Ζούσε κάποτε μια γριούλα τόσο φτωχή, που τη φώναζαν θεία Φτώχεια. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες και οι αρρώστιες βασάνιζαν το γερασμένο κορμί της. Ζούσε σε μια μικρή καλύβα, χτισμένη με πέτρα και σκεπασμένη με κλαδιά. Μοναδική της περιουσία ήταν μια γέρικη αχλαδιά που είχε φυτρώσει μπροστά στην πόρτα της. Όμως ποτέ δεν την είδε φορτωμένη αχλάδια, γιατί τα παιδιά του χωριού τα έκοβαν μόλις ωρίμαζαν. Έτσι η θεία Φτώχεια, που ποτέ δεν προλάβαινε να δει τα παιδιά και να τα σταματήσει, έμενε νηστική, χωρίς να χαρεί τους καρπούς του δέντρου της.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, που ο άνεμος λυσσομανούσε και το κρύο ήταν τσουχτερό, χτύπησε την πόρτα της γριούλας ένας φτωχός γυρολόγος, απ’ αυτούς που γυρνούσαν τα χωριά και τις πόλεις της Πορτογαλίας. Ήταν πεινασμένος και παγωμένος και ζήτησε από τη θεία Φτώχεια να του βρει ένα μέρος να περάσει το βράδυ του μέχρι το άλλο πρωί.
Εκείνη τότε τον καλοδέχτηκε, του έδωσε να φάει το μοναδικό ξεροκόμματο που της είχε απομείνει και τον σκέπασε με τη μοναδική μπαλωμένη κουβέρτα της.
Ο γυρολόγος κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ και σαν ξύπνησε, χαράματα, ετοιμάστηκε να φύγει. Η γριούλα σηκώθηκε να τον αποχαιρετήσει. Εκείνος την ευχαρίστησε και φεύγοντας της είπε:
«Έχεις τόση καλή καρδιά! Πες μου, τι θα ήθελες πιο πολύ στον κόσμο ν’ αποκτήσεις;»
Η θεία Φτώχεια, χωρίς να πολυσκεφτεί, του είπε:
«Θα ‘θελα να μην μπορεί να κατέβει κανείς από την αχλαδιά μου, αν δεν τον προστάξω.»
Από τότε τα παιδιά του χωριού δεν ξαναενόχλησαν τη θεία Φτώχεια και η γέρικη αχλαδιά γέμισε με ζουμερά αχλάδια. Έτσι η γριούλα είχε πάντα αχλάδια στο τραπέζι της. Έφτιαχνε μ’ αυτά γλυκά, μαρμελάδες και άρχισε να τα πουλά στους περαστικούς.
Η ζωή της είχε αρχίσει ν’ αλλάζει, μέχρι που ένα πρωί χτύπησε την πόρτα της ένας ξένος. Ήταν κι αυτός γυρολόγος, αλλά πολύ διαφορετικός από κείνον που είχε φιλοξενήσει το χειμωνιάτικο εκείνο βράδυ. Ήταν άσχημος και με άγριο βλέμμα.
Η θεία Φτώχεια τον ρώτησε σιγά τι ζητούσε.
Εκείνος της απάντησε:
«Είμαι ο θάνατος και ήρθα να σε πάρω μαζί μου.»
Φοβισμένη η γριούλα του ζήτησε να την αφήσει λίγο καιρό ακόμα να ζήσει.
Εκείνος όμως της είπε:
«Είμαι βιαστικός και δεν μπορώ άλλο να περιμένω.»
Απελπισμένη η θεία Φτώχεια του ζήτησε μια τελευταία χάρη. Τον ρώτησε αν μπορούσε να κόψει το τελευταίο αχλάδι που είχε μείνει πάνω στο δέντρο της. Εκείνος δέχτηκε, και τότε τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει και να σκαρφαλώσει πάνω στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου, γιατί αυτή ήταν ηλικιωμένη και αδύναμη και δεν μπορούσε.
Ο θάνατος ικανοποίησε την τελευταία επιθυμία της θείας Φτώχειας και ανέβηκε στο ψηλότερο κλαδί της αχλαδιάς.
Τότε η θεία Φτώχεια φώναξε μ’ όλη της τη δύναμη:
«Μείνε εκεί πάνω και να κατέβεις όταν εγώ το προστάξω!»
Έτσι και έγινε.
Ο θάνατος έμεινε για πολύ καιρό στην αχλαδιά και οι άνθρωποι ησύχασαν γιατί δεν τον έβλεπαν πια να τους χτυπά την πόρτα. Ήταν όμως απογοητευμένος και έψαχνε να βρει τρόπους να κατέβει από το δέντρο. Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει μια συμφωνία με τη θεία Φτώχεια:
«Εγώ θα σου χαρίσω τη ζωή», της είπε, «και εσύ να προστάξεις να κατέβω από το δέντρο.»
Έτσι κι έγινε. Η θεία Φτώχεια ποτέ δεν πέθανε και συνεχίζει να ζει πάντα ανάμεσά μας!
(Από τις «Δεκαπέντε κλωστές δεμένες…», 15 λαϊκά παραμύθια από τις χώρες
Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις «Δελφίνι», 1994)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου