων στον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις σοβαρές όψεις κοινωνικής ήττας και υπακοής, περιέχει αντιφάσεις, αυταπάτες που θα δοκιμαστούν, δυνατότητες υπονόμευσης από μια λαϊκή-αριστερή αντιπολίτευση, αναβλητικές αιρέσεις που θα επανεξετασθούν στην πορεία του χρόνου. Όπως δεν ισχύει η θέση περί διαρκούς ηγεμονικής αστάθειας των αστών, άλλο τόσο δεν ισχύει η θέση της πλήρους και απόλυτης στεγανοποίησης του αστικού μπλοκ, αν και η τάση εξαμερικανισμού του πολιτικού συστήματος έχει όψεις επιβεβαίωσης και προόδου.
Έτσι, ξεκίνησε στην ΛΑΕ μια διαδικασία οργανωτικής συγκρότησης πάνω στην βάση μεγάλων πολιτικών ελλείψεων. Ελλείψεων, όπως:
I. Η έλλειψη δημοκρατικής λειτουργίας και συγκρότησης, η έλλειψη καταστατικής συγκρότησης, η οποία μεταφέρεται σταδιακά στις καλένδες. Ως τώρα, όλα τα όργανα και οι διαδικασίες δεν συγκροτούνται με δημοκρατική εκλογή ή έστω με συμφωνία βάσει πολιτικών κριτηρίων και αναγκών. Ούτε οι οργανώσεις βουλεύονται με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, την μόνη δυνατή δημοκρατική αρχή και μέθοδο. Η συμφωνία ανάμεσα στις ηγεσίες των κυρίων συνιστωσών υποκαθιστά την δημοκρατία, κάτι που έχουμε ζήσει αρνητικά και στον ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2005-2013.
II. Η κινηματική παρέμβαση, της οποίας η σημασία πια είναι ανυπολόγιστη, δεν μπορεί να στηριχθεί σε έναν αναρχοσυνδικαλισμό και μάλιστα με έντονες γραφειοκρατικές παραμορφώσεις. Η παρέμβαση προϋποθέτει πολιτική ιεράρχηση στόχων, συγκέντρωση δυνάμεων, εκτίμηση των ασταθειών του κυρίαρχου μπλοκ και πολιτικό σχέδιο. Λ.χ. μιλάμε προγραμματικά σαν η επόμενη η μέρα να ήταν η κυβέρνηση της Αριστεράς νο 2, κάτι που από πουθενά δεν φαίνεται και δεν αναδεικνύεται. Δεν αναδεικνύουμε, έτσι, την αλλαγή ορίζοντα σε σχέση με την περίοδο 2006-2015.
III. Η μη ανάδειξη του προσωρινού και μεταβατικού χαρακτήρα της ΛΑΕ, κάτι που στην αρχή τουλάχιστον εθεωρείτο ως δεδομένο.
IV. Η σιωπή στο ζήτημα των συμμαχιών. Ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι δυνατότητες ενός Ενιαίου Μετώπου με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το ΚΚΕ, πρέπει να μιλάμε για ένα ΕΜ από τα κάτω, ένα ΕΜ των αγωνιστών/τριών και των κοινωνικών κινημάτων.
V. Η παραμέληση της προόδου των προγραμματικών μας θέσεων, όχι με έναν τρόπο τεχνοκρατικό αλλά με έναν τρόπο επαφής και διαλόγου με τις ταξικές και κοινωνικές κατηγορίες που μας ενδιαφέρουν. Χρειάζεται και μια πολύ καθαρή πια θέση για την έξοδο από την ευρωζώνη και για την πιθανότατη έξοδο και από την ΕΕ.
VI. Η μετατροπή σε ταμπού του ζητήματος της ηγεσίας. Μετά από μια σοβαρή πολιτική ήττα, το ζήτημα της ηγεσίας μπορεί να επανεξετασθεί. Στην φάση όπου είμαστε, είναι πολύ σημαντικότερο από το να μιλήσουμε για αλλαγή των προσώπων να μιλήσουμε για αλλαγή των ηγετικών δομών. Η πορεία προς μα πολυπρόσωπη θεματικά και τασικά ηγετική συγκρότηση (π.χ. Διεύθυνση και όχι επικεφαλής, πολύ λιγότερο επικεφαλής ου νομιμοποιείται άμεσα από πολιτικό σώμα) θα διευκόλυνε σημαντικά την δημοκρατική λειτουργία της ΛΑΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου