.............................................................
Χριστόφορος Λιοντάκης (1945 - 2019)
...ΣΕ ΕΙΔΑ
Μέσα στην αμφίθυμη βροχή να περιμένεις.
Ξημερώματα να επιστρέφεις από το ναό
της Σαμαρείτιδας.
Λάθος ομορφιά μέσα στο συφερτό να λάμπεις.
Στην Αλεξάνδρεια, στου βουερού καφενείου
το μέσα μέρος.
Σιωπηλό μες στη μακροθυμία σου.
Ακέραιο πίσω απ' τα φαινόμενα.
Στην άκρη του γκρεμού χωρίς το μείζον θάρρος.
Με θερινό πουκάμισο στη χειμωνιάτικη λιακάδα.
Ξαφνικά μέσα στο πλήθος όλα τα πρόσωπα
να είναι εσύ.
Τα χείλη σου να ακουμπούν στα άγρια χείλη
μιας έφηβης.
Βυθισμένον στη μελαγχολία του κενού.
Ροκ σταρ να μοιράζεις αυτόγραφα.
Να ενδίδεις στη ματαιότητα.
Στην απόλαυση όσων συγχωρούσε η νύχτα.
Μέσα στην Porsche Spyder 550 πριν στρίψει
ο Τζέιμς Ντιν στην απότομη στροφή.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Σ' εκείνο το στενό χωρίς λόγια.
Νύχτα με βροχή να περπατάς πάνω κάτω
στην ταράτσα της Θέωνος
με θέα την Ακρόπολη.
Να γελάς για να μη φαίνεσαι.
Στο δωμάτιο του Κουέντιν στο Χάρβαρντ
την ώρα που ετοίμαζε τη βαλίτσα του
για τη μοιραία αναχώρηση.
Στα Γιάννενα, στην άκρη της Παμβώτιδας
με κομμένες τις φλέβες των χεριών σου.
Να απέχεις κι έτσι για λίγο να υπάρχεις.
Στην πλατεία Βικτωρίας να ξυρίζεσαι
με σάλιο σ' ένα καθρεφτάκι από τη Δαμασκό.
Με τις πέρδικες να κατεβαίνεις στη βρύση.
Μέσα στους βασιλικούς, μέσα στους πεθαμένους.
Κάτω από τους χυμούς των άστρων.
Να προσπερνάς την εξουσία της ομορφιάς.
Να λάμπεις στο άσεμνο.
Να περιγράφεις το μπούλινγκ στο οικοτροφείο
της οδού Έβανς.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Στο δειλινό να σε διεκδικούν τα χρώματα.
Να μαντεύεις τον αντίλογο.
Να πουλάς τριαντάφυλλα έξω απ' το μπουζουξίδικο.
Τη μέρα να φροντίζεις την ανοϊκή μητέρα
και τη νύχτα στο μαγαζί με τη φωνή σου
να ξεσηκώνεις τους πάντες.
Υπόδικο για έναν αναίμακτο φόνο.
Με ανάσες γιασεμιών να ξημερώνεσαι.
Στη Μονεμβασιά με τον Ελκόμενο.
Αλεξίλυπο, να διασκεδάζεις τα παιδιά με κόλπα.
Σε μπουλούκι να παίζεις Άμλετ.
Μικρασιάτη πρόσφυγα σε μια παράγκα
στα τείχη της Κάντιας.
Με τεχνάσματα να αποφεύγεις το αναπόφευκτο.
Πληγωμένον από τ' ακάνθινο κίτρινο
των ασπαλάθων.
Να διώχνεις ανεπίληπτα τα ανάρμοστα χέρια
από τη γυμνότητά σου.
Να σμιλεύεις ακρότητες.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Καταχείμωνο με τη μητέρα
δίπλα σ' ένα δεκάχρονο τσιγγανάκι
με το ένα χέρι της να χαϊδεύει
το σύρριζα κουρεμένο κεφάλι του
και με τ' άλλο να του δίνει ένα χειμωνιάτικο πεπόνι.
Στην Ομόνοια τα πρωινά να στριμώχνεσαι
με τους μετανάστες.
Στο Βατερλό, φλερτάροντας το δικό σου.
Στην ευρυχωρία του μύθου.
Με τη λύπη σου να λοξοδρομεί στην περιέργεια.
Στις εισόδους των πολυκατοικιών στα Εξάρχεια
χωρίς λόγο.
Στην Εικονομαχία να μεταφέρεις εικόνες
στην κρύπτη του παρεκκλησιού.
Ράθυμο στην ακρογιαλιά.
Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του τρένου.
Μέσα στην αθυμία να κάνεις σκόντο στα αισθήματα.
Να αλλάζεις την όψη του τοπίου.
Στο μονοπάτι της γιαγιάς όπου έλαμπε το χώμα.
Τόσο κοντά μα και τόσο καλά κρυμμένον.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Να μεταμορφώνεις το ανόσιο σε όσιο.
Στο σύθαμπο να περιμένεις.
Ευκάλυπτον μέσα στους ατμούς του βαλανείου.
Στην πλατεία Εξαρχείων να μου λες πως
μόνη σου περιουσία τα ρούχα που φοράς.
Λουσμένο σε δρόσο πρωινή με την ψυχή νυχτωμένη.
Όργανο της χάρης.
Απελπισμένο και όμορφο.
Μπροστά στη Μέδουσα να υψώνεις τον καθρέφτη
της ψυχής σου.
Βυθισμένον στην ακηδία.
Με την αμηχανία του τετελεσμένου.
Να κάνεις μοντάζ στα γεγονότα της προηγουμένης.
Απαθή στα δρώμενα της αγοράς.
Ματαιωμένον, καθώς τα επιχειρήματά σου
πέφτουν στο κενό.
Σε μια τεράστια ουρά στο Κέντρο Αλλοδαπών
με ένα κινητό χωρίς μονάδες.
Ζηλωτή στην Ειδομένη, στη Μόρια, στη Ριτσώνα.
ΣΕ ΕΙΔΑ...
Χριστόφορος Λιοντάκης (1945 - 2019)
Τρίτη συνέχεια από το τελευταίο ποίημα του Χριστόφορου Λιοντάκη "Ένεκεν της ανωνυμίας σου" (εκδόσεις Γαβριηλίδης, εκτός εμπορίου, Σεπτέμβριος 2019)
...ΣΕ ΕΙΔΑ
Μέσα στην αμφίθυμη βροχή να περιμένεις.
Ξημερώματα να επιστρέφεις από το ναό
της Σαμαρείτιδας.
Λάθος ομορφιά μέσα στο συφερτό να λάμπεις.
Στην Αλεξάνδρεια, στου βουερού καφενείου
το μέσα μέρος.
Σιωπηλό μες στη μακροθυμία σου.
Ακέραιο πίσω απ' τα φαινόμενα.
Στην άκρη του γκρεμού χωρίς το μείζον θάρρος.
Με θερινό πουκάμισο στη χειμωνιάτικη λιακάδα.
Ξαφνικά μέσα στο πλήθος όλα τα πρόσωπα
να είναι εσύ.
Τα χείλη σου να ακουμπούν στα άγρια χείλη
μιας έφηβης.
Βυθισμένον στη μελαγχολία του κενού.
Ροκ σταρ να μοιράζεις αυτόγραφα.
Να ενδίδεις στη ματαιότητα.
Στην απόλαυση όσων συγχωρούσε η νύχτα.
Μέσα στην Porsche Spyder 550 πριν στρίψει
ο Τζέιμς Ντιν στην απότομη στροφή.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Σ' εκείνο το στενό χωρίς λόγια.
Νύχτα με βροχή να περπατάς πάνω κάτω
στην ταράτσα της Θέωνος
με θέα την Ακρόπολη.
Να γελάς για να μη φαίνεσαι.
Στο δωμάτιο του Κουέντιν στο Χάρβαρντ
την ώρα που ετοίμαζε τη βαλίτσα του
για τη μοιραία αναχώρηση.
Στα Γιάννενα, στην άκρη της Παμβώτιδας
με κομμένες τις φλέβες των χεριών σου.
Να απέχεις κι έτσι για λίγο να υπάρχεις.
Στην πλατεία Βικτωρίας να ξυρίζεσαι
με σάλιο σ' ένα καθρεφτάκι από τη Δαμασκό.
Με τις πέρδικες να κατεβαίνεις στη βρύση.
Μέσα στους βασιλικούς, μέσα στους πεθαμένους.
Κάτω από τους χυμούς των άστρων.
Να προσπερνάς την εξουσία της ομορφιάς.
Να λάμπεις στο άσεμνο.
Να περιγράφεις το μπούλινγκ στο οικοτροφείο
της οδού Έβανς.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Στο δειλινό να σε διεκδικούν τα χρώματα.
Να μαντεύεις τον αντίλογο.
Να πουλάς τριαντάφυλλα έξω απ' το μπουζουξίδικο.
Τη μέρα να φροντίζεις την ανοϊκή μητέρα
και τη νύχτα στο μαγαζί με τη φωνή σου
να ξεσηκώνεις τους πάντες.
Υπόδικο για έναν αναίμακτο φόνο.
Με ανάσες γιασεμιών να ξημερώνεσαι.
Στη Μονεμβασιά με τον Ελκόμενο.
Αλεξίλυπο, να διασκεδάζεις τα παιδιά με κόλπα.
Σε μπουλούκι να παίζεις Άμλετ.
Μικρασιάτη πρόσφυγα σε μια παράγκα
στα τείχη της Κάντιας.
Με τεχνάσματα να αποφεύγεις το αναπόφευκτο.
Πληγωμένον από τ' ακάνθινο κίτρινο
των ασπαλάθων.
Να διώχνεις ανεπίληπτα τα ανάρμοστα χέρια
από τη γυμνότητά σου.
Να σμιλεύεις ακρότητες.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Καταχείμωνο με τη μητέρα
δίπλα σ' ένα δεκάχρονο τσιγγανάκι
με το ένα χέρι της να χαϊδεύει
το σύρριζα κουρεμένο κεφάλι του
και με τ' άλλο να του δίνει ένα χειμωνιάτικο πεπόνι.
Στην Ομόνοια τα πρωινά να στριμώχνεσαι
με τους μετανάστες.
Στο Βατερλό, φλερτάροντας το δικό σου.
Στην ευρυχωρία του μύθου.
Με τη λύπη σου να λοξοδρομεί στην περιέργεια.
Στις εισόδους των πολυκατοικιών στα Εξάρχεια
χωρίς λόγο.
Στην Εικονομαχία να μεταφέρεις εικόνες
στην κρύπτη του παρεκκλησιού.
Ράθυμο στην ακρογιαλιά.
Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του τρένου.
Μέσα στην αθυμία να κάνεις σκόντο στα αισθήματα.
Να αλλάζεις την όψη του τοπίου.
Στο μονοπάτι της γιαγιάς όπου έλαμπε το χώμα.
Τόσο κοντά μα και τόσο καλά κρυμμένον.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Να μεταμορφώνεις το ανόσιο σε όσιο.
Στο σύθαμπο να περιμένεις.
Ευκάλυπτον μέσα στους ατμούς του βαλανείου.
Στην πλατεία Εξαρχείων να μου λες πως
μόνη σου περιουσία τα ρούχα που φοράς.
Λουσμένο σε δρόσο πρωινή με την ψυχή νυχτωμένη.
Όργανο της χάρης.
Απελπισμένο και όμορφο.
Μπροστά στη Μέδουσα να υψώνεις τον καθρέφτη
της ψυχής σου.
Βυθισμένον στην ακηδία.
Με την αμηχανία του τετελεσμένου.
Να κάνεις μοντάζ στα γεγονότα της προηγουμένης.
Απαθή στα δρώμενα της αγοράς.
Ματαιωμένον, καθώς τα επιχειρήματά σου
πέφτουν στο κενό.
Σε μια τεράστια ουρά στο Κέντρο Αλλοδαπών
με ένα κινητό χωρίς μονάδες.
Ζηλωτή στην Ειδομένη, στη Μόρια, στη Ριτσώνα.
ΣΕ ΕΙΔΑ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου