Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

«Το Λαχείο» διήγημα του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) (μτφ. Λουκάς Καστανάκης (1890-1956), εκδ. «Κραναός»)

 ..............................................................




             Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)


·         «Το Λαχείο» διήγημα του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) (μτφ. Λουκάς Καστανάκης (1890-1956), εκδ. «Κραναός»)*

 

Ο ΙΒΑΝ ΔΗΜΗΤΡΙΤΣ, ένας μέσος πολίτης, με ετήσιο οικογενειακό προϋπολογισμό 1200 ρούβλια και πολύ ευχαριστημένος από τη μοίρα του, κάθισε μετά το δείπνο στο ντιβάνι και διάβαζε την εφημερίδα του.

   -Ξέχασα να κοιτάξω σήμερα την εφημερίδα – είπε η γυναίκα του ενώ μάζευε το τραπέζι. – Για κοίτα δεν έχει την κλήρωση του λαχείου;

   - Την έχει – απάντησε ο Ιβάν Δημήτριτς. – Μα το δικό σου δε χάθηκε στο ενεχυροδανειστήριο;

   - Όχι την Τρίτη πήγα και πλήρωσα τους τόκους.

   - Τι αριθμός;   - Σειρά 26, λαχνός 9499

   - Μάλιστα… Τώρα θα δούμε… 9499 και 26.

   Ο Ιβάν Δημήτριτς δεν πίστευε στην τύχη των λαχείων και αν ήταν άλλη φορά, ποτέ του δεν κοίταζε τον πίνακα των κληρώσεων, αλλά τώρα που δεν ήξερε τι να κάνει, και κατά καλή τύχη είχε και την εφημερίδα μπρος στα μάτια του, πήρε το δάχτυλό του γραμμή τους αριθμούς των σειρών από πάνω προς τα κάτω. Και αμέσως, λες πράγματι η τύχη θέλησε να ειρωνευτεί την απιστία του, αμέσως στη δεύτερη γραμμή από πάνω, ξάφνιασε τη ματιά του ο αριθμός 9499! Χωρίς να κοιτάξει τον αριθμό του λαχνού, χωρίς να ελέγξει τον εαυτό του, γρήγορα κατέβασε την εφημερίδα πάνω στα γόνατα, και σαν να του έχυσαν νερό στην κοιλιά, ένιωσε στον αφαλό του μια ευχάριστη δροσιά: κάτι που τον γαργάλαγε, και τον τρόμαζε και τον γλύκαινε!

   Η γυναίκα του κοίταξε το ξαφνιασμένο και λίγο παραζαλισμένο πρόσωπό του, και κατάλαβε πως δεν αστειεύεται.

   -9499; - ρώτησε χλωμή και αφήνοντας πάνω στο τραπέζι το διπλωμένο τραπεζομάντηλο.

   - Ναι, ναι… Μιλάω σοβαρά.

   - Και η σειρά του λαχνού;

   - Αχ, ναι! Πρέπει να δούμε και τη σειρά του λαχνού. Αλλά σε παρακαλώ… περίμενε. Μην είσαι περίεργη. Ωστόσο ο αριθμός του λαχνού είναι ο ίδιος! Καταλαβαίνεις…

   Ο Ιβάν Δημήτριτς, κοίταξε τη γυναίκα του και χαμογελούσε, ένα πλατύ και ανόητο χαμόγελο σαν το μωρό όταν του δείχνουνε κάποιο αστραφτερό αντικείμενο. Η σύζυγος χαμογελούσε  κι αυτή:  τόσο αυτή όσο κι εκείνος ήταν ευχαριστημένη που είχε πει τον αριθμό  μόνο του τυχερού λαχνού και δε βιάζεται να μάθει τον αριθμό της σειράς . Να γλυκαίνεις και να βασανίζεις τον εαυτό σου με την ελπίδα μιας πιθανής ευτυχίας, είναι κάτι το πολύ γλυκό και παράξενο!

   -Ε, τώρα κοίταξε.

   - Περίμενε. Έχουμε όλο τον καιρό να απογοητευθούμε. Ο αριθμός της σειράς αναφέρεται στη δεύτερη σειρά από πάνω, επομένως κερδίζει 75.000. Αυτό δεν είναι χρήματα, είναι δύναμη, ολόκληρα κεφάλαια. Και τώρα για φαντάσου να κοιτάξω στον πίνακα και να βρω το 26! Ε; Πες μου σε παρακαλώ, και αν πραγματικά κερδίσαμε;

   Οι δυο σύζυγοι άρχισαν να γελάνε, και πολλήν ώρα κοίταζαν σιωπηλοί ο ένας τον άλλο. Η πιθανότητα της ευτυχίας τους είχε ζαλίσει, δεν ήτανε σε θέση ούτε να ονειροπολήσουνε, να σκεφτούνε και να πούνε τι τους χρειάζονται αυτές οι 75.000 ρούβλια, τι θα αγοράσουνε, πού θα ταξιδέψουνε. Το μόνο που είχε καρφωθεί στο μυαλό τους ήταν οι αριθμοί 9.499 και 75.000. Τους ζωγραφίζανε μέσα στη φαντασία τους, αλλά την πραγματική τους ευτυχία που ήταν τόσο δυνατή, δεν μπορούσανε να την διανοηθούν.

   Ο Ιβάν Δημήτριτς κρατώντας την εφημερίδα έκανε ένα-δυο γύρους μέσα στο δωμάτιο, και μόνο όταν ησύχασε κάπως από την πρώτη ταραχή άρχισε λίγο να ονειροπολεί.

   -Τι θα γίνει πράγματι αν κερδίζαμε; - ρώτησε εκείνος. – Καταλαβαίνεις, καινούργια ζωή, καταστροφή! Ο λαχνός είναι δικός σου, αν ήταν όμως δικός μου, πρώτ’ απ’ όλα θα αγόραζα για καμιά εικοσαριά χιλιάδες κανένα ακίνητο, κανένα κτήμα. Καμιά δεκαριά χιλιάδες θα τα ξόδευα μια κι έξω: καινούργια έπιπλα… κανένα ταξιδάκι, να πληρώσουμε τα χρέη και τα παρόμοια… Τις υπόλοιπες σαράντα χιλιάδες θα τις έβαζα στην τράπεζα για να παίρνουμε τους τόκους…

   - Ναι, κανένα κτήμα, αυτό αξίζει – είπε η σύζυγος και κάθισε ακουμπώντας τα χέρια πάνω στα γόνατα.

    - Κάπου εκεί στο κυβερνείο της Τούλας ή του Ορλόβσκ… Πρώτ’ απ’ όλα δεν χρειάζονται επαύλεις, αλλά το χτήμα είναι πάντα χτήμα, ένα καλό έσοδο.

    Και στη φαντασία του σωριάστηκαν εικόνες η μια ελκυστικότερη και ποιητικότερη από την άλλη, και σε όλες αυτές τις εικόνες έβλεπε τον εαυτό του χορτάτο, ήρεμο, γερό, μέσα στα ζεστά, έκανε μάλιστα υπερβολική ζέστη! Έβλεπε τον εαυτό του που είχε φάει κρύο, σαν τον πάγο, φαγητό «οκορόσκι», ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην καυτή άμμο, ακριβώς στην όχθη του ποταμού, ή στον κήπο κάτω από τη φλαμουριά… Κάνει μεγάλη ζέστη… Ο γιος του και το κοριτσάκι του σέρνονται εκεί δίπλα, τρυπώνουν μέσα στην άμμο ή πιάνουνε μικρά σκαθάρια. Γλυκά μισοκοιμάται, δε σκέφτεται τίποτε, και με ολόκληρο το σώμα του αισθάνεται πως δεν έχει ανάγκη να πάει στη δουλειά του ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο. Βαρέθηκε την ξάπλα και πηγαίνει στο θερισμό του χόρτου, ή στο δάσος για να μαζέψει μανιτάρια, ή κοιτάζει και απολαμβάνει πώς οι χωρικοί ψαρεύουνε με τα δίχτυα. Όταν βασιλεύει ο ήλιος, παίρνει ένα σεντόνι, το σαπούνι και τραβά στο μπάνιο, όπου σιγά-σιγά ξεντύνεται, πολλήν ώρα χαϊδεύει με τις παλάμες το γυμνό στήθος του και μπαίνει στο ποτάμι. Στο νερό κοντά στις θολές σαπουνόφουσκες στριφογυρίζουνε μικρά-μικρά ψαράκια, και κινούνται πράσινα χόρτα. Ύστερα από το μπάνιο τσάι με καϊμάκι και γλυκά κουλουράκια… Το βραδάκι περίπατος ή χαρτάκι με τους γείτονες.

   -Ναι, αξίζει ν’ αγοράσει κανείς ένα χτήμα – λέει η σύζυγος ονειροπολώντας κι αυτή, και από το πρόσωπό της φαίνεται πως είναι καταγοητευμένη με τις σκέψεις της.

   Ο Ιβάν Δημήτριτς φαντάζεται το φθινόπωρο βροχερό με κρύες βραδιές από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου και μετά. Αυτή την εποχή θα κάνει μακρύτερους περιπάτους, στον κήπο, στους αγρούς, στην όχθη του ποταμού για να νιώσει καλά το κρύο ως το κόκκαλο, κι ύστερα να πιεί ένα ποτηράκι βότκα μ’ ένα καλό μεζέ, αλατισμένα μανιτάρια και λίγο αγγουράκι τουρσί με μάλαθρο, και να κατεβάσει και δεύτερο ποτηράκι. Τα μικρά τρέχουν από τους αγρούς και κρατάνε από ένα καρότο κι από ένα ραπάνι, που μοσχοβολάνε φρέσκο χώμα … κι ύστερα να ξαπλώσει κανείς στο ντιβάνι και χωρίς να βιάζεται να χαζέψει κανένα εικονογραφημένο περιοδικό, ύστερα πάλι να σκεπάσει το πρόσωπό του με το περιοδικό, να ξεκουμπώσει το γιλέκο, και να παραδοθεί σ’ ένα γλυκό υπνάκο

  Ύστερα με του Αγίου Δημητρίου ακολουθεί μελαγχολική κακοκαιρία. Μέρα νύχτα βροχές, τα γυμνά δέντρα κλαίνε και ο αέρας είναι υγρός και κρύος. Σκυλιά, άλογα και κότες, τα πάντα είναι βρεγμένα, γενική μελαγχολία. Δεν έχεις πού να πάς περίπατο, δεν μπορείς να ξεμυτίσεις από το σπίτι, και όλη την ημέρα είσαι υποχρεωμένος να πηγαινοέρχεσαι από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη και να κοιτάζεις με θλίψη τα συννεφιασμένα παράθυρα. Μελαγχολία!

   Ο Ιβάν Δημήτριτς σταμάτησε και κοίταξε τη γυναίκα του.

   -Ξέρεις, Μάσσα, εγώ θα πήγαινα στο εξωτερικό – της είπε.

   Και άρχισε να σκέφτεται ότι καλά θα ήτανε να πήγαινε το φθινόπωρο στο εξωτερικό, στη νότια Γαλλία, στην Ιταλία… στις Ινδίες!

   -Κι εγώ το δίχως άλλο θα πήγαινα στο εξωτερικό – είπε η σύζυγος. – Κοίτα λοιπόν τον αριθμό του λαχνού!

   - Περίμενε μια στιγμή!

     Πηγαινοερχότανε στο δωμάτιο και εξακολουθούσε να σκέφτεται. Σκέφτηκε για μια στιγμή: και τι θα γίνει αν πράγματι η γυναίκα του πάει στο εξωτερικό; Ευχάριστο είναι να ταξιδεύει κανείς μόνος, ή σε κύκλο ελαφρών γυναικών, αμέριμνων που ζούνε για ένα λεπτό της ώρας, και όχι σαν εκείνες που όλο σκέφτονται και μιλάνε μόνο για τα παιδιά τους, αναστενάζουν, φοβούνται και τρέμουνε για κάθε καπίκι. Ο Ιβάν Δημήτριτς φαντάστηκε τη γυναίκα του μέσα στο βαγόνι, μ’ ένα σωρό μπογαλάκια, καλαθάκια και πακέτα. Κάτι την ενοχλεί, αναστενάζει και παραπονιέται, πως της πόνεσε το κεφάλι από το ταξίδι, πως ξόδεψε πολλά λεφτά. Πρέπει να τρέξει στο σταθμό για να πάρει βραστό νερό, για το τσάι, σάντουιτς, νερό… Δεν μπορεί να πάει και να φάει η σύζυγος, γιατί όλα της φαίνονται ακριβά…

   «Σίγουρα θα μου λογαριάζει το κάθε καπίκι – σκέφτηκε κοιτάζοντας τη σύζυγο – Ο λαχνός δεν είναι δικός μου, αλλά δικός της! Και ποιος ο λόγος να πάει αυτή στο εξωτερικό; Θα κάθεται μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και δε θα μ’ αφήνει να ξεμυτίσω… Τα ξέρω αυτά εγώ!

   Και για πρώτη φορά παρατήρησε πως η γυναίκα του γέρασε, ασχήμυνε, μύριζε κουζίνα, ενώ αυτός ήταν ακόμη νέος, γερός, φρέσκος, ικανός να παντρευτεί δεύτερη φορά.

   «Φυσικά όλα αυτά είναι μικροπράγματα και ανοησίες – σκεφτότανε. – Αλλά γιατί να πάει εκείνη στο εξωτερικό; Τι καταλαβαίνει αυτή από εξωτερικό; Και αν πράγματι σηκωθεί και πάει;… Τη φαντάζομαι… Μα την αλήθεια γι’ αυτήν τι διαφορά υπάρχει αν πάει στη Νάπολη ή στο Κλιν; - ένα και το αυτό. Μόνο που θα με εμποδίζει, όλο τον καιρό θα με τραβάει από τη μύτη. Φαντάζομαι, μόλις πάρει τα λεφτά, αμέσως θα τα χώσει κάπου και θα τα κλειδώσει με έξι κλειδαριές… Θα μου τα κρύψει… Θ’ αρχίσει τα φιλοδωρήματα στο σόι της, ενώ σε μένα θα μου μετράει το κάθε καπίκι.»

   Θυμήθηκε ο Ιβάν Δημήτριτς το σόι της, εκείνο το συγγενολόι. Όλους εκείνους τους αδελφούς της, τις αδελφούλες της, τις θείτσες και τους μπαρμπάδες της, που άμα μάθουνε για το λαχείο, θ’ αρχίσουνε να ζητιανεύουνε κακομοίρικα, να γλυκοχαμογελάνε με χίλιες υποκρισίες. Αντιπαθητικοί και απαίσιοι όλοι τους! Αν τους δώσει θα ζητάνε κι άλλα, κι αν δεν τους δώσει θ’ αρχίσουνε τις κατάρες, τα κουτσομπολιά και τις βρισιές.

   Ο Ιβάν Δημήτριτς θυμήθηκε τους δικούς του συγγενείς, και τα πρόσωπά τους που πριν του ήταν αδιάφορα, τώρα του φαινόντουσαν αντιπαθητικά και μισητά.

   «Σωστά φίδια!» - σκεφτόταν.

   Και το πρόσωπο της γυναίκας του άρχισε να του φαίνεται εχθρικό και μισητό. Μέσα στην ψυχή του φούντωνε αληθινή έχθρα, και με χαιρεκακία σκεφτότανε:

   «Τίποτα δεν καταλαβαίνει από χρήματα, γι’ αυτό είναι φιλάργυρη. Αν πράγματι κέρδιζε, θα μου ‘δινε μόνο εκατό ρούβλια, και τ’ άλλα θα τα κλείδωνε σε κανένα συρτάρι, σε κανένα κουμπαρά».

   Τώρα πια τη γυναίκα του την κοίταζε όχι όπως πριν με χαμόγελο, αλλά με μίσος. Κι αυτή επίσης του ‘ριξε μια ματιά γεμάτη μίσος και κακία. Είχε τώρα αυτή τα δικά της ευχάριστα όνειρα, τα σχέδιά της, τους υπολογισμούς της. Καταλάβαινε πολύ καλά τι είχε βάλει στο νου του ο άντρας της. Ήξερε ότι αυτός πρώτος θ’ άπλωνε το αρπακτικό χέρι του στα κέρδη από το λαχείο της.

   «Εύκολο είναι να κάνεις όνειρα με ξένο λογαριασμό! – έλεγε καθαρά η ματιά της. – Α, όχι, αγαπητέ μου, δε θα σου το επιτρέψω! Αλίμονό σου αν τολμήσεις!»

   Ο σύζυγος κατάλαβε πολύ καλά τι έλεγε η ματιά της. Το μίσος φούντωσε μέσα του, και για να την κάψει, κοίταξε βιαστικά και γρήγορα την τέταρτη σελίδα της εφημερίδας, όπου ήτανε ο αριθμός του λαχείου, και της ανήγγειλε θριαμβευτικά:

    -Λαχνός 9499, σειρά 46! Οχι 26!

   Η ελπίδα και το μίσος εξανεμιστήκανε και τα δυο μονομιάς, και αμέσως και για τους δυο τους τα δωμάτια αρχίσανε να φαντάζουνε σκοτεινά, μικρά και χαμηλά, πως το δείπνο που φάγανε δεν ήταν χορταστικό, αλλά μόνο βάρυνε το στομάχι τους, και πως οι βραδιές τους κρατάνε πολύ και είναι βαρετές και ανιαρές…

   -Που να πάρει ο διάολος! – είπε ο Ιβάν Δημήτριτς που άρχισε να γίνεται ιδιότροπος. – Όπου και να πατήσεις παντού σκουπίδια και ψίχουλα! Πότε θα σκουπίσουνε τα δωμάτια! Να δεις που θα φύγω από δω μέσα και θα πάω στου διαβόλου την άκρη… Θα φύγω και θα πάω να κρεμαστώ στο πρώτο δέντρο που θα βρω…



*Σημείωση: Οι λέξεις και οι φράσεις σε πλάγια γραμματοσειρά είναι από εμένα για την με μέτρο προσαρμογή στη σημερινή δική μας έκφραση και γλώσσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: