.............................................................
Βύρων Λεοντάρης
(1932 - 2014)
Λοιπόν, μπροστά μας ἔχουμε θανάτους
πέσαμε σὲ κακοὺς καιρούς καὶ μέρες ὀργισμένες
χάνουμε τοὺς δικούς μας καὶ μᾶς χάνουν
τρικυμισμένο μᾶς ἁρπάει τὸ χωματένιο πέλαγος
Ἀλλιῶς θαρρούσαμε τὸ τέλος·
σκοπὸς ποὺ ἐκπληρώνεται ἢ (τὸ ἴδιο) ματαιώνεται
σκορπιὸς ποὺ μπήγει τὸ κεντρί του στὸ κεφάλι του
Δὲν εἴχαμε ὑποψιαστεῖ τὴ φρίκη μιᾶς συνέχειας
(πῶς γίνεται νά ᾽χει συνέχεια τὸ τέλος;)
Ἀλλά, καταπῶς φαίνεται, τὸ τέλος ἔχει μόνο ἀρχὴ
καὶ πῶς νὰ τὸ περάσουμε μὴ φτάνοντας ποτὲ καὶ πουθενὰ
Ἤξεραν οἱ παληοὶ καὶ προνοοῦσαν
νά ᾽ναι ἐλαφρὸ τὸ χῶμα τους
φύλαγαν πάντα ἕνα λευκὸ σεντόνι στὸ σεντούκι
συγύριζαν τὸ μέσα τους, στόλιζαν τὶς ψυχές τους
ἤξεραν νὰ μοιρολογοῦν
ἐξοικειώνονταν μὲ τοὺς νεκροὺς τά ᾽λεγαν μεταξύ τους
στ᾽ ὄνειρό τους
κι ἔπαιρναν ἀπ᾽ τὸ χέρι τους τὸ ἀντίδωρο τοῦ ἀγνώστου
κάθε ποὺ τοὺς ξεπροβοδίζανε στοῦ ξύπνου τὸ κατώφλι
Κι ἐμεῖς τώρα δὲν ξέρουμε οὔτε πού ᾽ναι πεταμένα τὰ κόκκαλα τῆς μάνας μας...
Ἔχουμε ἀποκοπεῖ ἀπὸ τοὺς πεθαμένους
δὲν ἀκούγεται πιὰ ἡ φωνή τους μέσα στὴ φωνή μας
δὲν ξέρουμε νὰ κλάψουμε
πῶς νὰ φερθοῦμε μπρὸς στὸ θάνατο καὶ τὶ νὰ ποῦμε
Στὰ οὐράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τὰ λόγια μας
ἄδεια χελωνοκαύκαλα
Βύρων Λεοντάρης
(Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ)
Βύρων Λεοντάρης
(1932 - 2014)
Λοιπόν, μπροστά μας ἔχουμε θανάτους
πέσαμε σὲ κακοὺς καιρούς καὶ μέρες ὀργισμένες
χάνουμε τοὺς δικούς μας καὶ μᾶς χάνουν
τρικυμισμένο μᾶς ἁρπάει τὸ χωματένιο πέλαγος
Ἀλλιῶς θαρρούσαμε τὸ τέλος·
σκοπὸς ποὺ ἐκπληρώνεται ἢ (τὸ ἴδιο) ματαιώνεται
σκορπιὸς ποὺ μπήγει τὸ κεντρί του στὸ κεφάλι του
Δὲν εἴχαμε ὑποψιαστεῖ τὴ φρίκη μιᾶς συνέχειας
(πῶς γίνεται νά ᾽χει συνέχεια τὸ τέλος;)
Ἀλλά, καταπῶς φαίνεται, τὸ τέλος ἔχει μόνο ἀρχὴ
καὶ πῶς νὰ τὸ περάσουμε μὴ φτάνοντας ποτὲ καὶ πουθενὰ
Ἤξεραν οἱ παληοὶ καὶ προνοοῦσαν
νά ᾽ναι ἐλαφρὸ τὸ χῶμα τους
φύλαγαν πάντα ἕνα λευκὸ σεντόνι στὸ σεντούκι
συγύριζαν τὸ μέσα τους, στόλιζαν τὶς ψυχές τους
ἤξεραν νὰ μοιρολογοῦν
ἐξοικειώνονταν μὲ τοὺς νεκροὺς τά ᾽λεγαν μεταξύ τους
στ᾽ ὄνειρό τους
κι ἔπαιρναν ἀπ᾽ τὸ χέρι τους τὸ ἀντίδωρο τοῦ ἀγνώστου
κάθε ποὺ τοὺς ξεπροβοδίζανε στοῦ ξύπνου τὸ κατώφλι
Κι ἐμεῖς τώρα δὲν ξέρουμε οὔτε πού ᾽ναι πεταμένα τὰ κόκκαλα τῆς μάνας μας...
Ἔχουμε ἀποκοπεῖ ἀπὸ τοὺς πεθαμένους
δὲν ἀκούγεται πιὰ ἡ φωνή τους μέσα στὴ φωνή μας
δὲν ξέρουμε νὰ κλάψουμε
πῶς νὰ φερθοῦμε μπρὸς στὸ θάνατο καὶ τὶ νὰ ποῦμε
Στὰ οὐράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τὰ λόγια μας
ἄδεια χελωνοκαύκαλα
Βύρων Λεοντάρης
(Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου