Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Δύο + τέσσερα μικρά "αθηναϊκά" ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη / Αφιέρωμα στα δέκα χρόνια από την αποδημία του (25.5.2011)

 ............................................................














Γιάννης Βαρβέρης (1955 - 2011)















Με το ταξί καλπάζοντας



Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα
σαν άμαξα δαιμονισμένη.
Μαστίγωσε τους μαύρους σου αμαξά
ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου
με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας
τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων
καθώς μεθάω μέσα στη νύχτα τόσων φώτων
που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων.
Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια
ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα
εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει
μια βουή που κάθεται στα κόκαλά μου ομίχλη .
χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο
κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.
Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου
με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει
να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι
κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα.
Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.




ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ



Βαθέος γήρατος, εκδ, Κέδρος, Αθήνα 2011




Ομόνοια νύχτα



Το βράδυ αργά κατά τις τρεις

φρέσκο το αύριο απ’ την Ομόνοια προμηθεύομαι

σ’ εφημερίδες και τσιγάρα. Η νύχτα η ποίηση

κλεμμένες βιαστικά μέσα στις κόγχες.

«Πιάστε τον πιάστε τον» από παντού

ψίθυροι που θεριεύουνε καθώς

βάζω μπροστά μια κίτρινη παλιά Κορτίνα

ενώ στο χέρι

κλαίει τα σουσάμια του ο σπασμένος αρραβώνας –

ένα μου μισοφέγγαρο κουλούρι.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ



Ποιήματα 1975-1996, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000



Ο ηλεκτρικός



VI.

Κι οι ποιητές

παίρνουνε κάποτε

τις κυλιόμενες της Ομονοίας.

Άλλοι το κάνουν για να κόψουν δρόμο

γλιτώνοντας κάνα φανάρι

κι άλλοι κατεβαίνουν φριχτοί

μ’ ένα τούνελ στα μάτια τους.





VII.

Όλοι εμείς προς Ομόνοια

κι ο Μένανδρος

από βαγόνι σε βαγόνι ανάποδα

προς Κηφισιά.



VIII.

Μοναστηράκι. Γάτες

κόβουν βολτούλες

πάνω στους τσίγκους του σταθμού.

Αφηρημένες. Κάποτε

σηκώνουν το δεξί τους πόδι

ψηλά

και μας διευθύνουν.

Σε λίγο το ξεχνούν.

Κι η μουσική σταματά.



ΙΧ.

Τρεις το πρωί

στο σταθμό της Βικτώριας.

Τρεις το πρωί

μετά τόση σκληρότητα

οι ράγιες μαλακές

φέρνουν εδώ

τον καρπό των ερώτων μας.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ



Από το βιβλίο Ποιήματα 1975-1996

Εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: