Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Antonín Dvořák - String Quartet in F major "American" op 96 / Pavel Haas Quartet (youtube, 17.2.2021)

 ...............................................................


Antonín Dvořák - String Quartet in F major "American" op 96 / Pavel Haas Quartet

Pavel Haas Quartet:

Veronika Jarůšková – housle
Marek Zwiebel – housle
Pavel Nikl – viola
Peter Jarůšek – violoncello

http://www.pavelhaasquartet.com/ 


Antonín Dvořák (1841–1904): Smyčcový kvartet F dur „Americký“, op. 96

00:00 - Allegro ma non troppo
10:21 - Lento
18:15 - Molto vivace
22:23 - Finale - Vivace ma non troppo



"Μακραίνει" ποίημα της Παυλίνας Παμπούδη Από τη συλλογή "Άμμος και λίγα βότσαλα" (εκδ. "ΡΟΕΣ/ΠΟΙΗΣΗ", Ιούνιος 2024)

 .............................................................



"Μακραίνει"


Συχνά μακραίνει η σκιά μου 

Μέχρι το χωραφάκι

Εκείνο που απλώνεται στο επέκεινα

Όπου στάχια με την ακρίδα των πληγών

Με την οργή των μελισσών

Και με της Παναγίας το αλογάκι το κανίβαλο

Όπου φλέγονται κόκκινα

Μέσα στον στρόβιλο τα άγανα της Ιστορίας - 

Κι ακούγεται ντουπ ντουπ ο μύλος των προγόνων:

Γυρνά η μυλόπετρα, δε σταματά, αλέθει

Ανάκατα στιγμές, ώρες και μήνες

Χρόνια 


Για να τα τρώει ανόρεχτα ο χρόνος - 


Παυλίνα Παμπούδη


Από τη συλλογή "Άμμος και λίγα βότσαλα" (εκδ. "ΡΟΕΣ/ΠΟΙΗΣΗ", Ιούνιος 2024)








Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

"Πιάνο βυθού" ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011) από την ποιήτρια και φίλη στο fb Chrysa Drakipoulou (facebook, 19.9.2024)

 ...............................................................



"Αυτές οι νότες
που σας στέλνω με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ’ τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δυo
ως κάτω στον βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.
Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σολ και μι
μη φανταστείτε μουσική
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.




Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε.
το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ’ εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού."

"Πιάνο βυθού" 

Γιάννης Βαρβέρης (1955-2011)


paint. Ophelia, 1851-2, 1911 · John Everett Millais






"ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ" Στίχοι/ποίηση Οδυσσέας Ελύτης Μουσική Μίκης Θεοδωράκης Τραγούδι Εδώ Πέτρος Πανδής (σε σπάνια ερμηνεία σε δίσκο του 1976 - "CHANTE LES BALLADES DE MIKIS THEODORAKIS" Η ηχογράφηση έγινε στο Παρίσι. Κιθάρες παίζουν ο Νίκος Μανιάτης και ο Νίκος Μωραΐτης)

 ..............................................................


"ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ"



Στίχοι/ποίηση Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική Μίκης Θεοδωράκης
Τραγούδι Εδώ Πέτρος Πανδής (σε σπάνια ερμηνεία σε δίσκο του 1976 - "CHANTE LES BALLADES DE MIKIS THEODORAKIS" Η ηχογράφηση έγινε στο Παρίσι. Κιθάρες παίζουν ο Νίκος Μανιάτης και ο Νίκος Μωραΐτης)





Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
Στου γιασεμιού την ευωδιά
Στην ερημιά του φεγγαριού
Στο κυματάκι του γιαλού


Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν
Κανείς δε μου σιμώνει
Μόνο μου κάνει συντροφιά
Της νύχτας το τριζόνι

Έννοια σου λέει έννοια σου
Κι εγώ είμαι δω κοντά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου
Και για παρηγοριά σου

Τρι και τρι τρι και τρι
Τι γλυκιά που ‘ναι η ζωή
Τι γλυκιά και τι πικρή
Τρι και τρι και τρι και τρι

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
Στων αρχαγγέλων τη σκιά
Στων φύλλων το μουρμουρητό
Στων άστρων τον χρυσό γιαλό

Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν
Κανείς δε μου σιμώνει
Μονάχα μου αποκρίνεται
Της νύχτας το τριζόνι

Είμαι μικρό πολύ μικρό
Μα ‘ναι ο θεός μεγάλος
Αυτό ποτέ δε θα σ' το πω
Μήτε κανένας άλλος

Τρι και τρι τρι και τρι
Τι γλυκια που ‘ναι η ζωή
Τι γλυκιά και τι πικρή
Τρι και τρι και τρι και τρι...


(youtube, 20.12.2015)



"Ξυπνάω" ποίημα της ποιήτριας Παυλίνας Παμπούδη - Από τη συλλογή "Άμμος και λίγα βότσαλα" (εκδ. "ΡΟΕΣ/ΠΟΙΗΣΗ", Ιούνιος 2024)

 ............................................................



"Ξυπνάω"


Ξυπνάω
Όπως πάντα λίγο απορημένος, σκέφτομαι καφέ
Θα βρέξει άραγε
Κάτι τσαλακωμένο
Που πρέπει να το ξεδιπλώσω πάλι
Σκέφτομαι
Μετακινήθηκαν ξανά
Μες στο σκοτάδι οι πατρίδες, οι ιδέες, άραγε
Τι ώρα είναι, να ντυθώ να φύγω-


Κοιτάζω στον καθρέφτη ένοχα, θαμπώνει
Στο κομβικό σημείο
Όπου η σάρκα γίνεται σαρκίο, ψύχος η ψυχή-


Σκέφτομαι έφταιξα ο άνθρωπος, ας φύγω-



Παυλίνα Παμπούδη


Από τη συλλογή "Άμμος και λίγα βότσαλα" (εκδ. "ΡΟΕΣ/ΠΟΙΗΣΗ", Ιούνιος 2024)




"ΣΥΡΙΖΑ: Όταν πέφτεις στο γκρεμό…" γράφει ο Νίκος Σταθόπουλος (tvxs.gr, 19.9.2024)

 ...............................................................


ΣΥΡΙΖΑ: Όταν πέφτεις στο γκρεμό…




γράφει ο Νίκος Σταθόπουλος (tvxs.gr, 19.9.2024)




Ο προηγούμενος ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον σπάσει σε 3 κομμάτια και η πορεία του μοιάζει τώρα με αρχαία τραγωδία ή με αμερικάνικο τηλεοπτικό σίριαλ, όπως το βλέπει ο καθένας. Δυο από τα κομμάτια αυτά υπήρχαν ήδη επί προεδρίας του Τσίπρα.



Το ένα είναι η πρώην «Ομπρέλα», που ανεξαρτητοποιήθηκε τώρα σε «Νεοαριστερά». Το άλλο αποτελείται από τους αμιγώς «Τσιπρικούς», ονομαζόμενοι πλέον οι «87». Το τρίτο κομμάτι προέκυψε de novo, αλλά ως μια λογική συνέπεια της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε «κόμμα κυβέρνησης» μετά το 2015. Πρόκειται βέβαια για τους «Κασσελικούς». Σε αυτό τον συνδυασμό πρέπει να προσθέσουμε και κάποια «ελεύθερα ηλεκτρόνια», όπως Φαραντούρης, Γκλέτσος και βέβαια Πολάκης, στον ρόλο του «lonesome cowboy», αλλά και χρήσιμου καταλύτη στις διάφορες κομματικές χημικές αντιδράσεις.

Πολύ γρήγορα Τσιπρικοί και Κασσελικοί ήρθαν σε ρήξη. Όχι επί της ουσίας (δεν τους διακρίνει κάποια ουσιαστική πολιτική διαφορά), αλλά επί του στυλ και βέβαια επί των προσωπικών φιλοδοξιών των πρωταγωνιστών. Ο Κασσελάκης κατηγορείται ότι θέλει κόμμα ενός ανδρός αρχή. Αλλά έτσι ήταν στην πραγματικότητα και επί Τσίπρα. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο Τσίπρας άκουγε και άφηνε να εκφραστούν όλοι, πριν αποφασίσει μόνος του. Επιπλέον, κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την χαρισματική του προσωπικότητα, και συνεπώς ούτε να θρέφει ελπίδες ότι μπορεί να πάρει την θέση του. Ο Κασσελάκης βλέπει το κόμμα σαν ΑΕ, αλλά παραβλέπει πόσο ευάλωτος «Διευθύνων Σύμβουλος» είναι ο ίδιος. Άπειρος και ερχόμενος από «άλλο πλανήτη», συσσώρευσε τα ατοπήματα κυρίως επί του τρόπου αρχηγίας. Αποκορύφωμα ήταν η «γαμήλια φιέστα» στη Κρήτη. Πιθανώς να νόμιζε ότι οι Έλληνες, όπως οι Αμερικάνοι, «αγαπούν τους πλούσιους», αρκεί να δείχνουν πως «νοιάζονται για τους φτωχούς». Έτσι οι «87», έγιναν 100, 122 και τελικά 163.


Για να είμαστε δίκαιοι όμως, εδώ πρέπει να πούμε ότι η καθαίρεσή του από την Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) έχει μια ελαφρά (τουλάχιστον) πραξικοπηματική οσμή. Πέρα από το γράμμα του καταστατικού (η «άρση εμπιστοσύνης της ΚΕ οδηγεί σε συνέδριο» και όχι σε άμεση παύση του προέδρου), υπάρχει και η ουσία. Η ΚΕ θα μπορούσε να καθαιρέσει τον πρόεδρος αν ήταν αυτή που τον εξέλεξε (όπως γινόταν παλαιότερα). Και τότε θα εξέλεγε άμεσα έναν αντικαταστάτη, έστω προσωρινό. Πως μπορεί όμως ένα όργανο (ο πρόεδρος), άμεσα εκλεγμένος από την βάση και μάλιστα με ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό και 57.000 ψήφους, να καθαιρεθεί από άλλο όργανο (την ΚΕ), προκύψαν από άλλη εκλογική διαδικασία; Τα δυο όργανα προκύπτουν από δυο διακριτές ψηφοφορίες. Πολύ λογικά το καταστατικό ορίζει ότι η σύγκρουση των δυο οργάνων πρέπει να οδηγεί σε συνέδριο, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την έκπτωση ενός εκ των δυο. Ας αναφέρουμε παρεμπιπτόντως ότι στα συστήματα όπου δυο όργανα εξουσίας, όπως πρόεδρος και βουλή, εκλέγονται και τα δυο με διαφορετικές καθολικές ψηφοφορίες, όπως στο Γαλλικό σύστημα, ο πρόεδρος έχει την δυνατότητα να διαλύσει την βουλή και να κηρύξει νέες εκλογές.


Σε κάθε περίπτωση, μια καθαίρεση του προέδρου θα έπρεπε να ακολουθείται με άμεση αντικατάστασή του, έστω υπηρεσιακή, εφόσον υπάρχουν αρμοδιότητες του προέδρου, αμιγώς και αποκλειστικά δικές του, χωρίς την άσκηση των οποίων το κόμμα δεν μπορεί να λειτουργήσει ομαλά, ειδικά όταν πρόκειται για παρατεταμένη περίοδο. Ποτέ ένα σώμα δεν πρέπει να μένει ακέφαλο. Στην Ελλάδα πχ ορίζεται «υπηρεσιακός πρωθυπουργός», στις ΗΠΑ υπάρχει αντιπρόεδρος κοκ.

Τέλος, οι «76 τηλεφωνικές ψηφοφορίες» (χωρίς τις οποίες μάλλον δεν θα είχε επιτευχθεί πλειοψηφία για την άρση εμπιστοσύνης) αντιβαίνουν στην αποφασισμένη μυστική ψηφοφορία. Επιχειρήματα του είδους «μα, έτσι έχει γίνει και στο παρελθόν», είναι βέβαια ανυπόστατα. Σαν να έλεγε ένας κλέφτης «μα γιατί με πιάνετε, αφού ξέρετε ότι έχω κλέψει και στο παρελθόν χωρίς να κάνατε τίποτα». Θα ήταν προτιμότερο να μην αναφέρονται τέτοια επιχειρήματα, που πλήττουν την σοβαρότητα του ΣΥΡΙΖΑ.

Και τώρα τι θα γίνει; Όπως στα western, έχουμε φτάσει στην τελική μονομαχία. Και κάποιος εκ των δυο ηρώων πρέπει να «πεθάνει». Κασσελικοί και Τσιπρικοί δεν μπορούν να συνυπάρξουν πλέον στο ίδιο κόμμα. Ο νικητής θα κρατήσει το όνομα «ΣΥΡΙΖΑ», την «Κουμουνδούρου» και τις κομματικές επιχορηγήσεις. Ο άλλος θα πρέπει να φτιάξει ή να βρει νέο ράντσο. Ποιος θα κερδίσει; Πολύ δύσκολη η πρόγνωση. Βάσει πρόσφατης δημοσκόπησης, αν ενωθούν όλοι οι Τσιπρικοί υποψήφιοι ακόμα και με τον Πολάκη, είναι ζήτημα αν φτάσουν το ποσοστό του Κασσελάκη. Μόνη σίγουρη λύση: να τον διαγράψουν. Θα είναι βέβαια πρωτοφανές, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ μας έχει πλέον συνηθίσει στις εκπλήξεις!

Οι Τσιπρικοί ελέγχουν τώρα το κόμμα και συνεπώς δεν βιάζονται να πάνε σε αβέβαιες εκλογές. Οι αδυναμίες τους είναι κυρίως δυο. Η πρώτη είναι ότι δεν έχουν έναν καταρχήν δυνατό υποψήφιο, να αντιτάξουν στον Κασσελάκη, που διατηρεί μια ισχυρή επικοινωνιακή εικόνα. Η δεύτερη αδυναμία είναι το ασθενές πολιτικό τους αφήγημα. Όλο αυτό το διάστημα και ειδικά στην τελευταία ΚΕ, η ρητορική τους είναι αποκλειστικά αρνητική: «ο Κασσελάκης δεν κάνει». Δεν υπάρχει όμως «θετικό αφήγημα». Και αυτό κινδυνεύει να φανεί έντονα στη μεγάλη διάρκεια χρόνου μέχρι την εκλογή νέου προέδρου. Επιπλέον, καλούνται να δείξουν ότι υπερτερούν στα τρέχοντα κρίσιμα θέματα, πχ να πληρωθούν οι εργαζόμενοι της Αυγής. Δύσκολο! Απουσία πλέον του «αλλοπρόσαλλου Κασσελάκη» η συζήτηση θα επανέλθει στις αιτίες της παρακμής του ΣΥΡΙΖΑ, για την οποία ο Τσίπρας και οι οπαδοί του είναι οι άμεσα υπεύθυνοι.

Ας κάνουμε στο σημείο αυτό μια χρήσιμη παρένθεση για να επισημάνουμε ότι η ήττα τους ΣΥΡΙΖΑ δεν προήλθε απλά από κάποια «λάθη της περιόδου 2019-2023», αλλά από μια συνεχή και σταθερή παρακμή, προϊόν μιας πολιτικής στροφής αμέσως μετά την μεγάλη νίκη του «Όχι» στο δημοψήφισμα του 2015. Καλύτερα από τα εκλογικά ποσοστά, που αποτυπώνουν μόνο τον συσχετισμό της δύναμης των κομμάτων μεταξύ τους, και όχι την πραγματική τους δύναμη μέσα στην κοινωνία, ας εξετάσουμε την εξέλιξη του αριθμού των ψηφοφόρων.


Η εξέλιξη του αριθμού των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σταθερά ανοδική μέχρι το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2025, όπου κορυφώθηκε. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον 2,5 εκ. ψηφοφόροι, από τα 3,5 εκ. που ψήφησαν «Όχι», ήταν τότε δεδομένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά το δημοψήφισμα και την στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς την πολιτική της Τρόικα, η κάθοδος ήταν σταθερή και ραγδαία.


Η άνοδος και η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ οφείλονται στο τότε σύνθημά, που έπεισε και κινητοποίησε, όχι μόνο αριστερούς και κεντρώους, αλλά ακόμα και δεξιούς: «Η ελπίδα έρχεται»! Η ελπίδα όμως, όχι μόνο δεν ήρθε, αλλά με τον ΣΥΡΙΖΑ χάθηκε εντελώς από τον ορίζοντα.

Ας θυμηθούμε με ποιες δεσμεύσεις έπεισε και κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ: o ΕΝΦΙΑ θα καταργηθεί, το αφορολόγητο θα επανέλθει στις 12.000 €, θα επανέλθει η 13η σύνταξη και ο κατώτερος μισθός στο προγενέστερο επίπεδο, θα απαγορευτούν οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, τα κόκκινα δάνεια δεν θα πουληθούν στα funds-αρπακτικά, θα γίνει αναδιάρθρωση του χρέους κλπ. Τίποτε απ’ αυτά δεν τηρήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αντιθέτως η φορολογία αυξήθηκε, η Ελληνική Εφορία πέρασε στον απευθείας έλεγχο των Δανειστών και επιπλέον θεσπίστηκε, με υπογραφή του υπουργού οικονομικών Τσακαλώτου, ο νόμος 4472, , του οποίου το άρθρο 5 όριζε ότι πλέον το ΔΝΤ καθορίζει την οικονομική πολιτική της Ελλάδας.

Το επιχείρημα ότι «τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, κάναμε ότι μπορούσαμε, οι συνομιλητές μας ήταν πολύ σκληροί, αποφύγαμε τα χειρότερα κλπ.» προφανώς δεν στέκει. Διότι η αυτονόητη αντίδραση των πολιτών είναι: «όσο καλών προθέσεων και να είσαι, αν δεν μπορείς, τουλάχιστον μην ξεσηκώνεις τον κόσμο και κάτσε σπίτι σου».

Ούτε οι Τσιπρικοί, ούτε οι «Νέοαριστεροί» έχουν δώσει πραγματικές απαντήσεις και βέβαια δεν έχουν πείσει. Πάνω σε αυτή την αδυναμία στηρίζονται οι Κασσελικοί. Υπό το φως αυτό, μπορούμε να τολμήσουμε μια παράδοξη διαπίστωση: το μυστικό της επιτυχίας του Κασσελάκη στο ΣΥΡΙΖΑ είναι… ότι δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ! Η άγαρμπη, αν όχι πραξικοπηματική, αποπομπή του από την Τσιπρική πλειοψηφία της ΚΕ, αντί να τον αποδυναμώσει, παραδόξως θα φέρει πιθανώς νερό στον μήλο του.

Από την πλευρά τους, οι Κασσελικοί έχουν υποστεί μεγάλη φθορά με τα ατοπήματα του αρχηγού τους. Ο Κασσελάκης αναδείχθηκε μεν δυνατός πρόεδρος καλοχαιρέτας, αλλά είναι πλέον πολύ δύσκολο να πείσει ότι μπορεί να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός. Ωστόσο, έχοντας υπόψη τις αδυναμίες των αντιπάλων του, πρέπει να σκεφτεί ότι νικάει, όχι ο καλύτερος, αλλά ο λιγότερο κακός. Αυτή βέβαια είναι μια λογική πολιτική σκέψη, αλλά έχουμε δει ότι η σκέψη του Κασσελάκη είναι έντονα… ιδιοσυγκρασιακή.

Κλείνοντας αυτή την περιγραφή, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι ουδέποτε θεώρησα ότι ο Στέφανος Κασσελάκης ανοίγει κάποια προοπτική για την αριστερά και για την Ελλάδα. Πιστεύω ότι ούτε αριστερός είναι, ούτε κατανοεί την ελληνική πραγματικότητα. Μερικοί λένε ότι ήταν ένα «ατύχημα». Ούτε με αυτό θα συμφωνήσω. Το ατύχημα προκύπτει από έλλειψη «τύχης». Ο Κασσελάκης όμως δεν προέκυψε τυχαία.

Προέκυψε από τις αποφάσεις που πάρθηκαν επί προεδρίας Τσίπρα και με την έμμεση αλλά σαφή προώθηση που ο ίδιος του έδωσε αρχικά. Προέκυψε σε ένα κόμμα, όπου η προαναγγελθείσα διάδοχος δήλωνε «δεν υπάρχει δίλημμα προς το κέντρο ή προς την αριστερά» (βλ. άρθρο μου ), όπου υπουργοί υποταγμένοι στο ΔΝΤ όταν κυβερνούσαν, βγαίνουν μετά εξ’ αριστερών όταν περνάνε στην αντιπολίτευση.

Σε όσους θεωρούν ότι ο Κασσελάκης είναι ο γκρεμός όπου πέφτει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι επείγον να υπενθυμίσουμε ότι όταν πέφτεις στον γκρεμό, δεν φταίει ο γκρεμός, αλλά όποιος επέλεξε να βαδίσει προς αυτόν. Και ο γκρεμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν ονομάζεται «Κασσελάκης», αλλά «3ο Μνημόνιο μετά βροντερό Όχι των Ελλήνων».

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

"Silent All These Years" (Official Music Video) - Tori Amos (youtube, 18.1.2014)

 ...............................................................


Silent All These Years (Official Music Video) - 
- Tori Amos

(youtube, 18.1.2014)


Silent All These Years


Excuse me, but can I be you for a while?
My dog won't bite if you sit real still
I got the Anti-Christ in the kitchen yellin' at me again
Yeah, I can hear that
Been saved again by the garbage truck
I got something to say, you know, but nothing comes
Yes, I know what you think of me, you never shut up
Yeah, I can hear that

But what if I'm a mermaid
In these jeans of his with her name still on it
Hey, but I don't care
'Cause sometimes, I said sometimes I hear my voice
And it's been here silent all these years

So you found a girl who thinks really deep thoughts
What's so amazing about really deep thoughts?
Boy you best pray that I bleed real soon
How's that thought for you
My scream got lost in a paper cup
You think there's a heaven where some screams have gone
I got twenty-five bucks an' a cracker
Do you think it's enough to get us there

'Cause what if I'm a mermaid,
In these jeans of his with her name still on it
Hey, but I don't care
'Cause sometimes, I said sometimes I hear my voice
And it's been here silent all these

Years go by, will I still be waiting
For somebody else to understand
Years go by, if I'm stripped of my beauty
And the orange clouds raining in my head
Years go by, will I choke on my tears
'Til, finally there is nothing left
One more casualty, you know we're too easy, easy, easy

Well, I love the way we communicate
Your eyes focus on my funny lip shape
Let's hear what you think of me now
But, baby, don't look up, the sky is falling
Your mother shows up in a nasty dress
Hmm, it's your turn now to stand where I stand
Everybody lookin' at you, here taken hold of my hand
Yeah, I can hear them




But what if I'm a mermaid
In these jeans of yours with her name still on it
Hey, but I don't care
'Cause sometimes, I said sometimes I hear my voice
I hear my voice, I hear my voice, and it's been here
Silent all these years
I've been here
Silent all these years
Silent all these
Silent all these years



Δεν έχουμε ανάγκη την εύκολη παραμυθία της «λύτρωσης» γράφει ο Δημήτρης Γιατζόγλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 18.09.24)

 ..............................................................



Δεν έχουμε ανάγκη την εύκολη παραμυθία της «λύτρωσης»



γράφει ο Δημήτρης Γιατζόγλου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 18.09.24) 


Ας κάνουμε μια αφαίρεση. Ας βγάλουμε από το κάδρο τη σύνοδο της Κ.Ε. της 7ης Σεπτεμβρίου ως μη γενόμενη – ας πούμε δηλαδή ότι κοιμηθήκαμε το βράδυ της 6ης και ξυπνήσαμε το πρωί της 9ης. Πόσο διαφοροποιημένο θα μας φαινόταν το τοπίο του οπερετικού εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ, το πανηγύρι της σύγχυσης, των ανενδοίαστων οβιδιακών μεταμορφώσεων των προσώπων, της αναπαλαίωσης πολιτικών κοινοτοπιών που απευθύνονται ως «εναλλακτική πρόταση» στην κοινωνία;


Ελάχιστα έως καθόλου. Διότι εδώ και καιρό τα έχουμε δει όλα: τους «προέδρους» ως μονάρχες. Τους οπαδικούς στρατούς οιονεί «μελών». Τη «δημοκρατία της βάσης» ως άλλοθι νομιμοποίησης του αυταρχισμού και εργαλείο απαξίωσης των θεσμών αντιπροσώπευσης. Τη διεύθυνση του κόμματος με ημερήσιες διαταγές του τύπου «μέσα εσύ, έξω εσύ» με τους παραλήπτες απλώς να εναλλάσσονται πριν αλέκτορα φωνήσαι. Διακηρύξεις πολιτικής νομιμοφροσύνης στον πρόεδρο να ανατρέπονται από την ανακάλυψη διαφωνιών αμέσως μετά την εκπαραθύρωση από ένα αξίωμα. Τη μετάβαση από την αυταρέσκεια του «ηθικού πλεονεκτήματος» στην ανοχή μιας εξαχρειωμένης, δημόσιας γλώσσας αντιπαράθεσης. Τη «λαϊκότητα» στην απεύθυνση ως περιφρόνηση της ανάγκης και της δυνατότητας των εργαζόμενων τάξεων να συνδεθούν με τις μεγάλες ιδέες που άρδευσαν τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς. Τον «αδιαμεσολάβητο» κυνισμό της προσαρμογής του χαμαιλέοντα ως διαχρονικής σταθεράς εσωκομματικής επιβίωσης. Την απολύτως διατασική «κεντροαριστερή ονείρωξη» ως στρατηγική νέων πτήσεων…

Ο κατάλογος είναι μακρύς. Ομως η διαρκής γελοιογράφηση έχει εξαντλήσει τη δυναμική της. Οχι μόνο γιατί έχουμε πια υπερβεί το επιτρεπτό όριο κατανάλωσης, αλλά διότι ο εγκλωβισμός σ’ αυτήν σε καθιστά τελικά κομμάτι της γραφικότητας.

Η ιστορική διαδρομή της Αριστεράς του κοινωνικού μετασχηματισμού και της ανθρώπινης χειραφέτησης δεν είναι λιμπρέτο οπερέτας. Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε ως παράδειγμα της «επιστροφής» της, μετά τη γενικευμένη ήττα του 1989 και ως εναλλακτική στη διπλή χρεοκοπία του «υπαρκτού» και της σοσιαλδημοκρατίας.

Ο κόσμος της Αριστεράς που στρατεύθηκε στο εγχείρημα διεκδικούσε την ανάκτηση του ιστορικού βάθους της ταυτότητάς του. Εψαχνε ένα νέο «εμείς». Δεν έψαχνε για «αρχηγούς». Δεν αναζητούσε χώρο πολιτικής καριέρας.

Αυτός ο κόσμος μπορεί να βιώνει την απόγνωση, αλλά χρειάζεται μια αναλυτική και στοχαστική αναδρομή της πορείας, χρειάζεται το πέρασμα από τη γελοιογράφηση στη «βαθιά σοβαρότητα» για την ερμηνεία μιας κατάρρευσης που την εισπράττει ως προσωπική, οδυνηρή διάψευση. Χρειάζεται να πενθήσει για να σκεφτεί το μέλλον. Τα γεγονότα είναι πολύ νωπά για να ξεχάσουμε ότι η «εισβολή» Κασσελάκη γίνεται αποδεκτή από το σύνολο του ηγετικού προσωπικού χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Η θεώρηση ότι η εισβολή αποτέλεσε μια «προσωρινή ανωμαλία», δυστυχή συνέπεια της προσήλωσης στη «δημοκρατία» και ότι η αποπομπή θα λειτουργήσει ως «λύτρωση», είναι μια τόσο απλουστευτική παραμυθία, που καταντάει προσβλητική. Δεν την έχουμε ανάγκη.

Η Αριστερά γνώρισε διαψεύσεις των ουτοπιών της και ήττες των πολιτικών της σχεδίων. Η εμμονή της στο αφήγημα της ουτοπίας της οικοδόμησε την κουλτούρα της «μεγάλης διάρκειας», την αντοχή του κόσμου της ακόμα κι όταν περνούσε κάτω από καυδιανά δίκρανα. Αλλά αυτό που βιώνουμε είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια αποσύνθεση χωρίς επιστροφή. Χωρίς τους αμυντικούς μηχανισμούς μιας συνεκτικής ταυτότητας, η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη. Ο κυβερνητισμός (και μάλιστα με τη λογική «ας διώξουμε τον Μητσοτάκη και μετά βλέπουμε») αποτελεί ένα θλιβερό ταυτοτικό υποκατάστατο. Η αποσύνθεση αφήνει πίσω της μόνο τη δυσοσμία των προσωπικών φιλοδοξιών.

Οφείλουμε να δυσπιστούμε στις μονοθεματικές ερμηνείες της κρίσης. Αλλά η διάλυση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς μια αναλυτική επανανάγνωση της περιόδου 2019-2023 με κεντρικό σημείο την ιδεολογική ήττα των «βαριδίων». Δεν είναι η σκοπιά των νέων πραιτοριανών που μας ενδιαφέρει. Είναι ότι η ήττα δίνεται χωρίς μάχη. Είναι η παραίτηση των «βαριδίων» από την υπεράσπιση μιας ταυτότητας που θεωρείται (ρητά ή υπόρρητα) ότι μπλοκάρει ιδεολογικούς και οργανωτικούς «νεωτερισμούς», η απόσυρσή τους από τον ρόλο του συλλογικού «ηθικοπολιτικού παιδαγωγού», χωρίς τον οποίο κανένα αριστερό πολιτικό υποκείμενο δεν μπορεί να οικοδομηθεί. Η εγκατάσταση της γραφικότητας γίνεται δυνατή και εξαιτίας αυτής της εξέλιξης – ο φιλελευθερισμός όλα τα επιτρέπει και όλα τα αφομοιώνει.

Τα παραπάνω αποτελούν μια προσωπική ομολογία διπλής όψης: την κατάθεση της ικανοποίησης για τη συμμετοχή μου στην περιπέτεια της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς από την οποία κέρδισα πολλά. Την αναγνώριση των διαψεύσεών μου σε πολλά ζητήματα, τα οποία ξεπερνούσαν την επάρκειά μου και τα οποία δεν έχει νόημα να αναφέρω.

Οσο για την οποιαδήποτε πρόταση, το μόνο που μπορώ να συνεισφέρω είναι την ελπίδα μου στη γενναιοδωρία της ιστορικής ενδεχομενικότητας.

*Πανεπιστημιακός

"Ήταν ανάγκη να σας θυμηθούμε, σύντροφοι;" γράφει ο Γρηγόρης Ρουμπάνης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 18.09.24)

 ...............................................................



Ήταν ανάγκη να σας θυμηθούμε, σύντροφοι;



γράφει ο Γρηγόρης Ρουμπάνης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 18.09.24) 


Αγωνία, προσδοκίες, ανησυχίες κι ελπίδες, όλα αυτά μαζί με τέσσερα-πέντε άτομα διαφόρων ηλικιών είχαν στοιβαχτεί στο στενό γραφείο του μικρού αριστερού κόμματος εκείνο το απομεσήμερο, παραμονές κάποιων εκλογών, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν.


Εξω η μεγαλούπολη μετρούσε τη ζωή μέσα στο δικό της βουητό, τις δικές της απογοητεύσεις και τις δικές της προσπάθειες να πετύχει το καλύτερο από αυτό που είχε καταφέρει μέχρι εκείνη την ώρα. Οι κάλπες θα στήνονταν και πάλι, οι μνηστήρες της εξουσίας αρκετοί και, κυρίως, Οδυσσέας που θα τους εξολόθρευε δεν φαινόταν στον ορίζοντα.

Κάποια στιγμή ο καθοδηγητής, κι αφού είχε τελειώσει με την κλασική ανάλυση περί κρίσης του πολιτικού συστήματος, των αδιεξόδων που βρίσκονταν μπροστά του και της ανάγκης να αφήσει πίσω του το κόμμα την εσωστρέφεια και την γκρίνια, κοίταξε έναν έναν τους υπόλοιπους και είπε:

-Σύντροφοι, να βγούμε έξω, να μας θυμηθεί ο κόσμος, να πάρουμε δυνατό ποσοστό, να επηρεάσουμε τις εξελίξεις.

-Να βγούμε, είπαν σχεδόν όλοι.

Σχεδόν, διότι ο νεότερος είχε άλλη γνώμη και μεταξύ σοβαρού και αστείου παρατήρησε:

-Σύντροφοι, μήπως είναι καλύτερα να μη βγούμε καθόλου, γιατί έτσι και μας θυμηθούνε, υπάρχει κίνδυνος να πάθουμε πανωλεθρία;

Και κάπως έτσι έγινε. Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι η Αριστερά, υπό το σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ και με νεαρό και άκαυτο ηγέτη, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και να γίνει κυβέρνηση. Επειδή όμως υπό τις ισχυρές πιέσεις του σκληρού ολιγαρχικού κέντρου των Βρυξελλών υποχώρησε και πέταξε τις διαβεβαιώσεις της στον κάλαθο αξιολόγησης της Ιστορίας, ήρθε η στιγμή να χάσει τις επόμενες εκλογές.

Στο διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι τον Ιούλιο του 2019 έκανε διαχείριση της ήττας της χώρας. Με επώδυνα μέτρα που απογοήτευσαν την κοινωνία. Από εκείνο τον Ιούλιο όμως μέχρι και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κάνει διαχείριση ούτε καν της δικής του ήττας.

Δεν μπορεί να ορίσει στόχους, δεν μπορεί να επεξεργαστεί στρατηγική, δεν ξέρει τι πρέπει ν’ αλλάξει σ’ αυτή τη χώρα, τι να δημιουργήσει, τι να πετάξει και τι ν’ αφήσει. Μαζί μ’ αυτά δεν θέλει πια ούτε τον νεοφιλελεύθερο Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία, που ήρθε στο κόμμα ως επισκέπτης και με μια ψηφοφορία πήρε τα κλειδιά από τους παλιούς και έμπειρους συντρόφους. Και λογικό φαίνεται, αφού αντί να κάνει τα πράγματα καλύτερα τα έκανε τρισχειρότερα. Κι όλο πέφτει, κι όλο μένουν λιγότεροι στο κόμμα (για την κοινωνία καλύτερα να μην κάνουμε λόγο).

Δεν ξέρει λοιπόν πού θα σταματήσει. Παράξενο; Καθόλου, διότι μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό δεν βρέθηκε ένας ή μία που δεν θα έχει απλώς την πολιτική επάρκεια αλλά θα τον χαρακτηρίζει τέτοια πολιτική εμβέλεια που θα μπορέσει να ξαναστήσει την Αριστερά στα πόδια της. Τουτέστιν να ανανεώσει τον πολιτικό της λόγο και να την κάνει διεκδικητική, απειλή για τη σημερινή βουλιμική ολιγαρχία. Να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου.

Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για το ΠΑΣΟΚ, το οποίο φρονεί ότι με το να αλλάξει ηγεσία θα ξαναβρεί την υγειά του. Δεν θα τη βρει μέχρι να πει τι θέλει ν’ αλλάξει σ’ αυτόν τον τόπο.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Η μέρα που έφυγε ήταν του Μάνου Λοΐζου... "Με φάρο το φεγγάρι" Στίχοι Δημήτρης Χριστοδούλου Μουσική Μάνος Λοΐζος Τραγούδι Χάρις Αλεξίου Από το δίσκο "Καλημέρα Ήλιε" (1974)

 ..............................................................



Η μέρα που έφυγε ήταν του Μάνου Λοΐζου...


"Με φάρο το φεγγάρι"
Στίχοι Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική Μάνος Λοΐζος
Τραγούδι Χάρις Αλεξίου

Από το δίσκο "Καλημέρα Ήλιε" (1974)


Μεσ' τα λιμάνια μπήκανε του ήλιου τα καράβια
Και βρήκαν τ' άστρα φύλακες και φάρο το φεγγάρι
Τα μάτια είχες μάτια μου από την πίκρα άδεια
Γιατί δεν το ‘γραψε κανείς το γράμμα που ‘χες πάρει

Τισ λέξεις μου τις έχασα χαράματα στο δρόμο
Σε μια στροφή τα γράμματα τα πήρε μια βροχή
Και τα φιλιά π' αστράφτανε στα χείλη απ' τον πόνo
Γίναν πανιά και άλμπουρα χωρίς επιστροφή

Μεσ' τα λιμάνια φτάσανε καράβια από τ' αστέρια
Περάσανε τη θάλασσα τους δρόμους τ' ουρανού
Σε φέρανε κι εσένανε και τα βαθιά σου μάτια
Που είχανε στα βλέφαρα τη μνήμη του καπνού

Τις λέξεις μου τις έχασα χαράματα στο δρόμο
Σε μια στροφή τα γράμματα τα πήρε μια βροχή
Και τα φιλιά που αστράφτανε στα χείλη απ' τον πόνo
Γίναν πανιά και άλμπουρα χωρίς επιστροφή




Η Αριστερά που δεν κατάφερε να γίνει «μπελάς» έγραψε ο ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος ("Καθημερινή", 15.9.2024)

 .............................................................


Η Αριστερά που δεν κατάφερε να γίνει «μπελάς»


έγραψε ο ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος ("Καθημερινή", 15.9.2024)

Μερικές φορές όταν αγοράζω καφέ στο χέρι και κρυφακούω τις κουβέντες πίσω από τον πάγκο θυμάμαι εκείνες τις φωτογραφίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1930, με εργαζόμενες σε καφετέριες να φορούν στο πέτο το σήμα του συνδικάτου τους. Στα πρώτα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης το εργατικό κίνημα ήταν στο ναδίρ. Η εκλογή του Ρούζβελτ, η υπόσχεση του New Deal για ενίσχυση των παραγωγών του πλούτου και μια νομοθετική ρύθμιση για το δικαίωμα στον ελεύθερο συνδικαλισμό απελευθέρωσε μια συγκλονιστική κοινωνική δυναμική. Από τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες μέχρι και τις αλυσίδες στην εστίαση ξεπήδησαν εργατικά σωματεία που πρωταγωνίστησαν σε μαχητικές απεργίες με οικονομικά αιτήματα, που είχαν εντέλει και πολιτικό πρόσημο: μια δίκαιη ρύθμιση των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας. Η εμπειρία αυτή συγκρότησε μια βαθιά σχέση εκπροσώπησης, που φτάνει μέχρι και σήμερα. Το Δημοκρατικό Κόμμα έγινε το κόμμα των συνδικαλισμένων εργατών και εργατριών.

Αυτό δεν συνέβη στην Ελλάδα το 2015-2019. Αλλες εποχές προφανώς και εμείς οι ιστορικοί είμαστε οι πρώτοι που επιχειρηματολογούμε για το ανώφελο των ιστορικών αναλογιών. Ακόμη όμως κι έτσι, η κυβέρνηση της Αριστεράς διαχειρίστηκε επιτυχώς την κρίση εκεί που το παλιό πολιτικό σύστημα απέτυχε, αλλά αυτή η διαχείριση έμεινε μέσα στα όρια μιας πολιτικής «από τα πάνω». Δεν τροφοδότησε και δεν ανατροφοδοτήθηκε από την ανάπτυξη ενός ανανεωμένου εργατικού κινήματος που θα αμφισβητούσε τόσο τη συνδικαλιστική –ανδρική και ηλικιωμένη– γραφειοκρατία όσο και τη βαθιά εμπεδωμένη λογική όπου το κράτος παρεμβαίνει πατερναλιστικά στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων. Ετσι, μπορεί τα παιδιά που δουλεύουν στα χιλιάδες καφέ της χώρας να είδαν μια αύξηση στον μισθό τους, να ένιωσαν ότι η Επιθεώρηση Εργασίας μπορούσε να παρέμβει υπέρ τους, να έλαβαν ένα ενισχυτικό επίδομα, αλλά ο βαθύς πυρήνας των εργασιακών σχέσεων δεν άλλαξε. Αυτή άλλωστε ήταν και η βασική ρήτρα της εποχής των μνημονίων. Ετσι, είχαμε ένα μεγάλο παράδοξο. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, δίχως την ανάπτυξη κινηματικών διεκδικήσεων για έναν νέο διαμοιρασμό, πιο δίκαιο, του παραγόμενου πλούτου.

Στη συζήτηση για την κρίση της Αριστεράς κυριαρχεί η ανάλυση που εστιάζει στη σφαίρα του κατεξοχήν πολιτικού. Προφανώς έχει βάση. Η αντιφατική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσα στο 2015-2019, η καταστροφική αντιπολίτευση του 2019-2023, η ολοκλήρωση μιας πορείας συντηρητικοποίησης και ευτελισμού, που σηματοδότησε η επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη, έχουν οδηγήσει έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο στην επικράτεια της ανυποληψίας. Αυτή όμως είναι η μία –και μάλλον και πιο προφανής– όψη. Η κρίση της Αριστεράς, όμως, είναι πρωτίστως κοινωνική. Η ρητορική της δεν συνδέεται –όπως έδειξε και ο εκλογικός χάρτης του 2023– με συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές. Στο επίκεντρο αυτής της κρίσης βρίσκεται η σχέση της με τον κόσμο της εργασίας. Η τυπική λήξη της εποχής των μνημονίων δεν σήμανε το τέλος της μνημονιακής λογικής για τη συμπίεση των μισθών και τον περιορισμό της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων. Το αντίθετο. Αυτή τη στιγμή έχουμε μια συνθήκη όπου το πρόβλημα του «να βρω δουλειά» έχει αντικατασταθεί από κακοπληρωμένες δουλειές, ρυθμούς που είναι εξαντλητικοί και κυρίως μια αίσθηση ότι όσο και να εργάζεται κανείς, αυτό απλά δεν φτάνει και σίγουρα δεν εγγυάται ένα καθεστώς ασφάλειας και ευημερίας. Το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση για την εξαήμερη εργασία ή την κατάργηση του οκταώρου δεν έφερε μια αντίδραση ή πραγματική δημόσια συζήτηση, αποκαλύπτει πού βρισκόμαστε: αυτά τα πράγματα ήδη είναι εμπεδωμένες πρακτικές. Απλά πλέον είναι και νομικά κατοχυρωμένες.


Η κρίση της Αριστεράς είναι πρωτίστως κοινωνική. Η ρητορική της δεν συνδέεται – όπως έδειξε και ο εκλογικός χάρτης του 2023– με συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές.


Αυτό δεν αφορά μόνο την παραδοσιακή βιομηχανική εργατική τάξη. Αφορά και τον κόσμο της μισθωτής διανόησης, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, το κατακερματισμένο και πολλαπλά καταπιεσμένο οικοσύστημα των ευέλικτων μορφών εργασίας – όπως στη «βιομηχανία» του τουρισμού. Το αίτημα για μια ριζική αναδιανομή του πλούτου και του εργάσιμου χρόνου εκφράζεται ως ατομικό παράπονο, εμφανίζεται μέσα από συμβολικές –και συχνά ψηφιακές– διαμάχες, αποκρυσταλλώνεται στις τάσεις φυγής από τη χώρα ή της άρνησης των νέων να εργαστούν για έναν μισθό που δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Δεν έχει όμως βρει πολιτική έκφραση. Η Αριστερά δεν πείθει ότι μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας: επαναλαμβάνει συνθήματα που δεν συνδέονται με τις νέες μορφές εκμετάλλευσης, είναι συντηρητική στα θέματα της δημοκρατίας στον χώρο εργασίας, έχει χάσει την ίδια την τεχνογνωσία –με την εξαίρεση του ΚΚΕ– της αντίστασης στην αυθαιρεσία ενός αρρύθμιστου πεδίου όπου βασιλεύει η εξατομίκευση και η εντατικοποίηση των ρυθμών δουλειάς.

Το 2022 ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν συναντώντας τον πρόεδρο του σωματείου της Amazon είπε, «μου αρέσει που είσαι ο μπελάς μου». Η κοινωνική πίεση για μια πολιτική που ξεφεύγει από τα στενά όρια ενός σπορ για μυημένους (ή εθισμένους) σε αυτήν είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ανανέωση της Αριστεράς. Η τελευταία έχασε μια πολύτιμη ευκαιρία, ανάμεσα σε άλλες, να αποκτήσει αυτόν τον πολύτιμο μπελά όταν βρέθηκε σε θέσεις ευθύνης. Τώρα, βυθισμένη στην κρίση της, θα πρέπει να τον ανακαλύψει.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

«Η κυρα-Τσαντλ» διήγημα του Τόμας Χάρντι (1840 – 1928) από τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες από το Ουέσσεξ» (μτφ. Έφη Φρυδά, εκδ. «Ροές - Ξένη Λογοτεχνία», 2023)

 ..............................................................



                Τόμας Χάρντι (1840 – 1928)


·        «Η κυρα-Τσαντλ» διήγημα του Τόμας Χάρντι (1840 – 1928) από τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες από το Ουέσσεξ» (μτφ. Έφη Φρυδά, εκδ. «Ροές - Ξένη Λογοτεχνία», 2023)

 

Ο βοηθός εφημέριος ούτε βδομάδα δεν είχε στην ενορία, κι όμως, την υπέροχη εκείνη φθινοπωρινή μέρα, σκέφτηκε να κάνει μερικές υδατογραφίες με τα ερείπια του Κορβσγκέιτ να φαίνονται από μακριά – βρίσκονταν σε απόσταση δύο μιλίων και τα είχε δει στη διαδρομή του φτάνοντας. Το σχέδιο τον απασχόλησε περισσότερο απ’ όσο περίμενε. Η ώρα του γεύματος πέρασε κι εκείνος πεινούσε.

   Υπήρχε ένα παλιό πετρόχτιστο αγροτόσπιτο εκεί κοντά επιβλητικό, γερό. Μπήκε μέσα και τον υποδέχτηκε μια γερόντισσα.

   «Καλή μου κυρία, μπορείτε να μου δώσετε κάτι να φάω;» ρώτησε.

   Εκείνη έφερε το χέρι στο αυτί της.

   «Μπορείτε να μου δώσετε λίγο μεσημεριανό;» φώναξε ο κληρικός. «Ψωμί και τυρί – ό,τι σας βρίσκεται».

   Η γερόντισσα κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ξίνισε το πρόσωπό της.

   «Τι ατυχία» μουρμούρισε εκείνος.

   Ύστερα συλλογίστηκε λίγο και του είπε, πιο πολιτισμένα: «Το λοιπό, θα φάω και γω σε λιγουλάκι. Βραστές πατάτες, λάχανο και κομμάτι μπέικον. Θες; Α, μπα, δεν είν’ για του λόγου σου – συ θες ψωμοτύρι».

   «Όχι, θα καθίσω μαζί σας. Πείτε μου πότε θα είναι έτοιμα. Εδώ έξω είμαι».

   «Ε, σ’ είδα. Τις αρχαίες πέτρες ζουγραφίζεις;»

   «Ναι, καλή μου κυρία»

   «Τι ωραία να μην έχεις κάτι καλύτερο να κάμεις με το χρόνο σου. Θα σε φωνάξω όταν ξεμπερδέψω».

   Ο βοηθός εφημέριος βγήκε από το σπίτι και συνέχισε να ζωγραφίζει. Πέντε δέκα λεπτά αργότερα η γερόντισσα εμφανίστηκε στην πόρτα και του έκανε νόημα σηκώνοντας το χέρι της. Εκείνος ξέπλυνε το πινέλο του, πήγε στο ρυάκι να πλύνει τα χέρια του κι έπειτα προχώρησε προς το σπίτι.

   «Κει δα ‘ναι το δικό σου» είπε δείχνοντας το τραπέζι. «Εγώ θα φάω δω να!» συνέχισε δείχνοντας το ντιβάνι.

   «Γιατί δεν κάθεστε μαζί μου;»

   «Α, μπα, δε θέλω να τρώγω μ’ ανώτερους – α, πα, πα». Και με ύφος αποφασιστικό, συνέχισε το μοναχικό της γεύμα.

   Τα λαχανικά είχαν σιγοβράσει στη χύτρα πάνω στα ξύλα – ο μόνος σωστός τρόπος να μαγειρέψεις λαχανικά – και το μπέικον ήταν καλοψημένο. Ο βοηθός εφημέριος έφαγε με όρεξη· τόσο νόστιμες πατάτες με λάχανο δεν είχε ξαναφάει στη ζωή του, σκέφτηκε. Πράγματι, τα λαχανικά ήταν τόσο φρεσκοκομμένα που μοσχομύριζαν ακόμα πρωινή δροσιά από το μποστάνι. Τελειώνοντας, ρώτησε τι όφειλε για το γεύμα προσθέτοντας ότι πολύ το είχε ευχαριστηθεί.

   «Όχου τι, να πληρωθώ για ένα πιάτο φαγί;»

   «Μα δεν γίνεται, κάτι πρέπει να σας δώσω. Ήταν ένα γεύμα εξαιρετικό!»

   «Μόνη μου τα καλλιεργώ, αλήθεια είναι. Μα λεφτά δεν παίρνω για ‘να δυο λαχανικά. Ποτέ μου δεν το ‘χω κάνει».

   «Θα με ευχαριστούσε πολύ αν μου χρεώνατε κάτι».

   Η στάση του φάνηκε να την αναστατώνει και είπε, με το ζόρι θα έλεγε κανείς: «Ε, δυο πένες φτάνουν και περσσεύουν».

   «Δύο πένες;»

   «Ναι, δυο πένες».

   «Αλίμονο καλή μου γυναίκα, αυτό δεν είναι τίποτα. Το γεύμα που έφαγα αξίζει τόσο τουλάχιστον» και άφησε ένα σελίνι στο τραπέζι.

   «Δυο πένες σου λέω, παραπάνω δεν παίρνω!» επέμενε εκείνη αυστηρά. «Βρε βλογημένε αφού σου λέω, δε μου κόστισε πάνω από τρεις μισές πένες – και πάλι κέρδος έχω. Το μπέικον ήταν το πιο ακριβό, μια πένα μπορεί. Πατάτες έχω μπόλικες κι από λάχανα άλλο τίποτα».

   Εκείνος κατάλαβε ότι δεν πρέπει να επιμείνει άλλο. Πλήρωσε το μηδαμινό ποσό που του ζήτησε και προχώρησε προς την πόρτα. «Για πείτε μου κάτι· πού βγάζει αυτός ο δρόμος;» ρώτησε τώρα, σαν να ήθελε να φύγει προτού ανοίξει μια φιλική κουβεντούλα, ενώ με το χέρι του έδειχνε ένα άσπρο δρομάκι που διασταυρωνόταν με τη δημοσιά κοντά στην πόρτα της.

   «Λένε πως πάει στο Ένκουορθ».

   «Και πόσο μακριά πέφτει το Ένκουορθ;»

   «Τρία μίλια λένε. Αλλ’ ένας Θεός ξέρει αν είναι αλήθεια».

   «Δεν πρέπει να μένετε πολύ καιρό εδώ, σωστά;»

   «Τριάντα πέντε χρόνια, απ’ τη γιορτή του άγιου Μάρτιν».

   «Τριάντα πέντε χρόνια, και δεν έχετε πάει στο Ένκουορθ;»

   «Δεν έχω πάει. Γιατί να πάω; Τι δουλειά έχω γω στο Ένκουορθ; Έχει μεγάλα σπίτια κι ανθρώπους που μου φαίνονται σα να πέσαν απ’ το φεγγάρι. Όχι, εγώ πάω μόνο σε δυο μέρη όλο το χρόνο· κάθε δυο βδομάδες στο Άνγκλμπερυ για να ψωνίσω και μια φορά τη βδομάδα στην εκκλησιά της ενορίας».

   «Και ποια είναι αυτή η εκκλησία;»

   «Του Κίνγκσκρητς».

   «Α… τότε είστε στην ενορία μου;»

   «Μπορεί. Στα περίχωρα».

   «Δεν το ήξερα ότι απλώνεται τόσο η ενορία. Είμαι νεοφερμένος. Λοιπόν, εύχομαι να ξανασυναντηθούμε. Καλό σας απόγευμα».

   Αργότερα, κι ενώ ο βοηθός εφημέριος μιλούσε με τον εφημέριο, ανέφερε πάνω στην κουβέντα: «Μια παράξενη ψυχή, μια γριούλα μένει προς τα εκεί, προς το Κόρβσγκεϊτ… η γριά κυρά… δεν ξέρω τ’ όνομά της. Μια κουφή γριούλα».

   «Την κυρα-Τσαντλ εννοείτε».

   «Μου είπε ότι μένει τριανταπέντε χρόνια εκεί, και δεν έχει  πάει ποτέ στο Ένκουορθ, στα τρία μίλια απόσταση. Όλο τον χρόνο πάει σε δύο μόνο μέρη: στην αγορά και στην εκκλησία τις Κυριακές».

   «Στην εκκλησία τις Κυριακές. Χμ… Θα έλεγα ότι υπερβάλλει. Δεκατρία χρόνια είμαι εφημέριος και ποτέ δεν την έχω δει στην εκκλησία».

   «Την πονηρή γριά! Τι άνθρωπος είναι να λέει τέτοια ψέματα!»

   «Φαίνεται πως δεν ήξερε ότι υπάγεσαι εδώ κι ότι θα μπορούσες να διαπιστώσεις πως δεν λέει την αλήθεια. Σε μένα δε θα τολμούσε να πει κάτι τέτοιο!» χασκογέλασε ο εφημέριος.

   Έπειτα από αρκετή σκέψη, ο βοηθός εφημέριος αποφάσισε πως κάτι πρέπει να κάνει για την κατάσταση και, το πρώτο κιόλας ελεύθερο πρωινό που είχε στη διάθεσή του, πήγε στο αγροτόσπιτο κοντά στα αρχαία. Η ένοικος φυσικά ήταν στο σπίτι.

   «Κάνεις πάλι ζουγραφιές;» τον ρώτησε σηκώνοντας το κεφάλι από το τζάκι όπου έτριβε την πυροστιά.

   «Όχι, ήρθα η για κάτι πολύ πιο σημαντικό, κυρία Τσαντλ. Είμαι ο νέος βοηθός εφημέριος της ενορίας».

   «Μου το ξανάπες. Και αφού μου το ‘πες κι έφυγες είπα μέσα μου: «στοίχημα θα ξανάρθει». Ε, να που ξανάρθες!»

   «Ναι. Δεν σας πειράζει υποθέτω».

   «Μπα, και γιατί να με πειράζει; Αφού εμείς είμαστε χωριάτες για του λόγου σου, καλά δε λέω;»

   «Δεν είναι αυτό το θέμα μου. Θεωρώ όμως ιδιαίτερα αξιόμεμπτο… αγενές ότι μου είπατε πως έρχεστε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, ενώ έχετε να έρθετε χρόνια».

   «Α, έτσι σου ‘πα;»

   «Και βέβαια».

   «Γιατί το ‘κανα αυτό άραγε;»

   «Κι εγώ αναρωτιέμαι».

   «Ε, θα το μάθαινες έτσι κι αλλιώς πως δεν ήρθα σε καμιά λειτουργία. Μα το Θεό, γιατί να πηγαινοέρχομαι ως πέρα στην εκκλησιά αφού είμαι κουφάλογο; Έπρεπε να το ‘χες καταλάβει με το νου σου πως έτσι το ‘πα, γιατί μου ‘πες ότ’ είσαι παπάς»

   «Λέτε δηλαδή ότι δεν θα ακούγατε τη λειτουργία αν καθόσασταν κοντά στον άμβωνα;»

   «Α γεια σου, αυτό λέω. Ούτε λέξη. Εδώ δεν άκουγα κιχ τότε που ο Άιζακ Κογκς ξελαρυγγιαζόταν με τα Αμήν του, όχι όπως τώρα – κι είχανε κι εκείνη τη δυνατή λατέρνα για τη μουσική… τον καιρό του Νώε σου λέω τώρα, τότε που ‘μουνα πιο γερή από τώρα».

   «Χμ… λυπάμαι. Όμως κάτι μπορώ να κάνω· και θα το κάνω ευχαρίστως, αν το χρησιμοποιείτε: μπορώ να σας πάρω ένα ακουστικό κέρας. Θα το χρησιμοποιείτε;»

   «Αμέ. Γιατί όχι; Το ίδιο μου κάνει».

   «Και θα έρχεστε;»

   «Ναι. Τι δω τι κει – παντού καλά είναι».

   Ο ενθουσιώδης νεαρός αγόρασε το ακουστικό κέρας και την επόμενη Κυριακή, προς μεγάλη έκπληξη των ενοριτών, η κυρία Τσαντλ βρέθηκε να κάθεται στην πρώτη σειρά στα στασίδια της εκκλησίας Κίνγκσκρητς αντικρίζοντας ανέκφραστη το υπόλοιπο εκκλησίασμα.

   Εκείνο το πρωί στη λειτουργία, ήταν το επίκεντρο της προσοχής. Το κέρας, τοποθετημένο ψηλά, άστραφτε και λαμπύριζε στα μάτια των καθήμενων σαν ιερό αντικείμενο σε κτίσμα θεϊκό.

   Ο βοηθός εφημέριος δεν μπόρεσε να της μιλήσει εκείνο το πρωινό, οπότε την επισκέφθηκε την επομένη για να την ρωτήσει πώς πήγε το πείραμά τους. Μόλις τον είδε η κυρία Τσαντλ άρχισε να κουνάει το κεφάλι.

   «Όχι, όχι» είπε κατηγορηματικά σαν έφτασε κοντά της. «Το ‘ξερα γω ότ’ ήτανε μια κουταμάρα».

   «Ποιο;»

   «Τίπ’τα δεν έκαμε – σ’ το ‘λεγα γω. Χαράμι τον παρά σου σε ψευτοπράματα για μια παλιόγρια σαν εμένα».

   «Δεν ακούγατε; Τι κρίμα! Μεγάλο κρίμα!»

   «Πάνω απ’ το βουνό να μου μίλαγες το ίδιο θα ‘τανε».

   «Τι ατυχία!»

   «Δεν ξανάρχομαι ποτές πια – τέτοιο ρεζιλίκι».

   Ο βοηθός εφημέριος έμεινε για λίγο σκεπτικός. «Λοιπόν, ακούστε κυρία Τσαντλ. Θα δοκιμάσουμε κάτι άλλο, μία ακόμα φορά και τέλος. Αν κι αυτό αποτύχει, θα πρέπει πλέον να  το αποδεχτούμε. Έχω ακούσει γι’ αυτή τη μέθοδο, αλλά δεν την έχω ποτέ δοκιμάσει. Θα κατασκευάσουμε έναν ηχητικό σωλήνα, με το κάτω στόμιο να καταλήγει στο στασίδι κάτω ακριβώς από τον άμβωνα, και το πάνω να ανοίγει σε ένα στόμιο, σαν καμπάνα, ακριβώς δίπλα από το βιβλιοστάτη του άμβωνα. Η φωνή του ιερέα θα μπαίνει από το στόμιο-καμπάνα και θα μεταφέρεται κατευθείαν στο αυτί του. Καταλαβαίνετε;»

   «Τελείως».

   «Θα έρθετε λοιπόν αν το εγκαταστήσω με δικά μου έξοδα;»

   «Ε, εντάξει. Άντε να το δοκιμάσω κι αυτό κι ας είπα όχι. Καλύτερα απ’ το τίπ’τα, μάλλον».

   Με μεγάλο προσωπικό κόστος και κόπο, ο καλόκαρδος βοηθός εφημέριος, προμηθεύτηκε τον σωλήνα και φρόντισε να τον εγκαταστήσουν κάθετα, όπως είχε περιγράψει, με το πάνω στόμιο ακριβώς κάτω από το πρόσωπο αυτού που θα κήρυττε την ερχόμενη Κυριακή, με στόχο να το δοκιμάσουν το πρωί. Την ημέρα εκείνη λοιπόν, μόλις βγήκε από το βεστιάριο, είδε με μεγάλη ικανοποίηση την κυρία Τσαντλ να κάθεται στητή, σε στάση προσοχής, με το κεφάλι κοντά στην κάτω οπή του ηχητικού σωλήνα, και με μια έκφραση τέτοιας αυταρέσκειας, που, ως φαίνεται, η ψυχή της χρειαζόταν το ειδικό αυτό μηχάνημα για να τη νιώσει, εκεί που για άλλους αρκούσε ένας τρόπος απλός, καθημερινός. Ο ιεροκήρυκας διάβασε τις προσευχές από τον άμβωνα, που η κυρία Τσαντλ μπορούσε εύκολα να παρακολουθήσει ένα τμήμα τους με το προσευχητάρι της. Και όταν ήρθε η ώρα, ο κληρικός ανέβηκε τα οκτώ σκαλιά προς το ξύλινο οκτάγωνο, έβγαλε το κείμενό του και ξεκίνησε το κήρυγμα.

   Ήταν ένα παγωμένο ηλιόλουστο πρωινό στις αρχές του χειμώνα και, πριν προχωρήσει ιδιαίτερα στο κήρυγμα, ο βοηθός εφημέριος ένιωσε έναν αχνό να ανεβαίνει από το καμπανοειδές στόμιο του σωλήνα· προφανώς προερχόταν από την ανάσα της κυρίας Τσαντλ, στην άλλη άκρη, συνοδεία μιας μυρωδιάς στιφάδου με μπόλικα κρεμμύδια. Συνέχισε το κήρυγμα για κάμποσο ακόμα, με την ελπίδα ότι η οσμή θα διαλυόταν, κρατώντας στο αριστερό του χέρι το ωραίο λινό μαντήλι του, αυτό που φύλαγε ειδικά για την κυριακάτικη λειτουργία. Όμως, τελικά, μην αντέχοντας άλλο, άφησε, με μια ανεπαίσθητη κίνηση, το μαντήλι να πέσει μέσα στο στόμιο του σωλήνα, χωρίς βέβαια να σταματήσει ούτε στιγμή την εύγλωττη ροή των λόγων του. Έτσι, προς μεγάλη του ανακούφιση, μπόρεσε επιτέλους να ανασάνει λίγο καθαρό αέρα.

   Δεν άργησε όμως να ακούσει ένα νευρικό σούσουρο από κάτω. Από την άκρη του άμβωνα βγήκε ένας βραχνός ψίθυρος: «Ο σωλήνας φρακάρισε!»

   «Λοιπόν, όπως αντιλαμβάνεστε, τέκνα μου» συνέχισε ο βοηθός εφημέριος, κάνοντας ότι δεν άκουσε, «εφαρμόζοντας στον εαυτό μας τη δοκιμασία του…»

   «Φρακάρισε ο σωλήνας!» Τώρα ο ψίθυρος ακούστηκε δυνατότερος, βραχνότερος.

   «Η δοκιμασία των πράξεών μας ως ενάρετων ή αδιάφορων θα επιταχύνει ιδιαιτέρως, κι εμείς θα ωφεληθούμε υλικά προς την…»

   Ξάφνου, με μια ορμητική ριπή ζεστού αέρα, ο βοηθός εφημέριος είδε το μαντήλι του να ίπταται από το στόμιο του σωλήνα, να αιωρείται και να πέφτει στο πάτωμα του άμβωνα. Τα πιτσιρίκια στον εξώστη ξέσπασαν σε γέλια – ίσως νόμισαν πως πρόκειται για θαύμα. Να όμως τι είχε συμβεί: η κυρία Τσαντλ, εφαρμόζοντας το στόμα της στο κάτω μέρος του σωλήνα, φύσηξε με όλη της τη δύναμη και κατάφερε να τον ξεβουλώσει. Την επόμενη κιόλας στιγμή, και προς μεγάλη ενόχληση του βοηθού εφημέριου, η ατμόσφαιρα στον άμβωνα έγινε όπως πριν. Αλλά πού να τολμήσει να ξαναβουλώσει την οπή. Λίγο ήθελε η γερόντισσα να δημιουργήσει  μεγαλύτερη αναταραχή και να τραβήξει την προσοχή του εκκλησιάσματος.

   «Αν αναλύσετε προσεκτικά το χωρίο που σας διάβασα» συνέχισε εκείνος και ο τόνος της φωνής του ήταν αφύσικος, αμήχανος, «θα αντιληφθείτε ότι υποδεικνύει καθαρά τρία σημεία σκέψης…»

   («Δεν είναι κρεμμύδια, δυόσμος είναι» είπε μέσα του).

   «Συγκεκριμένα, η ανθρωπότητα με την αμετανόητη στάση της…»

   («Και μηλίτης»).

   «Η εφαρμογή του νόμου και η ευγένεια και χάρις της ψυχής, στοιχεία τα οποία τώρα λαμβάνουμε ιδιαιτέρως υπ’ όψιν…»

   («Και λάχανο τουρσί, Θεέ μου, τι μαγείρεψε – φρίκη!»)

   «Υπό την διττή διάσταση της εξωτερικής και εσωτερικής συνείδησης».

   Ο ευλαβής κληρικός συνέχισε με στόμφο στο ίδιο κλίμα για περίπου πέντε λεπτά ακόμα. Παραπάνω δεν άντεξε. Σήκωσε το μαντήλι και το έμπηξε απεγνωσμένα με τον αντίχειρά του στην οπή, ενώ ταυτόχρονα άκουγε τη γριά να φυσάει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της για να ξεβουλώσει ξανά τον σωλήνα. Το δάχτυλό του όμως φράκαρε και το κήρυγμά του σταμάτησε πριν την ώρα του.

   Την επόμενη βδομάδα δεν επισκέφθηκε την κυρία Τσαντλ, καθώς ο ζήλος του για την πνευματική της πρόοδο είχε σβήσει. Αλλά τη συνάντησε στο σπίτι κάποιου άλλου ενορίτη που πήγε να επισκεφθεί.  Αμέσως εκείνη του απηύθυνε τον λόγο σαν να μιλούσε σε συνεργάτη για κάποιο κοινό εγχείρημα.

   «Μα τι καλά π’ άκουγα! Όλα, όλα, ναι, την κάθε λέξη! Μα να μην το ‘ξερα πως υπάρχει τούτο δα το μηχάνημα, ο σωλήνας. Μια δυο φορές όμως ξεχάστηκες κι έριξες μέσα το μαντήλι σου, και φρακάρισε και κόπηκε ο ήχος. Για σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις, γιατί τα χάνω όλα. Από δω και μπρος θα ‘ρχομαι κάθε Κυριακή πρωί – δόξα τω Θεώ!»

   Ρίγος διαπέρασε τον βοηθό εφημέριο – λιγοψύχησε.

   «Θα ‘ρχεσαι πότε πότε σπίτι μου να μου διαβάζεις;»

   «Μα φυσικά»

   Έτσι, την επόμενη Κυριακή η δοκιμασία του επαναλήφθηκε. Το ίδιο βράδυ μίλησε στον εφημέριο για το πρόβλημά του. «Τα ‘θελες και τα ‘παθες» του είπε εκείνος, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο. «Δεν ξέρεις αυτή την ενορία όπως εγώ. Έπρεπε να την αφήσεις στην ησυχία της τη γριά». 

   «Έτσι φαίνεται!»

   «Δόξα τω Θεώ που δεν της αρέσει η δική μου λειτουργία, αλλιώς θα ερχόταν και στο δικό μου κήρυγμα. Χα, χα!»

   «Κάτι πρέπει να κάνω» είπε αναστατωμένος ο βοηθός εφημέριος. «Δεν το αντέχω. Θα της πω να μην έρχεται».

   «Αυτό δεν γίνεται».

   «Αφήστε που σχεδόν της υποσχέθηκα να πηγαίνω να της διαβάζω κιόλας. Αλλά… δεν θα πάω».

   «Μπορεί να το ξέχασε ήδη».

   Ο νεαρός ιερέας είδε μπροστά του, σαν σε όραμα φρικτό, την ερχόμενη Κυριακή του, και μετά από σοβαρή σκέψη αποφάσισε να αποφύγει πάση θυσία την εμπειρία αυτή. Ο σωλήνας έπρεπε να ξηλωθεί. Το επόμενο πρωί έδωσε οδηγίες, κι η απομάκρυνση έγινε.

   Μια δυο μέρες αργότερα έλαβε ένα μήνυμα από την κυρα-Τσαντλ – ήθελε να τον δει. Πιστεύοντας ότι μια τρομερή, οργισμένη επίθεση τον περίμενε, απέφυγε να πάει την επομένη, για να πάρει βαρύς τον δρόμο για το σπίτι της το απόγευμα της μεθεπομένης. Καλότροπος και ευγενής άνθρωπος καθώς ήταν, είχε μεν αποφασίσει να μην επαναφέρει τον σωλήνα, αλλά έτρεφε την ελπίδα ότι κάτι άλλο θα σκαρφιζόταν, ακόμα κι αν αυτό δεν θα βόλευε τόσο την κυρα-Τσαντλ, γιατί η κατάσταση της περασμένης εβδομάδας τού ήταν αφόρητη.

   «Δόξα τω Θεώ, ο σωλήνας έφυγε» έλεγε μέσα του καθώς περπατούσε. «Και δεν το ξαναβάζω με τίποτα εκεί».

   Πλησιάζοντας όμως το σπίτι είδε, προς μεγάλη του έκπληξη, ότι οι μπεζ κουρτίνες του αγροτόσπιτου ήταν τραβηγμένες, θεόκλειστες. Έφτασε στην εξώπορτα· τη βρήκε μισάνοιχτη. Ένα κοριτσάκι κρυφοκοιτούσε από το άνοιγμα.

   «Πώς είναι η κυρία Τσαντλ;» ρώτησε αμέσως.

   «Πέθανε, κύριε» είπε το κοριτσάκι ψιθυριστά.

   «Πέθανε;… Η κυρία Τσαντλ… πέθανε;»

   «Μάλιστα, κύριε».

   Πλησίασε μια γυναίκα. «Ναι, έτσι είναι, κύριε. Πέθανε ξαφνικά… πριν από δυο ώρες περίπου. Είχε πατημένα τα εβδομήντα πέντε βλέπετε, κύριε, και την περασμένη Κυριακή άργησε να ξεκινήσει για την εκκλησία, γιατί ήθελε να ετοιμάσει το φαγητό πριν φύγει. Κι είχε πολύ αγωνία να ‘ναι στην ώρα της. Βιαζόταν, έτρεχε στην ανηφόρα – δεν έπρεπε να τρέχει στην ηλικία της. Κούρασε την καρδιά της και μετά όλη τη βδομάδα δεν ήτανε καλά. Γι’ αυτό ζήτησε να σας δει. Δυο τρεις φορές είπε ότι ευχόταν να ‘ρθετε γρήγορα, όπως είχατε υποσχεθεί, και ότι θέλατε μόνο το καλό της, κι ήξερε ότι δε φταίγατε που δεν ήρθατε. Αλλά δε μας άφηνε να σας ειδοποιήσουμε ξανά, για να μην σας ενοχλήσουμε – γιατί υπάρχουν κι άλλοι φτωχοί που ‘χουνε την ανάγκη σας, έλεγε. Στενοχωριότανε μην και δεν κατάφερνε να σας ακούσει την άλλη Κυριακή· φοβότανε μήπως αυτό σας πληγώσει, φοβότανε μην την πάρετε για ασυνεπή. Δεν έβλεπε την ώρα να ‘ρθει να σας ακούσει. Έλα όμως που δεν ήτανε γραφτό της, της καψερής, και σύντομα πέθανε. «Επιτέλους βρήκαν έναν αληθινό φίλο» έλεγε. «Δε βρίσκεις ανθρώπους σαν κι αυτόν. Δεν ντρέπεται που ‘μια γριά, μέσα του βαθιά πιστεύει ότι αξίζει να σώσει την ψυχή μιας γριάς όσο θ’ άξιζε κι ενός πλούσιου». Μου ‘πε να σας δώσω τούτο δω».

   Ένα μικρό χαρτί διπλωμένο στα δύο. Πάνω έγραφε το όνομά του κι ήταν σφραγισμένο με μια δακτυλήθρα. Ο βοηθός εφημέριος το άνοιξε και βρήκε κάτι που εκείνη το ονόμαζε Διαθήκη της. Του άφηνε μια σιφονιέρα, το ρολόι τοίχου, το κρεβάτι με τον ουρανό και το εργόχειρό της μέσα στο πλαίσιο που το κεντούσε – ό,τι είχε και δεν είχε, με δυο λόγια.

   Ο βοηθός εφημέριος βγήκε από το σπίτι, νιώθοντας σαν τον απόστολο Πέτρο πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρις. Ήταν πράος άνθρωπος, τρυφερός· προχώρησε και τα μάτια του βούρκωσαν. Όταν έφτασε σε ένα απόμερο σημείο του δρόμου, στάθηκε να αναλογιστεί και, γονατίζοντας στο χώμα, στηρίχτηκε στον αγκώνα του, σκεπάζοντας με το άλλο χέρι το πρόσωπό του.

   Έμεινε κάμποση ώρα έτσι: μια σκοτεινή μορφή μες στη λευκή ζέστη του ηλιόλουστου δρόμου. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, τίναξε τη σκόνη από το παντελόνι του και συνέχισε τον δρόμο του.