...............................................................
«Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη» (Ἄγγελος Σικελιανός)
έγραψε ο Ηλίας Μαλεβίτης (iliasmalevitis.wordpress.com, 3.1.2021)
Τοῦ Θεοῦ το πέλαγο βροντή
το μέγα κύμα ἐβάρει…
Σαν τ᾽ Ἅγιο Πνέμα ἐφώταγε
ψηλάθε το φεγγάρι
στ᾽ ἀκρόγιαλα τις γλῶσσες τῶν ἀφρῶν
που καβαλίκευαν τα βράχια
θαμπωτικές,
ὅταν Αὐτός,
διαβαίνοντας ἀπ᾽ το στερνό προσκυνητάρι
τ᾽ ἀκρωτηριοῦ,
καθώς σφυρίζαν οἱ σβιλάδες τοῦ βοριᾶ,
ἔκλειν᾽ ἀπάνω του σφιχτά το τρύπιο πανωφόρι,
κι ὅπως σιγόψελνε,
με πρόσωπο στο στῆθος του χωμένο,
«Τῇ ταπεινώσει τα ὑψηλά
και τῇ πτωχείᾳ τα πλούσια»,
ξάφνου πλημμύριζεν ἀδόκητα ἡ καρδιά του
πλατιά, πιο πάνω ἀπό το βόγκο τοῦ πελάγου
κι ἀπ᾽ το τραγούδι τῶν ἀθώρητων Σειρήνων,
Ἱερουσαλήμ,
ἀπο τον ὕμνο το δικό Σου!…
Και τότε το φιδίσιο μονοπάτι,
που ἀπ᾽ το ξωκλήσι τ᾽ Ἁι-Νικόλα
κατέβαινε τοῦ λιμανιοῦ ὥσμε κάτου την ταβέρνα
που μέσα της ἀκόμα, νυχτωμένο
ἐκάπνιζε θαμπό ἕνα φῶς,
το ἐτραβοῦσε κιόλας
ἐκεῖ πού, το ποτήρι κρασιού κρατώντας
σελίγο, ἀπό τονάμα γκαρδιωμένος τῆς ἀμπέλου,
―τῆς μιᾶς Ἀμπέλου που πλατιά ᾽ναι και μεγάλη
μα λιγοστά τ᾽ ἀληθινά τα κλήματά της―
θενά ᾽μπαινε στη ζέστα μέσα τοῦ Μυστήριου
τοῦ ζωντανοῦ,
κι ὁ Διονυσόδοτος Χριστός του,
κι ἂν στο Σταυρόν απάνω ακόμα καρφωμένος
μ᾽ αἱματοστάλαχτο πλευρό, μα ἀγάλι ἀγάλι
την Ἀπολλώνια θα σαρκώνονταν γαλήνη,
κι ἀπό τη ρίζα μέσα τῆς ταπεινοσύνης
τόσο θα ψήλωνε βαθιά του το τροπάρι
και τόσο μέσα του οἱ κρυφές αἰσθήσεις
σε νοσταλγίας θεοτικό ρυθμό δοσμένες
θα τραγουδοῦσαν,
που ἡ ψυχή του, μοναχή της,
σαν το πουλί που ξάφνου ἀνοίγουν το κλουβί του,
στῆς ἴδιας της τῆς λευτεριᾶς συνεπαρμένη
το θάμπος
θε να ὁρμοῦσε να μᾶς φέρει
κάτι ἀπ᾽ το μήνυμα τῆς Μέθης τῆς μεγάλης,
ὥσπου, ἀκουμπώντας πάνω στῆς ταβέρνας το τραπέζι
λίγα φύλλα χαρτιοῦ τσαλακωμένα,
και σκύβοντας ἀπάνω τους,
με το ποτήρι τοῦ κρασιοῦ μπροστά του,
θε ν’ ἀρχινοῦσε,
ὡς να τραγούδαε τώρα κι ὅλο το νησί μαζί του,
κι ἀκόμα σιγοψέλνοντας ἀνάμεσα στα δόντια του,
να γράφει…
*
Και νά πού, ὡς σήμερα μ᾽ ἐκεῖνα τα γραφτά του
ἀγάλλεται ἡ Σιών,
και στο πλευρό της,
παλιά και νέα, σκυρτᾶ κρυφά ἡ Ἑλλάδα,
κάποιοι ἀπό μᾶς ὁπού ᾽μαστε ἑνωμένοι
ἀπ’ τη βαθιά τη λάτρα τῆς Ἀμπέλου
τῆς ζωντανῆς ―ὁπού πλατιά ᾽ναι και μεγάλη
μα λιγοστά τ᾽ ἀληθινά τα κλήματά της ―,
σ᾽ εὐλαβικό Μνημόσυνο κινώντας
μαζί, το μονοπάτι παίρνουμε τ᾽ ἀκρογιαλίσιο
τῆς Σκιάθου, πού, ἀπό το ξωκλήσι τ᾽ Ἁι- Νικόλα,
τοῦ λιμανιοῦ ὥσμε κάτου κατεβαίνει την ταβέρνα
κ᾽ ἐκεῖ,
ἐνῶ γύρα μας μυρόβλητο ἀνασαίνει
παντοῦθε το νησί ἀπ᾽ το κύμα κι ἀπ' το φύκι
κι ἀπό τα πεῦκα κι ἀπ’ τα σκίνα κι ἀπ’ τα ρείκια,
με το βαθύ ποτήρι μας γιομάτο
ἀπό τῆς νέας μας τῆς σοδειᾶς το γιοματάρι,
ὀρθοί στον ἴσκιο του μπροστά,
για μια στιγμή,
με το ποτήρι αὐτό στο χέρι,
τοῦ ζητᾶμε, ἂν εὐδοκεῖ,
να το τσουγκρίσουμε με το δικό του!
{Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία τα Χριστούγεννα του 1941, αφιερωμένο ‘του Πέτρου Χάρη’· τώρα στο Λυρικός Βίος, τ. Ε΄, σ. 12-14.}
~·~
Όπως έχει παρατηρήσει, σε μια υποσημείωσή του, ο Κώστας Μπουρναζάκης (Νέα Εστία, τ. 1740, Δεκέμβριος 2001), εδώ ο Σικελιανός «“συρράπτει” στίχους που έχει εμπνευστεί στις 19 Νοεμβρίου 1914, κατά την παραμονή του στο Άγιον Όρος (Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, σ. 67)». Αντιγράφω από το Αγιορείτικο Ημερολόγιο τους συγκεκριμένους στίχους, που είχαν κι εμένα εντυπωθεί, και που κάπως παραλλαγμένους “εσύρραψε” στην αρχή του ποιήματος, ο Σικελιανός:
«Τοῦ Θεοῦ το πέλαγο,
ἀνοιχτά,
Βροντή το κύμα ἐβάρει.
Σαν τ᾽ Ἅγιο Πνέμα ἀπάνω
του
Κρεμόνταν
το φεγγάρι».
Η στιγμή που αρχικά συνέλαβε ο Σικελιανός, αγναντεύοντας το πέλαγος από τη μονή των Ιβήρων, ανασύρθηκε από το ημερολόγιό του, 27 χρόνια αργότερα, ως η καταλληλότερη εισαγωγή σε ένα ποίημα για τον Παπαδιαμάντη. Μήπως γιατί η ενότητα Θεού και φύσης που αποτύπωνε ο Σικελιανός σε αυτούς τους λίγους στίχους συνάρμοζε με του Σκιαθίτη τη βιοτροπία;
Στο ίδιο Αγιορείτικο Ημερολόγιο, λίγες ημέρες πιο πριν, ο ποιητής μιλούσε για τον Διόνυσο και τον ‘πλουν’ του:
«Ἐγεφύρωσε
τον Εὐφράτη
με κλήματα
και με κισσό…».
Διαβάζοντας ξανά αυτό το ποίημα, θαυμάζω τη μαστοριά του Σικελιανού την απαράμιλλη, με την οποία στο ‘Μνημόσυνο του Παπαδιαμάντη’ καταφέρνει να συνενώσει τον Διόνυσο με τον Ιησού και τον Απόλλωνα, κάτι που είχε αποπειραθεί και πρωτύτερα (1916) στο έκτο άσμα (Διόνυσος-Ιησούς) στη ‘Συνείδηση της πίστης’, με την Άμπελο τη ζωντανή και τα αληθινά της κλήματα (τον Χριστό της Εκκλησίας και του Παπαδιαμάντη) και το κρασί που τόσο αγαπούσε ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος.
Κλείνοντας σχεδόν το Αγιορείτικο Ημερολόγιο (1914) ο Σικελιανός ταυτιζόταν με τον Διόνυσο:
«Γεφύρωσα
με κλῆμα τον
Εὐφράτη σαν
το Διόνυσο»·
εδώ όμως προσμένει από τον βακχευτή Παπαδιαμάντη ν’ αρχίσει μετά ψιθύρου και παθητικού τόνου («σιγοψέλνοντας ἀνάμεσα στὰ δόντια του») να υποτερετίζει «κάτι ἀπ’ τὸ μήνυμα τῆς Μέθης τῆς μεγάλης». Κι απλό, μ’ αληθινό, κλήμα της μιας Αμπέλου πια κι ο Λευκαδίτης ποιητής, ορθός «στον ἴσκιο του μπροστά, για μια στιγμή» μονάχα, ζητά τη συνευδοκία του Σκιαθίτη να τσουγκρίσει το ποτήρι το κρασί μαζί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου