...Σοφία αγάπη μου, άσε πια το παιδί... Κοιμήθηκε... Δεν κοιμήθηκε; Έλα, μπράβο, δώσ’ μου να το βάλω στο καροτσάκι του... Για δες πώς μάκρυνε... Σε λίγο θα θέλει άλλο κρεβατάκι.
Επ’ ουδενί λόγω... Πες το από τώρα στην αδερφή σου για να μην της κακοφανεί. Ας το κρατήσει το κρεβατάκι του γιου της, μπορεί να το χρειαστεί γι’ άλλη γέννα... Το δικό σου παιδί θέλω να κοιμάται σε καινούργιο κρεβάτι. (Τρυφερά) Είσαι κουρασμένη; Όχι; Ματάκια μου, είσαι και πολύ, εγώ το βλέπω.
(Χαϊδεύει τη ράχη της καρέκλας.)
Αγαπούλα μου, είσαι και συ όλη μέρα στο πόδι... απ’ την αυγή του θεού... Εγώ, τι...; Εγώ, ας πούμε... Μη στενοχωριέσαι για μένα. Άμα είσαι καλά εσύ, εγώ είμαι καλύτερα.
Πόσο χαίρομαι που σου μοιάζει το παιδί... Εμένα; Έ, όχι δα. Φτυστή είσαι... Και τα ωραία σου κρασάτα ματάκια... τι μου λες τώρα... είναι ίδια τα δικά σου, ολόιδια...
(Κάθεται κάτω. ευχαριστημένος ακουμπά το κεφάλι στην ψάθα της καρέκλας αγκαλιάζοντας τα πόδια της.)
Σ’ αγαπώ, Σοφία, σ’ αγαπώ πολύ... δεν ξέρω πια πόσο σ’ αγαπώ... είμαι φτωχός, είμαι άθλιος, είμαι ελεεινός... ένα σκουλήκι της γης, ένας υπαλληλάκος χωρίς προκοπή, χωρίς όνειρα... ένα μηδενικό... μα δε με νοιάζει καθόλου, καθόλου... Όμως, εσύ αγάπα με, αγάπα με πολύ, πολύ, σαν τρελή αγαπά με...
(Φιλά την ψάθα της καρέκλας, τα πόδια.)
Μοσχομυρίζουν τα χέρια σου, τα πόδια σου, είσαι καμωμένη από λουλούδια εσύ... μη σηκώνεσαι, μη... έλα να ξημερωθούμε εδώ... μ’ αρέσει έτσι... Σοφία αγάπη μου, θέλω να σου πω... να σου εξηγήσω ότι δεν πειράζει... ότι μπορεί να ’ναι κανείς μεγάλος άνθρωπος, σπουδαίος άνθρωπος... αλλά να... ήσυχος άνθρωπος, απλός... Κι έπειτα μπορεί... ίσως, κανένας να μη σ’ αγαπούσε όσο εγώ... Εγώ σ' αγγίζω και... τρέμω... παίρνω μες τα χέρια μου τα ποδαράκια σου κι είναι σαν να βαστώ δύο άσπρα πουλιά... Είμαι φτωχός, το ξέρω, ένας φουκαράς, όμως με την αγάπη που σου ’χω σε κάνω βασίλισσα, θεά... κάνεις θαύματα... Μια κουβέντα μου λες... μου ρίχνεις μια ματιά και χορεύουν οι άγγελοι... Μοιράζεις ευτυχία εσύ... έβαλα την καρδιά μου στα χεράκια σου... Και πάλι, θα δεις, θα κάνω ότι μπορώ.. Και καλύτερο σπίτι θα πιάσουμε κι έπιπλα θ΄ αγοράσουμε... Θα ’χεις φορέματα, εσώρουχα, γούνα... Κάνε υπομονή...
Από τον μονόλογο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Αυτός και το παντελόνι του" που ο Μάκης Στάθης έζησε μοναδικά στις 26 και 27 του Δεκεμβρίου στο "Τριανόν" του Ναυπλίου με μουσική υπόκρουση το "Μινόρε του Τσιτσάνη", στην παράσταση "Διαλεχτή Μάνα Σοφία Αγγελική Αχ να 'σουν εδώ" - συμπαραγωγή της Ατρύμων Art και του Δημοτικού Θεάτρου του Ναυπλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου