Μέρες τώρα τριβελίζουν το μυαλό μου σκέψεις σαν κι αυτές που καταγράφει η Άννα Δαμιανίδη στα χτεσινά "Νέα" και λέω πότε θα βρεθεί κάποιος να πει από πιο ισχυρό βήμα αυτά που από καιρό νιώθω, μπας και επηρεάσει κάπως και αλλάξει έστω στο ελάχιστο αυτή η πολύ άσχημη παράδοση που έχει για τα καλά εγκαθιδρυθεί. Και είναι άσχημη γιατί έχει να κάνει με την αισθητική της καθημερινότητάς μας και του τρόπου της ζωής μας, μιας και κατατρώει με ρυθμούς καταιγιστικούς ό,τι ελάχιστο ωραίο έχει επιβιώσει στο κατεστραμμένο από τους χρόνια ιθύνοντες περιβάλλον αυτής της καταταλαιπωρημένης πόλης. Δεν είναι όμως μόνο έλλειμμα αισθητικής κατηγορίας, ούτε έλλειμμα ιστορικής συνείδησης για την αξία του μαρμάρου ηλικίας δύο αιώνων, που σίγουρα είναι και τέτοια ελλείμματα.
Χρόνια αντιπολιτευόμενοι πληρώνουμε τώρα το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης στις διαμαρτυρίες μας, πληρώνουμε το διαρκές και τραγικό σφάλμα να θεωρούμε τις διαμαρτυρίες μας αυτονόητα δικαιωμένες - σαν να φτάνει απλώς να τις εκστομίζουμε, αδιάφοροι για το πόσοι μας ακολουθούν, πόσοι και πόσο ενσυνείδητα μπορούν και θέλουν να τις υπερασπιστούν. Κι αν αυτό είναι ένα αντιδημοκρατικό παρόν που ζητάει να αντικαταστήσει ένα άλλο, βεβαιωμένο από την ιστορία, αντιδημοκρατικό, το τρομακτικό είναι ότι υπόσχεται και ένα εξίσου αντιδημοκρατικό μέλλον ακόμα κι αν είναι στο όνομα των περισσοτέρων. Θα βασίζεται και θα δρα στο όνομά τους, δεν θα εκφράζει τη συνείδηση και την ψυχή τους. Θα εξυπακούει, δε θα υπακούει στην εκφρασμένη βούληση και ύπαρξή τους. Από κει και πέρα θα (ξαν-)αρχίσουν οι τερατογενέσεις.
Πώς να γίνω κι εγώ όσο χρειάζεται αδιάφορη, να μην τα βλέπω τα σπασμένα σκαλιά μπροστά στο Οφθαλμιατρείο; Να μην τη βλέπω και την έρμη τη μαρμάρινη κουπαστή στις σκάλες του Μετρό στο Πανεπιστήμιο, που θέλαμε και κολονάκια τρομάρα μας. Μια άχρηστη πολυτέλεια στη μίζερη πόλη. Και τα σκαλιά στο Θέατρο Βρετάνια, και οι γωνίες στο Ιλίου Μέλαθρον, και του Διονυσίου Αρεοπαγίτου τα σκαλιά, όλα χτυπημένα με σφυρί, κομματιασμένα. Πέρασε η «επανάσταση» από εδώ Πέμπτη πρωί, με την πορεία. Πάλι Παρίσι και οδοφράγματα ονειρεύτηκαν διάφοροι νεαροί βλαστοί της θυμωμένης Αθήνας, πήραν το σφυρί και σπάσανε τα λιγοστά της όμορφα κομμάτια. Το Παρίσι έζησε τις ταραχές του το ΄68, έκτοτε αναπολεί και συνεχίζει να ομορφαίνει, εμείς δεν τις χορταίνουμε.
Πάλι τζάμια σπασμένα, και ο Ιανός γυαλιά-καρφιά, γιατί και τα βιβλία είναι το ύπουλο δηλητήριο της αστικής τάξης. Και καλά τα μαγαζιά λες θα διορθωθούν, ελπίζεις να βρουν κουράγιο οι άνθρωποι να τα ξαναφτιάξουν. Αυτά τα δημόσια κτίρια όμως ποιος θα τα νοιαστεί στον άστοργο δήμο, τον χρεωμένο, τον ανίκανο;
Αυτά τα παλιά μάρμαρα τα γυαλισμένα από τα ανθρώπινα βήματα δύο αιώνων πάνε, δεν ξαναγίνονται. Τόση άνεση να καταστρέφουν τη δημόσια ομορφιά, την κοινή περιουσία μας, την τόσο μικρή, την τόσο σπάνια, σε κάνει να μην ξέρεις τι να πρωτολυπηθείς, την πόλη ή την έρημο στις καρδιές των παιδιών της; Βία με ό,τι τους χαρίζει από το λίγο περίσσευμά της. Τα φτηνά μάρμαρα των σκαλοπατιών της πολυκατοικίας που μένουν, των μπαλκονιών και του νεροχύτη τους τα σέβονται περισσότερο, αυτά τα κοινά, τα εκτεθειμένα ζήλεψαν, που απευθύνονται στην κοινή απόλαυση. Λες και είναι η παραπάνω μπουκιά που πάει να τους μπουκώσει η μάνα τους, και της τη φτύνουν στη μούρη...
δημοσιεύθηκε στα Νέα στις 15/3//2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου