Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Από το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού "Όταν οι Έλληνες ήταν οι μετανάστες" - Μαγνητόφωνα 1 & 2" (εκδ. "Εφημερίδα των Συντακτών", 2020)

..............................................................






Βασίλης Βασιλικός
(γ.1934)





Από το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού "Όταν οι Έλληνες ήταν οι μετανάστες" - Μαγνητόφωνα 1 & 2" (εκδ. "Εφημερίδα των Συντακτών", 2020)


"Η ντόλτσε βίτα είναι που τους τραβάει στο εξωτερικό. Πήγαν ένας δύο, γυρίσανε με το αυτοκίνητο, με το τρανζίστορ και τη φροϋλάιν δίπλα τους. Τους είδανε οι άλλοι και ζηλέψανε."

(από συνέντευξη του κ. Ι.Λαδά στο περιοδικό "Ταχυδρόμος", 19.10.1973)



Από το "Μαγνητόφωνο Ι"- ΒΑΥΑΡΙΑ - 1

Δουλεύω στη Γερμανία απ' το 1960. Έχω κάτσει σ' ένα εργοστάσιο έξι χρόνια, σ' ένα άλλο δυόμιση και, τώρα στο τρίτο, είμαι ένα χρόνο. Το πρώτο εργοστάσιο έβγαζε βαλβίδες αυτοκινήτων. Το δεύτερο αλουμίνιο και το τελευταίο τώρα βγάζει τα αυτοκίνητα Μπενβέ. Όχι τα Φαβέ, τα Φολκσβάγκεν. Τα Μπενβέ. Τα ΜΠαγιάρισε μοτοράτβερ*, που λένε στα γερμανικά. Δουλεύω στα καλούπια για τα καυσαέρια. Όπως θα λέγαμε, βοηθώ κι εγώ σ' ένα εξάρτημα του αυτοκινήτου. Τακέρνικα, το λέν γερμανικά. Το χώμα. Το δουλεύω πρώτα εγώ, κατόπι το παίρνει ένας άλλος, το ρίχνει στο αλουμίνιο και το μίγμα είναι έτοιμο. Είμαι από χωριό της Δράμας. Παντρεμένος, μάλιστα, με Ελληνίδα. Όχι, δεν έχουμε ακόμα παιδιά. Μένουμε σε χάιμ. Καθαρά, στο χέρι όπως θα λέγαμε, βγάζω γύρω στα οκτακόσια πενήντα με εννιακόσια μάρκα το μήνα. Κι ασφαλισμένος, φυσικά. Στην Ελλάδα ήμουν αγρότης. Χωρίς χωράφια εννοείται. Όπως δεν μπορώ να πω ότι ξύπνησα εδώ, έτσι δεν μπορώ να πω ότι και στην Ελλάδα κοιμόμουν. Με τον Τύπο, το ραδιόφωνο, κάτι γινόταν. Ώσπου ήρθε το μεγάλο κακό, η δικτατορία. Κι όπως κάθε Έλληνας, αιστάνθηκα κι εγώ την ανάγκη κάτι να πω, κάτι να γίνει. Γι' αυτό και τρία χρόνια τώρα δεν μπορώ να κατεβώ στην Ελλάδα. Και δεν έχω πάει πουθενά. Και το εργοστάσιο δεν φροντίζει για τις διακοπές των εργατών, ούτε για να αποζημιώσει τους αδειούχους. Έχουμε 24 μέρες άδεια το χρόνο. Για την ακρίβεια. 23. Μεγάλο Σάββατο σήμερα. Όχι, η εκκλησία δεν είναι χουντική. Αλλά πώς να το πούμε, άλλοτε στο χωριό μου επήγαινα στην Ανάσταση με την οικογένειά μου, με τη μάνα μου. Τώρα είμαι μακριά απ' όλους τους δικούς μου. Οπότε κι η εκκλησία είναι κάτι το τυπικό. Να κάνω Ανάσταση, με ποιους; Παντού υπάρχουνε καλοί και κακοί. Αλλά ως προς το σύνολο των Γερμανών δεν μου φαίνεται να 'ναι και πολύ καλοί. Βέβαια, με τους άλλους ξένους εργάτες, θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε σε καλές σχέσεις. Φερ' ειπείν, δουλεύω εγώ μια μηχανή. Θα 'ρθει να την παραλάβει ένας Τούρκος ή ένας Ισπανός. Είμαι υποχρεωμένος, πριν του την παραδώσω, να την καθαρίσω. Όπως κι αυτός είναι υποχρεωμένος, πριν την παραδώσει στον άλλο, να κάνει το ίδιο. Δεν μας το επιβάλλουν. Επιβάλλεται στον κάθε εργάτη, προπαντός στους ξένους, να 'ναι καλός με το συνάδελφό του. Γιατί οι Γερμανοί, όσο να πεις, μας κοιτάνε πάντα με άλλο μάτι. Και μεταξύ μας, παρόλο που επίσημα απαγορεύεται η πολιτική, όπως την λεν, επαφή, όλο και επιτρέπεται κάποια συζήτηση, κι έτσι ο καθένας μας, ως επί το πλείστον, με Ισπανούς, βρισκόμαστε, κλαίμε τη μοίρα μας, λέμε τον πόνο μας, "κλαίμε τον πόνο μας", χε, χε, κι εμείς και οι Σπανιόλοι, παντρεμένοι στην δυστυχία σαν την Πριγκίπισσα Σοφία με τον Χουάν Κάρλος, τον επίδοξο βασιλιά. Χε, χε, Μεγάλο Σάββατο απόψε!


Ο ΗΛΙΑΣ Ή ΠΩΣ ΔΕΝ ΠΕΤΥΧΕ ΚΑΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ - 4

- Γιατί να μην είμαι ευχαριστημένος από τη Γερμανία; Αυτό το κουστούμι, το σπίτι που έχω, την τηλεόραση, το μπάνιο μου, τη δυνατότητα να έρθω να πιω ένα ποτηράκι, σαν κύριος, στο μπαρ το δικό σου, πού θα το 'βρισκα στην Ελλάδα; Εκεί θα ψοφούσα σε μια τρύπα, θα με τρώγαν οι ψείρες. Άρα μη μου λες εμένα ότι η Γερμανία μας εκμεταλλεύεται και κάνει τον ξένο εργάτη σκλάβο.

- Αλλά δεν σκέφτεσαι ότι εσύ μπορεί να βολεύτηκες, και τ' αφεντικά σου όμως βολεύτηκαν καλύτερα. Άκουσες ποτέ για την υπεραξία;
- Υπέρ και κατά εγώ δεν τα ξέρω. Είμαι ευχαριστημένος. Έχω το αμάξι μου, πάω βόλτα, κατεβαίνω στην Ελλάδα...
- Κι εκεί όλα εντάξει;
- Βέβαια όλα εντάξει. Στα σύνορα τους έβρισα, δεν με πειράξαν. Ίσα ίσα φανήκαν υπέρ το δέον ευγενικοί. Υπάρχει απόλυτη ελευθερία στην Ελλάδα. Άκουγα κι τόσα χρόνια την προπαγάνδα στο εξωτερικό εναντίον της χούντας, ώσπου κατέβηκα και είδα με τα μάτια μου: μπορείς να εκφράζεσαι ελεύθερα, να κινείσαι ελεύθερα. Υπάρχουν και δουλειές. Μου πρόσφεραν.
- Γιατί δεν τις δέχτηκες; 
- Γιατί έχω μάθει έντεκα χρόνια να ζω έξω. Εδώ είναι το σπίτι μου, η φωλιά μου, οι φίλοι μου. Έντεκα χρόνια είναι που έπαψα να 'μαι αγρότης, αλλά όταν πήγα στο χωριό μου ό,τι είδα μ' άρεσε. Κι ο πρόεδρος της κοινότητας σκίστηκε να με εξυπηρετήσει για κάτι πληρεξούσια. Με φέρθηκαν σαν κύριο. Δεν λέω, μπορεί να μην είναι μ' όλους έτσι, αλλά οπωσδήποτε, κάτω, δεν είναι σαν το Ανατολικό Βερολίνο, να πούμε, όπου, αν είσαι Εβραίος, σε μαγκώνουν και σε στέλνουν φυλακή. Στο Ανατολικό μαγκώνουν κόσμο.
- Εν κατακλείδι, θέλεις να πεις;
- Να αυτές τις αντιδικτατορικές αφίσες, τι τις θέλεις στο μαγαζί σου; Μαζί ξεκινήσαμε εδώ κι έντεκα χρόνια. Μην ξεχνάς πώς ξεκίνησες, με την δραχμή του Έλληνα εργάτη. Τώρα ανέβηκες. Κι ύστερα όλους αυτούς τους μαλλιάδες τι τους μαζεύεις;
- Όπου βλέπεις μαλλιάδες μη φοβάσαι. Είναι καλοί άνθρωποι. Δεν πειράζουν κανένα. Τα κοντά μαλλιά να φοβάσαι. Αυτοί είναι οι γκάνγκστερ. Τα κουστουμάκια να φοβάσαι, με το μαντήλι στην τσέπη, σαν το δικό σου.
- Βλέπω να 'χεις πάρει τον κακό δρόμο. Φταίνε οι κακές συναναστροφές. Να, αυτός, με την προβατίσια γούνα. Ζώο είναι ή άνθρωπος; Ή "επαναστάτης"; Πάει, σπάζει μια βιτρίνα, κλέβει τη γούνα. Κοινωνία είναι αυτή; Κάτω άφησα το αμάξι μου με τον ξένο αριθμό στο δρόμο. Πάω να το κλειδώσω και μου λεν οι γειτόνοι: "Άσ' το ξεκλείδωτο. Εδώ δεν είναι Γερμανία. Δεν είναι ζούγκλα. Δεν κλέβουν εδώ".


...Ο ΗΛΙΑΣ Ή ΠΩΣ ΔΕΝ ΠΕΤΥΧΕ ΚΑΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ-7


- Δουλεύω στα νήματα, στις βαφές. Αρχίζουν από μαλλί, γίνονται κλωστές απ' τον κλίβανο, όπου τις βάφουν, μετά (κι όλα αυτά χωρίς να σταματήσει διόλου η κίνηση του μαλλιού που γίνεται σιγά σιγά νήμα) τις περνούν πάνω, ψηλά, στα καρούλια και, απ' την άλλη άκρη του αυτόματου αργαλειού, βγαίνει το χαλί έτοιμο, με ωραία σχέδια και χρώματα, με γερές κλωστές και μ' ένα στρώμα αφρολέξ από κάτω για να κάνει πιο μαλακό το βάδισμα και να βαραίνει στο ζύγι. Στην αγορά, τα "τέπιχε", τα χαλιά αυτά, τα βρίσκεις με 2500 μάρκα το καθένα...

   Καθώς του μιλά, βλέπει μπροστά του το γιγαντιαίο αργαλειό, με τα νήματα που ξεκινούν από ψηλά, από διαφορετικές γωνίες, σαν το εσωτερικό της οροφής της τέντας του Τσίρκο Μεντράνο, ή - καθώς οι κλωστές διαφόρων χρωμάτων διασχίζουν εγκάρσια τον αέρα - θα πρέπει να μοιάζουν με τις αχτίνες που περνούν τα έγχρωμα τζαμωτά της εκκλησιάς.
   Ο Ηλίας είναι γιγαντόσωμος. Έχει κι αυτός προβλήματα παραμονής. Εκκρεμεί μια δίκη που όλο αναβάλλεται. Φασαρίες με το προξενείο που συνεργάζεται με την αστυνομία και του κάνει το δύσκολο. Κι ενώ βλέποντάς τον δεν μαντεύεις το κρυφό μαράζι του, όταν, το Σαββατόβραδο, θα βγει αγκαζέ με την κυρά του, απ' την αφάνταστη μελαγχολία της, μαθαίνεις το δράμα που τους βασανίζει: τα παιδάκια τους: δυο, να ζήσουν, τα κρατάει η χούντα σαν ομήρους για την αντιδικτατορική δράση του μπαμπά τους στο εξωτερικό. Κι η μάνα-κλώσσα, μικροκαμωμένη, σιωπηλή, άβαφη, χωρίς να πίνει, να καπνίζει, με μια λύπη κατασταλαγμένη πάνω στο πρόσωπό της, δεν κρύβει τον καημό της. Ακόμα κι όταν σηκώνεται να χορέψει, καλαματιανό, το σώμα της κρατάει το δικό του χρόνο, λειτουργεί με μια δικιά του συχνότητα, πιο εσωτερική, πιο αργή, ασυνταίριαστη με τους άλλους, κι η δυσκολία της επικοινωνίας της μαζί τους είναι το αποτέλεσμα αυτής της χρονικής διαφοράς. Ο χωροφύλακας του χωριού ζηλιάρης, πες, που ο άντρας της βρισκόταν στη Γερμανία, τον κάρφωσε, έτσι , από γινάτι. Κι αυτή σαν την προβατίνα που δεν έχει τ' αρνάκια της για να την αλαφρώσουν με το άρμεγμα, έχει βαρύνει απ' το αξόδευτο γάλα. Οπότε ο χρόνος είναι αυτό το γάλα που έπηξε.


ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ ΙΙ -


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΖΕΛΕΡ -ΤΟ ΧΑΪΜ




...Εγώ είμαι απ'τη Μακεδονία απ' τις Σέρρες.Συμπληρώνουμε ένα χρόνο εδώ. Στην Μέτζελερ. Στα λάστιχα. Κάνουμε διανομή στα νούμερα. Μέσα στο εργοστάσιο, ναι. Όχι, δεν παίρνουμε καλά λεφτά. Για να πάρουμε τα λεφτά που χρειαζόμαστε πρέπει να βάλουμε πολλές ώρες. Διακόσιες τριάντα ώρες. Σύνολο. Το μήνα. Δύσκολα τα πράγματα; Δεν βαριέσαι. Παλιοζωή. Τέλμα. Αλλιώς βέβαια τα περιμέναμε να τα βρούμε. Πού να ξέραμε πού θα μας ρίξουν. Το πρώτο λάθος φυσικά είναι ότι δεν μάθαμε από κανέναν την αλήθεια. Είτε στην Γερμανία ήταν είτε στην Αυστραλία είτε στην Αμερική είτε στον Καναδά είτε πουθενά. Όλοι αυτοί γυρίζαν στο χωριό τα ίδια λέγαν: τα ημερομίσθια είναι καλά, η δουλειά δεν είναι βαριά, όπως στην Ελλάδα. Αυτά μας λέγαν.
- Εγώ λέω την αλήθεια. Όταν σε ρωτάνε, δεν μπορείς να πεις ότι δεν περνάω καλά. Δεν μπορείς να το πεις. Θα πεις ψέματα. Λέω την αλήθεια. Γιατί άμα πάω στο καφενείο και πω, "ξέρεις τίποτα ρε φίλε; ΜΑΡΤΥΡΙΟ! Κάνουμε εκείνο, κοιμόμαστε τόσοι", ή ξέρω γω, θα σου πει: "Και δεν κάθεσαι στο σπιτάκι σου, στην καλύβα σου εδώ να κοιμάσαι με την ησυχία σου;", δηλαδή δεν σ' αφήνει ο εγωισμός για να πεις αυτά που βρήκες. Κι έτσι ο μύθος της Γερμανίας συνεχίζεται. Εγώ στην Ελλά δα είχα ένα σφαγείο. Ναυάγησε όμως η δουλειά. Δηλαδή, είχα κάτι λεφτά και τα έχασα.
- Ο καθένας που αποφασίζει να πάει στην Ελλάδα, θα σκεφτεί: τι πρέπει ν' αγοράσω; Κουστούμι να το φορέσω και να με δουν; Αυτοκίνητο; Δίπλωμα έχω. Να δώσω χίλια μάρκα και να πω ότι το 'χω πάρει δυο χιλιάδες;... Αυτά βλέπουν κι οι Έλληνες κάτω κι επαναστατούν κι όλο και πιο πολλοί εξαναγκάζονται να 'ρθούνε. Ο άλλος που φύλαγε γίδια στο χωριό, ο τρόπος του λέγειν, γιατί θα υπάρχουν κι από μας που φύλαγαν γίδια, ήρθε στη Γερμανία, κάθισε δυο χρόνια, τρία, και γύρισε στην Ελλάδα με αυτοκίνητο, με κουστούμι που το φοράει μόνο όταν γυρίζει κάτω, να πούμε, στο καφενείο. Γιατί, εν συνεχεία, γυρίζει στην Γερμανία, πουλάει το αυτοκίνητο και βάζει το κουστούμι στην ντουλάπα. Αυτό το παραμύθι γίνεται...

...ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΖΗΜΕΝΣ (SIEMENS)


...ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

"Τι είναι όμως η αποξένωση της εργασίας; Πρώτα πρώτα η εργασία, ως προς τον εργάτη είναι εξωτερική, δηλαδή δεν ενσωματώνεται στην ύπαρξή του, οπότε κι αυτός πάνω στη δουλειά του δεν επιβεβαιώνεται αλλά αυτοαναιρείται - ακρωτηριάζει το σώμα του και το πνεύμα"  ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ, Χειρόγραφα 1844

Ζήμενς. Φίρμα διεθνώς γνωστή. Το εργοστάσιο. Μπαίνουμε. Ένας διευθύνων μας παραλαβαίνει:
 Siemens Company has approximately 300.000 people working all over the world and 2oo.ooo working in Germany. In this part of the plant 4.000 people are working. In Siemens we don't have workers or white collar people. They are all called Mitarbeiter (γερμ.: συνεργάτης). We have also a plant in Thessaloniki, telecommunications...
   Ο "χερ ντόκτορ" μας λέει ότι για να μπούμε πρέπει να φορέσουμε άσπρη ποδιά. 
   - Η παραγωγή ανταλλακτικών για τρανζίστορς περνάει μια κρίση. Στη διεθνή αγορά, υπάρχει σημαντικά ανώτερη παραγωγή από ζήτηση γι' αυτό...
   Μια σιγή μικροβιολογικού εργαστηρίου βασιλεύει μες στο απτάλι: Τουρκάλες, Γιουγκοσλάβες, Ελληνίδες, ντυμένες με άσπρες ποδιές, όλες το ίδιο ύψος, 1,40, κάθονται σιωπηλές μπροστά στα μικροσκόπια. "Τις διαλέγουν όλες, ειδικές επιτροπές, ειδικά γι' αυτή τη δουλειά βάσει του ύψους, για να ταιριάζουν με τη θέση του μικροσκοπίου, και βάσει της περιφέρειας του ποπού, για να μη ξεχειλίζουν απ' τις οδοντιατρικές καρέκλες. Περνούν κι από ειδικούς οφθαλμιάτρους..."
   - Και τα μάτια σας δεν πονούν;
   - Συνηθίζουμε.
   Όλες σχεδόν φορούν γυαλιά. Μας δίνουν μια "σέφισσα"(παραφθορά του Chefin(γερμ.): Προϊσταμένη)
   - Ελληνίδα;
   Σέφισσα: Μάλιστα.
   - Κι από πού είστε;
   - Απ' το νομό Σερρών.
   - Από πότε στη Γερμανία;
   - Απ' το 1964. Εργάζομαι εδώ επτά χρόνια. Κάνουμε ραδιόφωνα, τρανζιστόρια, τηλεοράσεις. Εδώ είναι όλα αυτά σάιμπε, που τα λέμε. Οι κοπέλες τα παίρνουν και τα...

   "Ο εργάτης σε σχέση με το προϊόν της εργασίας του βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ξένο προϊόν" ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ, Χειρόγραφα 1844   

   - Τι γραμματικές γνώσεις έχουν;
   - Εγώ;
   - Γενικά.
   - Και του Γυμνασίου και του Δημοτικού, αρκεί να 'ναι καλές στην εργασία τους. 
   - Αυτά τι είναι;
 - Είναι μικρά μικρά κρικάκια, τα παίρνει με μια "πενσετούλα"(παραφθορά της λέξης Pincette=λαβίδα, "τσιμπιδάκι") και τα κολλάει με χρυσή κλωστή πάνω στο αλουμίνιο, για τηλεοράσεις. Σκύφτε. Μπορείτε να δείτε.
   - Δεν πονάν τα μάτια;
   - Πονάν όταν βγαίνεις απ' το εργαστήριο στο φως της μέρας. Αλλά συνηθίζεις. 
   - Έχει καμιά κοπέλα στραβωθεί;
   - Α, μπα! Τόσα χρόνια είμαι εδώ στη Γερμανία, πρώτη φορά το ακούω κι αυτό.
   - Από πού είστε;
   Μια εργάτρια: Απ' την Ήπειρο.
   - Φόρεσες γυαλιά εδώ;
   - Απ' την Ελλάδα τα φοράω.
   Σέφισσα: Κι εσείς φοράτε γυαλιά. Εγώ, παραδείγματος χάριν, είχα περισσότερο αστιγματισμό και μυωπία απ' ό,τι έχω τώρα. Και φυσικά δεν δουλεύω πια στο μικροσκόπιο, αλλά μπορώ να σας πω ότι κάθε μέρα, για μια δυο ώρες, κοιτάζω κι εγώ. Μπορείτε να κανονίσετε το μικροσκόπιο  σε τέτοιο σημείο ώστε να βλέπετε τόσο καλά, όσο και πριν. 
   - Και πού τη μάθαν αυτή τη δουλειά;
   - Εδώ τη μαθαίνουν, όταν έρχονται.
   - Και πόσο πληρώνονται;
   - Αναλόγως. Παίρνουν εφτακόσια, οχτακόσια. Αν είναι με ακόρντ ή όχι. Αυτή η μηχανή με τα κρικάκια δεν έχει ακόρντ. Αυτή εδώ που είναι για τα πλυντήρια, έχει. Υπάρχουν, όπως βλέπετε, κοπέλες που βγάζουν το ακόρντ σε τόσο γλήγορο καιρό που τους περισσεύει ελεύθερος χρόνος και μπορούν να κάνουν το διάλειμμά τους, να πάνε βόλτα. Υπάρχουν και κοπέλες που δεν μπορούν να βγάλουν το ακόρντ μολονότι κάθονται συνέχεια και δουλεύουν. Εξαρτάται από τη γρηγοράδα της κοπέλας. Ξέρετε, κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικά νεύρα. Ένας νευρικός άνθρωπος βγάζει πιο πολλή δουλειά απ' ό,τι βγάζει ένας ήρεμος τύπος...

...ΟΙ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΣ

Ο διερμηνέας κατεβαίνει στο χωριό και λέει ότι η δουλειά είναι λαφριά κι ότι για δωμάτιο θα φροντίσει κι όλα αυτά τα πράγματα. Και όσο για τα λεφτά, λέει μπόλικα. "Θα πατάς κουμπιά και θα βγαίνουν ρόδες". Έρχονται λοιπόν από την Ελλάδα τα παιδιά, δουλεύουν μες στην καπνούρα, τους βγαίνει η πίστη, δεν μπορούν να βγάλουν τη δουλειά. Και τα λεφτά λίγα. Και ούτε κουμπιά, ούτε τίποτα. "Τι θα γίνει", του λεν, "διερμηνέα μου; Άλλα πράγματα μας είπες κάτω κι άλλα βλέπουμε εδώ πέρα". "Τι θέλεις", τους απαντά τότε ο διερμηνέας. "Θες να φύγεις; Φύγε". "Μα έχω συμβόλαιο για ένα χρόνο". "Δώσε", του λέει, "πεντακόσια μάρκα και σπασ' το". Δίνει κι αυτός πεντακόσια μάρκα και φεύγει. Αν δώσει πεντακόσια μάρκα δεν τον αφήνει να σπάσει το συμβόλαιο.

   - Δεν θέλω να πω τα ίδια που είπαν τα παιδιά, δεν θέλω να επαναλάβω, δεν ξέρω κατά πόσο σας ενδιαφέρουν, αλλά θέλω να πω για τους διερμηνείς εδώ πέρα: το ότι υποφέρουν εδώ οι Έλληνες εργάτες δεν οφείλεται μόνο στους εργοδότες. Οφείλεται και στους διερμηνείς. Να σας πω μονάχα μια ιστοριούλα από τη φίρμα Ζήμενς. Υπάρχει στη φίρμα Ζήμενς ένας διερμηνέας. Άντρας. Υπάρχουν και γυναίκες, αλλά αυτή η χαρακτηριστική ιστορία, που μπορεί κανείς να την πολλαπλασιάσει, συνέβη με διερμηνέα άντρα: ένας εργάτης αγαπιόταν πολύ με το αφεντικό του, έναν αρχιεργάτη Γερμανό. Μια μέρα μαλώσανε, για κάτι μικροπράγματα. Φέραν τον διερμηνέα να εξηγήσει, τι είπε ο διερμηνέας δεν κατάλαβε το παιδί. Αλλά από κείνη τη μέρα ο μαέστρος δεν ήθελε να τον δει. Το μάλωμα που κάναν δεν ήταν τόσο σοβαρό. Γι' αυτό παραξενεύτηκε μ' αυτή τη στάση του μαέστρου απέναντί του, την επομένη και την άλλη μέρα. Φέρνουμε τότε έναν άλλον διερμηνέα, δικό μας. Μου είπες, του λέει ο μαέστρος, ένα σωρό πράγματα, ότι κλέβω, ότι κάνω κι εγώ δεν ξέρω τι. Έτσι του είπε, λέει ο πρώτος διερμηνέας. Αυτή η ιστορία μπορεί να επαναληφθεί με μικρές διαφορές...

...- Μέχρι το 1960 υπήρχαν στην Μέτζελερ δέκα Γερμανοί και ένας Έλληνας. Σήμερα τα δύο τρίτα είναι Έλληνες. Οι Γερμανοί δεν κάνουνε τίποτ' άλλο παρά τος δουλειές του γραφείου. Η εργατιά είναι Έλληνες. Κι αυτό οφείλεται στους διερμηνείς που κατεβαίνουν κάτω στην Ελλάδα, στα χωριά, και φέρνουνε ανθρώπους εδώ στην Γερμανία. Πάει και μαζεύει εργάτες. Τι θα κάνουμε εκεί; τον ρωτούν. Κουμπιά θα πατάτε και θα βγαίνουν ρόδες. Και σπίτια; Σπίτια, λέει, έχουμε για αντρόγυνα, για εργένηδες, τα πάντα έτοιμα. Και παίρνει τη μίζα του σε κάθε κεφάλι που φέρνει...

...ΣΤΟ ΧΑΪΜ
...-Εγώ ήρθα να πάρω ένα μισθό καλύτερο απ' την Ελλάδα. Γι' αυτό ήρθα. Έρχονται κι άλλοι που όχι μόνο δεν βγάζουν δραχμή, αλλά τρων και τα λεφτά των παιδιών τους. Τι σημασία έχει; Καταλήγουν μετά στο βούρκο. Οι περισσότεροι όμως έρχονται, κάθονται, κάνουν τις οικονομίες τους και φεύγουν για την Ελλάδα.

   - Εγώ είμαι από ένα ακριτικό χωριό: απ' το Αηδονοχώρι Κονίτσης. Πάνω, στην Αλβανία. Έπρεπε, τέλος πάντων, να φύγουμε όλοι απ' την οικογένειά μας, να πάμε στην Αθήνα που κάτι τέλος πάντων μεροκάματο βγαίνει. Αλλά να δουλεύει ένας για να συντηρεί οχτώ νομάτοι στην οικογένεια; Δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Γι' αυτό αναγκάστηκα να ταξιδευτώ. Ήρθα. Το Πάσχα κατέβηκα κάτω. Λέω, ας πάω ακόμα για ένα χρόνο. Έτσι λίγο λίγο. Χωρίς όρεξη.
   - Εγώ ήμουν σε γεωργικές δουλειές, εποχιακές, τίποτα συγκεκριμένο. Εδώ καθαρίζω οκτακόσια μάρκα. Μένουν, μετά τα έξοδα, εξακόσια. Τα στέλνω όλα.
   - Εγώ σε δυο χρόνια έστειλα κάτω εφτάμιση χιλιάδες μάρκα. Και κράτησα εδώ δυόμιση χιλιάδες.
   - Ο γέρος μου είναι εδώ δεκαπέντε χρόνια. Εγώ ήρθα πριν από τρεις μήνες. Όχι. Εδώ οι παπάδες είναι ξυρισμένοι. Οι άλλοι είναι με μούσι.
   - Αυτοκίνητο κανένας από μας δεν έχει. Πού τρώμε; Όπου βρίσκουμε. Ο καθένας μοναχός του ή δύο τρία άτομα μαζί αν συμφωνήσουν μαγειρεύουν. Ή καθένας για πάρτη του στο εστιατόριο...


....................................................


"...ώστε να επέλθει κάποια βελτίωση στη συμπεριφορά των γηγενών απέναντι στους "ξένους". Καλή ώρα, όπως στις μέρες μας, εδώ και στα θαλάσσια και στεριανά σύνορα της Ευρώπης... (το σχόλιο δικό μου)

"Η Δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 βρήκε τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό στο Δυτικό Βερολίνο, την ημέρα ακριβώς που υπολόγιζε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Κι επειδή ήξερε (ή υποψιαζόταν) τι μπορεί να τον περιμένει, δεδομένου ότι λίγους μήνες πριν είχε κυκλοφορήσει από τον αριστερό εκδοτικό οίκο "Θεμέλιο" το βιβλίο του "Ζ", που αφορά τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, αποφάσισε να παρεμείνει στο εξωτερικό,απ' όπου επέστρεψε μετά την πτώση της χούντας.


Εκεί έλαβε πρόσκληση από τον πολιτιστικό σύμβουλο του καγκελάριου Βίλι Μπραντ, τον πασίγνωστο συγγραφέα Γκίντερ Γκρας, να γράψει ένα σενάριο το οποίο θα είχε ως θέμα τους μετανάστες ("γκάστερ μπάιτερ", όπως τους έλεγαν - Έλληνες, Ιταλούς, Ισπανούς, Πορτογάλους), που οι ντόπιοι Γερμανοί δεν τους χώνευαν, ώστε να επέλθει κάποια βελτίωση στη συμπεριφορά των γηγενών απέναντι στους "ξένους". Ο Βασιλικός έγραψε το σενάριο, αλλά η ταινία δεν πρόλαβε να γυριστεί..."


Από τον πρόλογο του Δημήτρη Γκιώνη στο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού "Όταν οι Έλληνες ήταν οι μετανάστες" που πρόσφερε στους αναγνώστες της η "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18 του μηνός Ιουλίου του σωτηρίου έτους του 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια: