Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

"Κατοικώ, άρα υπάρχω" γράφει η Βαρβάρα Παπαδοπούλου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.8.2020)

..............................................................


Κατοικώ, άρα υπάρχω






γράφει η Βαρβάρα Παπαδοπούλου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.8.2020)

Ο άνθρωπος είναι ζώον της συνήθειας. Τον αφήνεις στο πουθενά και μέσα σε ελάχιστο χρόνο έχει χτίσει καθημερινότητα. Η συνήθεια είναι το κουκούλι της ασφάλειας απέναντι στην αταξία και το απρόβλεπτο του βίου. Το υφαίνει με ό,τι υλικό βρει για να χωθεί μέσα του και να βρει καταφύγιο από τις σαρωτικές μεταβλητές που παραμονεύουν σε κάθε του βήμα.

Αν μετά από ένα μήνα σε ένα κάμπινγκ, όπου έχω πάει για καλοκαιρινές διακοπές και όχι εξ ανάγκης, νιώθω τον χώρο ως σπίτι μου, αυτό δεν οφείλεται στις χαρές του κοινοβιακού, παρεΐστικου πνεύματος στο όμορφο κυκλαδονήσι αλλά στην πρωταρχική, ανθρώπινη ανάγκη να φτιάχνει κανείς σπίτι όπου κι αν βρεθεί. Ακόμη κι η αράχνη σε μια γωνίτσα στην κοινή τουαλέτα γίνεται μέρος και μέλος του προσωρινού σπιτιού.

Παρατηρώντας ακριβώς κάθε μέρα μιαν αράχνη στον μισοσκουριασμένο μεντεσέ της πόρτας, εκεί που κι ο βασιλιάς πάει μόνος του, άρχισα να σκέφτομαι την ευκολία του ανθρώπου να δημιουργεί σπίτι από το τίποτε. Μου ήρθαν στο μυαλό όλοι οι πρόσφυγες που έχω γνωρίσει τα τελευταία χρόνια σε καταυλισμούς και καταλήψεις, οι οποίοι περνούν εβδομάδες, μήνες, χρόνια σε χώρους και κοινότητες που δεν έχουν επιλέξει και όπου, μέσα και παρά την αίσθηση μιας ατέρμονης προσωρινότητας, οικοδομούν καθημερινότητα, οικειοποιούνται το ανοίκειο, κάνουν σπίτι τους τη ζούγκλα.

Θυμάμαι στο παλιό 5ο Λύκειο, που λειτούργησε για μια τριετία ως δομή φιλοξενίας προσφύγων, τις σχολικές αίθουσες να μετατρέπονται σε μικρές ιδιωτικές εστίες. Το σύνορο της ιδιωτικότητας ήταν ένα σεντόνι. Τρεις οικογένειες στην ίδια αίθουσα, τρία σπίτια με υφασμάτινα ντουβάρια. Η Ασμα, μια Σύρια νεαρή ζωγράφος, στη γωνιά που κοιμόταν έφτιαξε ένα σκίτσο χαμηλά στον τοίχο με μολύβι. Ηταν μια γυναικεία φιγούρα που ούρλιαζε: τρία κεφάλια της ίδιας φιγούρας που σταδιακά ούρλιαζε ολοένα και πιο δυνατά.

Εκτός από εκτόνωση του αδιεξόδου που ένιωθε, χαράσσοντας τον τοίχο με το μολύβι της «κατοικούσε» αυτό τον ξένο χώρο, τον έκανε σπίτι της. Και τώρα πια, που έμεινε κενό και σφραγισμένο το κτίριο τούτο, θα φέρει για πάντα τα σημάδια αυτής της κατοίκησης. Ακόμη πιο ακραία, σκέφτομαι πως το τσίτι που σκέπαζε κι έκρυβε ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ το ξερακιανό σώμα ενός άστεγου σε μια αχανή λεωφόρο στο Νέο Δελχί, κι αυτό ένα εύθραυστο σπίτι όριζε.

Ο Χάιντεγκερ στο δοκίμιό του «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», που έγινε κείμενο αναφοράς για το μοντέρνο κίνημα στην αρχιτεκτονική, εστιάζει στην πρόθεση του ανθρώπου και τη διαδικασία της κατοίκησης ως ουσία τού κτίζειν και αναγνωρίζει στην κατοίκηση την ιδιότητα να μετατρέπει τον χώρο σε τόπο.

Ακόμη κι αν ο άνθρωπος δεν επιλέγει τις συνθήκες διαβίωσής του, η ικανότητά του να οικοδομεί την οικειότητα σε ανοίκεια περιβάλλοντα είναι πρωταρχικό χαρακτηριστικό του. Η συνήθεια, δε, την οποία υφαίνει ο άνθρωπος στην εκάστοτε καθημερινότητα, η ίδια καθ' εαυτήν, είναι ίσως το άυλο, αφηρημένο σπίτι που τρέπει τον ασαφή «χώρο» της ζωής σε συγκεκριμένο «τόπο» του ανθρώπινου βιώματος.


*καλλιτέχνις, ακτιβίστρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: