.................................................................
ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ
του φίλου στο fb και συγγραφέα Πάνου Σταθόγιαννη (facebook, 14/7/2016)
ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ
του φίλου στο fb και συγγραφέα Πάνου Σταθόγιαννη (facebook, 14/7/2016)
Στον έρωτα ταιριάζει η νεότητα, όπως το
πένθος στην Ηλέκτρα. Αργότερα, με τον καιρό, ο άνθρωπος κουράζεται. Το
σώμα αποχρωματίζεται, ηττάται, απωθεί. Η ψυχή τρίβεται εύκολα, σα φύλλο
εφημερίδας αφημένο για μέρες στον ήλιο.
Ίδια και η συμβουλή του προπονητή μου, άλλωστε. «Οι αθλητές κι οι εραστές αποσύρονται νωρίς από την ενεργό δράση», έλεγε. «Είκοσι έξι–είκοσι οχτώ χρονών το πολύ, βγαίνουν στη σύνταξη». Εκείνο τον καιρό προετοιμαζόμουν για τα Ίσθμια.
Ήμουν καλός στις ρήψεις – ακοντίου ιδίως, μα και στον δίσκο μια χαρά τα πήγαινα.
«Μετά;» τον άγγιξα στο γόνατο «Μετά τα είκοσι οχτώ, τι γίνεται; Παύουν να ερωτεύονται οι άνθρωποι;»
«Πρώτα ο Θεός», ήταν η δική του σειρά να μ’ αγγίξει στο γόνατο, «θα δεις, όταν τα φτάσεις και τα περάσεις».
Έφτασα τα είκοσι οχτώ, τα πέρασα, είδα πώς έχουνε τα πράγματα και συμφωνώ μαζί του απολύτως. Τα ίδια λέω κι εγώ τώρα στους αθλητές που προπονώ και εκπαιδεύω για τους μεγάλους αγώνες των Ελλήνων. Όπως το ξέρετε κι εσείς, που αφήσατε πίσω αυτή την ηλικία.
Ίδια και η συμβουλή του προπονητή μου, άλλωστε. «Οι αθλητές κι οι εραστές αποσύρονται νωρίς από την ενεργό δράση», έλεγε. «Είκοσι έξι–είκοσι οχτώ χρονών το πολύ, βγαίνουν στη σύνταξη». Εκείνο τον καιρό προετοιμαζόμουν για τα Ίσθμια.
Ήμουν καλός στις ρήψεις – ακοντίου ιδίως, μα και στον δίσκο μια χαρά τα πήγαινα.
«Μετά;» τον άγγιξα στο γόνατο «Μετά τα είκοσι οχτώ, τι γίνεται; Παύουν να ερωτεύονται οι άνθρωποι;»
«Πρώτα ο Θεός», ήταν η δική του σειρά να μ’ αγγίξει στο γόνατο, «θα δεις, όταν τα φτάσεις και τα περάσεις».
Έφτασα τα είκοσι οχτώ, τα πέρασα, είδα πώς έχουνε τα πράγματα και συμφωνώ μαζί του απολύτως. Τα ίδια λέω κι εγώ τώρα στους αθλητές που προπονώ και εκπαιδεύω για τους μεγάλους αγώνες των Ελλήνων. Όπως το ξέρετε κι εσείς, που αφήσατε πίσω αυτή την ηλικία.
Όμως,
παρακαλώ σας, κρατείστε τον όρκο που δώσατε και μην το πείτε, μην το
πείτε στους νεώτερους, και ξινίσει το γάλα στο στόμα τους.
Έτσι,
έφηβος, με προτροπές από παντού, χτυπήματα στην πλάτη ενθαρρυντικά,
πονηρό παίξιμο του ματιού, έπεσα με τα μούτρα στις αγάπες. Μα και χωρίς
τις παραινέσεις, τα ίδια θα ’κανα – ήταν αυτές οι ιαχές που ανέβαιναν
μέσα μου, έτσι όπως ανεβαίνουνε στο μέλι οι λιπαρές οι φυσαλίδες. Χύθηκα
στο κατόπι του. Σαν βοσκαρούδι ανέμελο που βγάζει τα σαντάλια του κι
ακολουθεί, βελάζοντας, τους δρομείς του Μαραθωνίου. Ή, ακριβέστερα, μια
που ήμουν εντελώς ανίδεος – σαν κάποιος που τον σπρώχνουν στο νερό, για
να μάθει κολύμπι.
Και βγήκα στην απέναντι ακτή λαχανιασμένος. Και στάθηκα. Και κοίταξα κατάματα τον έρωτα. Τον κοίταξα, όμως, και λοξά, όπως κοιτάμε κάποιο χαριτωμένο σταυροπόδι, μια τόση δα κιλότα. Τον κοίταξα ανάστροφα, να διαβαίνει από πάνω μου – μυρωδάτο φεγγάρι, διπρόσωπο, με χνουδάτες χαράδρες. Τον κοίταξα, γελώντας, σ’ ένα χάλασμα – εγχάρακτη επιγραφή πάνω σε αγίους με εξορυγμένα μάτια. Τον κοίταξα την ώρα επακριβώς που, εντελώς απροσδόκητα, κάτι γίνεται –μια κλωστή αόρατη δένεται από μόνη της στον αέρα– και ξέρεις ότι το κορίτσι απέναντι θα σε πάρει στο σπίτι της απόψε. Τον κοίταξα στριφογυρίζοντας, όπως ο περικυκλωμένος από σκυλιά λύκος. Τον κοίταξα με γυαλιά ηλίου και χωρίς γυαλιά΄ μέσα από σκάφανδρο εγκαταλελειμμένου κοσμοναύτη΄ στο μικροσκόπιο, με τη ζήλια να καίει τα καλώδια. Τον κοίταξα, ακολούθως, εν αγνοία του, να χώνει στην τσέπη πολλά κατσαβίδια – τι τολμηρός, τι μπουκαδόρος! Τον κοίταξα από μία χαραμάδα της καλύβας μου – ήταν αστέρι ερειπωμένο κι όλα τριγύρω έγραφαν Λας Βέγκας. Τον κοίταξα στον ύπνο μου, τότε που μετέφερε λάθρα την καρδιά μου σ’ ένα νεραϊδοχώρι κι έλιωνε γύρω της τοπία από βούτυρο. Τον κοίταξα, επίσης, με τα μάτια του κτήνους. Τον κοίταξα και με τ’ άλλα τα μάτια, τα σάρκινα, που γλιστράνε με γλώσσες αμέτρητες σε ροδαλές ανωφέρειες, δοκιμάζουν το νίτρο πώς γίνεται υγρό κι αναφλέγεται. Τον κοίταξα την ώρα που ορκιζόταν τα ψέματα και κουρσεύονταν ύστερα πόλεις πολλές, τα προικιά σου σκισμένα στο δρόμο – «φύγε τώρα, μωρή, φύγε τώρα…».
Για τελευταία φορά μπήκα στον έρωτα με μία λύκαινα. Αυτή που βγαίνει τοίχο-τοίχο τ’ απογεύματα και ζητάει δυο ορφανά να βυζάξει μέσα στην έρημη πόλη. Ως συνήθως, ήταν και πάλι καλή μαζί μου, με ελέησε. Ύστερα έφυγε ουρλιάζοντας, να βρει τα παιδιά της. Έστω δυο ορφανά – πόσο γάλα να πιω εγώ; πόσο να την ξαλαφρώσω; Και τότε είδα και πάλι τον έρωτα να κάνει παιδιά. Να τα κλαίει μετά στους πολέμους, να τα ζεύει στο μεροκάματο, να τα δίνει στα ξένα χέρια. Ήταν Απρίλης και νερά πολλά διχοτομούσαν το άστυ. Σε λίγους μήνες θα έκλεινα τα είκοσι οχτώ κι είχαν αρχίσει ήδη τα προεόρτια.
Και βγήκα στην απέναντι ακτή λαχανιασμένος. Και στάθηκα. Και κοίταξα κατάματα τον έρωτα. Τον κοίταξα, όμως, και λοξά, όπως κοιτάμε κάποιο χαριτωμένο σταυροπόδι, μια τόση δα κιλότα. Τον κοίταξα ανάστροφα, να διαβαίνει από πάνω μου – μυρωδάτο φεγγάρι, διπρόσωπο, με χνουδάτες χαράδρες. Τον κοίταξα, γελώντας, σ’ ένα χάλασμα – εγχάρακτη επιγραφή πάνω σε αγίους με εξορυγμένα μάτια. Τον κοίταξα την ώρα επακριβώς που, εντελώς απροσδόκητα, κάτι γίνεται –μια κλωστή αόρατη δένεται από μόνη της στον αέρα– και ξέρεις ότι το κορίτσι απέναντι θα σε πάρει στο σπίτι της απόψε. Τον κοίταξα στριφογυρίζοντας, όπως ο περικυκλωμένος από σκυλιά λύκος. Τον κοίταξα με γυαλιά ηλίου και χωρίς γυαλιά΄ μέσα από σκάφανδρο εγκαταλελειμμένου κοσμοναύτη΄ στο μικροσκόπιο, με τη ζήλια να καίει τα καλώδια. Τον κοίταξα, ακολούθως, εν αγνοία του, να χώνει στην τσέπη πολλά κατσαβίδια – τι τολμηρός, τι μπουκαδόρος! Τον κοίταξα από μία χαραμάδα της καλύβας μου – ήταν αστέρι ερειπωμένο κι όλα τριγύρω έγραφαν Λας Βέγκας. Τον κοίταξα στον ύπνο μου, τότε που μετέφερε λάθρα την καρδιά μου σ’ ένα νεραϊδοχώρι κι έλιωνε γύρω της τοπία από βούτυρο. Τον κοίταξα, επίσης, με τα μάτια του κτήνους. Τον κοίταξα και με τ’ άλλα τα μάτια, τα σάρκινα, που γλιστράνε με γλώσσες αμέτρητες σε ροδαλές ανωφέρειες, δοκιμάζουν το νίτρο πώς γίνεται υγρό κι αναφλέγεται. Τον κοίταξα την ώρα που ορκιζόταν τα ψέματα και κουρσεύονταν ύστερα πόλεις πολλές, τα προικιά σου σκισμένα στο δρόμο – «φύγε τώρα, μωρή, φύγε τώρα…».
Για τελευταία φορά μπήκα στον έρωτα με μία λύκαινα. Αυτή που βγαίνει τοίχο-τοίχο τ’ απογεύματα και ζητάει δυο ορφανά να βυζάξει μέσα στην έρημη πόλη. Ως συνήθως, ήταν και πάλι καλή μαζί μου, με ελέησε. Ύστερα έφυγε ουρλιάζοντας, να βρει τα παιδιά της. Έστω δυο ορφανά – πόσο γάλα να πιω εγώ; πόσο να την ξαλαφρώσω; Και τότε είδα και πάλι τον έρωτα να κάνει παιδιά. Να τα κλαίει μετά στους πολέμους, να τα ζεύει στο μεροκάματο, να τα δίνει στα ξένα χέρια. Ήταν Απρίλης και νερά πολλά διχοτομούσαν το άστυ. Σε λίγους μήνες θα έκλεινα τα είκοσι οχτώ κι είχαν αρχίσει ήδη τα προεόρτια.
Εσείς οι μεγαλύτεροι ξέρετε καλά τι έγινε τότε.
Όμως, παρακαλώ σας, κρατείστε τον όρκο που δώσατε και μην το πείτε, μην
το πείτε στους νεώτερους, και ξινίσει το γάλα στο στόμα τους.
*
Υστερόγραφον: Μα, και να τους το πείτε – σιγά μη σας πιστέψουν.
/"ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ".
εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015./
εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015./
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου