..............................................................
Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012)*
"Δύο μαϊμούδες του Μπρίγκελ"
"Μονόλογος για την Κασσάνδρα"
Είμαι εγώ, η Κασσάνδρα.
Κι αυτή είναι η πόλη μου κάτω από τις στάχτες.
Κι αυτά είναι η ράβδος και οι προφητικές κορδέλες μου.
Κι αυτό είναι το κεφάλι μου γεμάτο αμφιβολίες.
Είναι αλήθεια, θριαμβεύω.
Το δίκιο μου έως τον ουρανό σελάγισε.
Μόνο οι προφήτες που δεν τους εμπιστεύονται
αντικρίζουν τέτοιους ορίζοντες.
Μόνο αυτοί που ξεκίνησαν με λάθος τρόπο
κι οι προφητείες τους μπορούσαν να επαληθευτούν τόσο γρήγορα
σαν εκείνοι καθόλου να μην υπήρξαν.
Τώρα θυμάμαι ξεκάθαρα
πως οι άνθρωποι όταν με έβλεπαν σώπαιναν ξαφνικά.
Το γέλιο κοβόταν.
Τα χέρια απομακρύνονταν.
Τα παιδιά έτρεχαν στις μητέρες τους.
Δεν ήξερα καν τα εφήμερα ονόματά τους.
Κι εκείνο το τραγούδι για ένα μικρό πράσινο φύλλο –
κανείς δεν το τελείωνε μπροστά μου.
Τους αγαπούσα.
Αλλά τους αγαπούσα αφ’ υψηλού.
Από ύψη πέραν της ζωής.
Από το μέλλον. Όπου υπάρχει πάντοτε κενό
και απ’ όπου τίποτα πιο εύκολο απ’ το να δεις το θάνατο.
Λυπάμαι που η φωνή μου ήταν σκληρή.
Δείτε τον εαυτό σας από τα άστρα –φώναζα–
δείτε τον εαυτό σας από τα άστρα.
Άκουγαν και χαμήλωναν το βλέμμα τους.
Ζούσαν μέσα στη ζωή.
Τόσο ανεμοδαρμένοι.
Προδεδικασμένοι.
Από τη γέννηση σε απερχόμενα σώματα.
Αλλά υπήρχε μέσα τους κάποια νωπή ελπίδα,
μικρή φλόγα που αναζωογονείται τρεμοπαίζοντας.
Γνώριζαν τι σημαίνει η στιγμή,
αχ, έστω μία, όποια να ’ναι,
προτού –
Και να που δικαιώθηκα.
Μόνο που απ’ αυτό δεν βγαίνει τίποτα.
Κι αυτό είναι το καψαλισμένο πέπλο μου.
Κι αυτές είναι οι προφητικές μου παλιατζούρες.
Κι αυτό είναι το δικό μου παραμορφωμένο πρόσωπο.
Ένα πρόσωπο που δεν ήξερε ότι μπορούσε να είναι όμορφο.
Έτσι μοιάζει το μεγάλο μου όνειρο για τις απολυτήριές μου εξετάσεις:
δυο μαϊμούδες κάθονται αλυσοδεμένες στο παράθυρο,
πίσω απ’ το παράθυρο ίπταται ο ουρανός
και κάνει μπάνιο η θάλασσα.
Δίνω το μάθημα της Ιστορίας των Ανθρώπων.
Μπερδεύω τα λόγια μου και κομπιάζω.
Η μία μαϊμού, με βλέμμα καρφωμένο πάνω μου, ακούει ειρωνικά,
η άλλη τάχα μου μισοκοιμάται –
αλλά όταν μετά την ερώτηση πέφτει σιωπή,
μου κάνει τον υποβολέα
κουδουνίζοντας ελαφρά την αλυσίδα της.
"Μονόλογος για την Κασσάνδρα"
Είμαι εγώ, η Κασσάνδρα.
Κι αυτή είναι η πόλη μου κάτω από τις στάχτες.
Κι αυτά είναι η ράβδος και οι προφητικές κορδέλες μου.
Κι αυτό είναι το κεφάλι μου γεμάτο αμφιβολίες.
Είναι αλήθεια, θριαμβεύω.
Το δίκιο μου έως τον ουρανό σελάγισε.
Μόνο οι προφήτες που δεν τους εμπιστεύονται
αντικρίζουν τέτοιους ορίζοντες.
Μόνο αυτοί που ξεκίνησαν με λάθος τρόπο
κι οι προφητείες τους μπορούσαν να επαληθευτούν τόσο γρήγορα
σαν εκείνοι καθόλου να μην υπήρξαν.
Τώρα θυμάμαι ξεκάθαρα
πως οι άνθρωποι όταν με έβλεπαν σώπαιναν ξαφνικά.
Το γέλιο κοβόταν.
Τα χέρια απομακρύνονταν.
Τα παιδιά έτρεχαν στις μητέρες τους.
Δεν ήξερα καν τα εφήμερα ονόματά τους.
Κι εκείνο το τραγούδι για ένα μικρό πράσινο φύλλο –
κανείς δεν το τελείωνε μπροστά μου.
Τους αγαπούσα.
Αλλά τους αγαπούσα αφ’ υψηλού.
Από ύψη πέραν της ζωής.
Από το μέλλον. Όπου υπάρχει πάντοτε κενό
και απ’ όπου τίποτα πιο εύκολο απ’ το να δεις το θάνατο.
Λυπάμαι που η φωνή μου ήταν σκληρή.
Δείτε τον εαυτό σας από τα άστρα –φώναζα–
δείτε τον εαυτό σας από τα άστρα.
Άκουγαν και χαμήλωναν το βλέμμα τους.
Ζούσαν μέσα στη ζωή.
Τόσο ανεμοδαρμένοι.
Προδεδικασμένοι.
Από τη γέννηση σε απερχόμενα σώματα.
Αλλά υπήρχε μέσα τους κάποια νωπή ελπίδα,
μικρή φλόγα που αναζωογονείται τρεμοπαίζοντας.
Γνώριζαν τι σημαίνει η στιγμή,
αχ, έστω μία, όποια να ’ναι,
προτού –
Και να που δικαιώθηκα.
Μόνο που απ’ αυτό δεν βγαίνει τίποτα.
Κι αυτό είναι το καψαλισμένο πέπλο μου.
Κι αυτές είναι οι προφητικές μου παλιατζούρες.
Κι αυτό είναι το δικό μου παραμορφωμένο πρόσωπο.
Ένα πρόσωπο που δεν ήξερε ότι μπορούσε να είναι όμορφο.
Από τη συλλογή "Η ζωή εδώ και τώρα" (Καστανιώτης) (μτφ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς)
*Σημείωση: Βραβείο Νόμπελ Ποίησης στα 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου