Χριστόφορος Λιοντάκης (1945 - 2019)
Δεύτερη συνέχεια από το τελευταίο ποίημα του Χριστόφορου Λιοντάκη "Ένεκεν της ανωνυμίας σου" (εκδ. Γαβριηλίδης, εκτός εμπορίου, Σεπτέμβριος 2019)
...ΣΕ ΕΙΔΑ
Μέσα στο ένθεο τοπίο, ανεμπόδιστον.
Βορινά των Αστερουσίων, στον Σκινιά
να πενθείς τον αυτόχειρα.
Μέσα στον όχλο να σε λοιδορούν.
Παραδεισάριον σε εγκαταλειμμένο σπίτι.
Στους Δελφούς να παίρνεις το λοξό μονοπάτι
του χρησμού.
Στη συνοδεία του Διονύσου με τα ευοί και τα ευάν.
Φερμένον από βόρεια κλίματα
ημίγυμνο στον αθηναϊκό καύσωνα
να τριγυρνάς στην πλατεία Δημαρχείου
σε πεζοδρόμια σκιερά
στο σιντριβάνι με τα περιστέρια.
Αλλοπαθή από λόγια και λοιδορίες.
Να κάνεις σπονδές με το αμίλητο νερό.
Να παραστέκεσαι στις ωδίνες μιας ναρκομανούς.
Να θεραπεύεις το τραύμα της Ύβρης.
Βουρκωμένον στην ακτή μιας άγονης γραμμής.
Αιφνίδια να δείχνεις την κρυμμένη συνέχεια.
Με την ώχρα του γκρεμού στο πρόσωπό σου.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Να αφαιρείς θορύβους.
Να κάνεις πίσω μόλις το μονοπάτι έπαιρνε σχήμα.
Στα πηγαδάκια της πλατείας να 'χεις χάσει την μπάλα.
Με μια μικρή φωνή να ξεχωρίζεις στον ορυμαγδό.
Ψαλμό μέσα στη νύχτα.
Ανάμεσα στον ενθουσιασμό και την απάθεια.
Desperado αστροφυσικό να μελετάς το μποζόνιο.
Σκεφτικό στο καφενεδάκι του γιαλού.
Εκεί που το όνειρο σε είχε υποδείξει.
Με πλησμονή φωτός στο πρόσωπό σου.
Να υιοθετείς το άκτιστο.
Ανθονόμο να διαλέγεις λέξεις.
Να υποκρίνεσαι τον χαρούμενο,
υποχείριο της καλοσύνης σου.
Να επιμένεις στους περιπάτους στο χέρσο.
Να απολαμβάνεις τη δροσιά από ένα δεντράκι
που όλη μέρα το έκαιγε ο ήλιος.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Το '67, μέσα σε συλλήψεις και κυνηγητά
να μοιράζεις προκηρύξεις.
Αιρετικό στα καθημερινά δόγματα.
Ναυαγισμένο καθώς η θάλασσα κάνει πάντα τα δικά της.
Να χαϊδεύεις και να μιλάς σε νήπια
κι ο πατέρας τους να σου χαμογελά τρυφερά.
Έντρομο ζώο μπροστά στον κρυμμένο κυνηγό.
Απρόθυμον να προχωρείς με τους συνοδοιπόρους.
Να διαβάζεις τα ιερογλυφικά της μνήμης.
Να τρομάζεις με τα εγκλήματα των -ισμών.
Να χαϊδεύεις λεπρούς κι ο Τσε Γκεβάρα
να σου χαμογελά.
Στην Ασφάλεια με τα δαχτυλικά σου αποτυπώματα
να τους μπερδεύεις.
Στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα
με σκυμμένο το κεφάλι.
Στα Μεδιόλανα να μετράς τα βέλη
του αγίου Σεβαστιανού.
Ελεήμονα στους δρόμους της Ασίζης.
Να ανέχεσαι τους παραβάτες.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Στη Cite' Universitaire, φερμένον πέρα
απ' τον Ατλαντικό
τόσο πρόθυμο μα και τόσο φοβισμένο.
Να ασπαίρεις μέσα στο λησμονημένο.
Να ποντάρεις στους αδύναμους.
Να 'χεις γδαρθεί προσπαθώντας να διώξεις
τη λέπρα του φθόνου.
Προσηλωμένον στη θλίψη που ανάβλυζε απ' το χώμα.
Να 'χεις βάλει τη μάσκα του χιονιού.
Στο Σιάν: το χέρι μου ακουμπισμένο στον ώμο σου
κι εσύ από αμηχανία και φόβο να μιλάς για τη θέα.
Μεθυσμένο να κοιμάσαι στην άκρη του γιαλού.
Μυστικά να εικονίζεσαι και να χάνεσαι.
Να δεξιώνεσαι τον Άλλο Λόγο.
Στο Πεδίο του Άρεως, στις αρχές του Εικοστού Πρώτου
Αύγουστο μήνα, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά
να βυζαίνει το δάχτυλό σου σαν μητρική θηλή.
Έκπτωτο παρά την απολογία και τη μετάνοια.
Με αρχαίους καρπούς στα χέρια
Μέσα σε θύελλα νοητή να παραδέρνεις.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Σε απόλυτη διχοστασία με την απρόσιτη ομορφιά.
Ανύπαρκτες οφειλές να ξεπληρώνεις.
Στη Σκιάθο χαμένον στου Χαιρημονιά το ρέμα.
Στην άκρη μιας ξεχασμένης αγιογραφίας.
Πίσω απ' το βράχο σαν αίνιγμα.
Ανεπιφύλακτον στο χύμα τυπικό.
Να 'χεις βάλεις ενέχυρο την τρυφερότητά σου.
Στην αχλή της αμαρτίας με πληγωμένη υπομονή
και τραυματισμένη πίστη.
Να πετάς ό,τι σε ενδύει.
Φιλέορτον σε ναΰδρια ξεχασμένα.
Βουτηγμένο στο πλήθος αλλά και με ερωτικά
σκιρτήματα.
Να κομπιάζεις παίρνοντας τον λόγο.
Να αποστρέφεις το βλέμμα σου
από τις κρεμασμένες βδέλλες στα περίπτερα.
Σε ατελή εγρήγορση.
Σε ένα υπόγειο με ένα τόσο δα παραθυράκι
απ' όπου ανέτειλε το πρόσωπό σου μ' ένα χαμόγελο
σαν να 'βλεπες τον Παράδεισο.
ΣΕ ΕΙΔΑ...
...ΣΕ ΕΙΔΑ
Μέσα στο ένθεο τοπίο, ανεμπόδιστον.
Βορινά των Αστερουσίων, στον Σκινιά
να πενθείς τον αυτόχειρα.
Μέσα στον όχλο να σε λοιδορούν.
Παραδεισάριον σε εγκαταλειμμένο σπίτι.
Στους Δελφούς να παίρνεις το λοξό μονοπάτι
του χρησμού.
Στη συνοδεία του Διονύσου με τα ευοί και τα ευάν.
Φερμένον από βόρεια κλίματα
ημίγυμνο στον αθηναϊκό καύσωνα
να τριγυρνάς στην πλατεία Δημαρχείου
σε πεζοδρόμια σκιερά
στο σιντριβάνι με τα περιστέρια.
Αλλοπαθή από λόγια και λοιδορίες.
Να κάνεις σπονδές με το αμίλητο νερό.
Να παραστέκεσαι στις ωδίνες μιας ναρκομανούς.
Να θεραπεύεις το τραύμα της Ύβρης.
Βουρκωμένον στην ακτή μιας άγονης γραμμής.
Αιφνίδια να δείχνεις την κρυμμένη συνέχεια.
Με την ώχρα του γκρεμού στο πρόσωπό σου.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Να αφαιρείς θορύβους.
Να κάνεις πίσω μόλις το μονοπάτι έπαιρνε σχήμα.
Στα πηγαδάκια της πλατείας να 'χεις χάσει την μπάλα.
Με μια μικρή φωνή να ξεχωρίζεις στον ορυμαγδό.
Ψαλμό μέσα στη νύχτα.
Ανάμεσα στον ενθουσιασμό και την απάθεια.
Desperado αστροφυσικό να μελετάς το μποζόνιο.
Σκεφτικό στο καφενεδάκι του γιαλού.
Εκεί που το όνειρο σε είχε υποδείξει.
Με πλησμονή φωτός στο πρόσωπό σου.
Να υιοθετείς το άκτιστο.
Ανθονόμο να διαλέγεις λέξεις.
Να υποκρίνεσαι τον χαρούμενο,
υποχείριο της καλοσύνης σου.
Να επιμένεις στους περιπάτους στο χέρσο.
Να απολαμβάνεις τη δροσιά από ένα δεντράκι
που όλη μέρα το έκαιγε ο ήλιος.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Το '67, μέσα σε συλλήψεις και κυνηγητά
να μοιράζεις προκηρύξεις.
Αιρετικό στα καθημερινά δόγματα.
Ναυαγισμένο καθώς η θάλασσα κάνει πάντα τα δικά της.
Να χαϊδεύεις και να μιλάς σε νήπια
κι ο πατέρας τους να σου χαμογελά τρυφερά.
Έντρομο ζώο μπροστά στον κρυμμένο κυνηγό.
Απρόθυμον να προχωρείς με τους συνοδοιπόρους.
Να διαβάζεις τα ιερογλυφικά της μνήμης.
Να τρομάζεις με τα εγκλήματα των -ισμών.
Να χαϊδεύεις λεπρούς κι ο Τσε Γκεβάρα
να σου χαμογελά.
Στην Ασφάλεια με τα δαχτυλικά σου αποτυπώματα
να τους μπερδεύεις.
Στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα
με σκυμμένο το κεφάλι.
Στα Μεδιόλανα να μετράς τα βέλη
του αγίου Σεβαστιανού.
Ελεήμονα στους δρόμους της Ασίζης.
Να ανέχεσαι τους παραβάτες.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Στη Cite' Universitaire, φερμένον πέρα
απ' τον Ατλαντικό
τόσο πρόθυμο μα και τόσο φοβισμένο.
Να ασπαίρεις μέσα στο λησμονημένο.
Να ποντάρεις στους αδύναμους.
Να 'χεις γδαρθεί προσπαθώντας να διώξεις
τη λέπρα του φθόνου.
Προσηλωμένον στη θλίψη που ανάβλυζε απ' το χώμα.
Να 'χεις βάλει τη μάσκα του χιονιού.
Στο Σιάν: το χέρι μου ακουμπισμένο στον ώμο σου
κι εσύ από αμηχανία και φόβο να μιλάς για τη θέα.
Μεθυσμένο να κοιμάσαι στην άκρη του γιαλού.
Μυστικά να εικονίζεσαι και να χάνεσαι.
Να δεξιώνεσαι τον Άλλο Λόγο.
Στο Πεδίο του Άρεως, στις αρχές του Εικοστού Πρώτου
Αύγουστο μήνα, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά
να βυζαίνει το δάχτυλό σου σαν μητρική θηλή.
Έκπτωτο παρά την απολογία και τη μετάνοια.
Με αρχαίους καρπούς στα χέρια
Μέσα σε θύελλα νοητή να παραδέρνεις.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Σε απόλυτη διχοστασία με την απρόσιτη ομορφιά.
Ανύπαρκτες οφειλές να ξεπληρώνεις.
Στη Σκιάθο χαμένον στου Χαιρημονιά το ρέμα.
Στην άκρη μιας ξεχασμένης αγιογραφίας.
Πίσω απ' το βράχο σαν αίνιγμα.
Ανεπιφύλακτον στο χύμα τυπικό.
Να 'χεις βάλεις ενέχυρο την τρυφερότητά σου.
Στην αχλή της αμαρτίας με πληγωμένη υπομονή
και τραυματισμένη πίστη.
Να πετάς ό,τι σε ενδύει.
Φιλέορτον σε ναΰδρια ξεχασμένα.
Βουτηγμένο στο πλήθος αλλά και με ερωτικά
σκιρτήματα.
Να κομπιάζεις παίρνοντας τον λόγο.
Να αποστρέφεις το βλέμμα σου
από τις κρεμασμένες βδέλλες στα περίπτερα.
Σε ατελή εγρήγορση.
Σε ένα υπόγειο με ένα τόσο δα παραθυράκι
απ' όπου ανέτειλε το πρόσωπό σου μ' ένα χαμόγελο
σαν να 'βλεπες τον Παράδεισο.
ΣΕ ΕΙΔΑ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου