...............................................................
Ο Ράντου Ζούντε και η διαρκής άνθηση του ρουμάνικου σινεμά
έγραψε ο Γιάννης Καντέας-Παπαδόπουλος (https://www.athinorama.gr, 7.10.2021)
Την τελευταία δεκαετία, περίπου, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου έχει εκδηλώσει μία ιδιαίτερη αγάπη προς το ρουμάνικο σινεμά. Για να το αποδείξουμε, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις Χρυσές Άρκτους που έχουν απονεμηθεί στις πρόσφατες διοργανώσεις. Το 2013 ήταν η εξαιρετική «Οικογενειακή Υπόθεση» του Καλίν Πέτερ Νέτζερ που απέσπασε το μεγάλο βραβείο, πέντε χρόνια αργότερα ήρθε η σειρά της Αντίνα Πιντιλίε με το τολμηρό πλην σοβαροφανές «Μη με Αγγίζεις», για να φτάσουμε φέτος σε μια ακόμη ρουμάνικη Άρκτο και το αιχμηρότατο «Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό» του πολύπειρου Ράντου Ζούντε. Εκτός, λοιπόν, του ότι δεν υπάρχει Χρυσή Άρκτος που να μην παίρνουν οι Ρουμάνοι, οι παραπάνω απονομές υπογραμμίζουν κάτι ακόμα. Πως από την ημέρα που ο Κριστιάν Μουνγκίου κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα για το αριστουργηματικό «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες», 14 ολόκληρα χρόνια πριν, οι συμπατριώτες και συνάδελφοί του όχι απλώς πήραν τη σκυτάλη, αλλά εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το άνοιγμα προς τα έξω που δημιουργήθηκε.
Ένα κύμα υψώνεται
Χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε τον Κρίστι Πούιου, ο οποίος με την αξέχαστη «Οδύσσεια του Κυρίου Λαζαρέσκου» (2005) υπήρξε ο πρώτος χρονολογικά Ρουμάνος σκηνοθέτης που τιμήθηκε στην Κρουαζέτ (βραβείο Ένα Κάποιο Βλέμμα) ή τη Χρυσή Κάμερα του Κορνέλιου Πορουμπόιου για τη sui generis δραμεντί «12:08 East of Bucharest» (2006), αφορμή για να αρχίσουν να συζητάνε σοβαρά κριτικοί και ακαδημαϊκοί για ένα «νέο ρουμάνικο ρεύμα» ήταν το φιλμ του Μουνγκίου. Τότε στράφηκαν πολλά περισσότερα βλέμματα προς τη μέχρι τότε κινηματογραφικά απαρατήρητη χώρα, για τους μη μυημένους, η οποία έβλεπε αίφνης να διεκδικεί τα πρωτεία όχι μόνο της προσοχής αλλά και της κινηματογραφικής ανανέωσης σε ευρωπαϊκό, αν όχι παγκόσμιο, επίπεδο. Οι διακρίσεις εν τω μεταξύ δε σταμάτησαν να έρχονται, σε συνδυασμό με την άφιξη φρέσκων ονομάτων: ο Πορουμπόιου παρέδωσε ένα μοντέρνο διαμάντι του αστυνομικού σινεμά («Αστυνομία, Ταυτότητα», 2009, Βραβείο της Επιτροπής - Ένα Κάποιο Βλέμμα), ο Φλορίν Σερμπάν ένα μεθυστικά αγωνιώδες δράμα («Όταν Θέλω να Σφυρίξω, Σφυρίζω», 2010, Αργυρή Άρκτος Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής - Μπερλινάλε), τη στιγμή που ένας γνώριμος μεταξύ των Ρουμάνων κινηματογραφιστών ξεμύτισε σκηνοθετικά με την αντισυμβατική κωμωδία «The Happiest Girl in the World» (βραβείο CICAE της Διεθνούς Ένωσης Κινηματογράφων Τέχνης - Μπερλινάλε). Ήταν ο Ράντου Ζούντε, ο οποίος σύντομα θα συνήθιζε να βλέπει το όνομά του σκαλισμένο σε χρυσά αγαλματίδια.
Η ιστορία έχει χαβαλέ
Προτού όμως επεκταθούμε περαιτέρω, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η απλή παράθεση των εν λόγω σημαντικών διακρίσεων αποκρύπτει τις ιστορικές ισορροπίες μέσα από τις οποίες γεννήθηκαν αυτές οι ταινίες, αλλά κυρίως, γαλουχήθηκαν οι δημιουργοί τους. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η Ρουμανία έβγαινε μέσα από μια οικονομικά σκληρή δεκαετία που διαδέχθηκε την πτώση του αυταρχικού καθεστώτος Τσαουσέσκου (1989) ενώ παράλληλα διαπραγματευόταν από την αρχή την εθνική ταυτότητά της εντός και εκτός των συνόρων. Τα '00s ήταν για τη χώρα η πρώτη συγκρατημένα αισιόδοξη περίοδος για το μέλλον, με χρονιά ορόσημο το 2007 όταν το κράτος έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ότι αυτό το γεγονός συνέπεσε με το Χρυσό Φοίνικα του Μουνγκίου, έμοιαζε άτυπα σαν αποχαιρετισμός του κομμουνιστικού παρελθόντος της, μπαίνοντας σε μια νέα, πολλά υποσχόμενη -ευρωπαϊκή- εποχή. Οι σκηνοθέτες του νέου ρεύματος, βέβαια, έβλεπαν κάθε άλλο παρά θετικά τις φρέσκιες καπιταλιστικές ζυμώσεις και τις καινοφανείς κοινωνικές ανισότητες που σμιλεύονταν στη Ρουμανία.
«Άφεριμ!»
Οι ίδιοι, εξάλλου, γνώριζαν από πρώτο χέρι τόσο τι σήμαινε υπαρκτός σοσιαλισμός α λα Τσαουσέσκου όσο και πώς η ελεύθερη αγορά μπορεί να αποδειχθεί αφόρητος βραχνάς για την εργατική τάξη. Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση διαμόρφωσε ορισμένα από τα κοινά χαρακτηριστικά που μοιράζονται οι προαναφερθείσες ταινίες μεταξύ τους: την ευσυνείδητη κριτική απέναντι στη ρουμάνικη ιστορία, ένα υφολογικά νεότευκτο πεσιμιστικό κινηματογραφικό ρεαλισμό, την αμφισβήτηση του καπιταλιστικού μοντέλου και πολύ συχνά, τη χρήση πικρά ειρωνικού χιούμορ. Το άθροισμα όλων αυτών, με την προσθήκη γερών δόσεων μεταμοντερνισμού και θαρραλέου πολιτικού σχολιασμού, συνιστούν τα βασικά συστατικά της φιλμογραφίας του Ράντου Ζούντε, ο οποίος συστήθηκε με κρότο στο ευρύ arthouse κοινό με το εντελώς πρωτότυπο «Άφεριμ!» (2015) που βραβεύτηκε στην Μπερλινάλε (πού αλλού;) με την Αργυρή Άρκτο σκηνοθεσίας. Το ασπρόμαυρο νεο-γουέστερν αναδεικνύει γλαφυρά το αποσιωπημένο στη Ρουμανία φαινόμενο των Ρομά σκλάβων, ένα από τα πολλά περίπλοκα θέματα - ταμπού που θα έθιγε στη συνέχεια χωρίς περιστροφές ο σκηνοθέτης.
«Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό»
«Σκοτώνω» ό,τι αγαπάς
Εάν κρίνουμε από τα διαδικτυακά σχόλια των συμπατριωτών του γύρω από το «Ατυχές Πήδημα», ο Ζούντε δεν πρέπει να είναι και ιδιαίτερα δημοφιλής στην πατρίδα του. Ένα ιδιαιτέρως χαριτωμένο στο YouTube, για παράδειγμα, λέει κάτω από το τρέιλερ: «Όποιον γύρισε αυτήν την ταινία, θα πρέπει να τον βγάλουν στους δρόμους για να περνούν οι περαστικοί και να τον φτύνουν». Εν μέρει, αυτές οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες. Στην ταινία, ο 44χρονος σκηνοθέτης επιτίθεται σε καθετί που λατρεύουν οι σύγχρονοι Ρουμάνοι: την πατρίδα, τη θρησκεία, την οικογένεια και τον casual ρατσισμό. Εν προκειμένω, ωστόσο, η απεύθυνση του φιλμ γίνεται προς πολλά σημεία ταυτόχρονα. Η υπόθεση αφορά τη δασκάλα ενός ευυπόληπτου ιδιωτικού σχολείου (Κάτια Πασκαρίου), η οποία στοχοποιείται από τους γονείς των μαθητών όταν διαρρέει ένα προσωπικό ερωτικό βίντεό της. Γύρω από εκείνη ο Ζούντε ξεδιπλώνει με ακραίο και εγκεφαλικό χιούμορ τα κακώς κείμενα της μοντέρνας Ρουμανίας, εκκινώντας από τον βαθιά ριζωμένο σεξισμό για να φτάσει μέχρι τον κοινωνικό κανιβαλισμό, αλλά και στον τρόπο που τα φαντάσματα του παρελθόντος εξακολουθούν να στοιχειώνουν το παρόν. Ως προς το τελευταίο, ένα εύκολο παράδειγμα αφορά την τάση της ρουμάνικης κοινής γνώμης να βολεύεται με τη συλλήβδην αποκήρυξη όσων σχετίζονται με την περίοδο Τσαουσέσκου και παράλληλα με την αγιοποίηση εκείνων που την προηγήθηκαν. Έτσι παραβλέπονται επικίνδυνα φαινόμενα τα οποία βρίσκουν ιδανικό κλίμα για να καρποφορήσουν. Όπως το εν πολλοίς αφανές φλερτ των Ρουμάνων με τον εθνικισμό και τη φασιστική νοσταλγία. Στην ταινία υπάρχει μια ιδιαιτέρως ανατριχιαστική σκηνή όπου απεικονίζονται πλάνα αρχειακού υλικού, στα οποία ένας γηραιός ιερέας είναι περιτριγυρισμένος από ηγούμενες που εν χορώ τραγουδούν φασιστικούς ύμνους. Πρόκειται για θύλακες οι οποίοι δρουν ανενόχλητοι μέχρι σήμερα στη Ρουμανία, αλλά απολαμβάνουν την αδιαφορία των θεσμών και της πλειονότητας των πολιτών. Σας θυμίζει κάτι;
«I Do not Care if we Go Down in History as Barbarians»
Το πολιτικό σινεμά, cool ξανά
Την ώρα που στον παγκόσμιο κινηματογράφο σπανίζουν εκείνοι που υπηρετούν ένα αυθεντικά πολιτικό σινεμά, ο Ζούντε ρίχνεται με όλες του τις δυνάμεις στην υπεράσπιση ιδανικών που φθίνουν ή απειλούνται. Στο «Ατυχές Πορνό» η ηρωίδα του βρίσκεται αντιμέτωπη με κάθε πτυχή μισογυνισμού τη στιγμή που είναι το θύμα ενός κατάφωρα σεξιστικού περιστατικού. Αυτό, βέβαια, ελάχιστα απασχολεί όσους τη λοιδορούν με θέρμη - όχι μόνο στο εργασιακό περιβάλλον της. Ο χαρακτήρας της Πασκαρίου περνά τον περισσότερο χρόνο στο δημόσιο χώρο, όπου επίσης στέκεται αποστασιοποιημένα η κάμερα του Ζούντε, και αντιπαρατίθεται με περαστικούς αγνώστους οι οποίοι βρίσκονται μια βρισιά μακριά από τον αλληλοσπαραγμό. Ταυτόχρονα, στο φόντο βρίσκεται η πνευματική σύγχυση ενός λαού σε πολιτισμική - οικονομική σύγχυση: την ίδια ώρα που ένας άντρας με φανελάκι και παντόφλες βγαίνει από ένα πανάκριβο τεράστιο αυτοκίνητο, μια σοκολάτα διαφημίζεται χρησιμοποιώντας αισχρά υποτιμητικά προς τις γυναίκες λογοπαίγνια. Εάν, λοιπόν, λάβουμε υπόψη όλα τα παραπάνω, ένα πράγμα καθίσταται σαφές: το «Ατυχές Πήδημα» επιδρά σαν μεγεθυντικός φακός που φέρνει στην επιφάνεια όλες τις κοινωνικές ασχήμιες τις οποίες κυνικά επιλέγουμε να αγνοούμε. Τα κάνει, όμως, όλα πάντα καλά ο Ζούντε; Σαφώς και όχι.
Εάν το «Ατυχές Πήδημα» αποτελεί μια από τις πιο ώριμες στιγμές του και το προ τριετίας σπουδαίο «I Do not Care if we Go Down in History as Barbarians» την κορυφή του, τουλάχιστον ως προς τις διατυπωμένες ιδέες του, υπάρχουν οι φορές που ο σκηνοθέτης εγκλωβίζεται σε έναν ακαδημαϊκό φορμαλισμό. Όπως στις καίριες και αισθητικά επιβλητικές «Σημαδεμένες Καρδιές» (2016) ή το θεατρικών προδιαγραφών «Με Κεφαλαία Γράμματα» (2020). Ωστόσο, δεν παύει σήμερα να ανήκει δικαιωματικά στην πρώτη γραμμή των Ρουμάνων σκηνοθετών, όπως σίγουρα των πιο πολιτικά θαρραλέων. Κι όλα αυτά, ενώ η ανοδική πορεία του ρουμάνικου σινεμά δε φαίνεται να ανακόπτεται σύντομα. Μόνο φέτος, εκτός του Ζούντε, ο ταλαντούχος ντοκιμαντερίστας Αλεξάντερ Νάναου βρέθηκε διπλά υποψήφιος για Όσκαρ (διεθνής ταινία, ντοκιμαντέρ) για το αφοπλιστικό «Κολέκτιβ», ενώ το πρωτοεμφανιζόμενο δίδυμο Μονίκα Σταν και Τζιόρτζε Σιφέρ απέσπασε το Χρυσό Λιοντάρι του Μέλλοντος στη Βενετία για το «Imaculat». Έπειτα, μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, η Αλίνα Γκριγκόρε (σεναριογράφος της «Σονάτας σε Κλειστό Δωμάτιο») «σήκωσε» το μεγάλο βραβείο στο Σαν Σεμπαστιάν με το σκηνοθετικό ντεμπούτο της «Blue Moon». Έτσι, εάν το Βουκουρέστι είναι το μικρό Παρίσι των Βαλκανίων, μήπως τότε η Ρουμανία έχει μετατραπεί στη μικρή Γαλλία του ευρωπαϊκού σινεμά; Ίδωμεν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου