.............................................................
«Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Λιβαθηνού, στην Επίδαυρο
Του Λέανδρου Πολενάκη ("ΑΥΓΗ", 19/7/2016)
Η άλλοτε κραταιή άποψη του Εγέλου για την ύπαρξη δύο ισοδύναμων
«Δικαίων» στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, («Φυσικό» και «Θετό» ή Δίκαιο της
Πόλεως), σήμερα ελέγχεται. Η έννοια του «Φυσικού Δικαίου» είναι μια
κατασκευή των νεοτέρων χρόνων, ενώ ο Κρέων δεν εκπροσωπεί το «θετό»
δίκαιο της πόλης. Δεν είναι ένας δημοκρατικά εκλεγμένος, έστω
αυταρχικός, ηγέτης, είναι ένας τύραννος, και μάλιστα Θεομάχος. Ο Κρέων
δεν συγκαλεί τη συνέλευση του λαού για να συναποφασίσουν, αλλά καλεί
τους «δικούς του» ανθρώπους για να τους ανακοινώσει τη μοιραία του
απόφαση. Με αυτή την πράξη του ο Κρέων διακόπτει τη γιορτή του Διόνυσου
που ετοίμαζε ο Χορός. Η ματαίωση της τελετής και το άταφο του νεκρού
αποτελούν διπλή προσβολή για τον «ερχόμενο Θεό». Η Αντιγόνη, με την
πρωτοβουλία της, αναλαμβάνει να «ξεπλύνει» την προσβολή. Γίνεται, έτσι ο
κεντρικός άξονας που συνέχει τη διχασμένη πόλη και ο «στύλος» που
στηρίζει τα δύο κομμάτια του κόσμου, το «άνω» και το «κάτω». «Παίρνει
μέσα της» τον Διόνυσο, τον εξανθρωπίζει, για να μην πέσει ολόκληρος
επάνω στην ανθρώπινη κοινότητα και την «κάψει». Είναι μια «Βάκχη ανάμεσα
στους νεκρούς» κατά τον Ευριπίδη, στη νυφική της «αιώρα», σαν μια από
τις μορφές που πήρε και άφησε διαδοχικά η πανάρχαιη αιγαιακή αιωρούμενη
μητέρα - θεά, ενώνοντας με το «πέταγμά» της ουρανό και γη. Πρόκειται,
ακόμη, για την τελετή της «αιώρας», μέρος βασικό της Διονυσιακής γιορτής
των Ανθεστηρίων της αρχαίας Αθήνας. Και για έναν παραδοσιακό τρόπο
θανάτου, (κρεμιούνται από την παρθενική ζώνη τους), στην αρχαιότητα, των
κοριτσιών που αρνούνται να συνάψουν γάμο.
Σωστά η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθηνού προτάσσει στην παράσταση της
Επιδαύρου, μια συμπαραγωγή Εθνικού, ΚΘΒΕ, ΘΟΚ, την αιώρα της Αντιγόνης
ως κατ' εξοχήν σκηνικό αντικείμενο, αλλά η χρήση της, φοβάμαι ότι δεν
ήταν πάντα η ενδεδειγμένη. Ο διάλογος ανάμεσα στην Αντιγόνη και στην
Ισμήνη, μια ολόκληρη «κριτική του πρακτικού λόγου», που ανοίγει την
τραγωδία, δεν μπορεί να δίνεται σαν διάλογος ανάμεσα σε δυο πεισματάρικα
κοριτσάκια ντυμένα αρσακειάδες, που «τα λένε» παίζοντας κούνιες. Και οι
δύο νεαρές ηρωίδες έχουν ήδη ωριμάσει ξαφνικά και απότομα, την
προηγούμενη νύχτα φρίκης και θανάτου, κάθε μια με τον δικό της τρόπο.
Πώς τις είδε έτσι ο σκηνοθέτης;
Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, στην καλή μετάφραση του αείμνηστου
Μαρωνίτη (το κοινό καταχειροκρότησε τις ιδέες που σώζει ακέραιες η
μετάφραση), στόχευσε, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια πολυσυλλεκτική
παράσταση, να εμπεριέχει τις κυριότερες ελληνικές σκηνοθετικές απόψεις
για την τραγωδία. Άφησε κάθε «ομάδα» να δουλέψει με τον δικό της
διακριτό τρόπο: του Εθνικού, στελεχωμένη από βετεράνους, με τον παλιό
τρόπο του Εθνικού. Την προερχόμενη από το Θέατρο Τέχνης, με τον τρόπο
του Θεάτρου Τέχνης. Την ομάδα του ΚΘΒΕ, με τον παραδοσιακό τρόπο του
ΚΘΒΕ. Του ΘΟΚ, αντιστοίχως. Το πράγμα δεν δούλεψε, δεν υπήρξε άξονας
κεντρικός και ενιαίος ρυθμός να «δέσει» σε ορχήστρα τα όργανα. Ο
εποπτικός ρόλος της σκηνοθεσίας γύρισε «μπούμερανγκ». Δεν δούλεψε ούτε η
προσπάθεια εκσυγχρονισμού με τα κοστούμια, που «κατάπιναν» τις άοκνες
προσπάθειες των ηθοποιών. Τα σύγχρονα κοστούμια στην τραγωδία πρέπει να
διασώζουν την εσωτερική φύση του ανθρώπου, που δεν αλλάζει. Όχι τις
επίκαιρες αλλαγές της μόδας.
Ως ακατανόητη σκηνοθετική παρέμβαση είδα την απόδοση των χορικών με
γελάκια, χάχανα, ξεφωνητά και γκροτέσκο εκφράσεις. Περιμένω να μάθω το
σκεπτικό της επιλογής.
Έμενε, έτσι, σχεδόν μόνος, ο δυνατός «εωσφορικός», δουλεμένος
εσωτερικά, λόγος του Δημήτρη Λιγνάδη. (Κρέων... και λίγος Ριχάρδος). Στο
κομμάτι της ώριμης Αντιγόνης, μετά την πράξη της, η νεαρότατη Αναστασία
- Ραφαέλα Κονίδη έχει το τεκμήριο της ηλικίας, δείχνει αληθινό πάθος,
αλλά χρειάζεται να δουλέψει πολύ. Η «Ισμήνη» της Δήμητρας Βλαγκοπούλου
δεν είναι κατώτερη, αλλά τη «φώτισε» λιγότερο η σκηνοθεσία. Ο Κώστας
Καστανάς με τη φωνή του και ο Νίκος Μπουσδούκος με την παρουσία του
(κορυφαίοι) συνέχουν. Η Μπέτυ Αρβανίτη σε «αποστολή αυτοθυσίας»
(Τειρεσίας), και σε πείσμα του κοστουμιού της (Νοσφεράτου), βγαίνει
αυθεντική. Η Μαρία Σκούντζου (κορυφαία) δίνει τον γνήσιο εαυτό της
νικώντας... το κοστούμι της Μάρθας Βούρτση...
Ο Αίμων του Βασίλη Μαγουλιώτη, αν και ντυμένος «Μικρός ήρως», πείθει.
Τα «κορίτσια της Θήβας» (γκο-γκο γκερλ) και την μπάντα του Δήμου, ποιος
τα σκέφτηκε;
Ικανοποιούν οι Κατσαρής, Χαρίσης, Πελτέκης, αξιοπρεπέστατη η Στέλλα
Φυρογένη. Υπέρ το δέον επιθετική η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου