Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Για την ταινία "Poor Things" του Γιώργου Λάνθιμου - από τον κριτικό κινηματογράφου και φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 28.12.2023)

 .....................................................


Για την ταινία "Poor Things" του Γιώργου Λάνθιμου  




από τον κριτικό κινηματογράφου και φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 28.12.2023)



Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε κάποιος να μη θαμπωθεί απ’ αυτό που έχει φτιάξει ο Γιώργος Λάνθιμος στο «Poor Things» : μια πανδαισία εικαστικού μαξιμαλισμού που σφύζει από ιδέες και δονείται από «ιερόσυλη» ενέργεια, ισορροπώντας άριστα -ο τονικός έλεγχος του Λάνθιμου είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος- μεταξύ σουρεαλισμού, φεμινιστικής αλληγορίας, κοινωνιολογικής σάτιρας, φιλοσοφικού μύθου και επικής μαύρης κωμωδίας (είναι εξαιρετικά αστείο και διασκεδαστικό, κι η έλλειψη σοβαροφάνειας – αυτής της μάστιγας του art house κινηματογράφου - είναι ένα απ’ τα ωραιότερα στοιχεία του).


Πρόκειται για απόλυτα μοντέρνο και ταυτόχρονα ρετρό σινεμά, για ένα απαστράπτον χωνευτήρι κινηματογραφικών ειδών και υφών (μεταξύ των οποίων εμπεριέχονται -σε ανώτερη επεξεργασία- και οι εξελισσόμενες φορμαλιστικές τροπικότητες του ίδιου του λανθιμικού στυλ, απ’ τις απαρχές του έως σήμερα), που αντλεί διαρκώς απ’ τη δεξαμενή της κινηματογραφικής πρωτοπορίας, για να φιλοτεχνήσει την instant classic, εξπρεσιονιστική του μορφή. Ωστόσο, η κρουστή τελειότητα της κατασκευής του (εκκεντρική τελειότητα but still…), σε συνδυασμό με τη σεναριακή/σημειολογική του αμετροέπεια (έχεις κάπως την αίσθηση ότι προσπαθεί να τα πει ΟΛΑ για την περιπλάνηση -πνευματική, ψυχική, υπαρξιακή, σεξουαλική, πολιτική- της γυναικείας εμπειρίας μέσα σ’ έναν κόσμο ανδρών) μετατρέπουν το «Poor Things» σε μια ταινία που καθιστά κατά κάποιο τρόπο περιττή την όποια ανάλυση : και είναι αστείο, αν το καλοσκεφτείς, γιατί γι’ αυτό ειδικά το έργο, θα πάρουν φωτιά τα πληκτρολόγια.


Δεν ξέρω αν θα έχει πολύ νόημα κάτι τέτοιο, διότι με εξαίρεση τον αιμοσταγή σαρκασμό με τον οποίο αντιμετωπίζει την επιστήμη και την αλαζονεία της (ο Λάνθιμος είναι καλλιτέχνης, και μάλιστα σημαντικός, συνεπώς κάποιος που σέβεται τα μυστήρια και το ιερό βάθος της φαινομενικότητας: το βρίσκω λογικό να βλέπει με καχυποψία την ανάγκη των επιστημόνων να «τεμαχίζουν» το Πραγματικό και να το «πετσοκόβουν» προκειμένου να μην το καταλάβουν τελικά), δεν υπάρχουν και πολλά που η ταινία να μην τα θέτει και να μην τα εξαντλεί από μόνη της. Ο φεμινιστικός της λόγος, συντονισμένος απαρέγκλιτα με τις διακηρύξεις της εποχής περί γυναικείας ενδυνάμωσης και χειραφέτησης, δεν αφήνει κανέναν άλλο τρόπο ανάγνωσης πέρα απ’ τον πλέον πρόδηλο (μια πιο διαλεκτική προσέγγιση, θα είχε σίγουρα περισσότερο ενδιαφέρον), πράγμα που στο τελευταίο εικοσάλεπτο αγγίζει τα όρια του λαϊκισμού. Επιπλέον, ο χαρακτήρας της Μπέλα εξελίσσεται αποκλειστικά εγκεφαλικά, μέσα απ’ την απορρόφηση ανεξάντλητων ποσοτήτων αφηρημένης θεωρίας, και σχεδόν καθόλου συναισθηματικά (η μόνη σκηνή που τη βλέπουμε να νιώθει κάτι -μια απ’ τις ωραιότερες της ταινίας ειρήσθω εν παρόδω- είναι όταν αντικρίζει τα νεκρά μωρά των φτωχών, απ’ το ύψος της αγεφύρωτης ταξικής της απόστασης)∙ η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, όμως, δεν είναι αποκλειστικά διανοητικής τάξης αλλά και συναισθηματικής (κυρίως συναισθηματικής εδώ που τα λέμε). Δεν γίνεσαι ο εαυτός σου μόνο καθώς φιλτράρεις τις πληροφορίες που παρέχουν οι άλλοι με τη συμπεριφορά τους, συνειδητά ή ασυνείδητα, αλλά επειδή νιώθεις κάτι γι’ αυτούς. Η Μπέλα δεν αγαπά ποτέ κανέναν, την κινεί η περιέργεια, η επιθυμία να μάθει, να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι φέρονται όπως φέρονται, αλλά οι γνώσεις που αποκομίζει δεν μπορεί παρά να είναι λειψές απ’ τη στιγμή που δεν εμπλέκεται συναισθηματικά. Μόνο αυτό που αγαπάμε πραγματικά είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε∙ η γοητευτική της προσωπικότητα, συνεπώς, στερείται θεμελίων. Δημιουργεί έναν εαυτό μέσα απ’ την περιπέτεια του πνεύματος και των αισθήσεων αλλά η άλλη μεγάλη περιπέτεια, η πλέον συγκλονιστική, αυτή που φτιάχνει χαρακτήρες με την ίδια ευκολία που τους διαλύει, δηλαδή η περιπέτεια του συναισθήματος, βρίσκεται πέρα απ’ την εμπειρία της. Υπό αυτή την έννοια, αυτός ο - συμπαθής καθότι τόσο ανθρώπινος - κωμικοτραγικός μπουφόνος, ο Ντάνκαν Γουέντερμπερν (ο Μαρκ Ραφάλο σ’ έναν απ’ τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του), που την ερωτεύεται και καταστρέφεται, είναι πολύ πιο βαθύς ως χαρακτήρας. Εκπέμπει την αρχετυπική αξιοπρέπεια εκείνου που πληρώνει πρόθυμα, με τη ζωή και τα λογικά του, το τίμημα του μεγάλου πάθους.


Ίσως η πιο πλούσια σε περιεχόμενο ιδέα του «Poor Things» και η πιο «ζουμερή» πολιτικά, να έχει να κάνει με την υπενθύμιση ότι η επιστήμη υπήρξε μέχρι σήμερα μια θεραπαινίδα της εξουσίας, άλλος ένας τρόπος (ίσως ο πιο περίτεχνος και ύπουλος) καθυπόταξης της γυναίκας, άρα μια ακόμα έκφραση της πατριαρχίας (στη μορφή του Γκοντ η επιστημονική περιέργεια γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας, ενώ υμνείται στη μορφή της Μπέλα Μπάξτερ, την οποία υποδύεται με συναρπαστική τόλμη μια ξέφρενα αψεγάδιαστη Έμμα Στόουνδεν χορταίνεις να την κοιτάς). Μήπως το μέλλον κι η επιβίωση της ανθρωπότητας εξαρτάται από μια άλλη, θηλυκή προσέγγιση της επιστήμης; Μήπως η Γνώση -πεδίο άσκησης της ανδρικής κυριαρχίας από καταβολής κόσμου- πρέπει να περάσει στα χέρια των γυναικών, αν θέλουμε να σωθούμε; Υπάρχει μια φαουστική πτυχή στην ταινία που βρίσκω ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Αν ο Φάουστ είναι το απόλυτο σύμβολο του δυτικού κοσμοειδώλου (όπως το ήθελε ο Σπένγκλερ), δηλαδή ο άνθρωπος που θα φτάσει στα άκρα προκειμένου να βρει την αλήθεια και να πάει τον κόσμο ένα βήμα πιο πέρα («αλλά μόνο έτσι αξίζει να ζεις» θα πει κάποια στιγμή ο δόκτωρ Γκόντγουιν Μπάξτερ), τότε τα δεινά της - τόσο προηγμένης τεχνολογικά και επιστημονικά εξελιγμένης - καπιταλιστικής Δύσης, οφείλονται εν μέρει και σ’ αυτή την φαουστική ψυχή της. Ο Λάνθιμος μάς προτείνει την εκδοχή ενός θηλυκού Φάουστ, που θα μπορούσε να εξισορροπήσει -και να μετριάσει- τη βούλησή του για δύναμη, τις επιθετικές τάσεις της κατάκτησης και της γνώσης με κάθε τίμημα, με την ικανότητα της συμπόνιας. Θα αποδειχτεί, άραγε, προφητικός ο στίχος του Αραγκόν που τόσο άρεσε στον Κούντερα : «η γυναίκα είναι το μέλλον του άνδρα»;


Κατά τα άλλα το θέμα δεν είναι ακριβώς το τι λέει το «Poor Things» (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν μεγάλο ενδιαφέρον όσα λέει) αλλά το πώς το λέει: ως μια επιβλητική αισθητική εξτραβαγκάντζα (έχεις συχνά την αίσθηση ότι τα πλάνα τα έχει σχεδιάσει και χρωματίσει ο Σαλβαντόρ Νταλί) που δε φοβάται να φλερτάρει με το γκροτέσκο, που φτύνει κατάμουτρα καθωσπρεπισμό και πουριτανισμό οποιασδήποτε μορφής (τόσο τη δεξιά όσο και την αριστερή υποκριτική αιδημοσύνη) τοποθετώντας το σεξ στον πυρήνα των ανθρώπινων πραγμάτων, εκεί που είναι η θέση του, συνθέτοντας μια -σε στιγμές λίγο πιο φωνακλάδικη απ’ όσο χρειαζόταν, αλλά ποτέ βαρετή- ωδή στη γυναικεία Επιθυμία (η ανδρική επιθυμία είναι, επίσης, στο κάδρο, αλλά κυρίως για να διακωμωδηθεί∙ αυτό είναι πιο πολύ της μόδας στις μέρες μας), εντός της οποίας ο μαρξισμός (απλώς εκπληκτική η σκηνή όπου η Μπέλα εξηγεί στον έξαλλο πρώην εραστή της - που την εγκαλεί επικαλούμενος μια ηθική την οποία ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για να την πείσει να απορρίψει, όταν αυτό ήταν προς το συμφέρον του - ότι εκπορνευόμενη απλώς μετατρέπει το σώμα της στο δικό της μέσο παραγωγής), ο υπαρξισμός και η ψυχανάλυση, αρσενικά δηλαδή ιδεολογικά συστήματα ερμηνείας του κόσμου, ανδρικές φιλοσοφίες που ανίσχυρες και παροπλισμένες απέναντι στο σαρωτικό κύμα της ελεύθερης γυναίκας, προσέρχονται όλες να γονατίσουν μπροστά στο «αιώνιο θήλυ» (ασφαλώς δεν είναι τυχαίο που η ηλικιωμένη κυρία στο πλοίο παρακινεί τη Μπέλα να διαβάσει Γκαίτε).


Δεν χρειάζονται, νομίζω, άλλες προφανείς παρατηρήσεις ώστε να γίνουν «φραγκοδίφραγκα» αυτά που το «Poor Things» δεν κρύβει σε κανένα δεύτερο ή τρίτο επίπεδο αλλά προτιμάει να κρατά στην επιφάνεια. Θα πω απλώς ότι νιώθω κάτι σαν το ξεχασμένο αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας, στη συνειδητοποίηση ότι ένας απ’ τους τρεις τέσσερις πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες αυτή τη στιγμή στον παγκόσμιο κινηματογράφο, είναι Έλληνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: