.............................................................
ΕΓΩ, Ο ΠΑΝΟΣ ή ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΡΩΙΜΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εγώ, ο Πάνος που με ’διώξαν απ’ τη Μάνη,
πάνω σε πόρτα μ’ έφεραν στον κάμπο τον Αργολικό κάτι παππούδες με κουδούνια και βελάσματα, κάπες βαριές και μαύρη όψη. Τις νύχτες πεταγόμουνα, έτσι που σκούζαν άγρια και ρίχνανε με τα τουφέκια τους να φύγουνε οι λύκοι. Όμως εγώ τους έβλεπα – έφευγαν σέρνοντας αρνιά, κοίταζαν πίσω τους και μ’ έβλεπαν κι εκείνοι, άναβαν σπίθες πράσινες στα σκοτεινά του ύπνου μου ρουμάνια. Ήμουν παιδάκι άρρωστο πολύ. Χρειάστηκαν διακόσια χρόνια ακόμα οι παππούδες μου μέχρι ν’ αποφασίσουν να με φέρουνε στον κόσμο.
Ο κλήρος έπεσε σ’ αυτόν που από το σόι μας σταυρώθηκε, κι ύστερα σταύρωσε κι αυτός όσους μπορούσε. Τέλη Νοέμβρη θα ’τανε, ίσως αρχές Δεκέμβρη, τότε που μ’ άδειασε σε μήτρα ο κατάδικος, να με ζυμώσει. Κρύο πολύ, υγρά τα χόρτα και οι πέτρες αιχμηρές, κοίταζε ανάσκελα η μάνα μου το μέταλλο του φεγγαριού, έξω απ’ του Αι-Γιαννιού το εκκλησάκι. Την νύχτα εκείνη ο πάγος έκαψε και τα παλούκια ακόμα. Όμως αυτοί εκεί. Στον λόφο με τα πεύκα, και κάτω ο κάμπος της Ασίνης. Κι άντε με λίγο Λαμαρτίνο, άντε μετά – «κρύα τα χέρια σου, να στα ζεστάνω;», με πήρε μέσα της η μάνα μου, μ’ έπλασε πλάσμα.
Γεννήθηκα κι απέναντι μου ένας βράχος θεόρατος. Πίσω νεκροταφείο. Δεξιά σιτάρια να κυλιέμαι και να κρύβομαι, και κάτω δέντρα με πουλιά χρωματιστά. Έσκυψε τότε ο άγγελος και μου ψιθύρισε – «κοίτα μονάχα τις φωλιές και μην αγγίξεις τ’ αυγουλάκια, αλλιώς θα ’ρθει και θα τα φάει ο αστρίτης». Άγγιξα δώδεκα αυγά, τάισα δώδεκα φίδια. Μ’ αγάπησαν, τα πήρα στον κόρφο μου, ακόμα εκεί είναι.
Οχτώ χρονών και ο πατέρας μου ξανά στη φυλακή. Κάποιοι πετούσαν πέτρες στα κεραμίδια μας, η γιαγιά καψάλιζε φετούλες, η μάνα μου μαδούσε ένα κοκόρι. Πήγα και χάθηκα σε μια σπηλιά, κι είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι ποτέ δεν ξαναβγήκα στη λιακάδα. Την άλλη μέρα ο δάσκαλος με τσάκισε στο ξύλο, και το μεγάλο χέλι στο πηγάδι μας είχε ψοφήσει.
Όταν ξανάρθε ο κύρης μου, ήτανε χλωμός και γυάλιζαν τα γαλανά του μάτια. Έκανε ανοίγματα πολλά, έσπασε και ξανάσπασε τη μούρη του. Έτσι θα τον θυμάμαι – σπασμένο πρόσωπο, μέσα στα αίματα, και μάτια που ήθελα πολύ να ήταν δικά μου. Η μάνα πάει συχνά και του μιλάει, τρίβει τα μάρμαρα, παραπονιέται – “όλο από δω παίρνουνε λάδι για τα καντήλια των δικών τους οι άλλες χήρες”. Μα πριν πεθάνει, πρόλαβε – μας έφερε με φορτηγάκι στην Αθήνα.
Έφτιαχνα ξύλινα μαχαίρια και τα χάριζα. Πάντα στο τέταρτο θρανίο. Με γυαλιά. Βόλτες στο Άλσος ύστερα, φραπέδες με τζουκ μπόξ, κι οι συμμαθήτριες, γαμώτο, πάνε μ’ άλλους. Κι από τα πριν, από παντού – σημαίες κόκκινες κι οράματα με φούντες. Τραγούδια με σφιχτές γροθιές. Περιβραχιόνια, αφίσες. Και ο Γιάννης Ρίτσος. Και οι Κόρντοβες του Λόρκα. Και το Καρέλια το μικρό στην πίσω τσέπη.
Ύστερα, ήρθανε πνοές αμφίβολες να με χαϊδέψουν. Σε μέρη υπερβόρεια κι ανθρώπους άλλους. Πήγα κοντά και φίλησα όλες τις γυναίκες τους. Ήπια κρασί σε κούφιο κέρατο, ανέβηκα με μπότες σε τραπέζι, ένα ωραίο δειλινό χτυπήσαν όλες οι καμπάνες για χατίρι μου. Θυμάμαι δάση να περνούν κάτω απ’ τα πόδια μου. Και πώς λίκνισε τους γοφούς της η Κ., κατεβάζοντας το στενό μπλουτζίν για να αφοδεύσει πίσω απ’ το δέντρο. Στη Βαλτική, ξυπόλυτος, βρήκα ένα κεχριμπάρι με αραχνούλα μέσα του, αλλά το έχασα. Μα πιο πολύ ήταν οι γλώσσες τους που μ' άρεσαν – έβγαιναν απ’ το χιόνι σαν αρκούδες.
Επέστρεψα κι είχα στο σάκο μου μόνο βιβλία. Μπήκα να δω πώς είναι ο γάμος. Ξαναβγήκα. Πονώντας ασφαλώς, γιατί «αυτά τα πράγματα», μου είπε μια φορά ο άγγελός μου, «πονάνε – όχι πάντα, αλλά για πάντα».
Δεν ξαναέφυγα. Μόνο ταξίδια πού και πού, συχνά με ανθρώπους σαν κι εμένανε που γράφουν. Μιας που, όλον ετούτο τον καιρό, από τη Μάνη κιόλας, έγραφα κι έσκιζα, έγραφα κι έσκιζα, έγραφα κι έσκιζα, κερδίζοντας ένα ψωμί συχνά με μούχλα. Αδίκησα κάποιους ανθρώπους κι αδικήθηκα. Εδώ και κάμποσον καιρό μπαίνω στον κόπο τους και κλαίω μονάχος μου. Και τα δικά τους κλαίω, και τα δικά μου.
Περνάει ο καιρός και με αποσύρει λίγο-λίγο από το σώμα μου. Τώρα ο άγγελος βολεύτηκε στον καναπέ μου. Είμαστε απ’ το πρωί μαζί, παίζουμε τάβλι. Τη μια μου λέει – «μην απελπίζεσαι», την άλλη πράγματα βαριά που με απελπίζουν. Αλλά βοηθάει κι εκείνος τ’ απογεύματα. Όταν ο φόβος μέσα μου τινάζει δόντια, και ξαναγίνομαι αγέννητο παιδί που είδε λύκους. «Λίγα αρνιά σου μείνανε ακόμη», με παρηγορεί, «θα σου τα πάρουνε κι αυτά, και θα ησυχάσεις». Μου δίνει κι άλλο πένθος και μετράει ως πού μπορώ ν' αντέξω.
Είναι όμως σε επιφυλακή. Κάθε που πάω να φωνάξω βλάσφημα – «θεέ, καλέ θεέ, μη μ’ αγαπάς», τινάζεται και μου κλείνει το στόμα.
---------------
"Τον έρωτα τον κοίταξα", εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου