Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

"Ο ήλιος" διήγημα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου ("Ανοιχτό βιβλίο" - "Εφημερίδα των Συντακτών" 16.7.2022)

 ...............................................................



                                  "Ο ήλιος"




διήγημα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου ("Ανοιχτό βιβλίο" - "Εφημερίδα των Συντακτών" 16.7.2022)



Ο ήλιος θα ανατείλει στις 6.06. Τους είπα να έρθουν στις έξι παρά δέκα. Προλαβαίνεις να σκουπίσεις και να σφουγγαρίσεις, αλλά μη ρίξεις νερό με το λάστιχο. Δεν θα στεγνώσει ποτέ, κι εγώ θέλω να τοποθετήσω τα στρωματάκια από πριν, για να μην καθυστερήσουμε. Το μάθημα πρέπει να γίνει με την ανατολή, αλλιώς δεν έχει νόημα».

Ενώ της δίνει οδηγίες, ρουφά με το καλαμάκι το παγωμένο τσάι της από το μπουκάλι. Φοράει κολάν μέχρι τα γόνατα και εφαρμοστό φανελάκι. Τα μαλλιά της τα έχει μαζεμένα αλογοουρά. Λέει ότι είναι δασκάλα της γιόγκα. Δουλεύουν και οι δύο στο ξενοδοχείο, αλλά η δασκάλα πληρώνεται καλύτερα κι ας κάνει μισής μέρας δουλειά.

«Πώς σε λένε, είπαμε;»

«Τάνια» απαντά και πιάνει τη σκούπα. Δεν καλοβλέπει στο σκοτάδι, όμως σκουπίζει μεθοδικά. Σε λίγο θα ξημερώσει κι ένας ήλιος που τυφλώνει θα ανεβεί στον ουρανό, καυτός, ανυπόφορος σαν τον χθεσινό. Κάτω στον όρμο, η θάλασσα καθρέφτης ώς τη γραμμή του ορίζοντα. Ησυχία παντού, το νησί κοιμάται ακόμα.

«Συγγνώμη που σε έφερα εδώ αξημέρωτα, αλλά αν είχες σφουγγαρίσει χθες βράδυ, η βεράντα θα είχε γίνει χάλια με τον αέρα. Από πού είσαι, Τάνια;»

«Ουκρανία».

«Αλήθεια; Εχεις οικογένεια εκεί;»

Σιωπηλή η Τάνια κάνει ένα νεύμα ενώ σκουπίζει κι έπειτα λέει: «Είμαι δεκαεφτά χρόνια στην Ελλάδα».

«Τουλάχιστον εδώ δεν γίνεται πόλεμος. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Οπου στεγνώνει θα βάζω στρωματάκια, για να κερδίζουμε χρόνο» λέει η δασκάλα.

Η Τάνια έχει τελειώσει με το σκούπισμα ύστερα από λίγο. Γεμίζει τον κουβά με το λάστιχο και πιάνει τη σφουγγαρίστρα. Θα ήθελε ίσως να πει ότι δεν μπορεί να γίνει καλό σφουγγάρισμα όταν βιάζεσαι, αλλά εδώ πρέπει να στύβεις τον χρόνο μέχρι να στάξει και το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ποιος αέρας; Φύλλο δεν κουνιέται. Η άλλη έχει αφήσει σε μια άκρη της βεράντας το αναψυκτικό της. Κρατά ήδη στην αγκαλιά της τρία στρώματα τυλιγμένα ρολό και ξαναρωτά: «Ωστε δεν έχεις οικογένεια εκεί;»

«Εκεί». Αυτή η λεξούλα. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τις εικόνες να εισβάλουν σε αυτή τη μέρα που δεν ξημέρωσε ακόμα. Μισό σπίτι έχει μείνει, το πάτωμα είναι γεμάτο σοβάδες από τους τοίχους. Κάτω από τους σοβάδες σπασμένα έπιπλα κι όλα τα πράγματα της μητέρας της. Το υπόλοιπο σπίτι δεν υπάρχει. Ετσι της είπε κάποιος που το είδε, πριν εγκαταλείψει το χωριό. Πύραυλος ή οβίδα; Δεν ξέρουν.

Η Τάνια έχει ιδρώσει. Δεν φοράει στενά ρούχα, επειδή νιώθει ότι κολλάνε πάνω της και τη βαραίνουν. Να τελειώνει, προφανώς το μόνο που σκέφτεται. Να πάει στις άλλες δουλειές της, σκούπισμα στη ρεσεψιόν, καθαριότητα στα δωμάτια, εκεί όπου μπορεί να είναι μόνη και να ακούει στο κινητό ειδήσεις από το YouTube. Ισως δεν θέλει να σκέφτεται το μέλλον, αλλά πρέπει. Κάποτε θα το αποδεχτεί: παντού βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει, όμως λίγα είναι τα μέρη όπου μπορείς να καθίσεις άφοβα σε μια σκιά και να πιεις παγωμένο τσάι.

«Είχα μητέρα και θεία» λέει και στύβει τη σφουγγαρίστρα με δύναμη.

«Εφυγαν;»

Η Τάνια σφουγγαρίζει. Η δασκάλα μένει στο ίδιο σημείο και την ακολουθεί με το βλέμμα. Το χρώμα του ουρανού παίρνει να ξανοίγει. Σε λίγο η βεράντα είναι έτοιμη, η ώρα έξι παρά είκοσι.

«Οι δικοί σου έφυγαν;» ξαναρωτάει τότε.

Η Τάνια τής γυρίζει την πλάτη, πάει να αδειάσει το βρόμικο νερό μακριά, στο γκαζόν. Επιστρέφει με τον άδειο κουβά, η άλλη στέκεται στην ίδια θέση. Η Τάνια ίσως θέλει να της πει: «Θα καθίσω στον ήλιο μέχρι να γίνω στάχτη», τελικά όμως λέει: «Είναι τέσσερις μέρες κάτω από τα ερείπια του σπιτιού».

Η δασκάλα ακουμπά τα στρώματα στο υγρό δάπεδο. Φέρνει τα χέρια στα μάγουλά της.

Η Τάνια κοιτά με θολά μάτια πέρα μακριά. «Κάποιες έρχονται» της λέει. «Να σε βοηθήσω με τα στρώματα;»

Εκείνη κουνά αρνητικά το κεφάλι και την αρπάζει από τον καρπό: «Δεν θέλεις να πας πίσω;»

Η Τάνια τραβά μαλακά το χέρι της, πηγαίνει στη βρύση, βγάζει το λάστιχο και το κάνει κουλούρα που την περνά στο μπράτσο της, μαζεύει κουβά, σκούπα και σφουγγαρίστρα.

«Κανείς δεν γυρίζει εκεί» της λέει και φεύγει προς το ξενοδοχείο.




Τελευταίο βιβλίο της Ελιάνας Χουρμουζιάδου είναι το μυθιστόρημα «Μια τελευταία επιστολή αγάπης» (Πατάκης, 2022)

Δεν υπάρχουν σχόλια: