Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

"Η αριστερή απόγνωση" γράφει ο ΚΙΜΠΙ ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.08.24)

 .............................................................



Η αριστερή απόγνωση






γράφει ο ΚΙΜΠΙ ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.08.24) 







Απόγνωση. Δεν βρίσκω πιο κατάλληλη λέξη για να χαρακτηρίσω την ψυχολογία χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια ανέβηκαν πάνω στο κύμα της μεγάλης προσδοκίας και προσπάθησαν να ισορροπήσουν όσο γίνεται περισσότερο όρθιοι πάνω στη σανίδα, το κύμα τούς έριχνε, τους κατάπινε, τους τσάκιζε, αλλά αυτοί ξανά και ξανά εκεί, σαν σέρφερ με τη λαχτάρα του αρχάριου να φτάσει όρθιος στην ακτή.

Απόγνωση είναι η μόνη λέξη που ταιριάζει σ’ αυτό που νιώθουν για τις εξελίξεις, κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τελικά σε όλο τον αστερισμό της Αριστεράς, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια πίστεψαν στην ευκαιρία και στη δυνατότητα μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Απόγνωση νιώθουν οι αριστεροί άνθρωποι, ή τουλάχιστον όσοι εμπιστεύτηκαν την Αριστερά με μια αξιοσημείωτη για τα δεδομένα της μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής περιόδου διάρκεια. Εστω κι αν η διαρκώς μεταλλασσόμενη ηγεσία αυτής της Αριστεράς έκανε τα πάντα για να διαψεύσει αυτή την εμπιστοσύνη.

Ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν στις τελευταίες ευρωεκλογές ή στις εθνικές εκλογές του 2023, ανεξάρτητα από το αν συμμετείχαν ή όχι στις ενδοκομματικές κάλπες για τη διαδοχή Τσίπρα, ανεξάρτητα από το πόσο συμμετείχαν ή παρακολούθησαν τους σεισμούς, τις αντιπαραθέσεις, τις διασπάσεις, τις ανθρωποφαγίες του τελευταίου χρόνου, ακόμη κι άνθρωποι που ήταν αφοσιωμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα κλείνουν τ’ αυτιά τους, σφαλίζουν τα μάτια τους και λένε: «Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να μαθαίνω, μη μου λες τίποτα». Δεν ξέρω αν κι εσείς συναντάτε στον περίγυρό σας αυτή τη στάση, εγώ έχω την αίσθηση ότι είναι κυρίαρχη. Αυτό είναι το βασικό σύμπτωμα της απόγνωσης των αριστερών ανθρώπων, της αριστερής απόγνωσης, που είναι ένα βήμα πιο πέρα από την απελπισία, στην απελπισία κάπως διασώζονται τα ένστικτα επιβίωσης κι αυτοσυντήρησης, στην απόγνωση χάνονται κι αυτά, υπάρχει μια ολική παραίτηση και άρνηση. (Ο Γκράμσι, που πέρασε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του στη φυλακή, σύστηνε την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδοξία της βούλησης ως συνταγή επιβίωσης των αριστερών στις αλλεπάλληλες ήττες που τους περίμεναν, τώρα η απαισιοδοξία έχει καταλάβει όχι μόνο τη σκέψη και τη βούληση, αλλά και την πράξη, μετατρέπεται σε μια τρομακτική πολιτική και κοινωνική παραλυσία.)

Συνέδρια, πλατφόρμες, διασπάσεις, συνεδριάσεις οργάνων, δημοψηφίσματα, διαγραφές, προγραφές, γάμοι, γαμήλια πάρτι, ξεκατινιάσματα στο Χ και στο Φου Μπου, εξώδικα, αγωγές, μηνύσεις, βρισίδια, απειλές, προειδοποιήσεις για αποκαλύψεις, μανιφέστα μέσω TikTok, ένα κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα σχεδόν πέντε χρόνια και που πρωταγωνίστησε στο πολιτικό σκηνικό για δεκαπέντε χρόνια, ένα κόμμα που θα άλλαζε την Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά μετάλλαξε μόνο τον εαυτό του, περιδινείται εδώ κι έναν χρόνο γύρω από έναν ναρκισσευόμενο, μαθητευόμενο μάγο της πολιτικής, χωρίς να παράγει ίχνος πολιτικής, πόσο μάλλον αριστερής πολιτικής.

Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η αυτοκραταστροφική εξέλιξη, που ενσπείρει την αριστερή απόγνωση, είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας ή ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Μια σπιθαμή απέχουμε από το να πιστέψουμε την πιο ευφάνταστη θεωρία συνωμοσίας για τους σεναριογράφους και σκηνοθέτες αυτής της α-πολιτικής οπερέτας που εξαχρειώνει ό,τι αριστερό δοκιμάστηκε (έστω κι αν απέτυχε) την τελευταία δεκαπενταετία. Αλλά, όταν παρατηρεί κανείς ότι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσοι αυτής της θλιβερής οπερέτας, στο πλευρό ή απέναντι από τον φιλόδοξο νέο ιδιοκτήτη του περιδινούμενου ΣΥΡΙΖΑ, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στα χρόνια των μνημονίων ανταγωνίζονταν σε ριζοσπαστισμό, που στα χρόνια της διακυβέρνησης διαχειρίστηκαν θέσεις ευθύνης και διαπραγματεύτηκαν με την τρόικα κρίσιμες επιλογές και στα χρόνια της αντιπολίτευσης αναλώνονταν περισσότερο στη νομή της εσωκομματικής εξουσίας, παρά στη διαμόρφωση μιας αξιόπιστης και λαϊκά κατανοητής εναλλακτικής πολιτικής, αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα αυτού του χώρου είναι βαθύτατα ανθρωπολογικό.

Πού φώλιαζαν τόσος πολιτικός εγωισμός, όλη η αλαζονεία, η αμοιβαία απέχθεια, ακόμη και το μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους που υπόσχονταν να υπηρετήσουν συλλογικά συμφέροντα και οράματα, που έθεταν τη διαφωνία τους στην υπηρεσία της σύνθεσης κι όχι της καρεκλομαχίας; Αν υπάρχουν έστω και λίγοι μέσα σε αυτό το σπαρασσόμενο πολιτικό δυναμικό που αντιλαμβάνονται τι ζημιά, πόση καταρράκωση προκαλεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτή η εικόνα, ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα.

Με ορόσημο τον Δεκέμβρη του 2008 -αυτό το απρόβλεπτο, εκρηκτικό προανάκρουσμα της μεγάλης κρίσης-, η ελληνική κοινωνία μπήκε σε μια περίοδο τεράστιας πολιτικής και ιδεολογικής κινητικότητας. Εκανε άλματα, βγήκε κατά εκατομμύρια στους δρόμους και στις πλατείες, για μια περίοδο κατέστησε τη χώρα υπερδύναμη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έκανε την ελίτ της χώρας να τρέμει από φόβο, αποδόμησε το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, ανάγκασε τους δανειστές και εταίρους να αφήσουν στην άκρη τα δημοκρατικά προσχήματα και να μεθοδεύσουν κανονικότατα οικονομικά και θεσμικά πραξικοπήματα και ανέδειξε τη μικρή, αριστερή «συνομοσπονδία» του ΣΥΡΙΖΑ σε όχημα ελπίδας και κόμμα εξουσίας.

Για κάποιο διάστημα η Αριστερά απέκτησε μια αδιανόητη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ακτινοβολία, τόση που ίσως τύφλωσε πολλούς από τους χαρισματικούς ή τους άπειρους κι αδέξιους διαχειριστές της, με τα πλούσια ακαδημαϊκά και τεχνοκρατικά προσόντα, αλλά και με τρομακτικό έλλειμμα επαφής με την κοινωνία. Η συμβολή τους στην εξοικείωση της κοινωνικής πλειονότητας με τις αριστερές αξίες και την ιδέα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής υπέρ των αδυνάτων ήταν τεράστια. Αλλά εξίσου τεράστια είναι η ευθύνη τους για την καταρράκωση αυτών των αξιών και ιδεών, για την εγκατάλειψη χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτό που αποκαλώ αριστερή απόγνωση. Είναι μια συντριβή ανάλογη με αυτήν του 1989, όταν οι καρικατούρες σοσιαλισμού στην Ευρώπη κατέρρεαν σαν πύργοι τραπουλόχαρτων και απανταχού κομμουνιστές βρέθηκαν να απολογούνται για εγκλήματα, αντί να υπερασπίζονται οράματα κι επιτεύγματα.

Το χειρότερο για την ελληνική πολιτική συγκυρία είναι ότι η αριστερή απόγνωση και το έλλειμμα ιδεών, πολιτικής, προγραμμάτων, προσώπων, φορέων, σκέψης και βούλησης για πολιτική και κοινωνική αλλαγή καταγράφεται την ώρα που αρχίζει για τον Μητσοτάκη το μεγάλο τσαλάκωμα. Κι έρχεται από τα κάτω. Γιατί απ’ τα πάνω συνεχίζεται το μεγάλο σιδέρωμα. Και δη με την ευγενική χορηγία της αντιπολίτευσης.

💬 Θεωρίες για την υπεραξία


Τώρα που πέφτει πάνω μας άλλη μια άγρια μπόρα
Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα

Κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα
Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα

Τώρα που όλοι συμφωνούν πως είν’ κακιά η ώρα
Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα

Κι ώς που να συναντήσουμε της δίψας μας τα δώρα
Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Γιάννη Αγγελάκα, «Η γελαστή ανηφόρα» (2013)

ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com

«Θάνατος στη Βενετία» (απόσπασμα) του Τόμας Μαν (1875 – 1955) (μτφ. Δ. Διβάρη, εκδ. «Πάπυρος-Βίπερ», 1974)

 ..............................................................







·        «Θάνατος στη Βενετία» (απόσπασμα) του Τόμας Μαν (1875 – 1955) (μτφ. Δ. Διβάρη, εκδ. «Πάπυρος-Βίπερ», 1974)

 

 ...Κεφάλαιο Έκτο*

 

   Από χρόνια κιόλας η ινδική χολέρα είχε αρχίσει να επεκτείνεται σιγά-σιγά.

   Γεννημένη στις ελώδεις περιοχές του δέλτα του Γάγγη, δυναμωμένη από τη ζέστη και τη λουσμένη ατμόσφαιρα αυτής της πληθωρικής κι αφιλόξενης ζούγκλας που στα δάση της από μπαμπού παραμονεύουν οι τίγρεις, η επιδημία χτύπησε ασυνήθιστα βαριά κι εξακολουθητικά το Ινδοστάν, προχώρησε ανατολικά στην Κίνα, δυτικά στο Αφγανιστάν, κι από εκεί ως τη Μόσχα. Ενώ όμως η Ευρώπη έτρεμε μήπως η φοβερή μάστιγα εξορμήσει από αυτή τη μεριά, την κουβάλησαν μαζί τους Σύριοι θαλασσέμποροι και την έφεραν ταυτόχρονα σε πολλά μεσογειακά λιμάνια. Η αρρώστια είχε ήδη εμφανιστεί στην Τουλών και στη Μάλαγα, στο Παλέρμο και στη Νεάπολη, και φαινόταν γερά θρονιασμένη σε ολάκερη την Καλαβρία και την Απουλία. Το βόρειο όμως τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου είχε μείνει ως τότε αμόλυντο. Ωστόσο, στα μέσα του Μάη αυτού του χρόνου βρέθηκε, την ίδια μέρα, το τρομερό μικρόβιο στα αποσκελετωμένα και μαυριδερά πτώματα κάποιου μούτσου και μιας μανάβισσας. Το γεγονός αποσιωπήθηκε. Σε μια βδομάδα όμως τα κρούσματα έγιναν δέκα, είκοσι, τριάντα, και μάλιστα σε διαφορετικές συνοικίες. Ένας από κάποια αυστριακή επαρχία, που είχε μείνει για διασκέδαση λίγες μέρες στη Βενετία, πέθανε μόλις γύρισε στο χωριό του, με ολοκάθαρα τα συμπτώματα της αρρώστιας· έτσι δημοσιεύθηκαν οι πρώτες φήμες για την επιδημία στις γερμανικές εφημερίδες. Οι Αρχές της Βενετίας απάντησαν τότε πως η δημόσια υγεία ήταν καλύτερη από κάθε άλλη φορά, και πήραν τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση της επιδημίας. Φαίνεται όμως πως είχαν μολυνθεί τα τρόφιμα, τα λαχανικά, γάλα ή κρέας, γιατί, όσο κι αν την αρνιόνταν και την έκρυβαν, η επιδημία σκότωνε καθημερινά ανθρώπους στα σοκάκια, κι η πρώιμη καλοκαιριάτικη ζέστη, που έκανε χλιαρό το νερό των καναλιών, ευνοούσε ιδιαίτερα τη διάδοσή της. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις θεραπείας· τα ογδόντα τα εκατό των αρρώστων πέθαιναν, και μάλιστα με θάνατο φρικτό. Γιατί το κακό χτυπούσε με εξαιρετική αγριότητα και συχνά παρουσιαζόταν με την πιο επικίνδυνη μορφή του, τη λεγόμενη «ξηρά». Στην περίπτωση αυτή ο οργανισμός αποξηραίνεται μέσα σε λίγες ώρες, το αίμα γίνεται γλιτσερό και μαύρο σαν πίσσα, κι ο άρρωστος πεθαίνει με φοβερούς σπασμούς και ρόγχους.

   Καλότυχος εκείνος που, όπως συνέβαινε μερικές φορές, τον χτυπούσε η αρρώστια με τη μορφή ελαφριάς αδιαθεσίας και ύστερα βαριάς λιποθυμίας, από την οποία δεν ξυπνούσε ποτέ. Στις αρχές του Ιούνη, τα απομονωτήρια του Πολιτικού Νοσοκομείου ήταν γεμάτα, στα δυο ορφανοτροφεία άρχιζαν να μην υπάρχουν θέσεις, και μια φρικτή κι έντονη κίνηση παρατηρείτο ανάμεσα στο καινούργιο λιμάνι και στο Σαν Μικέλε, το νησί – νεκροταφείο. Ο φόβος όμως για μεγάλη οικονομική ζημιά, η ανησυχία μήπως αποτύχει η καινούργια έκθεση ζωγραφικής, που μόλις είχε ανοίξει στον δημόσιο κήπο, και μήπως ξεσπάσει κρίση στα ξενοδοχεία, στις επιχειρήσεις και γενικά στον τουρισμό σε περίπτωση πανικού, όλα αυτά αποδείχτηκαν ισχυρότερα από την εντιμότητα και τον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων· έτσι οι Αρχές συνέχιζαν επίμονα την πολιτική τους της σιωπής και της ψευτιάς. Ο γενικός αρχίατρος της Βενετίας, ένας ανώτερος άνθρωπος, είχε παραιτηθεί οργισμένος και στη θέση του είχαν βάλει κάποιον με ελαστική συνείδηση. Ο λαός το ήξερε· και η εγκληματική στάση των Αρχών, μαζί με τη αβεβαιότητα που κυριαρχούσε και τη φοβερή περιοδεία του θανάτου μέσα στην πόλη, προκαλούσε ηθική χαλάρωση στα κατώτερα στρώματα, ενθάρρυνε σκοτεινά κι αντικοινωνικά ένστικτα, που εκδηλώνονταν με εξαχρείωση, κυνισμό κι αυξημένη εγκληματικότητα. Τα βράδια συναντούσες πολλούς μεθυσμένους· συμμορίες κακοποιών έκαναν επικίνδυνους τους δρόμους τη νύχτα· γίνονταν πολλές ληστείες, ακόμα και φόνοι· δυο φορές είχε διαπιστωθεί πως άτομα που είχαν πεθάνει δήθεν από χολέρα, στην πραγματικότητα είχαν δηλητηριαστεί από τους δικούς τους, που ήθελαν να τους ξεφορτωθούν. Και η διαφθορά στους επαγγελματίες, η απάτη, είχε πάρει μορφές απαίσιες, άγνωστες ως τότε στη Βενετία, που υπήρχαν μόνο στη Νότια Ιταλία και στους τόπους της Ανατολής.

   Ο Άγγλος πρόσθεσε με αποφασιστικότητα: «Καλά θα κάνετε να φύγετε σήμερα καλύτερα, παρά αύριο. Σε μερικές μέρες σίγουρα θα επιβληθεί καραντίνα, δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση». «Σας ευχαριστώ» είπε ο Άσσενμπαχ και βγήκε από το γραφείο.

   Στην πλατεία η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή κι ανήλιαγη. Ανυποψίαστοι ξένοι κάθονταν στα καφενεία ή στέκονταν μπροστά στην εκκλησία χαζεύοντας τα περιστέρια, που φτερουγίζανε και στριμώχνονταν γύρω στους κόκκους το καλαμπόκι που τους πρόσφεραν γεμάτες χούφτες. Αναστατωμένος, με τη θριαμβική γνώση της αλήθειας, μα με τη γεύση της αηδίας στο στόμα και με ανείπωτη φρίκη στην καρδιά, ο Άσσενμπαχ πηγαινοερχόταν στις πλάκες του μεγαλόπρεπου αυλόγυρου. Αναλογιζόταν κάποια λυτρωτική και αξιόπρεπη πράξη. Το βράδυ, ύστερα από το φαγητό, θα μπορούσε να πλησιάσει τη στολισμένη με μαργαριτάρια κυρία και να της μιλήσει κάπως έτσι: «Επιτρέψτε σ’ έναν ξένο, κυρία, να σας δώσει μια συμβουλή, μια πληροφορία, που οι άλλοι σας αρνιούνται από υστεροβουλία. Φύγετε αμέσως, με τον Τάτζιο και τις κόρες σας! Η Βενετία έχει προσβληθεί από χολέρα!» Έπειτα θα μπορούσε, για αποχαιρετισμό, να απιθώσει το χέρι του στο κεφάλι του ωαρίου αγοριού, όργανου κάποιας χλευαστικής θεότητας, να γυρίσει και να φύγει, κι έτσι να λυτρωθεί από τον βούρκο. Την ίδια όμως στιγμή ένιωθε πως απείχε απέραντα από το να θέλει στα σοβαρά να κάνει ένα τέτοιο διάβημα. Αυτή η πράξη θα τον γύριζε πίσω, θα τον ξανάφερνε στον εαυτό του· όποιος όμως έχει χάσει τον εαυτό του, τίποτα δεν σιχαίνεται περισσότερο από το να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν. Θυμήθηκε ένα λευκό οικοδόμημα, διακοσμημένο με επιγραφές που αντιφέγγιζαν στο δειλινό, και το βλέμμα του νου του βυθισμένο στη διάφανη μυστικοπάθειά τους. Θυμήθηκε ύστερα κι εκείνη την παράξενη μορφή του οδοιπόρου, που του είχε ξυπνήσει, στα ώριμα χρόνια του, ένα βαθύ νεανικό πόθο για μακρινούς και ξένους τόπους. Κι η σκέψη να γυρίσει στον τόπο του, στην ηρεμία, στη φρόνηση, στον μόχθο και στη συγγραφική του απασχόληση τού ήταν σε τέτοιο βαθμό αποκρουστική, ώστε το πρόσωπό του συσπάστηκε σε μια γκριμάτσα αηδίας. «Πρέπει να σωπάσω!» ψιθύρισε αποφασιστικά. «Δεν θα μιλήσω!» Οι τύψεις που ένιωθε για τη συνενοχή του τού έφερναν ζάλη, όπως το λιγοστό κρασί ζαλίζει ένα αδύναμο μυαλό. Η εικόνα της χολεριασμένης πόλης πλανιόταν στο μυαλό του, ξυπνώντας μέσα τους ανείπωτες, έξω από κάθε λογική κι ανέκφραστα γλυκιές ελπίδες. Τι ήταν η λεπτή ευτυχία που ονειρεύτηκε τούτη τη στιγμή, σε σύγκριση με αυτές τις προσδοκίες; Τι σήμαινε πια γι’ αυτόν η τέχνη και η αρετή μπροστά στην υπόσχεση που χάριζε το Χάος; Δεν μίλησε, λοιπόν, κι ήταν αποφασισμένος να μη μιλήσει.

   Εκείνη τη νύχτα είδε ένα τρομακτικό όνειρο – αν μπορεί κανείς να ονομάσει όνειρο ένα σωματικό και πνευματικό δράμα, που το έζησε βέβαια μέσα σε βαθύ ύπνο, αλλά ήταν ολοζώντανο και, μ’ όλο που δεν υπήρχε σ’ αυτό δική του συμμετοχή, όμως κάθε άλλο παρά ένιωθε τον εαυτό του έξω από τα γεγονότα. Γιατί τα γεγονότα εισορμούσαν από τον εξωτερικό κόσμο, συντρίβανε την αντίστασή του – τη βαθιά, πνευματική του αντίσταση – διαπερνούσαν ολόκληρο το είναι του κι αφήνανε λεηλατημένη, εξουθενωμένη τη ζωή και το έργο του.

   Ο φόβος ήταν η αρχή· φόβος και πόθος, και γεμάτη φρίκη περιέργεια για το τι έμελλε να συμβεί. Νύχτα βαθιά, κι οι αισθήσεις του αγρυπνούσαν· γιατί ακούγονταν να έρχονται από μακριά σάλαγος, χλαπαταγή κι ανάμικτοι θόρυβοι: χτυπήματα, τινάγματα, υπόκωφες βροντές, στριγγά σαλπίσματα και μαζί κάτι σαν θρήνος που έσβηνε σ’ ένα μακρόσυρτο «ου» - όλα ανακατωμένα, φρικτά κι ηδονικά πνιγμένα σε ένα βαθύ υπόκωφο κι επίμονο ήχο από φλογέρα, που μάγευε, ξεδιάντροπα και πιεστικά, τα σωθικά του. Εκείνος όμως ήξερε λέξεις σκοτεινές, μα που ονομάτιζαν αυτό που ερχόταν: « ξ έ ν ο ς  θ ε ό ς ». Λαμπερή κι όλο καπνό φλόγα άναψε: κι είδε μια χώρα ορεινή, σαν το βουνό γύρω από τη θερινή του κατοικία. Και μέσα στη λάμψη της φλόγας είδε, από ανείπωτα ύψη, κι ανάμεσα σε κορμούς και σε συντρίμμια μουχλιασμένων βράχων, να χιμάνε και να γκρεμοτσακίζονται σαν καταρράκτης άνθρωποι, ζώα, ένα τσούρμο, ένα κοπάδι μανιασμένο – και πλημμύρισε το ξέφωτο από κορμιά, φλόγες, χλαλοή και ξέφρενους κυκλικούς χορούς. Γυναίκες με κρεμασμένα από τη μέση τους μακριά τομάρια, που τις εμπόδιζαν στο περπάτημα, βογγώντας και με ριγμένα πίσω τα κεφάλια τους, έκρουαν τύμπανα, κραδαίνανε φλογοβόλους πυρσούς και γυμνά μαχαίρια, είχαν ζωσμένα στη μέση τους φίδια με κρεμαστές τις γλώσσες και ουρλιάζανε κρατώντας φουχτωμένα τα δυο τους στήθια. Άντρες δασύτριχοι, με κέρατα στο μέτωπο και σγουρόμαλλες προβιές στη μέση, λυγίζανε τους σβέρκους τους, ύψωναν χέρια και μεριά, και χτυπούσαν μανιασμένοι χάλκινα κύμβαλα, ενώ ολόγυμνοι έφηβοι, κρατώντας φυλλωμένα ραβδιά, τσιγκλίζανε ταύρους, τους έδραχναν από τα κέρατα κι αφήνονταν να σέρνονται στο χώμα καθώς εκείνοι πηδούσαν ξεφρενιασμένοι. Και οι μύστες ουρλιάζανε το τραγούδι τους μαλακώνοντας τους ήχους των συμφώνων κι αφήνοντας πάντα το μακρόσυρτο «ου» στο τέλος – κραυγή άγρια και γλυκιά, όσο καμιά δεν είχε ακουστεί ως τότε, που υψωνόταν στους αιθέρες, κι εμεί αντηχούσε πολύφωνη· και μ’ αυτήν ο ένας παρέσυρε τον άλλο στον χορό και στο ξέφρενο λίκνισμα του κορμιού, και ποτέ δεν άφηναν να σβήσει. Όμως όλα τα διαπερνούσε, τα κυρίευε ο βαθύς μαγευτικός ήχος της φλογέρας. Μήπως δεν τον μάγευε κι αυτόν, που αντιστεκόταν κι ωστόσο ζούσε τούτη τη γιορτή, ακολουθώντας ξεδιάντροπα και τις πιο παράφορες θυσίες; Μεγάλη ήταν η αποστροφή, μεγάλος ο φόβος του, τίμια η θέλησή του να υπερασπίσει ως το τέλος την υπόστασή του ενάντια στον ξένο, τον εχθρό του άξιου και ενάρετου πνεύματος. Όμως η χλαλοή, το ουρλιαχτό, πολλαπλασιαζόμενο από τον αντίλαλο του βουνού, δυνάμωνε και θέριευε, έγινε συνεπαρμένο παραλήρημα. Μεθυστικές οσμές ζαλίζανε τον νου, αψιά τραγίλα, ιδρωτίλα από τα λαχανιασμένα κορμιά, μια αποφορά σαν από βαλτονέρια, κι ακόμα μια άλλη μυρουδιά, που την ήξερε καλά: μυρουδιά από πληγές κι επιδημία. Με τα χτυπήματα του τύμπανου, η καρδιά του σείστηκε, το μυαλό του θόλωσε. Τον συνεπήρε η έκσταση, η μανία, ο τυφλός ηδονικός πόθος, κι η ψυχή του λαχταρούσε να πάρει μέρος στη γιορτή του θεού. Τραβήχτηκε ο πέπλος, αποκαλύφτηκε κι υψώθηκε το τεράστιο ξύλινο αισχρό σύμβολο. Τώρα όλοι κραυγάζανε ακόμα πιο μανιασμένα. Με αφρούς στο στόμα ρίχνονταν εδώ κι εκεί, ερέθιζαν ο ένας τον άλλο με λάγνους μορφασμούς και χειρονομίες. Γελώντας και στενάζοντας, τρυπιόνταν με τα σουβλερά ραβδιά τους κι έγλειφαν το αίμα που ανάβλυζε από τα κορμιά τους. Μαζί τους όμως, ανάμεσά τους, βρισκόταν τώρα κι αυτός που έβλεπε το όνειρο, υπάκουος, ολότελα παραδομένος στον ξένο θεό. Κι είχε πια ταυτιστεί με τους μύστες, όταν ρίχτηκαν πάνω στα ζώα και καταβροχθίζανε τα αχνιστά τους κρέατα, κι όταν έπειτα, πάνω στο τσαλαπατημένο χορτάρι, άρχισε συνουσία ατέλειωτη, θυσία στο θεό. Ναι, η ψυχή του χαιρόταν την ακολασία και το βάθος του βαράθρου που κατρακυλούσε.

   Ύστερα από τούτο το όνειρο, το θύμα ξύπνησε με χαλαρωμένα νεύρα, τσακισμένο και παραδομένο ανυπεράσπιστο στον Δαίμονα. Δεν φοβόταν πια τα εξεταστικά βλέμματα των ανθρώπων· δεν τον ένοιαζε αν θα προδινόταν, αν θα κινούσε υποψίες. Άλλωστε οι άνθρωποι έφευγαν, το έσκαγαν· πολλές καμπίνες ήταν αδειανές, στην τραπεζαρία ο κόσμος είχε αραιώσει και στην πόλη σπάνια έβλεπες ξένο. Φαίνεται πως η αλήθεια είχε μαθευτεί, κι ο πανικός, παρά τις προσπάθειες των Αρχών, δεν κρατιόταν πια. Η κυρία όμως με τα μαργαριτάρια εξακολουθούσε να μένει εκεί με τους δικούς της, είτε γιατί οι φήμες δεν είχαν φτάσει στα αυτιά της, είτε γιατί η περηφάνια κι η αφοβία της τις αψηφούσε. Ο Τάτζιο ήταν ακόμα εκεί, κι ο Άσσενμπαχ, μέσα στην έκστασή του, ονειρευόταν πως ο θάνατος και η φυγή μπορεί να απομακρύνουν από γύρω του κάθε ενοχλητική ζωντανή ύπαρξη, και να τον αφήσουν μόνο μαζί με το ωραίο αγόρι πάνω στο νησί. Ναι, όταν τα πρωινά, στην ακροθαλασσιά, απίθωνε το βλέμμα του, βαρύ, ανεύθυνο κι αμετανόητο, πάνω στον ποθητό του, κι όταν τα δειλινά τον έπαιρνε αλόγιστα από πίσω στα σοκάκια, όπου έκανε θραύση το ύπουλο θανατικό, τότε του φαινόταν κατορθωτός ο αλόγιστος σκοπός του, και ανυπόστατος ο νόμος ο ηθικός.

   Όπως όλοι οι ερωτευμένοι, ήθελε να αρέσει, κι αγωνιούσε στη σκέψη μήπως αυτό δεν ήταν πια δυνατό. Πρόσθετε στα ρούχα του νεανικά στολίδια, φορούσε πολύτιμα πετράδια κι έβαζε αρώματα. Αφιέρωνε πολλή ώρα και πολλές φορές τη μέρα στην τουαλέτα του, πήγαινε στην τραπεζαρία στολισμένος, ταραγμένος, νευρικός. Μπροστά στη γλυκιά νιότη που αγαπούσε, σιχαινόταν το γερασμένο του κορμί· κοίταζε τα γκρίζα του μαλλιά, τα σκαμμένα του χαρακτηριστικά, και τον κυρίευε ντροπή κι απελπισία. Κάτι τον έσπρωχνε να ξανανιώσει, να δώσει ζωντάνια στο κορμί του. Πήγαινε συχνά στον κουρέα του ξενοδοχείου και, τυλιγμένος στην άσπρη πετσέτα, ξαπλωμένος στην πολυθρόνα κάτω από την φροντίδα των χεριών του κι ακούγοντας τις φλυαρίες του, κοίταζε στον καθρέφτη το πρόσωπό του με βασανισμένο βλέμμα.

   «Γκρίζος» είπε μορφάζοντας πικρά.

   «Λίγο» απάντησε ο κουρέας. «Κι αυτό εξαιτίας μιας μικρής αμέλειας, μιας αδιαφορίας για την εξωτερική εμφάνιση, που είναι κατανοητή στους σημαντικούς ανθρώπους, όχι όμως κι επαινετή, επειδή ακριβώς οι άνθρωποι αυτοί δεν δικαιολογούνται να έχουν προκαταλήψεις σχετικά με το φυσικό και το τεχνητό. Σκεφτείτε, αν η αυστηρότητα, που δείχνουν μερικοί απέναντι στην καλλωπιστική τέχνη, επεκτεινόταν, όπως είναι λογικό, και στα δόντια τους, τι θα γινόταν! Στο κάτω-κάτω, έχουμε την ηλικία που έχει ο νους μας και η καρδιά μας· και τα γκρίζα μαλλιά είναι πολλές φορές πολύ πιο ψεύτικα από ό,τι θα ήταν ο περιφρονημένος τους καλλωπισμός. Στη δική σας περίπτωση, κύριέ μου, έχετε το δικαίωμα να τους διατηρήσετε το φυσικό τους χρώμα. Μου επιτρέπετε να σας ξαναδώσω τα μαλλιά σας;»

   «Πώς αυτό;» ρώτησε ο Άσσενμπαχ.

   Τότε ο κουρέας έλουσε γρήγορα τον πελάτη του με δυο υγρά, ένα καθαρό κι ένα σκούρο, και τα μαλλιά του έγιναν μαύρα όπως ήταν στα νεανικά του χρόνια. Έπειτα τα κατσάρωσε με τη ζεστή μασιά σε απαλές σκάλες, πισωπάτησε κι επιθεώρησε τη δουλειά του.

   «Τώρα δεν μένει» πρόσθεσε «παρά να φρεσκάρουμε λίγο το δέρμα του προσώπου».

   Και, σαν άνθρωπος που δεν μπορεί να σταματήσει κάπου και να ικανοποιηθεί, συνέχιζε το έργο του, από τη μια περιποίηση στην άλλη, με ολοένα μεγαλύτερη επιτηδειότητα. Ο Άσσενμπαχ, χαλαρωμένος στην πολυθρόνα του ανίκανος να αμυνθεί και, αντίθετα, γεμάτος ταραχή και ελπίδα γι’ αυτό που γινόταν, κοίταζε στον καθρέφτη τα φρύδια του να γίνονται πιο τοξωτά και πιο συμμετρικά, τα μάτια του να μεγαλώνουν και να φαντάζουν πιο λαμπερά, χάρη σε μιαν απαλή σκίαση των βλεφάρων· έβλεπε το δέρμα του, εκεί που παλιά ήτανε καφετί και χωματένιο, να λειαίνει και να παίρνει χρώμα αχνορόδινο, τα αναιμικά πριν χείλια του να φουσκώνουν και να γίνονται ροδαλά, τις ρυτίδες στα μάγουλα και στο στόμα, καθώς και τις αυλακιές στις άκρες των ματιών να χάνονται χάρη στην κρέμα και σε διάφορα υγρά επιθέματα… Με καρδιοχτύπι αντίκριζε τώρα μπροστά του έναν νεαρό σε όλη του την άνθιση. Ο κουρέας έμεινε τέλος ικανοποιημένος και, κατά τη συνήθεια του επαγγέλματος, ευχαρίστησε με δουλική φιλοφροσύνη τον πελάτη που είχε εξυπηρετήσει. «Μια ασήμαντη βοήθεια» του είπε, καθώς του έκανε τις τελευταίες περιποιήσεις στο πρόσωπό του. «Τώρα ο κύριος μπορεί άφοβα να ερωτευτεί». Ο Άσσενμπαχ έφυγε σαν μέσα σε όνειρο, γοητευμένος, συγχυσμένος, ντροπαλός. Φορούσε κόκκινη γραβάτα και στο ψάθινο πλατύγυρο καπέλο του είχε δεμένη μια πολύχρωμη κορδέλα.

   Φυσούσε χλιαρός άνεμος και, μ’ όλο πού και πού έπεφτε καμιά σταγόνα βροχής, η ατμόσφαιρα ήταν υγρή, βαριά και μύριζε μούχλα. Βουητά, παλαμάκια και σφυρίγματα αντηχούσαν στα αυτιά του Άσσενμπαχ και, με το πρόσωπο φλογισμένο σαν από πυρετό, κάτω απ’ το φτιασίδι, είχε την εντύπωση πως τα κακά πνεύματα του ανέμου φτερούγιζαν ολόγυρά του και θαλάσσια όρνια τού ξεσχίζανε, τού τρώγανε και τού μολύνανε τις σάρκες, Γιατί ο πνιγηρός αέρας έδιωχνε την όρεξη, και η φαντασία είχε την εντύπωση πως τα φαγητά ήταν δηλητηριασμένα από τα μικρόβια της αρρώστιας.

   Ένα απόγευμα, ο Άσσενμπαχ, ακολουθώντας το ωραίο αγόρι, προχώρησε βαθιά στο εσωτερικό της χολεριασμένης πολιτείας. Σχεδόν χαμένος, αφού τα δρομάκια, τα κανάλια, οι γέφυρες κι οι πλατειούλες του λαβύρινθου έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους και δεν θυμόταν πια τον προσανατολισμό του, πρόσεχε μόνο μήπως χάσει από τα μάτια του την ποθητή μορφή που ακολουθούσε. Και, αναγκασμένος να παίρνει εξευτελιστικά μέτρα, κολλώντας στους τοίχους, γυρεύοντας κάλυμμα στις πλάτες των μπροστινών του, για πολλή ώρα δεν καταλάβαινε την κούραση και την εξάντληση, που το πάθος και η αδιάκοπη υπερένταση είχαν προκαλέσει στο κορμί και την ψυχή του. Ο Τάτζιο βάδιζε πίσω από τους δικούς του στα στενά δρομάκια και συνήθως δεν άφηνε την γκουβερνάντα και τις αδελφές του να στρίβουν πρώτες στις γωνιές. Καθώς λοιπόν περπατούσε μόνος, γύριζε πότε – πότε το κεφάλι και κοίταζε με τα γκριζογάλανα μάτια του αν τον ακολουθούσε ο θαυμαστής του. Τον έβλεπε, και δεν τον πρόδινε. Μεθυσμένος από αυτή τη διαπίστωση, μαγνητισμένος από αυτά τα μάτια, έρμαιο του πάθους του, ο ερωτευμένος κυνηγούσε την ανάρμοστη ελπίδα του. Όμως, τελικά, την έχασε. Η παρέα μπροστά του πέρασε μια καμπυλωτή γέφυρα, το ψηλό της τόξο τους έκρυψε από τα μάτια του, κι όταν ο Άσσενμπαχ έφτασε εκεί, είχαν πια φύγει. Τους έψαξε σε τρεις κατευθύνσεις, ολόισια και προς τις δυο πλευρές της στενής και βρώμικης προκυμαίας· του κάκου. Ο εκνευρισμός κι η απογοήτευση τον ανάγκασαν τελικά να σταματήσει την αναζήτηση.

   Το κεφάλι τους έκαιγε, το κορμί του κολλούσε από τον ιδρώτα, τα γόνατά του έτρεμαν και τον βασάνιζε ανυπόφορη δίψα. Έψαχνε να βρει κάπου να ξεκουραστεί για μια στιγμή. Αγόρασε λίγες παραγινωμένες φράουλες από ένα μικρό μανάβικο και τις έφαγε περπατώντας. Μια μικρή απόμερη πλατειούλα πρόβαλε ξαφνικά μπροστά του. Τη γνώρισε. Σ’ αυτήν είχε σκεφτεί εκείνο το απελπισμένο σχέδιο φυγής, βδομάδες τώρα. Κάθισε στα σκαλιά της δεξαμενής, στη μέση της πλατείας, κι ακούμπησε το κεφάλι του στο πέτρινο περίζωμα. Ησυχία βασίλευε ολόγυρα. Γρασίδι φύτρωνε ανάμεσα στις πλάκες του λιθόστρωτου, σκουπίδια σέρνονταν εδώ κι εκεί. Ανάμεσα στα ερειπωμένα κι ακανόνιστα στο ύψος σπίτια υπήρχε κι ένα που έμοιαζε με παλάτι, με τοξωτά παράθυρα που έχασκαν κενά από πίσω και με μικρά μπαλκόνια στολισμένα με λιοντάρια. Ένα φαρμακείο βρισκόταν στο ισόγειο ενός άλλου σπιτιού. Η θερμή πνοή του ανέμου έφερνε βαριά τη μυρουδιά της φαινόλης.

   Καθόταν λοιπόν εκεί ο τεχνίτης, ο άξιος καλλιτέχνης, ο συγγραφέας του «Άθλιου», όπου με τόσο καθάρια και υποδειγματική μορφή αρνιόταν τη νοοτροπία του μποέμ και όλες τις ύποπτες καταστάσεις, αρνιόταν κάθε συμπάθεια στην άβυσσο και καταδίκαζε κάθε τι αξιοκατάκριτο. Καθόταν εκεί αυτός που είχε ανεβεί τόσο ψηλά, που είχε ξεπεράσει την ίδια του την γνώση και κάθε ειρωνεία, που είχε συνηθίσει να μην προδίνει την εμπιστοσύνη του κοινού, που η δόξα του ήταν επίσημη, το όνομά του είχε κοσμηθεί με τίτλο ευγενείας και το ύψος του αναγνωριζόταν σαν πρότυπο για τη σχολική νεολαία. Καθόταν εκεί, με τα μάτια κλειστά, κάπου – κάπου του ξέφευγε ένα πλάγιο γρήγορο βλέμμα, ειρωνικό και ταραγμένο. Και τα πλαδαρά του χείλη, φτιασιδωμένα, ψιθύριζαν κομματιαστά λόγια από τον διάλογο που το μισοκοιμισμένο του μυαλό σκεφτόταν με την παράξενη λογική του ονείρου.

   «Γιατί, θυμήσου το καλά, Φαίδρε, μόνο η ομορφιά είναι θεϊκή και ορατή ταυτόχρονα. Έτσι με την ομορφιά πορεύεται κανείς προς το αισθητό και αυτή, μικρέ μου Φαίδρε, οδηγεί τον καλλιτέχνη στον δρόμο προς το πνεύμα. Πιστεύεις όμως, φίλε, πως εκείνος που πορεύεται προς το πνεύμα από τον δρόμο των αισθήσεων μπορεί ποτέ να φτάσει στην σοφία και στην αληθινή ηθική ρωμαλεότητα; Ή μήπως πιστεύεις (είσαι ελεύθερος να κρίνεις) πως αυτός ο δρόμος είναι επικίνδυνος όσο κι αγαπητός, είναι στ’ αλήθεια δρόμος λοξός κι αμαρτωλός, που οδηγεί αναγκαστικά στην πλάνη; Γιατί πρέπει να ξέρεις πως εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να πάρουμε το δρόμο της ομορφιάς δίχως σύντροφο κι οδηγό τον Έρωτα. Ακόμα κι όταν με τον τρόπο μας γινόμαστε ήρωες και άξιοι πολεμιστές, πάντα μένουμε σαν τις γυναίκες, γιατί το πάθος είναι η εξύψωσή μας, κι ο έρωτας μένει παντοτινός μας πόθος… αυτή είναι η ντροπή και η χαρά μας. Βλέπεις λοιπόν τώρα πως εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να είμαστε μήτε σοφοί μήτε ενάρετοι; Πως αναπόφευκτα θα ξεστρατίσουμε, θα μείνουμε άφρονες, παιχνίδι στα χέρια της καρδιάς μας; Η τέχνη του ύφους μας είναι ψέμα, είναι τρέλα· η φήμη και η υπόληψή μας είναι φάρσα· η πίστη του κοινού σε μας είναι γελοία, και η διαπαιδαγώγηση των πολιτών και της νεολαίας με την τέχνη είναι εγχείρημα παρακινδυνευμένο, που πρέπει ν’ απαγορευτεί. Γιατί πώς μπορεί να είναι άξιος να διαπαιδαγωγήσει αυτός που από την ίδια τη φύση του σπρώχνεται αναπόφευκτα προς την άβυσσο; Θα θέλαμε βέβαια να την αρνηθούμε, να καταπατήσουμε την αρετή· μα όσο κι αν προσπαθούμε ν’ αλλάξουμε πορεία, η άβυσσος μάς τραβάει ξανά. Θ’ απαρνηθούμε λοιπόν τη διαλυτική γνώση· γιατί η γνώση, Φαίδρε, δεν έχει αυστηρότητα ή αρετή· η γνώση γνωρίζει, κατανοεί, συγχωρεί, γιατί δεν έχει αυστηρότητα, ούτε μορφή· συμπαθεί την άβυσσο·  ε ί ν α ι  η ίδια η άβυσσος. Την απορρίπτουμε λοιπόν αποφασιστικά, και η προσοχή μας στρέφεται μόνο στην ομορφιά, δηλαδή στην απλότητα, στο μεγαλείο, στην καινούργια αυστηρότητα, στη νέα ειλικρίνεια και στη μορφή. Το αυθόρμητο όμως και η μορφή, Φαίδρε, οδηγούν στη μέθη και στον πόθο, μπορεί να οδηγήσουν τον ευγενικό άνθρωπο σε φρικτή αναταραχή των αισθημάτων, που η ίδια του η ωραία αυστηρότητα τα καταδικάζει σκληρά, κι αυτά στην άβυσσο. Λέω πως εκεί μας οδηγούν εμάς τους ποιητές το αυθόρμητο και η μορφή· γιατί δεν μπορούμε να εξαρθούμε πάνω από αυτά, να τα αποφύγουμε. Και τώρα εγώ φεύγω. Εσύ, Φαίδρε, μείνε· κι όταν δεν θα με βλέπεις πια, φύγε κι εσύ». 

   Μερικές μέρες αργότερα, ο Γκούσταβ φον Άσσενμπαχ άργησε να βγει το πρωί από το ξενοδοχείο, γιατί δεν ένιωθε καλά. Είχε τάσεις λιποθυμίας, σωματικής αλλά και ψυχικής αιτίας, που τις συνόδευε δυνατό άγχος, και ένα αίσθημα κενού κι απελπισίας, δίχως να ξέρει αν αυτό αναφερόταν στον εξωτερικό κόσμο ή στην ίδια του την ύπαρξη. Στο χολ είδε όγκους με αποσκευές έτοιμες για ταξίδι. Ρώτησε τον θυρωρό και πήρε την απάντηση πως φεύγει η οικογένεια με το πολωνικό αριστοκρατικό όνομα, που ο Άσσενμπαχ είχε φροντίσει κρυφά να το μάθει. Δέχτηκε την είδηση χωρίς ν’ αλλοιωθούν τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με την ελαφριά κίνηση του κεφαλιού με την οποία υποδεχόμαστε μια γνώση που δεν μας ενδιαφέρει, και ξαναρώτησε: «Πότε;» Του απάντησαν: «Μετά το γεύμα». Έγνεψε αόριστα, και πήγε στην ακρογιαλιά. Η θάλασσα απωθούσε τη μέρα αυτή. Τα ρηχά νερά, που χώριζαν την αμμουδιά από τον πρώτο μακρουλό ύφαλο, σκεπάζονταν από τη μια ως την άλλη πλευρά με σγουρούς αφρούς. Κάτι σαν φθινοπωριάτικη πνοή, σαν πνοή γερασμένη, βασίλευε σ’ αυτό το άλλοτε ολοζώντανο και τώρα σχεδόν έρημο μέρος, όπου η αμμουδιά ήταν πια παραμελημένη και ακάθαρτη. Μια φωτογραφική μηχανή, τοποθετημένη στην άκρη της θάλασσας, πάνω στον τρίποδά της, έμοιαζε αδέσποτη, και το μαύρο πανί που την σκέπαζε ανέμιζε κροταλίζοντας στον ψυχρό αέρα.

   Ο Τάτζιο, με τρεις-τέσσερις φίλους που του είχαν απομείνει, έπαιζε δεξιά από την καμπίνα των δικών του· κι ο Άσσενμπαχ, με μια κουβέρτα πάνω στα γόνατα, ξαπλωμένος στη σαιζ λονγκ του κάπου στη μέση ανάμεσα στη θάλασσα και στη σειρά από τις καμπίνες, τον παρακολουθούσε ακόμα μια φορά με το βλέμμα. Το παιχνίδι, που δεν το πρόσεχε κανείς, αφού οι γυναίκες φαίνονταν απασχολημένες με την ετοιμασία του ταξιδιού, είχε ξεφύγει από το δρόμο του κι εκφυλιζόταν. Το μεγαλόσωμο αγόρι με τα μαύρα γυαλιστερά από τη μπριγιαντίνη μαλλιά και το κοστούμι με τη ζώνη, αυτός που τον έλεγαν «Γιασού», νευριασμένος και τυφλωμένος από μια χούφτα άμμο που του έριξαν στο πρόσωπο, ανάγκασε τον Τάτζιο να παλέψουν, και σε λίγο το αδύναμο εκείνο αγόρι σωριάστηκε χάμω. Αυτή όμως την ώρα του αποχωρισμού τα αισθήματα του υποτακτικού λες κι είχαν μεταλλάξει σε απάνθρωπη σκληράδα και ο νικητής, σαν να ήθελε να εκδικηθεί για τη μακρόχρονη σκλαβιά του, δεν άφησε τον νικημένο, έμεινε γονατιστός πάνω στην πλάτη του και του πίεζε το πρόσωπο πάνω στην άμμο, έτσι που ο Τάτζιο, λαχανιασμένος κιόλας από την πάλη, κινδύνευε να σκάσει. Οι προσπάθειές του ν’ απαλλαγεί από το βάρος ήταν σπασμωδικές, στιγμές – στιγμές σταματούσαν ολότελα, ενώ το σώμα του σπαρταρούσε. Γεμάτος φρίκη, ο Άσσενμπαχ ήταν έτοιμος να τιναχτεί πάνω, να τρέξει να τον σώσει, όταν ο μελαχρινός παράτησε το θύμα του. Ο Τάτζιο, κατάχλωμος, έγειρε στο πλευρό και λίγα λεπτά έμεινε ακίνητος, με τα μαλλιά ανακατωμένα και με μάτια σκοτεινά. Ύστερα σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε αργά. Τον φώναξαν· στην αρχή θαρρετά, κι έπειτα ντροπαλά και παρακλητικά. Δεν άκουσε. Ο μελαχρινός, που μπορεί να μετάνιωσε αμέσως για τη σκληρή του πράξη, τον πρόλαβε και πάσχισε να τον πείσει να φιλιωθούνε. Ο Τάτζιο τον απόδιωξε σηκώνοντας τους ώμους, και προχώρησε στην ακρογιαλιά. Ήταν ξυπόλυτος και φορούσε τη λινή του ριγωτή φορεσιά με τον κόκκινο φιόγκο.   

   Έφτασε στο νερό και, με σκυφτό κεφάλι, βάλθηκε να χαράζει με τη μύτη του ποδιού του, φιγούρες στην υγρή άμμο. Προχώρησε ύστερα στα ρηχά, που από το πιο βαθύ μέρος τους δεν έφτανε ως τα γόνατα, τα πέρασε βαρυεστημένα κι έφτασε στον αμμουδερό ύφαλο. Στάθηκε για λίγο εκεί, με το πρόσωπο γυρισμένο προς τα ανοιχτά, κι έπειτα άρχισε να περπατάει αργά, από τα αριστερά προς τα δεξιά, σε όλο το μάκρος της γυμνής, στενής αμμουδερής γλώσσας. Από την ακτή τον χώριζε η ρηχή έκταση του νερού, από τους συντρόφους του η περηφάνια·  και πλανιόταν εκεί, μια ξεμοναχιασμένη και λεύτερη οπτασία πάνω από τη θάλασσα, με τα μαλλιά να κυματίζουν στον αέρα, στραμμένος προς τη θαμπή απεραντοσύνη. Για μια φορά ακόμα κοίταξε πέρα μακριά. Και ξάφνου, σαν κάτι θυμήθηκε, σαν να υπάκουσε σε κάποια ορμή, γύρισε ελαφρά, με μιαν ωραία κίνηση, το πανωκόρμι του, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στη μέση, και κοίταξε πάνω από τον ώμο του την ακτή.

   Ο Άσσενμπαχ καθόταν εκεί, όπως και τη μέρα που, από την ίδια θέση, τα βαθυγάλανα μάτια είχαν συναντήσει τα δικά του. Το κεφάλι του, ακουμπισμένο στη ράχη της σαιζ – λονγκ, ακολουθούσε αργά την κίνηση του μακρινού αγοριού. Σε μια στιγμή ανασηκώθηκε, σαν για ν’ απαντήσει σ’ εκείνο το βλέμμα, μα σωριάστηκε αμέσως ξανά, με το κεφάλι χωμένο στο στήθος, και τα μάτια του προσπαθούσαν να κοιτάξουν από κάτω, ενώ το πρόσωπό του έδειχνε τη χαύνωση ενός βαθύτατου ύπνου. Ο Άσσενμπαχ ένιωθε σαν ο χλωμός κι αγαπημένος Ψυχαγωγός να του έγνεφε, να του χαμογελούσε από μακριά· σαν να σήκωνε το χέρι από τη μέση του και κάτι του έδειχνε πέρα, στο θεόρατο κενό, όλο υποσχέσεις. Κι όπως έκανε τόσες άλλες φορές, ο Άσσενμπαχ σηκώθηκε για να τον ακολουθήσει.

   Πέρασαν κάμποσα λεπτά ώσπου να τρέξουν να βοηθήσουν τον συγγραφέα, που είχε σωριαστεί στην πολυθρόνα του. Τον μετέφεραν στο δωμάτιό του.

   Και την ίδια κιόλας μέρα όλος ο κόσμος μάθαινε με συγκίνηση και σεβασμό την είδηση για τον θάνατό του.


*Σημείωση: Η προσαρμογή στη σημερινή ορθογραφία και τα τμήματα με bold γραμματοσειρά είναι του αντιγραφέα...




Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

"Οι Σταυρωμένοι Εραστές" (1954) ταινία του Κέντζι Μιζογκούτσι (1898-1956) έγραψε ο Γιώργος Ξανθάκης (filmy.gr, 17.7.2024)

 ..............................................................




"Οι Σταυρωμένοι Εραστές" (1954) ταινία του Κέντζι Μιζογκούτσι (1898-1956)

έγραψε ο Γιώργος Ξανθάκης (filmy.gr, 17.7.2024)*

Ο Kenji Mizoguchi βρισκόταν στο απόγειο της φήμης του όταν γύρισε τους «Σταυρωμένους Εραστές» (1954), μετά από αρκετές ταινίες που υμνήθηκαν από τους κριτικούς, όπως η «Ζωή της Οχάρου» (1952), το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» (1953), ή ο «Επιστάτης Σάνσο» (1954). Αν ο Mizoguchi στο «Ουγκέτσου» είχε επιτεθεί στον μιλιταρισμό και την επιθυμία για καπιταλιστικό κέρδος, και στο «Σάνσο» είχε καταγγείλει τη σκλαβιά και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στους «Σταυρωμένους Εραστές» στηλιτεύει τα ταμπού της σεξουαλικής υποκρισίας, τις ταξικές ανισότητες και την παντοδυναμία του χρήματος.

Με φόντο την αυστηρή φεουδαρχική κοινωνία της Ιαπωνίας του 17ου αιώνα, η δράση διαδραματίζεται το 1684 στο Κιότο, την αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Η ταινία αφηγείται το χρονικό μιας τραγικής ιστορίας αγάπης μεταξύ του Mohei (Kazuo Hasegawa), ενός πιστού υπαλλήλου, και της Osan (Kyoko Kagawa), της συζύγου του αφεντικού του, Ishun (Eitaro Shindo), ενός αδίστακτου και άπληστου επιχειρηματία. Όταν η Osan ζητά κρυφά από τον Mohei να τη βοηθήσει να προμηθευτεί κάποια χρήματα για να βοηθήσει τον ανεύθυνο αδελφό της, αυτός το κάνει με καλή προαίρεση. Ωστόσο όταν η υπεξαίρεση γίνεται αντιληπτή, ο Mohei και η Osan κατηγορούνται άδικα για κρυφή ερωτική σχέση. Για να αποφύγουν τον εξευτελισμό και την τιμωρία, καταφεύγουν μαζί στην ύπαιθρο για να αποφύγουν τη σύλληψη. Οι κοινές δυσκολίες και η αμοιβαία συμπόνια τούς οδηγούν να ερωτευτούν αληθινά. Η σχέση τους ανθίζει εν μέσω της συνεχούς απειλής να συλληφθούν, καθώς γνωρίζουν ότι για τους παράνομους εραστές η παράδοση επιβάλλει ένα αναπόδραστο πεπρωμένο: είτε από κοινού αυτοκτονία, είτε δημόσια διαπόμπευση και σταύρωση…

Το σενάριο των Matsutarô Kawaguchi και Yoshikata Yoda είναι εμπνευσμένο από θεατρικό έργο του σημαντικού ιάπωνα δραματουργού Monzéamon Chikamatsu (1653-1724). Η διασκευή του Mizoguchi παραμένει πιστή στο αρχικό υλικό, το οποίο εμποτίζει με το σκηνοθετικό του ύφος και τις θεματικές ανησυχίες του, ασκώντας οξεία κριτική στις άκαμπτες κοινωνικές συμβάσεις, τους ιεραρχικούς κώδικες και την παντοδυναμία του χρήματος στη φεουδαρχική Ιαπωνία. Ο έρωτας της Osan και του Mohei είναι καταδικαστέος όχι μόνο λόγω του γάμου της Osan και της ταξικής διαφοράς τους, αλλά και για έναν ίσως ακόμη πιο σημαντικό λόγο. Ο μαρξιστής Mizoguchi δείχνει, με εμφατικό τρόπο, ότι οι ερωτευμένοι διέπραξαν ιεροσυλία καθώς καταχράστηκαν πλούτο που ανήκε σε ανώτερη τάξη, διαταράσσοντας τη ζωτική αναγκαιότητα του χρήματος. Προσέβαλαν το χρήμα ως παντοδύναμο σύμβολο καταναγκασμού και εκμετάλλευσης στην ανθρώπινη κοινωνία και πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά για αυτό.

Οι «Σταυρωμένοι Εραστές» αποτελούν την πιο ρομαντική ταινία του Mizoguchi, ενώ παράλληλα δείχνουν έναν καλλιτέχνη στην ωριμότητά του, που ελέγχει πλήρως τα εκφραστικά του μέσα. Επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά το χαρακτηριστικό του σκηνοθέτη να εμπνέεται από γυναίκες -ηθοποιούς, γκέισες, ιερόδουλες ή συζύγους- με ιστορίες που αναδεικνύουν το θάρρος και την αυτοθυσία τους. Ο Mizoguchi καταγγέλλει την υποδούλωση των γυναικών στη φεουδαρχική Ιαπωνία, καθώς αποτελούν τα πρώτα θύματα της υποκρισίας μιας κοινωνίας που διέπεται από ένα αυστηρό σύστημα καστών. Κάτω από τον καπλαμά των συμβάσεων, η δύναμη του χρήματος και η φαλλοκρατική βία θριαμβεύουν.

Σε αυτή την νεκρική ελεγεία, ο ιάπωνας σκηνοθέτης αναμειγνύει το μεγαλείο των ελληνικών τραγωδιών με το σκοτάδι των νατουραλιστικών μυθιστορημάτων του Guy de Maupassant και διαπραγματεύεται τα θέματα που θα αναπτύξει σε όλη τη γόνιμη καριέρα του: υποταγή και αδικία απέναντι στις γυναίκες, το βάρος της παράδοσης, η απληστία, η δειλία των ανδρών και η δύναμη του χρήματος. Η αναζωογονητική πνοή του ερωτικού πάθους κόντρα σε όλους και σε όλα τίθεται αμέσως κάτω από τον αστερισμό του θανάτου.

Οι ρευστές κινήσεις της κάμερας του Kazuo Miyagawa -σήμα κατατεθέν του Mizoguchi- χρησιμοποιούνται για να βυθίσουν το κοινό στην αφήγηση, επιτρέποντας την αδιάλειπτη παρατήρηση των αλληλεπιδράσεων των χαρακτήρων και του δράματος που εκτυλίσσεται. Η προσεγμένη σύνθεση κάθε καρέ, που συχνά χαρακτηρίζει τους περίπλοκους εσωτερικούς χώρους των παραδοσιακών ιαπωνικών σπιτιών, ενισχύει την αισθητική της ταινίας και υπογραμμίζει τα θέματα εγκλωβισμού και εγκλεισμού. Η χρήση του φωτισμού και των σκιών αναδεικνύει τη συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων σε συνδυασμό με τη μινιμαλιστική μουσική των Fumio Hayasaka και Tamezô Mochizuki, με τους εμμονικούς, ανησυχητικούς ρυθμούς των ασταμάτητων κρουστών.

Οι «Σταυρωμένοι Εραστές» είναι ένας ύμνος στην ελευθερία, με την ορμή του θανάτου να αντιπαλεύει με μανία την ορμή του έρωτα. Ο Mizoguchi εξυψώνει την αγάπη ως την απόλυτη μορφή αντίστασης στις ψεύτικες αξίες της ταξικής κοινωνίας.

Η αρχή της ταινίας μάς δείχνει μια ποινική πομπή με τη σύζυγο ενός υπουργού και τον υπάλληλο που ερωτεύτηκε, προαναγγέλλοντας την τραγική μοίρα της Osan και του Mohei. Ο αφηγηματικός βρόχος κλείνει με έναν αντικατοπτρισμό της αρχικής σκηνής, με τους καταδικασμένους εραστές να προχωρούν προς το πεπρωμένο τους.

Ενώ το βαρύ χτύπημα ενός τυμπάνου αναγγέλλει τη σταύρωσή τους, παραδίδονται στη δημόσια κατακραυγή δεμένοι με σχοινιά πλάτη με πλάτη, με τα χέρια ενωμένα, με συγκινητική αφοσίωση και με άγρια προκλητική ανάταση.




*Σημείωση: Προβάλλεται στον θερινό κινηματογράφο "Ατενέ" κοντά στην Πλατεία Αμερικής μέχρι και την Κυριακή 1.9.2024 στις 11 το βράδυ...

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

«Οι καμπανίτσες της Βαλεντίνας» διήγημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου από τη συλλογή διηγημάτων της «Η καρδιά του λαγού» (εκδ. «Πόλις», 2005)

 ..............................................................


·        «Οι καμπανίτσες της Βαλεντίνας» διήγημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου από τη συλλογή διηγημάτων της «Η καρδιά του λαγού» (εκδ. «Πόλις», 2005)

 


Η Βαλεντίνα ταχτοποίησε τα μπουκάλια στα ράφια και μάζεψε γρήγορα γρήγορα τα άπλυτα ποτήρια. Καθώς γύριζε το κεφάλι της από δω κι από κει, τα κρεμαστά της σκουλαρίκια κουδούνιζαν σαν μικρές χαρούμενες καμπανίτσες. Ντιν, ντιν, ντιν, ο Αργύρης τις άκουγε από την άλλη άκρη της μπάρας, επειδή ή μουσική είχε σταματήσει και οι τελευταίοι θαμώνες πλήρωναν κι έφευγαν χωρίς πολλές κουβέντες. Κάποιος είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη και η μικρή αίθουσα είχε αρχίσει να παγώνει. Η Βαλεντίνα σκούπισε τα χέρια της με μια πετσέτα και, από κει που ήταν έγνεψε στον Αργύρη. Ο Αργύρης, εδώ και ώρα, ένιωθε κούραση και βαρυθυμία, για μια στιγμή μάλιστα του πέρασε απ’ το μυαλό να το ματαιώσει, δεν του άρεσε όμως καθόλου η ιδέα να γυρίσει άπρακτος στο σπίτι. Κι εξάλλου, δεν το συνήθιζε ν’ αφήνει τις δουλειές του μισοτελειωμένες. Έπαιξε τα δάχτυλά του πάνω στη λεία ξύλινη επιφάνεια και, επειδή του φάνηκε πως προσέλκυσε τα βλέμματα των άλλων δύο τύπων που κάθονταν στην άλλη άκρη της μπάρας, σταμάτησε κι έχωσε τα χέρια στις τσέπες του.

   Η Βαλεντίνα ήρθε και έσκυψε κοντά του. «Βάζω το παλτό μου κι έρχομαι», του είπε και τα σκουλαρίκια της κουδούνισαν.

   Στο νυσταγμένο φως του μαγαζιού τα μάτια της Βαλεντίνας βάραιναν κάτω από χοντρές κατάμαυρες μολυβιές, που έκαναν το υπόλοιπο πρόσωπο να δείχνει χλωμό, σχεδόν άσπρο. Η φωνή της όμως, απογυμνωμένη από κάθε ίχνος θηλυκότητας, έμοιαζε με τη βραχνή φωνή ενός εφήβου που ζητάει από τον φίλο του να τον περιμένει για να βγουν βόλτα μαζί. Ο Αργύρης ενοχλήθηκε λίγο, επειδή η Βαλεντίνα είχε μιλήσει δυνατά, χωρίς να την νοιάζει αν την ακούν. Πήρε το πιο αδιάφορο ύφος του, σαν να μην είχε απευθυνθεί σ’ αυτόν, και τύλιξε γύρω από τον λαιμό του το μεταξωτό κασκόλ, με το βλέμμα καρφωμένο πίσω από τον ώμο της Βαλεντίνας, στον καθρέφτη.

   «Δεν θα κάνω ούτε ένα λεπτό», είπε δυνατά πάλι η Βαλεντίνα και πήγε να ντυθεί.

   Ο Αργύρης είδε μέσα απ’ τον καθρέφτη τους δύο τύπους να συνομιλούν χαμηλόφωνα, του φάνηκε μάλιστα ότι ο ένας τον λοξοκοίταξε· βγήκε να την περιμένει έξω. Στάθηκε στη γωνιά του δρόμου κάτω από το φανάρι, έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση κάποιου που περιμένει να περάσει απέναντι.

   Είδε τη Βαλεντίνα να έρχεται σε λίγο, ισορροπώντας με δυσκολία πάνω στα ψηλά τακούνια της, με μικρά άτολμα και άχαρα βήματα, σαν ένα παιδί που παίζει στα κρυφά τη γυναίκα με παπούτσια δανεικά.

   Η Βαλεντίνα πέρασε το λουρί της τσάντας της στον ώμο, ψάχνοντας γύρω με το βλέμμα. «Πού έχεις παρκάρει;»

   Ο Αργύρης της έδειξε και προπορεύτηκε, περπατώντας με μεγάλα βιαστικά βήματα. Την άκουγε πίσω του να αγωνίζεται να τον προλάβει. Τα τακούνια της χτυπούσαν άρρυθμα στις πλάκες του πεζοδρομίου.

   Ο Αργύρης μπήκε στο αμάξι και της άνοιξε την πόρτα. Την περίμενε σιωπηλός να ταχτοποιηθεί.

   «Πού πάμε;» ρώτησε ο Αργύρης.

   «Βγες στην Αλεξάνδρας και θα σου πω», είπε η Βαλεντίνα. Έπειτα άνοιξε την τσάντα της και άρχισε να ψάχνει.

   «Θες;» τον ρώτησε δείχνοντάς του ένα πακετάκι τσίχλες.

   Ο Αργύρης αρνήθηκε με μια κίνηση του κεφαλιού κι έστρεψε την προσοχή του στον δρόμο. Δε βαριέσαι, τώρα έγινε, σκέφτηκε ο Αργύρης, και ευχήθηκε να μην τον ζαλίσει με περιττές κουβέντες. Αλλά εκείνη έμεινε σιωπηλή σε όλη τη διαδρομή, κοιτούσε μπροστά σαν να βιαζόταν να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα και δεν μίλησε παρά μόνο όταν χρειάστηκε να του δείξει τον δρόμο.

 

Κατέβηκαν στο υπόγειο της πολυκατοικίας και βρέθηκαν σ’ έναν στενόμακρο σκοτεινό διάδρομο που μύριζε πετρέλαιο. Η έντονη μυρωδιά και ο συνεχής, δυνατός βόμβος του λέβητα έκαναν τον Αργύρη να νιώσει σαν να είχε βρεθεί ξαφνικά στην κοιλιά ενός καραβιού.

   Η Βαλεντίνα ξεκλείδωσε μια πόρτα και άναψε το φως. Το στενόχωρο δωμάτιο, που ήταν είσοδος και σαλόνι μαζί, φωτίστηκε από μια κρεμαστή λάμπα καλυμμένη από ένα τουλπάνι με κρόσσια, στο χρώμα του κερασιού.

   «Περίμενέ με εδώ», είπε η Βαλεντίνα ψιθυριστά.

   Ο Αργύρης ξαφνιάστηκε. «Δεν μένεις μόνη;» ρώτησε.

   «Ναι», είπε η Βαλεντίνα και βγήκε βιαστική από το δωμάτιο.

   Ο Αργύρης έκανε δυο βήματα και το κεφάλι του άγγιξε το κρεμαστό τουλπάνι. Η λάμπα στριφογύρισε αργά, ξυπνώντας τις σκιές των αντικειμένων που γέμιζαν τον χώρο. Κάθετες ακτίνες από ασθενικό βαθυκόκκινο φως κύλησαν πάνω στους τοίχους σ’ έναν αργό, κυκλικό χορό. Ο Αργύρης ένιωσε για μια στιγμή να περιβάλλεται από μια κινούμενη πλασματική εικόνα. Περνώντας με δυσκολία ανάμεσα από τις στριμωχτές πολυθρόνες και το χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι, κάθισε στην άκρη του καναπέ χωρίς να βγάλει το παλτό του. Μπροστά στα διπλωμένα του γόνατα, πάνω στο τραπεζάκι, ήταν στοιβαγμένα ένα σωρό μικροαντικείμενα, φτηνά μπιμπελό, άλλα από γυαλί κι άλλα από χρωματισμένο γύψο, σαν αυτά που βρίσκει κανείς πάνω στις απλωμένες κουβέρτες των μικροπωλητών στις υπόγειες διαβάσεις. Ο Αργύρης τους έριξε μια ματιά, αν τον ρωτούσε κανείς σε πέντε λεπτά, δεν θα ήταν σε θέση να περιγράψει ούτε ένα απ’ αυτά, η θέα τους όμως τον γέμισε ικανοποίηση· ένιωσε ότι μέχρι στιγμής τα πράγματα ήταν όπως θα ‘πρεπε να είναι. Όταν όμως σήκωσε το βλέμμα στον απέναντι τοίχο, είδε να κρέμεται εκεί μια φωτογραφία πλαισιωμένη από μια φτηνή κορνίζα. Ο Αργύρης διέκρινε ένα χαμογελαστό ζευγάρι κι ανάμεσά τους ένα μικρό κατσούφικο κορίτσι. Ο άντρας και η γυναίκα είχαν στηθεί στην άκρη ενός χαμηλού φράχτη και το χέρι του άντρα ακουμπούσε προστατευτικά στον ώμο του παιδιού, που στεκόταν σε στάση προσοχής και κοιτούσε με φόβο τον φακό. Φορούσαν και οι τρεις χοντρά πανωφόρια, γούνινα καπέλα και γαλότσες. Ο φράχτης ήταν μισοκαλυμμένος από χιόνι και έμοιαζε σαν το τελευταίο ίχνος ενός ανθρώπινου πολιτισμού. Πίσω του εκτεινόταν μια λευκή απεραντοσύνη. Ο Αργύρης κατέβασε το βλέμμα στα γόνατά του και το άφησε εκεί, μέχρι που άκουσε τα βήματα της Βαλεντίνας.

   Η Βαλεντίνα ήρθε μ’ ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια. Έκλεισε πίσω της την πόρτα με το πόδι, κάθισε πλάι στον Αργύρη κι ακούμπησε τα ποτήρια στο τραπεζάκι.

   «Μη με κοιτάς», είπε μ’ ένα αμήχανο γελάκι η Βαλεντίνα, που έγειρε πάνω από τα ποτήρια το μπουκάλι, κρατώντας το με τα δυο χέρια. «Στο σπίτι δεν έχω την άνεση που έχω στο μαγαζί».

   Τώρα θα μου πει πως δεν το συνηθίζει να βγαίνει με πελάτες, σκέφτηκε ο Αργύρης, αλλά η Βαλεντίνα δεν είπε τίποτα. Είχε βγάλει το παλτό της και τα μαλλιά της φαίνονταν φρεσκοχτενισμένα. Ο Αργύρης άπλωσε το χέρι στο ποτήρι του και τη σταμάτησε πριν το γεμίσει.

   «Φτάνει», είπε. «Θέλω να ξυπνήσω με καθαρό κεφάλι».

   Η Βαλεντίνα γύρισε και τον κοίταξε απορημένη και οι ασημένιες καμπανίτσες κουδούνισαν.

   «Μα είναι Σάββατο αύριο. Δεν δουλεύεις».

   «Και πού ξέρεις εσύ τι δουλειά κάνω;»

   Η Βαλεντίνα χαμογέλασε. «Ξέρω ότι δουλεύεις στον Δήμο», είπε κι αμέσως το πρόσωπό της σοβάρεψε, σαν να είχε μετανιώσει γι’ αυτό που είπε.

   Ο Αργύρης έψαξε να βρει τα τσιγάρα του. Άναψε και κοίταξε γύρω του για τασάκι.

   «Μπορώ να καπνίσω;» ρώτησε.

   «Βέβαια», είπε η Βαλεντίνα και έβαλε μπροστά του ένα πλαστικό τασάκι με τη φίρμα του μαγαζιού. Ο Αργύρης την ένιωσε πλάι του να τον παρατηρεί σιωπηλή και κατάλαβε ότι είχε αφήσει τη δυσφορία του να φανεί.

   «Έτσι είσαι εσύ; Παίρνεις πληροφορίες για τον κάθε πελάτη που μπαίνει στο μαγαζί;» είπε ο Αργύρης πασχίζοντας να δώσει στη φωνή του έναν ανάλαφρο τόνο, αλλά ήξερε πως δεν τα κατάφερε, γιατί ποτέ δεν τα κατάφερνε με τα αστεία.

   Η Βαλεντίνα χαμογέλασε και χαμήλωσε τα μάτια. «Όχι για τον κάθε πελάτη», είπε.

   «Μιλάς πολύ καλά ελληνικά», είπε ο Αργύρης βιαστικά, επειδή αυτή η έμμεση και αδέξια φιλοφρόνηση, που αφορούσε το άχαρο παρουσιαστικό του, του προκάλεσε αμηχανία.

   «Πόσα χρόνια είσαι στην Ελλάδα;»

   Η Βαλεντίνα δεν του απάντησε αμέσως. «Δώδεκα», είπε τέλος. Δεν φαινόταν πρόθυμη να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση. Δάγκωνε την άκρη των χειλιών της κι έπαιζε με το στόμα της αφηρημένη. Τα χείλη της ήταν φουσκωτά, άβαφα και λίγο σκασμένα. Του Αργύρη τού φάνηκε ξαφνικά πολύ μικρή, για μια στιγμή προσπάθησε να μαντέψει την ηλικία της, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε· δεν ήταν κάτι που τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, άλλωστε.

   «Λοιπόν, Βαλεντίνα», είπε, τέλειωσε με μια γουλιά το ποτό του και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. Όταν γύρισε προς το μέρος της, την είδε να κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα έντονο και σοβαρό, σκιασμένο από τις βαριές της βλεφαρίδες. «Βαλεντίνα σε φωνάζανε στην πατρίδα σου;» ρώτησε ο Αργύρης.

   Η Βαλεντίνα δεν απάντησε, σαν να μην άκουσε καν. Συνέχισε να περιεργάζεται το πρόσωπό του, όπως ψάχνει κανείς τις λεπτομέρειες σε μια εικόνα, και τέλος το βλέμμα της στάθηκε στο στόμα του. Έπειτα πήρε από το χέρι του Αργύρη το τσιγάρο, το έσβησε στο τασάκι, έσκυψε πάνω του και άγγιξε με τα χείλη της τα δικά του. Ο Αργύρης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε τις επιδέξιες και υπολογισμένες κινήσεις της σαν ουδέτερος θεατής, ένιωσε τα σύντομα απανωτά αγγίγματα των χειλιών της, τόσο ανάλαφρα σαν να περνούσε ένα έντομο πάνω στα χείλη του και μετά σ’ όλο το πρόσωπο, για να καταλήξει στο πτερύγιο του αυτιού. «Βγάλε το παλτό σου», ψιθύρισε η Βαλεντίνα στο αυτί του και πέρασε το χέρι της μέσα από το άνοιγμα του παλτού, ψάχνοντας την αγκράφα της ζώνης του. Η επιθυμία αιφνιδίασε τον Αργύρη, σαν απροσδόκητος διαπεραστικός πόνος. Έψαξε με το στόμα του το στόμα της Βαλεντίνας, και ενώ τα χέρια του πάλευαν, με κινήσεις βιαστικές και άτσαλες, να ελευθερωθούν από το ρούχο, το δικό της χέρι, σίγουρο και κάπως ψυχρό, έλυνε τη ζώνη του παντελονιού του. Ο Αργύρης την άρπαξε, την ξάπλωσε στον καναπέ κι έπεσε πάνω της. Ένιωσε το κορμί της κάτω από το δικό του σφιγμένο και δύσκαμπτο και, όσο τον χάιδευε με δάχτυλα παγωμένα, είχε στραμμένο το πρόσωπό της στο πλάι. Ο Αργύρης πήρε τα χέρια της και τα απομάκρυνε από πάνω του, και τότε εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με μάτια μεγάλα, σκοτεινά και σοβαρά. Του πέρασε μια παράλογη υποψία απ’ το μυαλό.

   «Τι άλλο ξέρεις για μένα;» ρώτησε ο Αργύρης.

   «Τίποτα», είπε η Βαλεντίνα, όμως τα μάτια της στένεψαν για μια στιγμή, σαν να διέκρινε κάτι ξαφνικά. Μα ό,τι κι αν της προκάλεσε αυτό που είχε δει, δεν το άφησε να επηρεάσει στο ελάχιστο το ατάραχο πρόσωπό της.

   «Τι τραβάει η όρεξή σου; Μπορώ άμα θέλεις…»

   «Σσς…» τη διέκοψε απότομα, κι εκείνη σώπασε αμέσως. «Εγώ θα σου πω τι θα κάνεις», είπε ο Αργύρης. Έπιασε το κεφάλι της κι ένιωσε τις παγωμένες καμπανίτσες βουβές μέσα στις παλάμες του. «Άκουσες;»

   «Ναι», ψιθύρισε η Βαλεντίνα.

   Ο Αργύρης σηκώθηκε και της γύρισε την πλάτη. «Γδύσου», της είπε. Ήρθε αντιμέτωπος με την κορνιζαρισμένη φωτογραφία. Έβγαλε το πουλόβερ και, καθώς ξεκούμπωνε το πουκάμισό του, το βλέμμα του ακούμπησε στο χιονισμένο τοπίο. Πρόσεξε ένα μεγαλόσωμο μαύρο πουλί στην άκρη του φράχτη, με το κεφάλι στραμμένο στους ανθρώπους που πόζαραν στον φωτογράφο, ανυποψίαστοι ή αδιάφοροι για την παρουσία του. Του φάνηκε πως ξεχώρισε το στρογγυλό γυαλιστερό του μάτι.

   Γύρισε και είδε τη Βαλεντίνα να τον περιμένει γυμνή, καθισμένη στην άκρη του καναπέ, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά της. Ο Αργύρης την έπιασε από τους ώμους, την ξάπλωσε και κάθισε δίπλα της. Έσυρε αργά τα δάχτυλά του πάνω στην εύθραυστη και απαλή σάρκα σαν να δοκίμαζε την αντοχή της και, κυριαρχώντας στην αναστάτωση που του προκαλούσε το ευάλωτο και εντελώς υποταγμένο κορμί, παρέτεινε λίγο ακόμα αυτό το διάστημα της ηδονικής προσμονής για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει.

   «Φοβάσαι;» ρώτησε ο Αργύρης με φωνή αλλοιωμένη από την ηδονή της απόλυτης επιβολής.

   Τον κοίταξε σιωπηλή κι αναποφάσιστη.

   «Φοβάσαι;» επέμεινε ο Αργύρης.

   «Ναι», είπε πρόθυμα η Βαλεντίνα.

   «Θα κάνεις ό,τι σου πω;»

   «Ναι», είπε η Βαλεντίνα.

   Ο Αργύρης σηκώθηκε. Τράβηξε τη ζώνη από τις θηλιές του παντελονιού του και την ελευθέρωσε. Έπειτα έστριψε την άκρη της γύρω από την παλάμη του. Στράφηκε στη Βαλεντίνα.

   «Γύρνα μπρούμυτα», της είπε.

 

Ο πρώτος ήχος του κουδουνιού έσκισε το σκοτάδι του ύπνου του χωρίς να τον ξυπνήσει εντελώς, σαν κάτι που γινόταν έξω από αυτόν και δεν τον αφορούσε, αλλά το δεύτερο κουδούνισμα τον έκανε να τιναχτεί. Πριν αποκτήσει συναίσθηση του χώρου, ο Αργύρης είδε τη Βαλεντίνα όρθια κοντά στην εξώπορτα, να του ζητά σιωπή με το δάχτυλο στο στόμα.

   «Ποιος είναι;» ρώτησε η Βαλεντίνα δυνατά.

   «Εγώ. Η κυρία Άννα, από πάνω», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

   Η Βαλεντίνα κοίταξε τον Αργύρη και του έδειξε την κλειστή πόρτα που οδηγούσε στα άλλα δωμάτια του σπιτιού. Το πρόσωπό της ήταν αδιαπέραστο και το παλτό που είχε ρίξει στο γυμνό της κορμί ήταν κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό. Ο Αργύρης, με μυαλό θολωμένο, σηκώθηκε και, τυλίγοντας την κουβέρτα γύρω του, πήγε στην πόρτα που του είχε δείξει, την άνοιξε και βρέθηκε σ’ έναν μικρό σκοτεινό διάδρομο, με δύο ακόμα πόρτες. Η μία ήταν ανοιχτή, κι ο Αργύρης κατευθύνθηκε προς τα κει. Το παγωμένο μωσαϊκό κάτω από τα γυμνά του πέλματα τον ξύπνησε εντελώς, μ’ έναν βίαιο τρόπο. Τρέμοντας μπήκε σ’ ένα δωμάτιο ελάχιστα πιο φωτεινό από τον διάδρομο, μια που τα μισόκλειστα ρολά της μπαλκονόπορτας άφηναν να περνάει ελάχιστο από το φως του πρωινού. Μια έντονη μυρωδιά κλεισούρας και φαρμάκων τον απέτρεψε να προχωρήσει πιο μέσα· γύρισε την πλάτη στο δωμάτιο και στάθηκε κοντά στην πόρτα, σφίγγοντας γύρω του την κουβέρτα και περιμένοντας να τελειώσει η συνομιλία των δύο γυναικών.

   Ξαφνικά ο Αργύρης είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν μόνος, ότι μέσα στον αποπνικτικό χώρο ανέπνεε και κάποιος άλλος. Κράτησε την ανάσα του κι άκουσε την άλλη, κοφτή, γρήγορη, ασθματική.

   Γύρισε και, καθώς μπορούσε πια να βλέπει στο ημίφως, ο Αργύρης είδε δύο ολάνοιχτα στρογγυλά μάτια να τον κοιτάζουν από ένα λευκό, αποστεωμένο πρόσωπο. Ο τρόμος τον παρέλυσε για μια στιγμή. Έπειτα προχώρησε αργά προς τον σκοτεινό όγκο του κρεβατιού. Ένας ηλικιωμένος άντρας, που έμοιαζε περισσότερο με λείψανο, ήταν στηριγμένος σε ψηλά μαξιλάρια που τον κρατούσαν σχεδόν καθιστό. Το σαγόνι του κρεμόταν και το στήθος του ανεβοκατέβαινε, φούσκωνε υπερβολικά και μετά έπεφτε, βούλιαζε σε μια τρύπα ανάμεσα στα κόκαλα του στέρνου του που διαγραφόταν κάτω από την πιτζάμα. Ο Αργύρης έσκυψε πάνω στα μάτια του που τον κοιτούσαν αγριεμένα, τρομαγμένα από αυτή την άνιση πάλη με τον αέρα. Ο άντρας άνοιξε το στόμα του σαν να ετοιμαζόταν να φωνάξει, μα αντί για κραυγή βγήκε από τη μαύρη τρύπα ένας σβησμένος ήχος που έμοιαζε με ρόγχο.

   Ο Αργύρης έκανε πίσω και βγήκε όπως όπως στον διάδρομο. Στάθηκε κοντά στη μισάνοιχτη πόρτα που οδηγούσε στο χολ και προσπάθησε να συγκρατήσει το τρέμουλο που έκανε τα δόντια του να χτυπούν. Άκουσε τη γυναίκα να μιλά στη Βαλεντίνα.

   «Εμείς είπαμε πως τέλειωσε, δεν ακούσαμε τίποτα δυο μέρες τώρα, και νομίσαμε πως τέλειωσε».

   «Όχι. Είναι ζωντανός». Η φωνή της Βαλεντίνας ακούστηκε ψυχρή και κάπως απότομη.

   «Τέλος πάντων. Εμείς έτσι νομίσαμε. Έφερες γιατρό;»

   «Ναι».

   Έγινε σιωπή και μετά η γυναίκα είπε: «Ξέρεις τους κανονισμούς της πολυκατοικίας, έτσι δεν είναι;»

   Η Βαλεντίνα δεν απάντησε. Ο Αργύρης έσκυψε στο στενό άνοιγμα της πόρτας. Είδε πως η Βαλεντίνα κρατούσε τη γυναίκα έξω, δεν την είχε αφήσει να περάσει, μιλούσαν εκεί, όρθιες.

   «Δεν επιτρέπεται να κρατάς, να κρατάει κανείς τον νεκρό μέσα στην πολυκατοικία.  Άπαξ και… Τέλος πάντων, πρέπει να ειδοποιήσεις να τον πάρουνε. Δεν επιτρέπεται να τον ξενυχτήσεις εδώ μέσα».

   «Το ξέρω», είπε η Βαλεντίνα.

   «Έχεις βρει γραφείο; Μην τα αφήσεις αυτά τα πράματα τελευταία στιγμή».

   «Ναι», είπε η Βαλεντίνα.

   Η γυναίκα περίμενε λίγο και μετά είπε: «Ξέρω ένα καλό γραφείο. Είναι γαμπρός του κουνιάδου μου. Θα σου κάνει καλή τιμή».

   Η Βαλεντίνα δεν είπε τίποτα.

   «Άμα έρθει εκείνη η ώρα, να μου χτυπήσεις».

   Η Βαλεντίνα έμεινε και πάλι σιωπηλή.

   «Άνθρωποι είμαστε», είπε η γυναίκα κι έφυγε. Η Βαλεντίνα έκλεισε την πόρτα. Έμεινε σ’ αυτή τη θέση, με το κεφάλι σκυμμένο, όσο ο Αργύρης ντυνόταν. Έπειτα γύρισε και τον κοίταξε.

   «Πατέρας σου είναι;» ρώτησε ο Αργύρης.

   Η Βαλεντίνα έγνεψε καταφατικά. Έμοιαζε με ένα παιδί που περιμένει στωικά την αναγγελία της τιμωρίας του και παραμόνευε την κάθε του κίνηση. «Να σου φτιάξω καφέ;» ρώτησε δειλά. Το πρόσωπό της ήταν το ίδιο με του παιδιού στην φωτογραφία. Τα χέρια της όμως κρέμονταν άτονα, από τον ώμο της έλειπε το χέρι του άντρα, εκείνος και η γυναίκα είχαν αφαιρεθεί, είχαν χαθεί στο χιόνι, το χιόνι είχε δώσει τη θέση του στον κάθετο γκρίζο τοίχο που ορθωνόταν πίσω της.

   «Όχι», είπε ο Αργύρης. Κάθισε στον καναπέ για να βάλει τα παπούτσια του. Η Βαλεντίνα τον πλησίασε γρήγορα, έσκυψε και ετοιμάστηκε να του δέσει τα κορδόνια. Την απομάκρυνε αμίλητος. Τον κοίταξε με μάτια που ικέτευαν.

   «Μη φύγεις ακόμα. Περίμενε να φτιάξω καφέ. Δεν θα κάνω ούτε ένα λεπτό».

   Ο Αργύρης δεν είπε τίποτα κι εκείνη σηκώθηκε και βγήκε βιαστικά. Ο Αργύρης έδεσε τα κορδόνια, σηκώθηκε κα φόρεσε το παλτό του. Την άκουσε μέσα στην κουζίνα να ετοιμάζει. Ο Αργύρης προχώρησε προς την πόρτα, στάθηκε, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα και το έβαλε στο τραπέζι, κάτω από το τασάκι. Τη στιγμή που άπλωνε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας, την ένιωσε πίσω του. Γύρισε. Η Βαλεντίνα τον κοιτούσε σοβαρή κι αμίλητη, κάπως επίσημη. Το βλέμμα της στάθηκε για μια στιγμή στο χαρτονόμισμα και μετά στράφηκε ξανά πάνω του.

   «Δεν θέλω λεφτά», είπε.

   Ο Αργύρης ένιωσε αμηχανία και ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά τον σταμάτησε.

   «Άλλο πράγμα θέλω από σένα», είπε ήρεμα η Βαλεντίνα. Δεν τον άφησε να ρωτήσει και συνέχισε, μ’ ένα ψυχρό και τελεσίδικο ύφος που αποθάρρυνε κάθε πιθανή του αντίδραση: «Θέλω να με βοηθήσεις να τον θάψω. Δεν έχει χαρτιά».

   Το καινούργιο της πρόσωπο ήταν το πρόσωπο ενός παίκτη που γνωρίζει την πλεονεκτική του θέση και δεν έχει καμιά πρόθεση να διαπραγματευτεί.

   «Από σένα περνούν αυτά τα πράγματα. Μπορείς να το κάνεις», είπε η Βαλεντίνα. Έπειτα του γύρισε την πλάτη, πλησίασε την πολυθρόνα όπου ήταν πεταμένα τα ρούχα της και έβγαλε το παλτό. Το γυμνό κορμί, χαρακωμένο από τα νωπά βαθυκόκκινα σημάδια που τόνιζαν τη λευκότητά του, φώτισε για μια στιγμή το στενόχωρο δωμάτιο με μια κυριαρχική δύναμη. Η Βαλεντίνα άρχισε να ντύνεται χωρίς να τον κοιτάζει, αλλά και δίχως καμιά προσπάθεια να κρυφτεί από το βλέμμα του, αδιάφορη για την αντίδρασή του, ενώ οι καμπανίτσες συνόδευαν διακριτικά τις ήρεμες, καθημερινές της κινήσεις. Όταν τέλειωσε, γύρισε και τον κοίταξε.

   Ο Αργύρης έσκυψε το κεφάλι. Δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου να διακρίνει την απειλή που κρυβόταν στα μετρημένα λόγια της καθώς και στο ξεγύμνωμα του πληγωμένου κορμιού μπροστά του. Μέσα σε λίγα λεπτά, σαν άνθρωπος μαθημένος να συναλλάσσεται με ταχύτητα, έκανε μια γρήγορη εκτίμηση της κατάστασης.

   «Εντάξει», της είπε. «Έλα τη Δευτέρα να με βρεις».

   Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο υπόγειο.