...............................................................
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936)
·
Από
το έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936) «Περλιμπλίν και Μπελίσα» (μτφ.
Νίκος Γκάτσος, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 1997)
ΕΙΚΟΝΑ ΤΡΙΤΗ
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Αφέντη
μου, είναι ώρα;
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Όχι
ακόμη, Μαρκόλφα.
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Τι
τάχα να ‘χει βάλει στον νου του ο αφέντης μου;
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Όσα
ποτέ μου ως τώρα δεν είχα φανταστεί.
ΜΑΡΚΟΛΦΑ
(κλαίγοντας) : Εγώ,
εγώ φταίω για όλα.
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Ω!
Αν ήξερες τι ευγνωμοσύνη νιώθω στην καρδιά μου για σένα.
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Πριν
ήταν όλα τόσο καλά, τόσο ήσυχα… Κάθε πρωί σας έφερνα τον καφέ με το γάλα και τα
σταφύλια…
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Ναι,
ναι… Τον καφέ με το γάλα και τα σταφύλια… Όμως εγώ, Μαρκόλφα, τι ήμουνα; Μού
φαίνεται σα να πέρασαν χίλια χρόνια. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πόσο
παράξενα πράγματα έχει ο κόσμος. Ήμουν κλεισμένος μέσα στο σπίτι μου… Μα τώρα
όλα έχουν αλλάξει. Η Μπελίσα με την αγάπη της και την ομορφιά της μού χάρισε
έναν πολύτιμο θησαυρό που πριν δεν τον ήξερα. Καταλαβαίνεις; Τώρα κλείνω τα
μάτια μου και βλέπω το κάθε τι που θέλω να δω… Τα πιο παράξενα πράγματα… Να!
Τώρα βλέπω τις νεράιδες που ξεκινούσαν από τις ρεματιές κι ερχόντανε να δουν τη
μητέρα μου… Ω, δεν ξέρεις τι όμορφες, τι μικρούλες που είναι… Μπορούν να
χορέψουν όλες μαζί πάνω στο μικρό μου το δαχτυλάκι…
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Ναι,
ναι οι νεράιδες. Μα τ’ άλλα; Όλα τ’ άλλα;
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Τ’
άλλα; Ω! (Με ικανοποίηση.) Τι είπες
στη γυναίκα μου;
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Όσο
κι αν το ‘κανα με βαριά καρδιά, της είπα ό,τι με πρόσταξε ο αφέντης μου. Της
είπα πως εκείνος ο νέος… θα ‘ρθει απόψε… στις δέκα ακριβώς… εδώ στον κήπο…
τυλιγμένος όπως πάντα μέσα στην κόκκινη κάπα του.
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Κι
εκείνη;
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Άναψε
κι έγινε κατακόκκινη σαν το γεράνι. Έπειτα σήκωσε τα χέρια της στην καρδιά κι
άρχισε να φιλάει σαν τρελή τις όμορφες πλεξούδες που πέφτανε πάνω στα στήθια
της.
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ
(ενθουσιασμένος): Έτσι,
λοιπόν! Άναψε κι έγινε κατακόκκινη σαν το γεράνι. Και… τι είπε;
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Τίποτα. Μόνο ανάσανε βαθιά κι αναστέναξε. Αλλά πώς αναστέναξε, Θεέ μου!
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Ω,
ναι! Όπως καμιά γυναίκα δεν έχει αναστενάξει ως τώρα. Έτσι δεν είναι, Μαρκόλφα;
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Πρέπει
να ‘ναι τρελά ερωτευμένη μαζί του.
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ
(ζωηρά) : Ναι,
ναι! Αυτό είναι! Αυτό θέλω κι εγώ! Να τον αγαπάει περισσότερο κι από την ίδια
της τη ζωή! Και σίγουρα τον αγαπάει! Σίγουρα! Είναι ξετρελαμένη μαζί του!
ΜΑΡΚΟΛΦΑ
(κλαίγοντας) : Δεν
θέλω να το ακούω. Πώς γίνεται, Δον Περλιμπλίν, εσείς ο ίδιος να σπρώχνετε τη
γυναίκα σας στη χειρότερη αμαρτία;
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Μαρκόλφα,
ο Δον Περλιμπλίν δεν έχει πια τιμή και θέλει να ξεσκάσει λιγάκι. Κατάλαβες; Σε
λίγο θα ‘ρθει εδώ στον κήπο μου ο καινούργιος και άγνωστος εραστής της
αγαπημένης μου της Μπελίσας… Πρέπει να είμαι γεμάτος χαρά, πρέπει να τραγουδάω,
Μαρκόλφα! Τι άλλο μου απομένει να κάμω; (Τραγουδάει)
Πού είναι η τιμή σου φτωχέ μου Περλιμπλίν; Πού είναι η τιμή σου;
ΜΑΡΚΟΛΦΑ:
Να
με συμπαθάει ο αφέντης μου, αλλ’ απ’ αυτή τη στιγμή ας μη με λογαριάζει στη
δούλεψή του. Εμείς οι δούλες έχουμε ακόμα κάποια ντροπή.
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Ω,
αθώα Μαρκόλφα! Από αύριο θα είσαι ελεύθερη σαν το πουλί. Κάνε ως αύριο υπομονή…
Αλλά τώρα πήγαινε, και μην ξεχνάς το καθήκον σου. Θα κάμεις ό,τι σου είπα;
ΜΑΡΚΟΛΦΑ
(φεύγει σκουπίζοντας
τα δάκρυά της) : Μπορώ; Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ:
Μπράβο!
Έτσι σε θέλω…
(Αρχίζει
ν’ ακούγεται μια γλυκιά σερενάτα. Ο Δον Περλιμπλίν κρύβεται πίσω απ’ τις
τριανταφυλλιές)
ΜΠΕΛΙΣΑ
(από μέσα,
τραγουδάει)
Πέρα στο θολό*
ποτάμι
Έσκυψε η νύχτα να
λουστεί.
ΦΩΝΕΣ
(μακριά)
Έσκυψε η νύχτα να λουστεί.
ΜΠΕΛΙΣΑ
(από μέσα)
Έτσι
κι η όμορφη Μπελίσα
Μ’ ένα φιλί θα
δροσιστεί.
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ
(πίσω απ’ τις
τριανταφυλλιές)
Μ’ ένα φιλί θα
δροσιστεί.
ΜΠΕΛΙΣΑ
(από μέσα)
Πάνω
στο πέτρινο γεφύρι
Κάθεται η νύχτα
δροσερή
ΦΩΝΕΣ
(από μακριά)
Κάθεται η νύχτα
δροσερή
ΜΠΕΛΙΣΑ
(από μέσα)
Έτσι κι η όμορφη
Μπελίσα
Στον κήπο θα
τον καρτερεί
ΠΕΡΛΙΜΠΛΙΝ
(πίσω απ’ τις
τριανταφυλλιές)
Στον κήπο θα
τον καρτερεί.
(Μπαίνει
στον κήπο η ΜΠΕΛΙΣΑ, λάμποντας
ολόκληρη. Το φεγγάρι φωτίζει τη σκηνή με αχνές ανταύγειες.)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου