..............................................................
Αλμπέρ Καμύ (1913 - 1960)
Αλμπέρ Καμύ (1913 - 1960)
·
Από
τα «Σημειωματάρια» του Αλμπέρ Καμί (1913 – 1960) (μτφ. Λήδα Παλλαντίου, εκδ.
«Εξάντας», 1987) – μέρος α’.
-
Από
το 1ο τετράδιο (Μάιος 1935 – Σεπτέμβριος 1937)
ΜΑΪΟΣ
1935
…Νέος, ζητούσα από τους ανθρώπους
περισσότερα από όσα μπορούσαν να δώσουν: αδιάλειπτη φιλία, διαρκή συγκίνηση.
Τώρα ξέρω να τους ζητώ λιγότερα από όσα
μπορούν να δώσουν: τη σιωπηλή παρέα. Και οι συγκινήσεις τους, η φιλία τους, οι
ευγενικές χειρονομίες τους, διατηρούν στα μάτια μου ακέραια την αξία του
θαύματος: ένα άρτιο αποτέλεσμα της χάριτος.
16 ΜΑΪΟΥ 1936
…Ο χρόνος κυλά τόσο γοργά, επειδή δε
σκορπίζουμε μέσα του ορόσημα. Όπως το φεγγάρι, στο ζενίθ και στον ορίζοντα. Και
αυτά τα χρόνια της νιότης είναι μακρόσυρτα γιατί είναι γεμάτα· τα χρόνια των
γηρατειών είναι σύντομα επειδή είναι προδιαγραμμένα. Όπως είναι σχεδόν αδύνατο
να κοιτάζεις επί πέντε λεπτά το λεπτοδείκτη να γυρίζει στο καντράν· μια
παρατεταμένη υπόθεση που σε φέρνει σε απόγνωση.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΤΟΥ ‘37
…Περίεργο:
ανημπόρια να είναι κανείς μόνος, ανημπόρια και να μην είναι. Δέχεται κανείς και
τα δύο. Και οι δύο επωφελούνται.
Ο πιο επικίνδυνος πειρασμός: να μη μοιάζεις
με τίποτα.
…Η ανάγκη να έχεις δίκιο, σφραγίδα ενός
χυδαίου πνεύματος.
15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1937
…Στο μοναστήρι του San
Francesco στο
Fiesole,
ένα μικρό προαύλιο, περιστοιχισμένο με αψίδες, φορτωμένο κόκκινα λουλούδια (1),
ήλιο και
κιτρινόμαυρες μέλισσες. Σε μια γωνιά, ένα πράσινο ποτιστήρι. Παντού βουίζουν
μύγες. Ψημένος από ζέστη, ο κηπάκος αχνίζει σιγανά. Κάθομαι καταγής και
αναλογίζομαι εκείνους τους φραγκισκανούς. Πριν από λίγο είδα τα κελιά τους και
τώρα βλέπω τις εμπνεύσεις τους. Αισθάνομαι πως, αν έχουν δίκιο, θα έχουν δίκιο
μαζί με μένα. Πίσω από τον τοίχο όπου ακουμπώ ξέρω ότι υπάρχει ο λόφος που
κατεβαίνει προς την πόλη και ολόκληρη η Φλωρεντία με τα κυπαρίσσια της. Ωστόσο,
τούτη η αίγλη του κόσμου, είναι θαρρείς η δικαιολογία αυτών των ανθρώπων.
Συγκεντρώνω όλη την περηφάνια μου στην πίστη πως είναι και η δική μου και όλων
των ανθρώπων της φυλής μου – αυτών που ξέρουν ότι ένα ακραίο σημείο φτώχειας
συναντά πάντοτε την πολυτέλεια και τον πλούτο του κόσμου. Αν αποστερηθούν, αυτό
γίνεται για μια μεγαλύτερη ζωή (και όχι για μιαν άλλη ζωή). Είναι το μόνο νόημα
το οποίο δέχομαι να αποδώσω στη λέξη «αποστέρηση». Το να «είσαι γυμνός»
διατηρεί πάντοτε ένα νόημα φυσικής ελευθερίας και θα ασπαζόμουν ευχαρίστως
αυτήν την συμφωνία του χεριού και των λουλουδιών, αυτή την ερωτική συνεννόηση
της γης και του ανθρώπου που είναι λυτρωμένος από τα ανθρώπινα, αν δεν ήταν ήδη
η θρησκεία μου.
Σήμερα,
νιώθω ελεύθερος απέναντι στο παρελθόν μου και ό,τι έχασα. Δε θέλω παρά μόνο αυτό το αγκάλιασμα και αυτό τον
κλειστό χώρο – αυτή τη διαυγή και καρτερική ζέση. Και θέλω να κρατήσω τη ζωή
μου στα χέρια μου, όπως το ζεστό ψωμί που μαλάζει κάποιος, όπως εκείνοι που
έκλεισαν τη ζωή τους σε λουλούδια και κολόνες. Το ίδιο ισχύει και γι’ αυτές τις
μακριές νύχτες στο τρένο, που οι άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους και ετοιμάζονται να ζήσουν
ενώπιος ενωπίω· και γι’ αυτή την αξιοθαύμαστη υπομονή να συνεχίζουν ιδέες, να
τις σταματούν στη φυγή τους, κι ύστερα να προχωρούν ξανά. Να γλείφουν τη ζωή
τους σαν ζάχαρη από κριθάρι, να τη διαμορφώνουν, να την ακονίζουν, να την
αγαπούν, τέλος, όπως ψάχνει κανείς τη λέξη, την εικόνα, την οριστική φράση,
αυτή που συμπεραίνει, που σταματά, αυτή με την οποία θα ξεκινήσει και που στο
εξής θα χρωματίζει τη ματιά μας. Θα μπορούσα κάλλιστα να σταματήσω εκεί, να βρω
επιτέλους την κατάληξη ενός χρόνου ξέφρενης και υπερβολικά κουρασμένης ζωής.
Προσπάθειά μου είναι να φτάσω στα άκρα αυτή την παρουσία του εαυτού μου στον
εαυτό μου, να τη συγκρατήσω μπροστά σε όλες τις όψεις της ζωής μου – ακόμα και
με το τίμημα της μοναξιάς που σήμερα θεωρώ τόσο δυσβάστακτη. Δεν πρέπει να
υποχωρώ: όλα βρίσκονται εκεί. Να μην συγκατατίθεμαι, να μην προδίδω. Όλη η βία
μου με βοηθά σ’ αυτό, και στο σημείο όπου με φέρνει ο έρωτάς μου, και μαζί του,
το έξαλλο πάθος για ζωή, που αποτελεί το νόημα των ημερών μου.
Κάθε φορά που κάποιος (ή εγώ) υποχωρεί στις
ματαιοδοξίες του, κάθε φορά που σκέφτεται και ζει για να «φαίνεται», προδίδει.
Κάθε φορά, η μεγάλη δυστυχία του να θέλω να φαίνομαι με μείωνε πάντα απέναντι
στην αλήθεια. Δεν είναι απαραίτητο να δίνεται κανείς στους άλλους, μόνο σ’
εκείνους που αγαπά. Γιατί τότε δε δίνεται για να φανεί, αλλά για να δώσει.
Υπάρχει πολύ περισσότερη δύναμη σ’ εκείνον που δε φαίνεται παρά μόνο όταν είναι
ανάγκη. Το να φθάνεις στα άκρα ισοδυναμεί να ξέρεις να κρατάς το μυστικό σου.
Υπέφερα όντας μόνος αλλά, για να κρατήσω το
μυστικό μου, νίκησα τον πόνο της μοναξιάς. Και σήμερα δε γνωρίζω μεγαλύτερη
δόξα από το να ζω μόνος και αγνοημένος. Το να γράφω είναι η βαθύτερη χαρά μου!
Πρέπει να συγκατανεύω στον κόσμο και στις απολαύσεις – αλλά μόνο απογυμνώνοντάς
τα. Δε θα ήμουν άξιος να αγαπήσω τη γύμνια των ακτών, αν δεν ήξερα να μένω
γυμνός μπροστά στον εαυτό μου. Για πρώτη φορά η έννοια της λέξης ευτυχία δε μου
φαίνεται διφορούμενη. Είναι κατά κάποιον τρόπο το αντίθετο αυτού που
εξυπακούεται με το κοινώς λεγόμενο «είμαι ευτυχισμένος».
Ένα είδος συνέχειας μέσα στην απελπισία
γεννά στο τέλος τη χαρά. Και οι ίδιοι άνθρωποι που, στο San
Franceso,
ζουν μπροστά στα κόκκινα λουλούδια , έχουν μέσα στο κελί τους τη νεκροκεφαλή
που τροφοδοτεί τους λογισμούς τους, τη Φλωρεντία στο παράθυρό τους και το
θάνατο πάνω στο τραπέζι. Κι εγώ, αν νιώθω τον εαυτό μου σε μια καμπή της ζωής
του, δεν είναι εξαιτίας αυτών που απέκτησα, αλλά αυτών που έχασα. Νιώθω μέσα
μου δυνάμεις ακραίες και βαθιές. Χάρη σ’ αυτές μπορώ να ζω όπως το
αντιλαμβάνομαι. Αν σήμερα βρίσκομαι τόσο μακριά απ’ όλα, είναι γιατί μοναδικές
δυνάμεις μου μένουν η αγάπη και ο θαυμασμός. Ζωή με πρόσωπο δακρύων και ήλιου,
ζωή δίχως το αλάτι και την καυτή πέτρα, ζωή όπως την αγαπώ και την καταλαβαίνω.
Μου φαίνεται ότι, χαϊδεύοντάς την, θα συγκλίνουν όλες οι δυνάμεις μου της
απελπισίας και του έρωτα. Το σήμερα δεν είναι σαν σταθμός ανάμεσα στο ναι και
το όχι. Είναι το ναι και το όχι. Όχι και επανάσταση μπροστά σε οτιδήποτε δεν
είναι δάκρυα και ήλιος. Ναι στη ζωή μου, που την υπόσχεσή της τη νιώθω για
πρώτη φορά να φθάνει. Μια χρονιά καυτή και ακατάστατη, που τελειώνει, και η
Ιταλία· η αβεβαιότητα του μέλλοντος, αλλά η απόλυτη ελευθερία απέναντι στο
παρελθόν μου και στον εαυτό μου. Εκεί βρίσκεται η φτώχεια μου και ο μοναδικός
μου πλούτος. Θαρρείς και ξανάρχισα το παιχνίδι· ούτε πιο ευτυχισμένος, ούτε πιο
δυστυχισμένος. Αλλά με τη συνείδηση των δυνάμεών μου, την περιφρόνηση των
ματαιοδοξιών μου κι αυτόν τον διαυγή πυρετό, που με πιέζει απέναντι στο
πεπρωμένο μου.
Από το 2ο Τετράδιο (Σεπτέμβριος
1937 – Απρίλιος 1939)
30
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1937
…Πολλοί δε δέχονται να ξαναγράψουν κάτι, για
να διακριθούν πιο γρήγορα. Μεμπτό. Πρέπει να ξαναρχίζει κανείς.
4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
… «Έζησα μέχρι πρόσφατα με την ιδέα ότι
έπρεπε να κάνω κάτι στη ζωή μου και συγκεκριμένα, μιας και ήμουν φτωχός, να
κερδίζω τη ζωή μου, να έχω μια θέση, να στεριώσω κάπου. Και, πιστέψτε με, αυτή
η ιδέα – που δεν τολμώ ακόμα να την αποκαλέσω προκατάληψη – ήταν ριζωμένη μέσα
μου πολύ βαθιά, άντεχε παρά τις ειρωνείες και τους όρκους μου. Έτσι, με
διόρισαν στο Bel-Abbes(1), μπροστά στο οριστικό μιας
τέτοιας εγκατάστασης, άξαφνα όλα αναβίωσαν. Αρνήθηκα, θεωρώντας το δίχως άλλο
την ασφάλειά μου περιττή, αν ήταν να θυσιάσω κάποιες πιθανότητες αληθινής ζωής.
Έκανα πίσω μπρος στην κατήφεια και τη χαύνωση μιας τέτοιας ύπαρξης. Αν είχα
ξεπεράσει τις πρώτες μέρες, θα είχα σίγουρα ενταχθεί. Ωστόσο εκεί παραμόνευε ο
κίνδυνος. Φοβήθηκα. Φοβήθηκα τη μοναξιά και το αμετάκλητο.
Σήμερα δεν μπορώ να πω αν ήταν δύναμη ή
αδυναμία το γεγονός ότι απέρριψα αυτή τη ζωή, ότι έκλεισα τις πόρτες σ’ αυτό
που αποκαλείται «μέλλον», ότι εξακολούθησα να ζω μέσα στην αβεβαιότητα και τη
φτώχεια. Ξέρω όμως τουλάχιστον πως, αν υπήρξε σύγκρουση, υπήρξε για κάτι που
άξιζε τον κόπο. Εκτός κι αν, σε τελευταία ανάλυση… Όχι. Αυτό που μ’ έκανε να
φύγω δεν ήταν τόσο το ότι κάπου θα στέριωνα, όσο ότι θα στέριωνα σε μιαν
ασχήμια.
Άραγε τώρα είμαι ικανός γι’ αυτό που ο
κόσμος ονομάζει «σοβαρό»; Είμαι άραγε τεμπέλης; Δεν το πιστεύω, δεν έχω δώσει
τέτοια δείγματα. Έχει κανείς ωστόσο το δικαίωμα να αρνείται το μόχθο με το
πρόσχημα ότι δεν του αρέσει; Νομίζω ότι η τεμπελιά αποδιοργανώνει μόνο εκείνους
που τους λείπει ο τσαγανός. Και αν μου έλειπε, θα μου έμενε μόνο μια λύση».
10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
Να αξίζεις ή να μην αξίζεις. Να δημιουργείς
ή να μη δημιουργείς. Στην πρώτη περίπτωση, όλα δικαιολογούνται. Όλα,
ανεξαίρετα. Στη δεύτερη πρόκειται για πλήρη Παραλογισμό. Απομένει να διαλέξεις
την πιο καλαίσθητη αυτοκτονία: γάμο + 40 ώρες ή περίστροφο.
…25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
Η
φλυαρία – ό,τι πιο ανυπόφορο, ένδειξη ξεπεσμού.
…8
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Στο
συνοικιακό κινηματογράφο πουλάνε παστίλιες μέντας που γράφουν: «Θα με
παντρευτείτε κάποια μέρα;» «Με αγαπάτε;» Κι οι αντίστοιχες απαντήσεις: «Απόψε»,
«Πολύ», κλπ. Περνούν από χέρι σε χέρι, και όλοι απαντούν κατά τον ίδιο τρόπο.
Ζωές δεσμεύονται μέσω μια ανταλλαγής από παστίλιες μέντας.
…22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Είναι φυσικό να δίνεις λίγη από τη ζωή σου
για να μη τη χάσεις ολόκληρη. Έξι ή οχτώ ώρες την ημέρα, για να μην τα τινάξεις
από πείνα. Κι ύστερα, όλα είναι όφελος για όποιον θέλει να ωφεληθεί.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Η πολιτική και η μοίρα των ανθρώπων
διαμορφώνονται από ανθρώπους χωρίς ιδανικά και χωρίς μεγαλείο. Όσοι έχουν
κάποιο μεγαλείο μέσα τους δεν κάνουν πολιτική. Και ούτω καθεξής. Τίθεται όμως
θέμα δημιουργίας μέσα μας ενός καινούριου ανθρώπου. Να γίνουν οι άνθρωποι της
δράσης άνθρωποι των ιδανικών και οι ποιητές βιομήχανοι. Θέμα βίωσης των ονείρων
μας – και υποκίνησής τους. Άλλοτε, τα απαρνιόμασταν ή χανόμασταν μέσα τους. Δεν
πρέπει να χανόμαστε μέσα τους, ούτε όμως και να παραιτούμαστε*.
*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: τον απόηχο αυτών των σκέψεων
συναντάμε στον «ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ»
Δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε ο εαυτός μας.
Έχουμε χρόνο μόνο για να είμαστε ευτυχισμένοι.
…ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΤΟΥ ‘38
Ό,τι
ρυπαρό και αξιοθρήνητο ενυπάρχει στη θέση του εργαζόμενου ανθρώπου και σε έναν
πολιτισμό βασισμένο σε εργαζόμενους.
Το μυστικό είναι να αντέχεις και να μην
εγκαταλείπεις την προσπάθεια. Η φυσική αντίδραση είναι πάντοτε η στροφή σ’ ένα
χώρο εκτός εργασίας, στη δημιουργία γύρω μας εύκολου θαυμασμού, ενός κοινού,
ενός προσχήματος για τις δειλίες και τις κωμωδίες (αυτός είναι ο λόγος
δημιουργίας των περισσότερων σπιτικών). Μια άλλη αναπόφευκτη αντίδραση είναι η
σύνθεση φράσεων. Κάποτε κολλάνε όλα αυτά, αν προσθέσει κανείς τη φυσική
ανεμελιά, την απαιδευσία του σώματος και τη χαλάρωση της βούλησης.
Κατ’
αρχήν πρέπει κανείς να σιωπά – να καταργεί το κοινό και να κάνει την
αυτοκριτική του. Να αντισταθμίζει μια προσεκτική εκγύμναση του σώματος με μια
προσεκτική συνείδηση του ζειν. Να εγκαταλείπει κάθε φιλοδοξία και να επιδίδεται
σ’ ένα διπλό έργο απελευθέρωσης – απέναντι στο χρήμα και απέναντι στις ίδιες
τις κενοδοξίες και τις ανανδρίες του. Να ζει σύμφωνα με κανόνες. Δυο χρόνια δεν
είναι υπερβολικά σε μια ζωή για να σκεφθεί κανείς γύρω από ένα και μόνο θέμα.
Πρέπει να απαλλαγεί από όλες τις προηγούμενες καταστάσεις και να συγκεντρώσει
τις δυνάμεις του πρώτα στο να μην ξεμάθει τίποτα κι ύστερα στο να μάθει
υπομονετικά.
Μ’ αυτό το τίμημα υπάρχει μια πιθανότητα
στις δέκα να ξεφύγει από την πιο ρυπαρή και αξιοθρήνητη των θέσεων: του
εργαζόμενου ανθρώπου.
…ΜΑΪΟΣ
ΤΟΥ ‘38
«Γίνεται
λόγος στην εποχή μας για την αξιοπρέπεια της εργασίας και για την αναγκαιότητά
της. Ειδικότερα ο K.
Gignoux* έχει ιδέες πολύ συγκεκριμένες
επί του θέματος.
Πρόκειται όμως για απάτη. Αξιοπρέπεια της
εργασίας υπάρχει μόνο στην ελεύθερα αποδεκτή εργασία. Μόνο η τεμπελιά είναι
ηθική αξία, γιατί μπορεί να χρησιμεύσει ως μέτρο κρίσης των ανθρώπων. Είναι
μοιραία μόνο για τις μετριότητες. Αυτό είναι το μάθημα και το μεγαλείο της.
Αντίθετα, η εργασία ισοπεδώνει τους ανθρώπους. Δε θεμελιώνει κρίσεις. Θέτει σε
λειτουργία μι μεταφυσική της ταπείνωσης. Οι καλύτεροι δεν επιβιώνουν στη μορφή
δουλείας που η κοινωνία των ηθικολόγων της δίνει σήμερα…
*: Σύγχρονος φιλελεύθερος
οικονομολόγος
…Κυνισμός:
κοινός πειρασμός για όλους τους ευφυείς.
Αθλιότητα και μεγαλείο αυτού του κόσμου: δεν προσφέρει αλήθειες αλλά
έρωτες.
Ο Παραλογισμός βασιλεύει και ο έρωτας τον σώζει.
…Δύσκολα καταλαβαίνουμε ότι μπορεί κανείς να είναι καλύτερος από πολλούς
χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να έχει αξία. Και ότι η αληθινή ανωτερότητα…
21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1938
…Για το συνειδητό θάνατο, βλ. Νίτσε, Το Λυκόφως των Ειδώλων, σελ. 203
Νίτσε: «Στις πνευματικότερες ψυχές, αν παραδεχτούμε ότι είναι οι πιο
θαρραλέες, έχει ανατεθεί να ζουν τις πιο οδυνηρές τραγωδίες. Γι’ αυτό όμως
τιμούν τη ζωή, γιατί τους αντιτάσσει τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό της». (Το
Λυκόφως των Ειδώλων)
…Το να αυξάνεις την ευτυχία μιας ανθρώπινης ζωής σημαίνει να επεκτείνεις
την τραγικότητα της μαρτυρίας της. Το έργο τέχνης, αν αποτελεί μαρτυρία αληθινά
τραγική, πρέπει να περιγράφει τον ευτυχισμένο άνθρωπο. Γιατί αυτό το έργο θα
υποβάλλεται ολόκληρο από το θάνατο.
…Τα συναισθήματα που νιώθουμε δε μας μεταμορφώνουν, μας υποβάλλουν την
ιδέα της μεταμόρφωσης. Έτσι, ο έρωτας δε μας εξαγνίζει από τον εγωισμό, τον
κάνει αισθητό και μας δίνει την ιδέα μιας απόμακρης πατρίδας, όπου αυτός ο
εγωισμός δε θα είχε πλέον θέση.
…Καλλιτέχνης και καλλιτέχνημα. Το αληθινό καλλιτέχνημα είναι εκείνο που
λέει τα λιγότερα. Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της σφαιρικής εμπειρίας ενός
καλλιτέχνη, της σκέψης και της ζωής του (του συστήματός του κατά κάποιο τρόπο –
παραλείποντας οποιοδήποτε συστηματικό στοιχείο συνεπάγεται η λέξη), και του
έργου που αντικατοπτρίζει αυτή την εμπειρία. Αυτή η σχέση είναι κακή, όταν το
καλλιτέχνημα αποδίδει όλη την εμπειρία περιβεβλημένη με ένα φιλολογικό μανδύα.
Και είναι καλή, όταν το καλλιτέχνημα αποτελεί θραύσμα της εμπειρίας, έδρα
διαμαντιού, όπου η εσωτερική λάμψη συνοψίζεται δίχως να περιορίζεται. Στην
πρώτη περίπτωση υπάρχει υπερφόρτιση και φιλολογία. Στη δεύτερη, έργο γόνιμο
εξαιτίας ολόκληρης της λανθάνουσας εμπειρίας, της οποίας μαντεύει κανείς τον
πλούτο.
Το πρόβλημα συνίσταται στην απόκτηση αυτού του κανόνα συμπεριφοράς (ή
μάλλον στη βίωσή του), που ξεπερνά τον κανόνα γραφής. Και στο τέλος, ο μεγάλος
καλλιτέχνης είναι πρώτα από όλα μεγάλος ζων (ζω, εδώ, σημαίνει και διαλογίζομαι
γύρω από τη ζωή – σημαίνει ακόμα και τη λεπτή σχέση μεταξύ της εμπειρίας και
της συνειδητοποίησής της).
Η σκέψη πάντα προπορεύεται. Βλέπει υπερβολικά μακριά, μακρύτερα από το
σώμα που βρίσκεται στο παρόν.
Το να καταργήσεις την ελπίδα σημαίνει να επαναφέρεις τη σκέψη στο σώμα.
Και το σώμα μπορεί να φθαρεί.
Πλαγιασμένος, χαμογέλασε αδέξια και τα μάτια του έλαμψαν. Ένιωσε όλο τον
έρωτά του να του ανεβαίνει στο λαρύγγι και τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Εκείνη
έπεσε πάνω στα χείλη του και συνέθλιψε το κλάμα στα πρόσωπά τους. Έκλαιγε μέσα
στο στόμα του κι εκείνος δάγκωνε σ’ εκείνα τα αλμυρά χείλη όλη την πίκρα του
έρωτά τους.
…Η ευχαρίστηση που βρίσκεται στις σχέσεις μεταξύ ανδρών. Η λεπτή εκείνη
ευχαρίστηση όταν δίνεις ή ζητάς φωτιά – συνενοχή, μια μασονία του τσιγάρου.
1938
Ο
έρωτας που δεν αντέχει στην αναμέτρηση με την πραγματικότητα δεν είναι έρωτας.
Τότε, όμως, είναι προνόμιο των ευγενών ψυχών να μην μπορούν να αγαπήσουν.
…Η τραγωδία είναι ένας κόσμος κλειστός – όπου σκοντάφτεις, προσκρούεις.
Στο θέατρο, πρέπει να γεννηθείς και να πεθάνεις στον περιορισμένο χώρο της
σκηνής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου