Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

"ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ ΤΩΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΩΝ" τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ (https://neoplanodion.gr, 22.1.2024)

 ..............................................................


         ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ ΤΩΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΩΝ





τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὧρες μόνο μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸ σύνορο τῶν δυὸ χρόνων. Σὰν τὸ συλλογιζόμαστε νιώθομε νὰ χτυπᾶ πιὸ γρήγορα ἡ καρδιά μας. Ἕνα μυστικιστικὸ δέος ἀναρριχᾶται ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μας ἴσαμε τὴ σκέψη μας καὶ τήνε μουδιάζει γιὰ λίγες στιγμές. Οἱ τελευταῖες ὧρες ἑνὸς χρόνου ποὺ φεύγει εἶναι πάντα κάτι τὸ ξεχωριστό. Εἶναι φορτωμένες ἀπὸ σημασία.

Κι ὅμως ἐξωτερικά, ἀντικειμενικά, εἶν’ ὅμοιες μὲ τὶς ὧρες ὁποιασδήποτε μέρας. Ἡ γῆ ἐξακολουθεῖ τὴν πορεία της μὲ τὴν ἴδια ταχύτητα κι ὁ ἥλιος της φέγγει μὲ τὴν ἴδια ἀδιαφορία, ὅπως πάντα. Οἱ δεῖχτες τοῦ ρολογιοῦ προχωροῦνε στρωτὰ πάνω στὴν ἄσπρη πλάκα δίχως νὰ ταράζουνται ἀπὸ τίποτα. Καμιὰ ἐντυπωσιακὴ ἀλλαγὴ στὴ ροὴ τοῦ χρόνου.

Μὰ ποιός μιλεῖ γιὰ ἀντικειμενικότητα μιὰ τέτοια μέρα; Σ’ αὐτὲς τὶς ὧρες τὸ μηχανικὸ ρολόι δὲ λέει τὴν ἀλήθεια. Τὸ ἄλλο ρολόι, ἐκεῖνο πού ’χομε μέσα μας, εἶναι τὸ μόνο ποὺ μετρᾶ σωστά, ἀφοῦ εἶναι σύμφωνο μὲ τὰ αἰστήματα καὶ τοὺς στοχασμούς μας. Κι αὐτὸ βρίσκει πὼς τὸ κάθε λεφτὸ τῆς τελευταίας μέρας τοῦ Δεκέμβρη εἶναι πολὺ πιὸ σύντομης διάρκειας ἀπὸ τὰ συνηθισμένα λεφτά. Τόσο σύντομο ποὺ δὲ θὰ πρέπει νά ’χει παραπάνω ἀπὸ εἴκοσι τριάντα δεφτερόλεφτα.


Ἡ πιὸ ἀπάνθρωπη ἐφεύρεση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέτρημα τοῦ χρόνου. Μπορεῖ νὰ τοῦ εἶναι χρήσιμη πραχτικά, κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει. Ὅμως αὐτὸ δὲν τήνε κάνει λιγότερο ἀπάνθρωπη. Ἐκείνη ἡ μονάδα ποὺ θὰ προστέσομε αὔριο στὸ γνωστὸ τετραψήφιο ἀριθμὸ πόσες μελαγχολικὲς σκέψεις δὲ μᾶς φέρνει! Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὰ γεράματα. Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὸ τέρμα τῶν φιλοδοξιῶν, στὸ τέρμα τῆς δράσης, στὸ τέρμα τῆς ἔντονης ψυχικῆς ζωῆς. Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὸ Μεγάλο Ἄγνωστο. Δὲ θά ’τανε καλύτερα νὰ μὴν καταγράψομε καὶ τούτους τοὺς δώδεκα μῆνες ποὺ ἔχουν γίνει πιὰ παρελθόν; Τώρα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀλλαγῆς μιᾶς χρονολογίας θὰ σταματήσομε τὸ πρωὶ μπροστὰ στὸν καθρέφτη, μὲ τὸ χέρι ποὺ θὰ κρατᾶ τὸ χτένι μετέωρο γιὰ μιὰ στιγμή, καθὼς θὰ κοιτάζομε στὸ γυαλὶ τὴν εἰκόνα μας καὶ θὰ διαπιστώνομε τὰ χνάρια τῆς φθορᾶς πάνω της. Μιᾶς φθορᾶς ποὺ δὲν τὴν εἴχαμε ξαναπροσέξει. Καὶ θὰ νιώσομε τὴν ἴδια «πληγὴ ἀπὸ φριχτὸ μαχαίρι» ποὺ ἔνιωσε κι ὁ Ἰάσονας Κλεάνδρου τοῦ Καβάφη.

Ὁ χρόνος εἶν’ ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τῆς μορφῆς. Κι ἂν δὲ μᾶς νοιάζει ἡ καταστροφὴ τῆς δικῆς μας μορφῆς —καὶ ποιόν δὲν τόνε νοιάζει— κι ἂν δὲ μᾶς φέρνει ὣς τὴν ἀπόγνωση ποὺ ἔφερνε τὸν Ἀλεξανδρινό, ὁπωσδήποτε ἡ παρακμὴ τῆς ὀμορφιᾶς κάποιου προσώπου ποὺ ἀγαπήσαμε θὰ μᾶς γεμίζει πόνο. Ἡ φύση παίζει. Δὲ σκοτίζεται γιὰ τὴ φθορὰ τῶν μορφῶν γιατὶ διαρκῶς κατασκευάζει καινούργιες. Ἡ ὀμορφιὰ ὁλοένα ἀνανεώνεται μέσα στὴ φύση. Μὰ γιὰ μᾶς ποὺ δεθήκαμε μὲ μιὰ ὁρισμένη μορφή, ποὺ τὴ βλέπομε σιγὰ σιγὰ νὰ λειώνει καθὼς τὴ γλύφουνε τὰ κύματα τοῦ χρόνου, ἡ ὀμορφιὰ γίνεται βαθιὰ τραγική.

Μήπως τὸ ἴδιο τραγικὴ δὲ γίνεται κι ἡ ὕπαρξή μας; Σὰ σκεφτοῦμε πὼς χιλιάδες χρόνια πρὶν γεννηθοῦμε ἐμεῖς, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι σ’ ἐτούτη τὴ γῆ ποὺ ζούσανε, ποὺ δημιουργούσανε, ποὺ ἀγαπιούντανε καὶ πεθαίνανε, σὰ συλλογιστοῦμε πὼς ὅλα ὅσα γράφουν οἱ ὀγκώδεις τόμοι τῆς Ἱστορίας γινήκανε πρὶν νὰ ὑπάρξει ἔστω κι ἕνα κύτταρο δικό μας, μᾶς πιάνει ἕνας ἴλιγγος. Μᾶς φαίνεται ἀκατανόητο νὰ ὑπάρχει ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ Ἱστορία πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή μας. Καὶ τὸ ἴδιο καὶ περισσότερο ἀκατανόητο μᾶς φαίνεται τὸ ὅτι θὰ συνεχιστεῖ ποιός ξέρει γιὰ πόσες χιλιάδες, ἴσως ἑκατομμύρια, χρόνια, ὕστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατό μας. Ἀπὸ τὴν ἀνωτερότητα τῶν Θεῶν καὶ τὴ χρονιότητα τῆς φύσης ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πάρει ἕνα μικρὸ κουρελάκι χρόνου. Μέσα σ’ αὐτὸ πρέπει νὰ ζήσει καὶ νὰ στοχαστεῖ καὶ νὰ δημιουργήσει. Καὶ πρὶν καλὰ καλὰ προλάβει νὰ συνειδητοποιήσει τοὺς πόθους του καὶ τὶς ἱκανότητές του, πρὶν μπορέσει νὰ λύσει ἔστω κι ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ αἰνίγματα ποὺ κονταροχτυπιοῦνται στὸ μυαλό του, ἔχει ἐξαντλήσει τὸ κουρελάκι του.

Σκέφτομαι τούτη τὴ στιγμὴ τοὺς γέρους. Αὐτοὺς ποὺ πλησιάζουνε στὸ Τέρμα. Ἡ δική μας μελαγχολία γιὰ τὸ πέρασμα ἑνὸς χρόνου πρέπει νὰ γίνεται γι’ αὐτοὺς ἀληθινὸς τρόμος. Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ γιὰ μᾶς εἶναι κάτι μακρινὸ αὐτοὶ τ’ ἀκοῦνε νὰ σιμώνει κάθε μέρα, κάθε ὥρα καὶ πιὸ πολύ. Σχεδὸν τ’ ἀγγίζουνε σὰ νά ’τανε κάτι ὑλικό. Ὁ θάνατος κατοικεῖ μαζί τους, στὸ ἴδιο δωμάτιο. Ἄραγε θὰ τοὺς ἀφήσει νὰ συμπληρώσουνε τὸν κύκλο τῶν δώδεκα καινούργιων μηνῶν; Ἢ θὰ βαρεθεῖ νὰ περιμένει καὶ θ’ ἁπλώσει τὸ χέρι του πάνω τους;

Ὧρες μόνο μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸ σύνορο τῶν δυὸ χρόνων. Τὶς μελαγχολικὲς σκέψεις ποὺ κάμαμε μ’ ἀφορμὴ τὸ ξεπροβόδισμα τοῦ 1961 τὶς ἔκαμαν χιλιάδες ἄλλοι πρὶν ἀπὸ μᾶς δίχως κανένα κέρδος. Τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ σταματήσει τὴ ροὴ τοῦ χρόνου. Ἂς γυρέψομε τὴν ἀπόκριση στὰ Μεγάλα Αἰνίγματα,[1] τουλάχιστο γι’ ἀπόψε, στὰ χείλια τοῦ τασιοῦ,[2] σὰν ἐκεῖνον τὸν παλιὸ «εὔθυμο μελαγχολικό», τὸν Ὀμὰρ Καγιάμ.[3]

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ

Πρώτη δημοσίευση Κῆρυξ Χανίων 31.12.1961. Ἡ ἐπιφυλλίδα ἀναδημοσιεύτηκε στὸν τόμο Ἀνθολογία ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, μὲ ἐπιμέλεια Κώστα Μπουρναζάκη, ἐκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ἡράκλειο 2012.

[1] Τὰ Μεγάλα Αἰνίγματα γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴ ζωή· ὑπόκειται καὶ ἡ Ἀσκητικὴ τοῦ Καζαντάκη, ποὺ διερωτᾶται ἐκεῖ: «Ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε; Ποῦ πηγαίνουμε; Τί νόημα ἔχει τούτη ἡ ζωή;». Ἂς θυμηθοῦμε ὅμως ὅτι ὁ Μανουσάκης εἶχε δώσει τὸν τίτλο «Τὰ αἰνίγματα τοῦ κόσμου» σὲ μιὰ ἑνότητα τῆς ποιητικῆς συλλογῆς του Στ’ ἀκρωτήρια τῆς ὕπαρξης (2003).

[2] Τάσι: μεταλλικὸ κύπελο, ποὺ χρησιμοποεῖται ὡς ποτήρι.

[3] Ὀμὰρ Καγιάμ, 1048‒1131 μ.Χ. (ἢ 1135 ἢ 1123), πέρσης μαθηματικός, ἀστρονόμος, φιλόσοφος καὶ ποιητὴς ρουμπαγιάτ (τετράστιχων ποιημάτων). Τὸ κρασὶ ὡς σύμβολο χαρᾶς μπροστὰ στὰ ἀναπάντητα Μεγάλα Αἰνίγματα, ἀναφέρεται σὲ πολλὰ ρουμπαγιάτ του· ἐνδεικτικὰ ἀντιγράφω τὸ πρῶτο δίστιχο τοῦ 35ου καὶ τὸ τετράστιχο ἀρ. 85, ἀπὸ τὸ βιβλίο Ρουμπαγιὰτ τοῦ Ὀμὰρ Καγιάμ, μετφρ. Π. Α. Χρονόπουλου, 2η ἔκδοση 1953, ἐκδ. οἶκος Χ. καὶ Ἰω. Καγιάφα, Ἀθῆναι ‒Πάτραι:

Νὰ πνίξω κάθε πίκρα μου, λίγο πιοτὸ μοῦ φτάνει
καὶ μιὰ βαρέλα μὲ κρασὶ βαθύπλουτο μὲ κάνει.
[…]
Γιὰ τῆς ζωῆς τὰ μυστικά, ζητώντας κάποια λύση,
ρώτησα τὴν κανάτα μου νὰ ἰδῶ τί θ᾽ ἀπαντήσει,
κι’ ἐκείνη μοῦ ψιθύρισε ‒χείλη μὲ χείλη‒: «Πίνε
κι’ ἀπὸ τὰ μνήματα ποτὲ κανεὶς δὲ θὰ γυρίσει!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: